Katatonia

Viva Emptiness

Peaceville (2003)
Εγκαταλείψτε κάθε ελπίδα, όσοι από εδώ περνάτε
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Υπάρχει άραγε τίτλος άλλου άλμπουμ που να εκφράζει με τέτοια ειλικρίνεια τη λογική του alternative gothic/dark ιδιώματος, που με την αφοπλιστική του απλότητα να καλύπτει το σύνολο μίας επικράτειας νοημάτων; Πλάι στις αφηρημένες, ή και ρομαντικοποιημένες λέξεις, το αδιαπέραστο σκοτάδι των εξωφύλλων, και την αποπνικτική ατμόσφαιρα, δεν πρέπει να υπήρξε κάποιο άλλο συγκρότημα να τόλμησε την τόση ρομαντικοποίηση του πόνου και της απελπισίας να την γιορτάσει. Να την κατονομάσει, να την ανατέμνει, να την περιγράψει, ή να την υπονοήσει, σίγουρα ναι, μα όχι και να την πανηγυρίσει.

Η ενασχόληση με το πιο πηχτό μελάνι των ανθρώπινων συναισθημάτων έδινε και έπαιρνε εκείνη την εποχή από συγκροτήματα όπως οι Anathema, My Dying Bride, Paradise Lost (για να αναφέρουμε, μαζί με τους Opeth, την υποδειγματική πεντάδα της Peaceville), αλλά και τους Tiamat, και τους Novembers Doom, πάντοτε όμως ως μία κατάρα που κρεμόταν από πάνω μας ως δαμόκλειος σπάθη. Μόνο, ίσως, οι Katatonia με το "Viva Emptiness" τόλμησαν να αγκαλιάσουν το κενό αυτό ως χαρά. Βίβες, λοιπόν, στο τίποτα. Τέλος η πάλη και η πολλή κουβέντα, τα μακάρι και τα κρίμα στέρεψαν.

Λέγαμε προσφάτως, με αφορμή το τελευταίο άλμπουμ των Σουηδών, "Sky Void Of Stars", ότι, σε αντίθεση με την εικονοποιία των συνοδοιπόρων τους που αντλούσε αρκετά από τη βικτωριανή θλίψη και τον ρομαντισμό, ότι οι Katatonia μιλούν για μία σύγχρονη αστική αλλοτρίωση. Το "Viva Emptiness" αποτελεί ίσως ένα από τα καλύτερα παραδείγματα μίας τέτοιας αισθητικής μετακίνησης. Η ανέκαθεν ομιχλώδης στιχουργία του Jonas Renske αφήνει πολλά ερωτήματα για το αν όντως υπάρχει κάποια συγκεκριμένη αφήγηση, και ο ίδιος έχει έρθει να καταρρίψει τέτοια σενάρια, ωστόσο ο μύθος που ακολουθεί το άλμπουμ διατείνεται πως εξιστορεί μία ιστορία μαφιόζικης εκδίκησης, με φόντο μία σκοτεινή μεγαλούπολη. Ακόμη κι αν αυτό δεν ισχύει, όμως, η αυτοτέλεια των κομματιών, και η ενασχόληση με την απώλεια – στις διάφορες εκφάνσεις της: ανθρώπων, προσωπικού νοήματος, εποχών από τη ζωή, κοκ – καθιστούν το άλμπουμ ένα συναξάρι από τραχιές βιογραφίες του σήμερα, που δεν καταλήγουν ποτέ στην αγιοσύνη, απλώς στο χώμα.

Είκοσι χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το "Viva Emptiness" παραμένει αμετακίνητο σημείο αναφοράς. Τελειοποιώντας την ηχητική ισορροπία μεταξύ alternative και gothic που είχαν ψηλαφίσει με το "Last Fair Deal Gone Down", αλλά χωρίς ακόμη να έχουν την παραγωγή του "Great Cold Distance", οι Katatonia του 2003 βρίσκονται εν μέσω της πιο δημιουργικής τους εποχής, και θέτουν τα θεμέλια μίας ταυτότητας που ακόμη και σήμερα συντηρούν και διατηρούν ακέραια (παρά τις όποιες ηλεκτρονικές ή progressive διαφοροποιήσεις). Πολύ περισσότερο, όμως, από τις καταιγιστικές riffάρες του Nystrom, την εκφραστικότητα της φωνής του Renske, και τους μηδενιστικούς του στίχους, είναι η πηχτή ατμόσφαιρα εκείνη που στάζει μαύρες κηλίδες, η αρρωστημένη ατμόσφαιρα που διέπει τις δεκατρείς συνθέσεις και τις ενώνει σε μία συνεκτική εμπειρία.

Χρειάζεται η εναλλαγή δύο νοτών για να σε τραβήξει το "Ghost of the Sun" στο γκρίζο κόσμο του. Από εκεί και πέρα δεν υπάρχει καμία διαφυγή, παρά μόνο η διάνυση της απόστασης, το οδοιπορικό ως την "City of Glass". Κάθε κομμάτι ένα θραύσμα μίας τραγωδίας, που ξεδιπλώνεται μέσα από εναλλαγές αγριότητας και μελωδίας. Τα αρπίσματα, τα καθαρά ακόρντα, και τα αιθέρια πλήκτρα αντιδιαστέλλονται με το οργιώδες drumming, το διαπεραστικό μπάσο, και τα δυναμικά riffs. Με ένα αδιανόητο groove, οι Katatonia γράφουν τον ένα ύμνο μετά τον άλλον, σε έναν συνθετικό οίστρο που φροντίζει κάθε τραγούδι να χτίζεται πάνω σε δικές του ξεκάθαρες ιδέες και υλικά, που κάνουν κάθε στιγμή και δευτερόλεπτο της ηχογράφησης να κολλάει στο μυαλό. Τι να πρωτοδιαλέξεις ανάμεσα στη μπασογραμμή του "Criminals", το garage rock κοπάνημα του "Wealth", τα αλύχτισμα της κιθάρας στο ρεφραίν του"Walking By A Wire", τη σαν σειρήνα βασική μελωδία του "Complicity", ή το κόψιμο της αναπνοής με το look at me now στο "Will I Arrive"; Υπάρχει άραγε φωνητική μελωδία που να μην σε κάνει να θες να τραγουδήσεις τις λέξεις μαζί με τον Jonas, σαν να απευθύνεται σε σένα με κάθε you που ξεστομίζει; Ή μήπως δεν συγχύζεται το μυαλό με το "A Premonition" και το "A Year from Now", τις Κασσάνδρες του δίσκου που μας λένε το ξοδεμένο και προδιαγεγραμμένο τέλος καθενός μας;

Το σφιχτό δέσιμο, η εξαιρετική χημεία, και η έμπνευση που χαρακτηρίζουν το "Viva Emptiness" δεν είναι τυχαία. Πρώτη φορά οι Katatonia προχωρούσαν σε δεύτερο δίσκο με την ίδια σύνθεση, με τους αδελφούς Norman, Fredrik και Mattias σε κιθάρα και μπάσο αντίστοιχα, και τον Daniel Liljekvist πίσω από τα τύμπανα, να συντροφεύουν το ντουέτο Renske / Nystrom. Αυτή η χρυσή ομάδα θα κρατούσε μέχρι και το 2010, και θα διαλυόταν μετά το "Night Is The New Day". Μέχρι τότε, όμως, θα είχαν προλάβει να αφήσουν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στο σκληρό ήχο, με το σισύφειο "Viva Emptiness". Οι Σουηδοί θα επαναλάμβαναν το θαύμα τους ξανά και ξανά στο μέλλον, όμως είναι με αυτό το άλμπουμ που άγγιξαν για πρώτη φορά το απόγειο των δυνατοτήτων τους. Τίποτα, όμως, απ’ όσα ακολούθησαν δεν μπόρεσε να κοιτάξει κατάματα το γλυκόπικρο ξάφνιασμα από το τέλος του "Omerta".

Καθώς, λοιπόν, φέτος κλείνει τα είκοσι ένας από τους σπουδαιότερους δίσκους του ιδιώματος, και με αφορμή της επερχόμενης επίσκεψης της μπάντας στην Αθήνα το Σάββατο 27 Μαΐου, δεν μένει παρά να σηκώσουμε κι εμείς με τη σειρά μας τα ποτήρια, και να πιούμε εις υγεία του τίποτα. Βίβα.

Bandcamp
Check Also: «A Buyer's Guide»: Katatonia

  • SHARE
  • TWEET