«A Buyer's Guide»: Tom Waits
Μια πανοραμική διαδρομή στα περιθωριακά και ασυμβίβαστα ηχοτοπία όπου ανασαίνει ένας μύθος
Ίσως δεν υπάρχει άλλος μουσικός που τόσο έντονα όσο ο Tom Waits να βρέθηκε κοντά στην mainstream εμπορική επιτυχία και κάθε φορά που αυτή η προοπτική ανοιγόταν, πάντα να έστριβε, πάντα να επέλεγε την καλλιτεχνική ακεραιότητα, τη φιλοδοξία, τον αντικομφορμισμό από το να κάνει αυτό που οι δισκογραφικές ή το κοινό περίμενε από αυτόν. Και παρόλα αυτά, να απολαμβάνει κάθε φορά ανανεωμένη την αποδοχή, την αποθέωση, την εκτίμηση όλων.
Είναι λίγο ως πολύ ευρέως αποδεκτό, ότι η δισκογραφία του μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους, αρκετά διακριτές μεταξύ τους, παρά κάποιες μεταβατικές δουλειές που πατάνε τόσο στον προηγούμενο όσο και στον επόμενο χαρακτήρα του. Και δεν είναι τυχαίο που μιλάμε για χαρακτήρα αφού κάθε περίοδος συνοδεύεται και από μια μικρή ή μεγάλη επανεφεύρεση του εαυτού του ή καλύτερα της περσόνας που ενδύεται για να δώσει στρώματα αληθοφάνειας στις ερμηνείες του. Η πρώτη περίοδος, στην Electra, χαρακτηρίζεται από το ρόλο του μποέμ καλλιτέχνη. Ενός ημιλούμπεν στοιχείου που λίγο από επιλογή λίγο από ανάγκη έχει βρεθεί να αναμιγνύεται με το ελκυστικό περιθώριο της κοινωνίας. Τους ξενύχτηδες, τους μικρολωποδύτες, τους αλκοολικούς, τις πόρνες (sic), τους φτωχούς και κατεστραμμένους από τη ζωή. Τοποθετεί τον καλλιτέχνη ως ίσο τους, το φυσικό του περιβάλλον.

Η δεύτερη περίοδος του (στην Island) είναι θεατρική, avant-garde. Ο ρόλος του καλλιτέχνη τώρα είναι να προκαλεί, να δοκιμάζει τα όρια, αλλά και να είναι απόλυτα προσβάσιμος, να μπορεί να παρασύρει τον ακροατή από ένα χιτακι που θα μπορούσε να τραγουδήσει μέχρι και ο Rod Stewart σε ένα ενορχηστρωτικό πείραμα που κανένας άλλος δεν θα ήταν αρκετά τρελός να ακολουθήσει. Η τρίτη περίοδος (κυρίως στην ANTI-) είναι ο καλλιτέχνης ως απόλυτος κύριος της τέχνης του, ήρεμος και κατασταλαγμένος αλλά εξίσου ανήσυχος και συνειδητοποιημένος ως προς την ολότητα της Τέχνης. Ο μουσικός που ενσωματώνει και το θέατρο και τη φωτογραφία και τη ζωγραφική και το σινεμά. Που κάθε έργο του έχει μια ενιαία, προσεγμένη αισθητική με πολλές επιρροές από αυτό που θα ονομάζαμε American Gothic.
Ξεκινώντας ως singer-songwriter και μέσα από την jazz, τα blues και το rock, o Waits ανέπτυξε δικό του ύφος που είναι τόσο χαρακτηριστικό ώστε να μπορούμε εύκολα να το πούμε Waits-ικό και όλοι να καταλαβαίνουμε τι εννοείται. Ένα ύφος, που κυρίως στηρίζεται στην ατμόσφαιρα, την ενορχήστρωση, τα κάθε λογής όργανα που χρησιμοποιεί ή και εφευρίσκει. Και φυσικά σε μια συνθετική ικανότητα που μπορεί να δημιουργήσει από την απλούστερη και αμεσότερη έως την πολυπλοκότερη και στρυφνή μελωδία. Εντάξει, όταν έχεις και μια φωνή που μπορεί να κινηθεί από γλυκύτερο ψιθύρισμα έως το πιο ανατριχιαστικό ουρλιαχτό, ομολογουμένως βοηθάει.

Όλα αυτά μας αφήνουν με το πρόβλημα ότι αν ρωτήσεις 10 ανθρώπους για τους καλύτερους δίσκους του θα πάρεις 11 διαφορετικές απαντήσεις. Για αυτό και το άρθρο αυτό δεν είχε νόημα να δημιουργηθεί από έναν άνθρωπο αφού θα εξέφραζε μια και μόνο οπτική. Αντίθετα επιλέξαμε μια ομάδα ακραιφνών Waits-ικων, κάποιοι εκ των οποίων έχουν το εικόνισμα του πάνω από το προσκέφαλο τους, ώστε να βγει ένα άρθρο που θα εκφράζει την οπτική... κανενός. Μέσα όμως από την πολυφωνία αυτή, ίσως αποδώσαμε την μεγαλύτερη δικαιοσύνη ως προς το πώς θα έπρεπε κάποιος να προσεγγίσει τη δισκογραφία ενός τεράστιου καλλιτέχνη η αξία της οποίας μεγαλώνει όσο περνάει ο χρόνος και αναστοχαζόμαστε το σύνολο του έργου του, αντί για το αντίθετο. (K.Σ.)
Α R! x Tom Waits Spotify Playlist

Blue Valentine
(Asylum, 1978)
Η κορύφωση της πρώιμης εποχής του Tom Waits, τον βρίσκει να αγκαλιάζει και να τελειοποιεί την κινηματογραφική του αισθητική. Τα jazz/blues γίνονται πιο σκληρά και ηλεκτρισμένα, τα φώτα χαμηλώνουν, η κάπνα θεριεύει και η τραγουδοποιία σφιχτή όσο ποτέ. Η αστική, neo-noir οπτική του καλλιτέχνη, αγκαλιάζει όσο ποτέ τους Μπουκόφσκι και Κερουάκ και τον μετατρέπει σε έναν αιχμηρό παρατηρητή που επιχειρεί να καταγράψει ποιητικά τις περιθωριακές υπάρξεις που ορίζουν τον χωροχρόνο του, την «λάθος πλευρά του δρόμου», τις υποσημειώσεις των μεγάλων αφηγημάτων. Αποτυχημένοι, ταπεινωμένοι, πεινασμένοι, αδιέξοδα ερωτευμένοι, εγκληματίες, εξομολογούμενοι, περιθωριακοί και αθέατοι, οι πρωταγωνιστές του αλκοολικού, μπαρόβιου αυτού αριστουργήματος, δεν εξιδανικεύονται, όμως δικαιώνονται. Στις μικρές λεπτομέρειες, η παρανοϊκή διασκευή του "Somewhere" από το West Side Story, το ανατριχιαστικό "Romeo Is Bleeding", το "Christmas Card…", κάθε κομμάτι του "Blue Valentine", κρύβουν ένα όραμα που επηρέασε άπαντες μουσικούς αφηγητές έκτοτε, δίχως ποτέ όμως να επαναληφθεί το αντιφατικό ψυχογράφημα που μετέτρεψε τον Waits σε θνητό θεό των ερωτευμένων με τη ζωή. [Α.Ζ.]

Rain Dogs
(Island, 1985)
Η εποχή της αθωότητας των μπαρόβιων blues έχει πια περάσει για τον Tom Waits. Έχουμε πλέον μπει στην περίοδο του πειραματισμού, εκεί που το έργο του Bukowski και του Kerouac λες κι έχει αναγεννηθεί μέσα από το σουρεαλιστικό μουσικό σύμπαν του Waits. Πίσω από μαρίμπες, αυτοσχέδια κρουστά, κακοφωνίες, americana απόηχους και το σκυλίσιο του crooning, η Νέα Υόρκη επανασυστήνεται σαν ένας γκροτέσκος τόπος όπου κάθε λογής ιστορίες και τύποι ξεπηδούν μέσα από τα 19 τραγούδια ενός γνήσια τολμηρού δίσκου. Όντως το μεσαίο άλμπουμ της άτυπης τριλογίας που συμπληρώνεται με τα "Swordfishtrombones" και "Frank Wild Years", το "Rain Dogs" ισορροπεί υποδειγματικά ανάμεσα σε straightforward τραγούδια και στιγμές ολοκληρωτικής μουσικής παράνοιας. Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε πόλκες, παράφωνες τρομπέτες, βρώμικα μπλουζ και μουσικές τσίρκου, τα Σκυλιά της Βροχής αναδύονται σαν ένα ανεπανάληπτο, αυθεντικό κι αλλόκοτο αριστούργημα. Η συμμετοχή κάποιων Keith Richards, Mark Ribot και Tony Levin δεν προσθέτει κάτι στην αξία του άλμπουμ - αντίθετα, είναι τιμή τους που συμμετέχουν! (ΑΚ)

Swordfishtrombones
(Island, 1983)
Πόσοι μπορούν να πουν πως έκαναν τομή στον ήχο τους αλλά και στη σύγχρονη μουσική με το όγδοο άλμπουμ τους; Σίγουρα όχι πολλοί. Ο Tom Waits όμως έχει κάθε δικαίωμα να υποστηρίζει κάτι τέτοιο καθώς με το "Swordfishtrombone" οριστικοποίησε την απομάκρυνσή του από το μελαγχολικό jazz/blues ύφος και και την συμβατική τραγουδοποιία, εγκαινιάζοντας έναν κάπως παράξενο, θεατρικό και αποδομημένο ήχο που, στην πραγματικότητα, τον καθόρισε ως καλλιτέχνη. Όπως συχνά λέω, υπάρχουν τρία είδη οπαδών του Tom Waits. Αυτοί που λατρεύουν όλη την πορεία του, αυτοί που λατρεύουν τα πρώτα 7 άλμπουμ και αυτοί που θεωρούν πως εδώ βρήκε ουσιαστικά την ταυτότητα του, χρησιμοποιώντας ανορθόδοξα όργανα, παράξενα κρουστά και αφηγηματικές φόρμες που θυμίζουν περισσότερο μαύρα μονόπρακτα παρά τραγούδια. Βήμα το βήμα, ο καλλιτέχνης μας εισάγει πιο βαθιά σε έναν κόσμο σουρεαλιστικό, γεμάτο μοναχικές φιγούρες, χαμένες ψυχές και θραύσματα εικόνων αμερικανικής παρακμής ενώ, κομμάτια όπως τα "Underground" και "16 Shells From a Thirty-Ought-Six" αναδεικνύουν την κινηματογραφική διάσταση του άλμπουμ. Όταν κυκλοφόρησε, έσκασε σαν βόμβα, αποξενώνοντας μέρος των οπαδών του και βρίσκοντας, παράλληλα, πολλούς πρόθυμους νέους ακόλουθους. Σήμερα, 40 χρόνια μετά, μπορούμε εύκολα να πούμε πως η τόλμη, η εφευρετικότητα, και η καλλιτεχνική του συνοχή το καθιστούν ένα από τα σημαντικότερα και πιο επιδραστικά έργα της δεκαετίας του '80. (Α.Α.)

Bone Machine
(Island, 1992)
Ηχογραφημένο σε μια αποθήκη της εταιρίας Prairie Sun Studios, που πλέον θα ονομαζόταν "The Waits Room", το ενδέκατο στούντιο άλμπουμ βρήκε τον θρυλικό μουσικό σε μια μεταβατική περίοδο. Η επιστροφή στην στούντιο δισκογραφία, πάντα με την Kathleen Brennan δίπλα του, έπειτα από κινηματογραφικές και soundtrack περιηγήσεις, ήταν θορυβώδης, lo-fi, αποκρουστική, οργισμένη, και μακριά από τους αστικούς πειραματισμούς ή την νιχιλιστική αισθητική των τζαζόμπαρων. Ο Waits επενδύει σε χαοτικές ερμηνείες και στη δυναμική των κρουστών, αφήνει τον ηλεκτρισμό να τον κυριεύσει, γεμίζει με θόρυβο τις μικρές ιδιοφυείς πολυπρισματικές λεπτομέρειες των 16 κομματιών του άλμπουμ, και συνθέτει έναν εσχατολογικό δίσκο – επιτομή της εποπτείας του πάνω στην διαταραγμένη rock μουσική. Μια ανελέητα πειραματική post-industrial folk/blues ελεγεία, ένας δίσκος που πρέπει να αποδεχθείς τις σκληροπυρηνικές του εξάρσεις για να αγκαλιάσεις την ευαλωτότητά του, το "Bone Island" είναι γεμάτο από τραγούδια που ηχούν ως καταραμένες προφητείες από τα ηχεία ενός βιομηχανικού Κολοσσαίου. Η αποκάλυψη εμφανίστηκε ωμή, και ο Waits ως άλλος Artaud την έφτυσε, και σύρθηκε δυτικά, για καφέ και τσιγάρα. [Α.Ζ.]

The Heart Of Saturday Night
(Asylum, 1974)
Συνεχίζοντας στο ίδιο πνεύμα με το ντεμπούτο του, ο νεαρός ακόμα Tom Waits ακροβατεί ανάμεσα σε blues και jazz με αρκετά ρομαντική ματιά (ακόμα), αν και τα τραγούδια κουβαλούν την ευαισθησία τους ενώ ταυτόχρονα βρωμοκοπάνε τσιγαρίλα και bourbon. Τα πιο bluesy τραγούδια ("New Coat Of Paint", "Fumblin' With The Blues") είναι αληθινοί ύμνοι για πότες, και οι μπαλάντες ρομάντζαρουν ανελέητα, με το πιάνο για οδηγό και το υπέροχο κουιντέτο που συνοδεύει τον Waits να ποτίζει το άλμπουμ σαν φθινοπωρινή βροχή. Η ενορχήστρωση και παραγωγή του Bones Howe οδηγούν το άλμπουμ μέσα από κλασικά blues/jazz μονοπάτια και προσδίδουν φινέτσα, η περσόνα όμως του Waits, σαν αγρίμι, είναι αδύνατον να συγκρατηθεί, παρά τραγούδι με τραγούδι γιγαντώνεται. Όποιος αρέσκεται στην πρώτη του περιόδο, απαγορεύεται να προσπεράσει αυτό το άλμπουμ - εξάλλου, αυτό το Σαββατόβραδο δεν ξημέρωσε ποτέ. Το βλέμμα της ακόμα περιμένει μια απόκριση και το άλμπουμ αυτό γοητεύει, ακόμα, πάντα. (ΑΚ)

Small Change
(Asylum, 1976)
Το "Small Change" θεωρείται δικαίως ένα από τα πιο ολοκληρωμένα και συγκινητικά άλμπουμ της πρώτης περιόδου του Tom Waits καθώς αποτελεί έναν δίσκο που αποτυπώνει με σπάνια ευαισθησία τη μοναξιά, τη φθορά και την πικρή ειρωνεία της νυχτερινής ζωής των πόλεων. Εδώ ο, 27χρονος δημιουργός κινείται σε πιο jazz τοπία, δίνοντας έμφαση στο πιάνο και παραδίδοντας μας τραγούδια φτιαγμένα να παιχτούν μέσα σε μισοφωτισμένα και καπνισμένα υπόγεια που στάζουν ουίσκι. Η φωνή του, εύθραυστη αλλά πάντα υποβλητική, τραγουδά για Μπουκοφσκικούς χαρακτήρες του περιθωρίου, για όλους αυτούς τους αθεράπευτα ρομαντικούς ονειροπόλους που τσακίστηκαν από την σκληρή πραγματικότητα της καθημερινότητας. Κομμάτια όπως το "Tom Traubert's Blues" και το "The Piano Has Been Drinking" ισορροπούν ανάμεσα στο δράμα και τον αυτοσαρκασμό, αναδεικνύοντας τη μεγαλοφυή ικανότητα του Waits να διηγείται ιστορίες με έναν τρόπο που κανείς άλλος δεν μπόρεσε, αν και είναι χιλιάδες προσπάθησαν. Το "Small Change" αγκαλιάζει την ανθρώπινη αδυναμία με τρυφερότητα και ειλικρίνεια, χωρίς να εξιδανικεύει αλλά ούτε να κρίνει, διατηρώντας πάντα αυτήν την υπέροχα ποιητική ματιά του καλλιτέχνη και ξεχωρίζει ως μια από τις πιο ειλικρινείς καταθέσεις της δισκογραφίας του. (A.A.)

Real Gone
(ΑΝΤΙ- 2004)
Να εξηγήσουμε ότι είναι αδύνατον να εκτιμήσεις το "Real Gone" αν δεν εκτιμάς απεριόριστα και την κιθάρα του Marc Ribot. Οι δύο τους είναι έτσι κι αλλιώς αχώριστοι από την εποχή του "Rain Dogs" και η επιρροή του δεύτερου στον ήχο του πρώτου, καθοριστική. Ίσως όμως πουθενά αυτό να μην αποτυπώνεται περισσότερο από ότι στο συγκλονιστικό "Real Gone". Σίγουρα μέρος αυτού είναι ότι η (για πρώτη φορά) παντελής απουσία του πιάνου κάνει την κιθάρα να βγαίνει ακόμα πιο μπροστά, αλλά και γιατί μπορεί να βρει εδώ κανείς μουσικές εμμονές που απασχολούν τον Ribot σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Παρόλα αυτά, δεν μπορούμε να αφαιρέσουμε τίποτα από τον Tom Waits και τη σύντροφό του στη ζωή και τη μουσική Kathleen Brennan αφού όλα τα τραγούδια είναι κατάδικά τους και τα διάφορα στυλ με τα οποία καταπιάνονται είναι τόσο εκτενή, όσο και με έναν μαγικό τρόπο ομοιογενή. Μάλιστα, είναι ορισμένα από τα καλύτερα που έχουν γράψει ποτέ, αφού τα "Hoist That Rag", "Sins Of My Father", "Dead And Lovely" "Make It Rain" δεν επιτρέπεται να λείπουν από καμία ανθολογία. (Κ.Σ.)

Mule Variations
(ANTI-, 1999)
Το 13o άλμπουμ του Tom Waits μοιάζει με μια ιδιότυπη επιστροφή στις ρίζες, όχι όμως μέσα από νοσταλγία, αλλά μέσα από μια ώριμη και, απόλυτα προσωπική, προσέγγιση της αμερικανικής folk, του blues και της gospel. Εδώ ο Waits λειτουργεί σαν ένας περιπλανώμενος τροβαδούρος που συλλέγει ήχους και ιστορίες από σκονισμένους δρόμους, βρώμικα ξενοδοχεία, και παρατημένες εκκλησίες, υφαίνοντας έναν κόσμο γεμάτο αντιθέσεις. Η φωνή του, άλλοτε ψίθυρος κι άλλοτε βρυχηθμός, καθοδηγεί τραγούδια που ισορροπούν ανάμεσα στον παραδοσιακό και τον πειραματικό του εαυτό, χωρίς όμως ούτε για μια στιγμή να χάνει την ταυτότητα του. Όντως παράλληλα σκληρό αλλά και ξεχειλίζοντας μια ομορφιά παράξενη που συνδυάζει το χιούμορ με την απόγνωση, το "Mule Variations" λειτούργησε ως μια ανανεωτική στοχαστική κατάθεση και αποτέλεσε τον αποχαιρετισμό του Tom Waits στον 20ο αιώνα, επιβεβαιώνοντας τη θέση του ως μια από τις πιο αυθεντικές φωνές της σύγχρονης μουσικής. (A.A.)

Black Rider
(Island, 1993)
Ακολουθεί παραλήρημα αντιφάσεων: Η σύμπραξη των William S. Burroughs (σενάριο), Waits (μουσική) και Robert Wilson (σκηνοθεσία) για μια avant-garde θεατρική μεταφορά της γερμανικού λαϊκού θρύλου "Der Freischütz" φαντάζει (και ήταν) εξαίσια, και η μουσική επένδυση, δεν μπορεί να θεωρηθεί «άστοχη» με κανέναν όρο. Υφολογικά, οι θορυβώδεις κρουστοί πειραματισμοί του Waits ηχούν ως η φυσική συνέχεια του "Bone Machine", και η μεταμοντέρνα σκηνοθεσία επεκτείνεται και στα ηχοτοπία, που δαμάζουν επιρροές κλασικής μουσικής, ασυνήθιστα μουσικά όργανα, θεατρικές/καμπαρέ ηχητικές τεχνοτροπίες, ευρωπαϊκή φολκ και το γνωστό αποκαλυπτικό μπλουζ του Waits. Το εκκεντρικό παραμύθι και οι πινελιές μπαρόκ τρόμου που εμφανίζονται στα εξωφρενικά 20 κομμάτια του "Black Rider", παρουσιάζουν ένα Waits με σπασμένα φρένα, που μπορεί να φιλτράρει κάθε πτυχή της αχαλίνωτης μουσικής του αντίληψης, με τρόπο συχνά δυσνόητο. Κοινώς, αφουγκραστείτε την ιστορία του "Black Rider", μόνο όταν έχετε αφομοιώσει πιο διακριτές πτυχές της ιδιοφυίας του. [Α.Ζ.]

Glitter And Doom Live
(ANTI-, 2009)
Ηχογραφημένο κατά την ομώνυμη περιοδεία που έλαβε χώρα σε ΗΠΑ και Ευρώπη το 2008, το "Glitter And Doom Live" αποτελεί μια συναρπαστική καταγραφή του Tom Waits σε μια σειρά από απολύτως ηλεκτρισμένες ερμηνείες. Τα 17 τραγούδια έχουν ηχογραφηθεί σε 10 διαφορετικές πόλεις, η εμπειρία είναι όμως ομοιογενής: το κοινό πάντα ουρλιάζει σε κάθε παύση, η μπάντα που τον συνοδεύει παίζει τον ρόλο της αλάνθαστη, ο ήχος είναι φανταστικός κι ο Tom αφήνει το λαρύγγι του σε κάθε στίχο και ανάσα. Το υλικό βασίζεται περισσότερο στα post-1992 μεταλλαγμένα blues του και ηχεί, το λιγότερο, φαντασμαγορικό. Ναι, η φωνή του ακούγεται ιδιαίτερα τραχιά - ο χρόνος έχει αρχίσει να δείχνει τα σημάδια του - η όλη περσόνα του είναι όμως ακόμα εκεί , θεϊκή, απαστράπτουσα. Σαν bonus, το δεύτερο cd περιέχει το "Tom's Tales", 35 λεπτά από πρόζες, σκετς και γενικώς γνήσια Tom Waits κωμική παραφροσύνη. (ΑΚ)
