Σε διαρκή εξερεύνηση μουσικών που εμπίπτουν στην κατηγορία του "Ηχητικού Εξτρεμισμού". Έχει εισέλθει, οικειοθελώς, στην αιώνια φλόγα της αναζήτησης συναισθήματος στον ακραίο ήχο, πάντα ευγνώμων για...
Dødheimsgard
666 International
Μια Εποχή στην Κόλαση: Όταν ένα ριζοσπαστικό έργο ακραίας τέχνης επαναπροσδιόρισε ένα ιδίωμα, πυρπολώντας τα όρια και τα εκφραστικά του μέσα
Νορβηγία των μέσων των '90s. Η τοπική black metal σκηνή, έχει εκραγεί. Το σημείο καμπής που ήταν το 1994 για το χώρο έχει αφήσει το στίγμα του, και το δεύτερο μισό των '90s φάνταζε διαφορετικό από κάθε άποψη για τις νορβηγικές black metal μπάντες. Δεν θα προσποιηθώ πως διηγούμαι κάποια πρωτότυπη ιστορία αυτή τη στιγμή, αλλά το πλαίσιο παίζει πάντα ρόλο σε μια εκ των υστέρων αναδρομή.
Οι Dodheimsgard, είχαν ντεμπουτάρει το 1994 με το μνημειώδες "Kronet Til Konge", με τη συνεισφορά του Fenriz στο μπάσο, σε μια πηχτή και απροσπέλαστη εκδοχή του νορβηγικού black metal, ενώ το 1996, ενέδωσαν στις thrash metal καταβολές τους με το "Monumental Possession". Ο ιθύνων νους, Vicotnik, στο ενδιάμεσο, θα κυκλοφορούσε με τους Ved Buens Ende το θρυλικό "Written In Waters", έχοντας φανερώσει τις πειραματικές του ανησυχίες. Όσον αφορά τους Dodheimsgard όμως, η κατάσταση στο εσωτερικό τους ήταν δύσκολη. Εσωτερικά ζητήματα οδήγησαν τον Parvez στο να αναλάβει κεντρικότερο συνθετικό ρόλο σε μια μπάντα που μέχρι τότε είχε πιο πολύ χαρακτήρα κολλεκτίβας, γεγονός που εν πολλοίς καθόρισε τη μετέπειτα ηχητική τους κατεύθυνση.
Το 1998, οι νέοι Dodheimsgard αποκαλύπτονται με το καθοριστικό EP "Satanic Art". Πλέον εξάδα, με τους Cerberus στο μπάσο, Galder (Old Man’s Child) στην κιθάρα, Zweizz (Fleurety) σε πλήκτρα και πιάνο, να επεκτείνουν τον πυρήνα των Vicotnik (κιθάρες), Apollyon (τύμπανα) και Aldrahn (κιθάρες/φωνητικά). Τα 16 λεπτά του δίσκου, πρώτου υπό τη σκέπη της Moonfog του Satyr, έφεραν στο προσκήνιο ένα μείγμα avant-garde, jazz, industrial, και black metal φυσικά. Στιχουργικά δε, όπως και εικαστικά, οι DHG άρχισαν να απομακρύνονται επίσης από το παγιωμένο κλασικότροπο black metal ύφος. Η απότομη όμως, εναλλαγή για το κοινό, ήταν μια ιδέα βαθιά ριζωμένη στο μυαλό του Vicotnik ήδη από τις απαρχές της μπάντας. Πλέον, η παραψυχολογία, η σκοτεινή νύχτα της ψυχής του ατόμου και οι σουρρεαλιστικές εσωτερικές αναζητήσεις, είχαν διαλύσει το σκιάχτρο του μοναχικού υπερανθρώπου φυσιολάτρη παγανιστή. Πλέον, τον πρώτο ρόλο είχε το ρευστό αστικό χάος.
Πολλά έχουν γραφτεί για την γενικότερη μεταστροφή της νορβηγικής black metal σκηνής στα τέλη των '90s. Την άνοιξη του 1999, οι Satyricon «χτυπούν» με το καθηλωτικό "Rebel Extravaganza" φέρνοντας τις industrial ασφυκτικές επιρροές στο ευρύτερο προσκήνιο. Ένα χρόνο νωρίτερα, οι Ulver στο game changer "Themes from William Blake's The Marriage of Heaven and Hell" φαντασιώνονται ένα ρομαντικό, νορβηγικό Bristol αγκαλιάζοντας το electro/trip-hop. Οι Arcturus με το "La Masquerade Infernale" και οι Forgotten Woods με το "The Curse Of Mankind" είχαν ήδηαγκαλιάσει παραπλήσιες ρηξικέλευθες οδούς, ενώ οι Mysticum είχαν προλάβει να ερωτοτροπήσουν με το industrial. Όλα όσα διαδραματίζονταν δημιουργικά στο εσωτερικό της τότε σκηνής, σοκάρουν με καλλιτεχνικούς όρους εξίσου με το ασπρόμαυρο παρελθόν τους. Τον Ιούνιο του 1999, οι Dodheimsgard θα κυκλοφορήσουν την κορύφωση μιας συνεκτικής μα μη γραμμικής πορείας. Το "666 International" είναι πλέον γεγονός, ρίχνοντας τη σκιά του σε έναν ήχο και ένα ιδίωμα που δεν ήταν σε θέση να το απορροφήσουν πλήρως.
Συνεχίζοντας την χωροχρονική ρήξη του "Satanic Art", κυριολεκτικά αφού το intro του δίσκου διατρέχει το θέμα του "Wrapped In Plastic" που κλείνει το EP, το τρίτο full-length των Νορβηγών αποτελεί ένα μνημειώδες άλμπουμ, μα κυρίως ένα σύμβολο ριζοσπαστικού extreme metal πειραματισμού. Ο Vicotnik, σε συνθετικό οργασμό, διαμορφώνει σκελετούς κομματιών με τον άρτι αφιχθέντα Carl-Michael Eide (Czral), ο Zweizz αποκομμένος θα αναδιαμόρφωνε ιντερλούδια και περάσματα πλήκτρων μέχρι να δέσουν με τα εκάστοτε μουσικά θέματα, αναλογική παραγωγή, τζαμαρίσματα στις πρόβες, διαρκές κολλάζ ιδεών, απουσία ξεκάθαρων δομών, συγκεχυμένες διάρκειες, πυρετός, χάος, avant-garde. Το "666 International" ήταν πρώτα από όλα οριακό για τους ίδιους τους δημιουργούς του, απορροφώντας τους εντός του σε σημείο παράνοιας και εξουθένωσης. Ήταν ένα ξεπούλημα ορόσημο, που κατάφερε να δώσει λύση στο αίνιγμα της ένωσης διαφορών που ήταν τα ηχητικά άκρα των οποίων αποκάλυψε την τομή.
Από το αδιανόητο κόψιμο του εναρκτήριου εννιάλεπτου "Shiva Interfere", μιας εκ των κορυφαίων συνθέσεων της μπάντας, στη μεγάλη τετράλεπτη έκρηξη του "Ion Storm", οι Dodheimsgard έπιασαν το ακροατήριο από τα μούτρα. Η ριζική του διαφοροποίηση, δίχασε ελαφρώς το κοινό, ενώ η προκλητική του αδιαφορία για οποιαδήποτε σύμβαση ή ισορροπία, το κατέστησε ένα άλμπουμ που σε ωθεί να αναμετρηθείς μαζί του σε κάθε ακρόαση. Κομμάτια όπως το "Final Conquest" ή το "Sonar Bliss" φέρουν τόσες διαστρωματώσεις που, ακόμα και όταν χαλιναγωγούν τις υψηλές εκρήξεις για kraut ή ηλεκτρονικά αλά Autechre, breaks ή outros, διατηρούν την έντασή τους. Το άμορφο δεκάλεπτο "Regno Potiri" εξασκεί την ψυχρή μηχανιστική όψη του θηρίου, με τα ηλεκτρονικά στοιχεία να έχουν καθοριστικό ρόλο όσο και τα ρυθμικά κιθαριστικά μέρη.
Φυσικά, δεν μπορείς να μιλήσεις για το "666 International" χωρίς να αποτίσεις φόρο τιμής στην ψυχοτρόπα, υπερβατική ερμηνεία του Aldrahn στο μικρόφωνο. Η θεατρικότητα και κυρίως τα πολυσχιδή φωνητικά, βρίσκονται σε διαρκή χορό με τις ηχητικές ακροβασίες, ορίζοντας το τελικό τους αποτύπωμα σε πληθώρα περιπτώσεων. Στο "666 International", οι Celtic Frost βρήκαν τους Depeche Mode και Devil Doll, οι πρώιμοι Thorns τους Coil, Nine Inch Nails και τον Squarepusher, και κάπου στο ενδιάμεσο, τα soundtrack του Vangelis τα κλασικά έργα των Chopin, Satie, αλλά και αποφυάδες της avant-jazz του Hancock. Δεν είναι τυχαίο, που το συντριπτικό και ολιστικό αυτό έργο, διαθέτει έναν ευδιάκριτο πιανιστικό σκελετό, με σύντομα ιντερλούδια όπως το "Carpet Bombing" να επανέρχονται με την αστική τους μελαγχολία, καθοδηγώντας από και προς τη σιωπή τις ηχητικές εκρήξεις.
Το δαιδαλώδες χάος του "666 International", είχε εσωτερική μα συνειρμική συνοχή, υπερβαίνοντας τα επιμέρους. Όρισε τόσο το «άμεσο» μέλλον της ίδιας της μπάντας ("Supervillain Outcast", 2007), στρώνοντας επίσης ένα χαλί για όσα θα ακολουθούσαν από τους Thorns στο full-length τους (με συμμετοχή, ως γνωστόν, του Aldrahn), τους Solefald, τους Fleurety, τους Abigor, Blut Aus Nord, και πάει λέγοντας. Η επιρροή του "666 International" στο διεθνές avant-garde extreme metal, δεν έγκειται μόνο στην ουσιώδη συνένωση ηλεκτρονικών, πειραματικών και industrial στοιχειών με τις παραδοσιακές φόρμες. Ο αδάμαστος πυρήνας του, διαθέτει ένα αποτύπωμα θρασύ, ασυμβίβαστο, γεμάτο τόλμη και φαντασία. Τα όρια του black metal δοκιμάστηκαν, και δεν το άντεξαν. Το "666 International" κατέρριψε τις άκαμπτες υπεραισθητικές και ρομαντικές πτυχές του ιδιώματος, διατηρώντας το ενάντιο πνεύμα του, επικεντρωμένο στο περιεχόμενο έναντι της μορφής. Έκτοτε, κάθε επόμενος ουσιώδης πειραματισμός στον ευρύτερο ακραίο ήχο, πριν τραβήξει το δικό του μονοπάτι, θα έβρισκε για αφετηρία ένα σχετικά πιο πρόσφορο έδαφος.
Οι Dodheimsgard, πριν από 25 χρόνια, μπορεί να μην άλλαξαν εκ προοιμίου μια ολόκληρη περιθωριακή σκηνή, αλλά της επέφεραν ένα χτύπημα κομβικό όσο οι πρώτες της κυκλοφορίες. Η «σατανική τους διεθνής», επέφερε στον ακραίο ήχο ένα σεισμικό χτύπημα που προσωπικά μπορώ να το συγκρίνω, σε καθαρά μουσικούς όρους, μόνο με αυτό του "The Shape of Punk To Come", που είχε κυκλοφορήσει 10 μήνες νωρίτερα. Έκτοτε, η σύνθεση του άλμπουμ διαλύθηκε, με τον Aldrahn να επιστρέφει στο μικρόφωνο το 2013, για να ηχογραφήσει το τιτάνιο "A Umbra Omega" (2015), ένα από τα αδιαπραγμάτευτα αριστουργήματα της προηγούμενης δεκαετίας. Πλέον, οι Dodheimsgard, γοητευμένοι από την φιλοσοφία και την επιστημολογία, όπως απέδειξε και το περσινό "Black Medium Current", δίσκος του 2023 για τη συντακτική μας ομάδα, έχουν διευρύνει τον ήχο τους προς πάσα κατεύθυνση, συνεχίζοντας να δοκιμάζουν τα όρια της τέχνης τους.
Το σημάδι όμως του "666 International" και νωρίτερα του "Satanic Art", παραμένει ανεξίτηλο στο μυαλό του δημιουργού του, όπως απέδειξε και το φετινό, αριστουργηματικό "Omniverse Consciousness" των Doedsmaghird. Δυομισι δεκαετίες αργότερα, το "666 International", δεν έχει απωλέσει σπιθαμή της αίγλης του. Παραμένει ένα παράθυρο στο χάος, αιχμαλωτίζοντας το zeitgeist μιας ιδιαίτερης εποχής στην κόλαση για μια εκκεντρική σκηνή, καθώς και τους προβληματισμούς προς το άγνωστο μέλλον που έφερνε το τέλος μιας χιλιετίας και οι φουτουριστικές, απατηλές υποσχέσεις της επόμενης. Όσον αφορά το τι ώθησε τους Dodheimsgard αλλά και μεγάλο μέρος της τότε σκηνής να ακολουθήσει ένα γενικότερο ρεύμα στον σκληρό ήχο προς τέτοια αισθητικά μονοπάτια, αυτό είναι ένα διαφορετικό θέμα προς συζήτηση.
Από και πέρα από τις επιρροές και το πλαίσιό του, το "666 International", είναι ένας αποκαλυπτικός θρίαμβος που έχει υπερβεί την εποχή του, παραμένοντας αναλλοίωτος στο χρόνο, εδράζοντας σε ένα μέρος που λέγεται πραγματικότητα, πέραν κάθε Μοναδικότητας. Είναι ένα δύστροπο έργο τέχνης, που επαναπροσδιορίζει οπτικές, διαμορφώνει αισθητικές, καθορίζει αντιλήψεις.
"As all is said, we cross the storm
And watch ourselves in pray
For this no longer a mutant that shivers
This is here to stay"