«A Beginner's Guide»: '80s Guitar Shredders
Όταν ο ανταγωνισμός ταχύτητας και δεξιοτεχνίας ξεπέρασε κάθε προηγούμενο
Είναι ευρέως αποδεκτό ότι η ηλεκτρική κιθάρα αποτελεί το κατεξοχήν πρωταγωνιστικό όργανο στην ιστορία της rock και metal μουσικής. Οι δεξιοτέχνες, οι βιρτουόζοι, οι επονομαζόμενοι guitar heroes ή guitar gods, αλλά και οι επιδραστικοί εν γένει κιθαρίστες διαχρονικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι σχεδόν αναρίθμητοι. Χωρίς να σημαίνει απαραιτήτως ότι αξιολογούνται ως ανώτεροι, υπήρξε μία σειρά από κιθαρίστες που με τον τρόπο τους έφεραν ενός είδους επανάσταση στην εξέλιξη του οργάνου και στον τρόπο που πλασαρίστηκε με το παίξιμό τους. Πρώτο και καλύτερο παράδειγμα ο Jimi Hendrix.
Fast forward μερικά χρόνια αργότερα, ο Eddie Van Halen έρχεται να θαμπώσει σύμπαν με τα απίστευτα κόλπα του και ο Randy Rhoads, παρά τον πολύ σύντομο βίο του, θα αποδειχθεί κομβικής σημασίας για την διαμόρφωση και την εξέλιξη του επονομαζόμενου neoclassical metal. Όταν πλέον μπει στο παιχνίδι και ο αδιανόητα ταλαντούχος Σουηδός Yngwie J. Malmsteen, τίποτα δεν θα είναι πλέον το ίδιο. Προφανώς η τάση για ορχηστρική, κιθαριστική μουσική ξεκινάει τουλάχιστον κάποια χρόνια πριν με το fusion να αποτελεί διακριτό ρεύμα στα '70s και την επιρροή κιθαριστών όπως ο Al Di Meola να είναι ιδιαίτερα σημαντική για τους shredders, ενώ αρκετοί σπουδαίοι rock κιθαρίστες ακολουθούν επιτυχημένες προσωπικές καριέρες.
Η διαφορά είναι ότι στην δεκαετία του '80 και ειδικά στο δεύτερο μισό διαμορφώνεται ένα νέο ιδίωμα προσαρμόσμενο εν πολλοίς στα όρια του νεότευκτου heavy metal, με τον ανταγωνισμό για ταχύτητα και δεξιοτεχνία να είναι πυρετώδης. Οι βιρτουόζοι κιθαρίστες βρίσκονται στο προσκήνιο με πολλαπλούς τρόπους, όπως εκπαιδευτικές βιντεοκασέτες, guitar clinics και ειδικές περιοδείες. Καθοριστική είναι η συνεισφορά του παραγωγού Mike Varney και της εταιρείας του Shrapnel Records, παρέχοντας τα απαραίτητα εφόδια και εχέγγυα από τις αρχές των '80s στους επίδοξους shredders. Οι τρεις συλλογές U.S. Metal με τον υπότιτλο Unsung Guitar Heroes που κυκλοφορούν το 1981, το 1982 και το 1983 αντίστοιχα θα προετοιμάσουν κατάλληλα το έδαφος, αναδεικνύοντας ήρωες του underground όπως ο Mark Shelton των Manilla Road, o άπιαστος στην ταχύτητα Mike Batio, o Jack Starr των Virgin Steele και βεβαίως ο Marty Friedman.
Στο παρόν άρθρο επιλέξαμε και παρουσιάζουμε τους πρωτοπόρους του shredding ως την καταλληλότερη εισαγωγή στο μαγικό κόσμο της κιθαριστικής βιρτουοζιτέ, με βασικά κριτήρια τον χρόνο δράσης, την ποιότητα του υλικού και την δισκογραφική συνέπεια. Η μεγάλη πλειοψηφία των άλμπουμ που ακολουθούν είναι αποκλειστικά ορχηστρικά, με συγκεκριμένες εξαιρέσεις όπου οι κιθαρίστες ήταν οι αδιαμφισβήτητοι πρωταγωνιστές. Η χρονική συγκυρία δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη, καθώς σε λίγες ημέρες η ιστορικής σημασίας συναυλιακή σύμπραξη των Joe Satriani και Steve Vai, υπό τον τίτλο Satchvai Band, θα παρουσιαστεί ζωντανά ενώπιον του κοινού στα πλαίσια του Rockwave Festival, ενώ σχεδόν από το πουθενά θα πρέπει να αναμένουμε λίαν συντόμως και την μεγάλη επιστροφή του Yngwie Malmsteen μετά από 24 ολόκληρα χρόνια. Προσδεθείτε λοιπόν και απολαύστε υπεύθυνα!
Yngwie J. Malmsteen - "Rising Force" (1984)
Ο Yngwie Johan Malmsteen sred-άρει από έφηβος και τα τέλη των '70s στην Σουηδία, το πλήρωμα του χρόνου έρχεται όμως όταν θα εικοσαρίσει και ο Mike Varney θα τον φέρει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μέσα σε λίγους μήνες καταθέτει τα διαπιστευτήριά του συμμετέχοντας στο ντεμπούτο των Steeler, στο ντεμπούτο των Alcatrazz όπου θα αντικατασταθεί από τον Steve Vai, αλλά και στο τρομερό "Live Sentence" με το συγκρότημα του Graham Bonnet. Πολύ σύντομα έρχεται η ώρα να λάμψει με το προσωπικό του ντεμπούτο σε μεγάλη εταιρεία, έχοντας στο πλευρό του τον μάγο των πλήκτρων Jens Johansson και πίσω από τα τύμπανα τον θρύλο των Jethro Tull, Barriemore Barlow. Ο δίσκος ανοίγει με το θαυμάσιο ατμοσφαιρικό "Black Star" και συνεχίζεται με το οργιαστικό "Far Beyond Τhe Sun". Ειδικά με αυτά τα δύο κομμάτια, αν ακούς Malmsteen για πρώτη φορά το πιο πιθανό είναι να σου πέσει το σαγόνι. Αλλά ακόμη κι αν τον λατρεύεις ή τον μισείς, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα εντυπωσιαστείς. Τα "Now Your Ships Are Burned" και "As Above, So Below" με τη απίθανη φωνή του ακόμη teenager Jeff Scott Soto προετοιμάζουν το έδαφος για το ασύγκριτο "Marching Out", αποδεικνύοντας ότι η βιρτουοζιτέ μπορεί να συνυπάρξει με την ουσία. Το ήδη συναυλιακό "Evil Eye", το επικό "Icarus' Dream Suite Op. 4" και το παιχνιδιάριο "Little Savage" φανερώνουν ξεκάθαρα το πολύπλευρο ταλέντο του Σουηδού. Και ο μύθος του neoclassical metal έχει επισήμως γεννηθεί... [Θ.Ξ.]
Tony MacAlpine - "Edge Of Insanity" (1986)
Μεταξύ του ντεμπούτου τον Tony McAlpine και του sophomore "Maximum Security" στέκομαι πάντοτε διχασμένος, με το "Edge Of Sanity" να κερδίζει στο νήμα κυρίως λόγω χρονικής προτεραιότητας. Άλλωστε, ο βιρτουόζος πολυοργανίστας Tony MacAlpine υπήρξε απόλυτα ρηξικέλευθος, με κορυφαίες συνεργασίες στο ενεργητικό του (εδώ, με τους παικταράδες Billy Sheehan και Steve Smith να τον υποστηρίζουν), σε ένα νεοκλασικό, βιρτουοζιτέ, εντυπωσιακό μουσικό «παραλήρημα» που σε αφήνει με το στόμα ανοικτό, να αναρωτιέσαι αν αξίζει να εξασκηθείς περισσότερο ή να κόψεις μαχαίρι την ενασχόληση σου με την κιθάρα (ενίοτε και τα πλήκτρα). Ένας κορυφαίος shredder με έντονη κλασική παιδεία, ο Macalpine διαθέτει μια δισκογραφία που αξίζει να ανακαλυφθεί, αρχής γενομένης από εδώ. [Σ.Κ.]
Racer X - "Street Lethal" (1986)
Μπάντα που άνετα χωρούσε και στον πρόσφατο speed metal οδηγό μας, οι Racer X υπήρξαν ένα υπερβατικό σχήμα κορυφαίων εκτελεστικά μουσικών – με προεξέχοντα τον απίστευτο Paul Gilbert. Ξεκινώντας με το Van Halen προδιαγραφών "Frenzy", πηγαίνοντας στο προφανώς τιτλοφορούμενο "Y.R.O" (εκ του Yngwie Rip - Off) των αναφορών στo "Black Star" και την εποποιία του Malmsteen, και συνεχίζοντας με εκκωφαντικό, βιρτουοζικό, Priest-ικών προδιαγραφών heavy metal, οι Racer X δεν θα έπρεπε να ανακαλούνται μονάχα για τον Scott Travis που θήτευσε σε εκείνους, μήτε για το flashy κιθαριστικό παίξιμο του «ταχυδακτυλουργού» παικταρά Paul Gilbert. Αντίθετα, άφησαν παρακαταθήκη μερικά σπουδαία άλμπουμ, και υπό συνθήκες θα μπορούσαν να έχουν διεκδικήσει μια καλύτερη μοίρα από αυτή που τους επεφυλασσόταν. [Σ.Κ.]
David T. Chastain - "Instrumental Variations" (1987)
Πολυγραφότατος όχι μόνο στο δεύτερο μισό των '80s όπου διέπραξε δισκογραφικά όργια αλλά στα χρόνια που ακολούθησαν, ο David Taylor Chastain αναγνωρίζεται ως ένας από τους παλιότερους και σημαντικότερους στην συνομοταξία των shredders. Ξεκίνησε την καριέρα του από τους Spike με μια σειρά από single και ένα μοναδικό άλμπουμ το 1983, ενεπλάκη κατά καιρούς σε διάφορα project, έχει αρκετά γαλόνια ως παραγωγός και είχε από παλιά την δική του εταιρεία Leviathan Records. Και πιστώνεται σε σημαντικό βαθμό για την ανάδειξη του «δικού μας» Gus G. Τα περισσότερα χιλιόμετρα στην ταστιέρα τα έγραψε κυρίως με τους Chastain, ως ένα σημείο με τους CJSS και βεβαίως με το προσωπικό του σχήμα υπό το όνομα David T. Chastain, εξερευνώντας άκοπα τα όρια της ορχηστρικής, κιθαριστικής μουσικής. Το ψαρωτικό, φουτουριστικό εξώφυλλο του πρώτου προσωπικού άλμπουμ εν έτει 1987 με τίτλο "Instrumental Variations" συνάδει τρόπον τινά με το παίξιμο του Chastain και τα στυλ που εξερευνά. Από το neoclassic και το οριακά ακραίο για τη εποχή metal μέχρι το prog και το fusion, οι αποστάσεις εμηδενίζονται και κομμάτια όπως το "The Oracle Within" καταδεικνύουν το θαυμάσιο ταλέντο του ανδρός. [Θ.Ξ.]
Joe Satriani - "Surfing With The Alien" (1987)
Ένα πραγματικά εμβληματικό άλμπουμ για τον κιθαριστικό ήχο εν γένει, το "Surfing With The Alien" συνέβη ως ένας κεραυνός εν αιθρία. Βλέπετε, με ελάχιστο budget ηχογραφήσεων διαθέσιμο, και σε ένα ύφος αρκετά απαιτητικό, ο Joe Satriani κατάφερε να γράψει ιστορία, με ένα άλμπουμ που έγινε ευρέως αποδεκτό, πούλησε εκατομμύρια και αποτέλεσε τον Δούρειο Ίππο για την πληθώρα άλμπουμ ανάλογου ύφους που θα ακολουθούσαν. Το σπουδαιότερο επίτευγμα, βέβαια, του Satch, είναι πως συνδύασε απόλυτα επιτυχημένα την εξεζητημένη κιθαριστική τεχνική, σε συνθέσεις – πραγματικά τραγούδια, τα οποία δεν χρειάστηκε να αποποιηθούν τον υπερβατικά τεχνοκρατικό χαρακτήρα τους για να κατακτήσουν τα charts της εποχής. [Σ.Κ.]
Joey Tafolla - "Out Of The Sun" (1987)
Επί προσωπικού, σε όλη μου τη ζωή έχω λατρέψει λίγους κιθαρίστες όπως τον μεγάλο Joey Tafolla, προφανώς για το παιξιμό του στο εμβληματικό "Ample Destruction" των Jag Panzer το 1984, στο demo/album "Shadow Thief" που ακολούθησε και στο μεγάλο άλμπουμ επιστροφής του 1997 "The Fourth Judgement". Μετά την πρώτη του θητεία στους Panzer, ο Ταφόια παίρνει μαζί του ντράμερ Reynold Carlson και με μπασίστα τον Wally Voss που «έφυγε» σε ηλικία μόλις 32 ετών νικημένος από τον καρκίνο, ηχογραφούν και κυκλοφορούν το 1987 το θαυμάσιο "Out Οf Τhe Sun", ισορροπώντας ιδανικά μεταξύ τεχνικής, ουσίας και ατμόσφαιρας, εντός βεβαίως του neoclassical metal κλίματος. Οι συμμετοχές των διασημοτήτων Paul Gilbert στις κιθάρες και Tony MacAlpine στα πλήκτρα εμπλουτίζουν σαφέστατα το συνολικό αποτέλεσμα, ειδικά σε μια εποχή που τα βιρτουόζικα πλήκτρα ήταν δυσρεύρετα. Έχοντας πλέον στρώσει την καριέρα του ως shredder, o Tafolla θα κυκλοφορήσει δύο ακόμη αξιόλογα προσωπικά άλμπουμ του 1991 και το 2002 ξεφεύγοντας από τα όρια του metal, θα τρέξει την δική του εταιρεία εξοπλισμού και θα εμπλακεί ξανά με συγκροτήματα στο δεύτερο μισό των tens. Θα μπορούσε ίσως να έχει αφήσει περισσότερα δείγματα γραφής, ειδικά στα νιάτα του, αλλά όπως και να έχει, το αποτύπωμα που έχει αφήσει είναι πολύ βαθύ. [Θ.Ξ.]
Cacophony - "Speed Metal Symphony" (1988)
Ένα ρηξικέλευθο άλμπουμ για την εποχή του, το ντεμπούτο των Cacophony αποτέλεσε τη συστατική επιστολή μας στο κιθαριστικό ταλέντο των Marty Friedman και Jason Becker, ένα από τα πιο καταρτισμένα και δεξιοτεχνικά κιθαριστικά δίδυμα που έχει δει ο heavy metal χώρος. Πραγματικά αδικημένο από τα αλλοπρόσαλλα φωνητικά του Peter Marino, ο οποίος εν μέρει επιβεβαιώνει το όνομα του σχήματος, οι Cacophony παρουσίασαν ένα κιθαριστικό υλικό που υπερέβαινε τις συνθετικές νόρμες, δείχνοντας μια ακραία δεξιοτεχνία που συμβάδιζε μεν με τη shred μόδα των τότε ημερών, αλλά ξεπερνούσε τα στεγανά χάρη στο μεγαλόπνοο όραμα των δημιουργών του. Αναγνωρισμένο ως ένα από τα κορυφαία και πιο ιστορικά άλμπουμ του είδους, δεδομένα θα είχε «γεράσει» καλύτερα δίχως τις φωνητικές γραμμές που το έκαναν πιο προσβάσιμο σε πρώτο χρόνο. [Σ.Κ.]
Jason Becker - "Perpetual Burn" (1988)
Οι παράλληλοι βίοι των Jason Becker και Marty Friedman συνεχίζονται και μετά τους Cacophony, καθώς και οι δύο κυκλοφορούν την ίδια χρονιά το πρώτο τους προσωπικό άλμπουμ, με την διαφορά ότι ο Friedman είχε καταγεγραμμένη πορεία, ενώ ο Becker ήταν ακόμη teenager. Οι δρόμοι τους βέβαια δεν χωρίζουν εκεί, καθώς ο ένας συμμετέχει στα άλμπουμ του άλλου. Ο Becker στην συνέχεια θα μπει στο συγκρότημα κάποιου David Lee Roth και ο Friedman, ξέρετε τί. Ο Becker έμελλε να αποτελέσει ένα από τα μεγαλύτερα what if στην ιστορία της σκληρής μουσικής και παράλληλα μία από τις πιο στενάχωρες περιπτώσεις, καθώς σταδιακά αλλά αρκετά γρήγορα η αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση ή νόσος του κινητικού νευρώνα (στα αγγλικά ALS - amyotrophic lateral sclerosis) του στέρησε την ικανότητα να παίζει κιθάρα όπως μόνο εκείνος ήξερε. Το "Perpetual Burn" χαρακτηρίζεται στο σύνολό του από έναν απίστευτο συγκερασμό μουσικότητας και δεξιοτεχνίας, δίνοντας στο νεότευκτο neoclassical metal μία διαφορετική, γήινη όσο και εξωγήινη διάσταση. Πολύ απλά, μία ακόμη ξεκάθαρη jaw dropping περίπτωση. [Θ.Ξ.]
Marty Friedman - "Dragon's Kiss" (1988)
Παρότι ο Marty Friedman είχε ήδη στο ενεργητικό του μία σχετικά πυκνή δισκογραφία, θα έπιανε την πρώτη καλλιτεχνική κορυφή στο πρώτο του προσωπικό άλμπουμ, το οποίο λέγεται ότι αποτέλεσε και το εισιτήριό του για να μεγαλουργήσει τα επόμενα χρόνια με τους Megadeth. Όπως είπαμε και αμέσως πιο πριν, ο Jason Becker βάζει χεράκι, ο σπουδαίος Deen Castronovo συνοδεύει στα τύμπανα, και όλα τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνει ο καταπληκτικός Marty. Άκουσα για πρώτη φορά το "Dragon's Kiss" σχετικά πρόσφατα και παθιάστηκα σαν να ήμουν πιτσιρικάς. Η διαφορετικότητα και η ιδιαίτερη αξία του άλμπουμ αυτού έγκειται στο ότι είναι μεν αρκετά riffάτο, προσεγγίζοντας την thrash πλευρά του metal που βρίσκεται τότε στα ντουζένια της, συνδυάζεται όμως με τρομερές μελωδικές γραμμές, αδιανόητα πιασάρικες, που αναδεικνύονται προφανώς από το καταπληκτικό παίξιμο του Marty Friedman. Είναι από εκείνες τις λίγες περιπτώσεις που λες ότι μουσικός είχε τον τέλειο ήχο στο μυαλό και τον τέλειο τρόπο να τον εκφράσει. Αδιανόητο και ασύγκριτο. [Θ.Ξ.]
Greg Howe - "Greg Howe" (1988)
Ο Greg Howe υπήρξε ένας ιδιοφυής κιθαρίστας, ο οποίος ήδη από το ντεμπούτο του επιχείρησε να ξεφύγει των στεγανών που όριζε ο shred κιθαριστικός ήχος της εποχής. Επιδιώκοντας τον συνδυασμό και την συμπερίληψη ετερόκλητων φαινομενικά ιδιωμάτων, ο Howe με την συμβολή των Billy Seehan και Atma Anur, θα σμίλευε ένα υπέροχο, groovy αλλά συνάμα δεξιοτεχνικό υλικό όπου το shred, η funk και το fusion θα εμφανίζονταν σχεδόν ισόποσα. Ταυτόχρονα, το άλμπουμ καταφέρνει αυτό για το οποίο φημίζονταν οι πιο ξακουστοί συνάδελφοι του ταλαντούχου κιθαρίστα (βλ. Joe Satriani), κοινώς, παρουσίαζε ένα σύνολο συνθέσεων με λόγο ύπαρξης και επακόλουθης ανάπτυξης ιδεών, μακριά από το άκρατο shredding και την επιδειξιμανία που κατέβαλλε τα έργα πολλών επίδοξων γητευτών της εξάχορδης. [Σ.Κ.]
Impelliteri - "Stand In Line" (1988)
Ο Αμερικανός κιθαρίστας Chris Impellitteri αποτελεί ένα μεγάλο κομμάτι του shredding, κιθαριστικού ήχου, καθώς από πολύ νωρίς ακολούθησε τα χνάρια του πρωτοπόρου Yngwie Malmsteen. Επιλέγοντας να κινηθεί στα πλαίσια μιας κανονικής μπάντας που φέρει το όνομα του, o Impellitteri έθεσε με το "Stand In Line" νωρίς ευδιάκριτα τα διαπιστευτήρια του. Με τραγουδιστή τον Graham Bonnet των Rainbow και Alcatrazz, αλλά και σπουδαίους μουσικούς σαν τον Pat Torpey να τον συνοδεύουν, δημιούργησε συνθέσεις νεοκλασικού heavy metal περφεξιονισμού, γεμάτες κιθαριστικά flash points, αλλά με κορυφαία συνεισφορά σε φωνητικά και λοιπά όργανα. [Σ.Κ.]
Vinnie Moore - "Time Odyssey" (1988)
Στο δεύτερο άλμπουμ της προσωπικής του δισκογραφίας, ο Vinnie Moore έφτασε στο δημιουργικό του αποκορύφωμα, με ένα άλμπουμ που συνέχιζε – και παρουσίαζε βελτιωμένα – τα όσα είχε παρουσιάσει στο "Mind’s Eye". Ένα κορυφαίο κιθαριστικό ταλέντο, με διευρυμένη συνθετική κι εκτελεστική ματιά που δεν περιοριζόταν στο άκρατο shredding, αλλά διέσχιζε prog, fusion και νεοκλασικά μονοπάτια, επιτυγχάνει μια ισορροπία στα όσα ποικίλα είχε να παρουσιάσει. Συνεργαζόμενος, δε, με σπουδαίους μουσικούς όπως ο Jordan Rudess, ο οποίος, μάλιστα, έχει συνθετικά credits στο εν λόγω άλμπουμ, αντιλαμβανόμαστε και το μουσικό μέγεθος του Moore, ο οποίος πλέον καλύπτει με περίσσεια επιτυχία τη θέση του lead κιθαρίστα των θρυλικών UFO. [Σ.Κ.]
Richie Kotzen - "Richie Kotzen" (1989)
Τέτοια εποχή το 1989 ήμουν έξι χρονών και ο Richie Kotzen ήταν μόλις 19, ξεκινώνας μια λαμπρή καριέρα. Δεν μπορώ να γνωρίζω τί έγινε από πρώτο χέρι, αλλά έχω μια εντύπωση ότι προκάλεσε ένα κάποιο σοκ με την κυκλοφορία του πρώτου του προσωπικού άλμπουμ με τίτλο το όνομά του, έναυσμα μιας τεράστιας και αξιοζήλευτης καριέρα που καλά κρατεί, τόσο με το δικό του σχήμα, όσο και με τόσα άλλα (Poison, Mr. Big, The Winery Dogs, Smith/Kotzen). Το πράγμα μιλάει από τα credits, φαννερώνοντας πίστη και μεγάλη επένδυση. Jason Becker και Mike Varney οι παραγωγοί. Stuart Hamm και Steve Smith σε μπάσο και τύμπανα αντιστοιχα, και Satriani και Vai o πρώτος, ένα σωρό χρυσούς και πλατινένιους δίσκους με τους Journey ο δεύτερος. Χωρίς καν να ανοίξει το στόμα του για να ακουστεί η εξαιρετική φωνή του, ο Kotzen μπορεί να προκαλέσει μικρά εγκεφαλικά σε κάθε ανυποψίαστο. Απίθανος τόνος, τρομακτική ευελιξία από νότα σε νότα και ενάλλαγές διαφορετικών στυλ, από fusion μέχρι metal, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Αυτό το πράγμα δεν περιγράφεται, πρέπει να το ακούσεις για να το καταλάβεις. [Θ.Ξ.]
Steve Vai - "Passion And Warfare" (1990)
Για όσους αναζητούν μουσική που παντρεύει ευφυΐα, ψυχή, και κιθαριστική δεξιοτεχνία σε ένα ενιαίο αριστούργημα, το "Passion And Warfare" δεν έχει ανταγωνιστή. Μιλάμε, άλλωστε, για ένα πεμπτουσιακό άλμπουμ για αυτόν τον ήχο, ένα υπερβατικό κομψοτέχνημα που δοκίμασε τα όρια του δημιουργού του και απαιτεί την πλήρη συνείδηση του ακροατή. Άλλωστε, από όποια σκοπιά κι αν το προσεγγίσεις, το άλμπουμ απλώς στέκει στην κορυφή, έχοντας ορίσει το τεχνικά απόλυτο της κιθαριστικής ενασχόλησης, την ίδια στιγμή που υπήρξε απόλυτα προσβάσιμο κι εμπορικά επιτυχημένο, με εκατομμύρια πωλήσεις και ευρεία αποδοχή από κοινό και κριτικούς. Το, δε, "For The Love Of God", για το οποίο φημολογείται ότι ο Steve Vai έθεσε εαυτόν σε υποχρεωτική νηστεία και περισυλλογή ημερών για να φτάσει στο κατάλληλο πνευματικό σημείο να το ηχογραφήσει, φαντάζει ένα από τα πρώτα κομμάτια που οφείλει να ακούσει κανείς για να αντιληφθεί τα όσα πρεσβεύει το ιδίωμα. [Σ.Κ.]
Patrick Rondat -"Rape Of The Earth" (1991)
Μην κοιτάτε εσείς ότι τώρα υπάρχουν εκεί πέρα κάποιοι Gojira. Για έναν ανεξήγητο λόγο, σε κλασικό rock και κλασικό metal οι Γάλλοι έχουν να παρουσιάσουν ελάχιστα πράγματα. Στις φωτεινές εξαιρέσεις στέκει περήφανος ο βιρτoυόζος κιθαρίστας Patrick Rondat. Είχε συνεργαστεί με τον τεράστιο Jean Michel Jarre, δοκίμασε τις δυνάμεις του με το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ και στην συνέχεια, σε ώριμη πλέον ηλικία, κυκλοφορεί το 1991 το sophomore "Rape Of The Earth". Ο ήχος είναι πολύ καλύτερος, ενώ ο ίδιος φαίνεται απόλυτα κατασταλαγμένος και κοντρολαρισμένος. Αν θες να ακούσεις τίμιο neoclassical metal, χωρίς πολλές υπερβολές αλλά μπολιασμένο με γαλλική φινέτσα, ο Patrick Rondat είναι ο άνθρωπός σου. Και ατμοσφαιρικός και ουσιαστικός και παιχταράς, με εξαιρετικές ιδέες στη σύνθεση. Μπορεί να μην σε συγλκονίσει όπως τα υπόλοιπα τέρατα του shreddeing, το πιθανότερο όμως είναι ότι θα απολαύσεις το "Rape Of The Earth" σε όλη του τη διάρκεια. [Θ.Ξ.]