Συνέντευξη Γιάννης Κιουρκτσόγλου

«Νομίζω ότι είναι καιρός να λέγονται κάποια πράγματα, που κακώς δεν τα λέγαμε»

Από τους Μανώλη Γεωργακάκη, Κώστα Σακκαλή, 03/10/2011 @ 15:38
Το «κιού» της λήγουσας των Πελόμα Μποκιού ανήκει στον Γιάννη Κιουρκτσόγλου. Ο φορέας της βαριάς αυτής συλλαβής του ελληνικού rock, μέσα από μια ζηλευτά πλούσια συλλογή εμπειριών, αποκάλυψε στο Rocking.gr μονάκριβες λεπτομέρειες για μυθικές εποχές, θεμελιωμένες αιρετικές γνώμες και ιστορίες από αυτές που λατρεύουμε να ακούμε.

Μανώλης Γεωργακάκης: Γιάννη Κιουρκτσόγλου, τι σημαίνει «Loubogg»;
(γελώντας) Κακή ερώτηση η πρώτη. Το όνομα «Loubogg» μάς το έδωσε ένας Άγγλος φίλος και συμμαθητής μας. Είχε Ελληνίδα μητέρα και πήγαινε σε ελληνικό γυμνάσιο, μαζί μας. Μάλιστα, είχε παίξει μαζί μας και λίγο, τον πρώτο καιρό. Η πρώτη μας δημόσια εμφάνιση, με αυτό το σχήμα, ήταν σε ένα χορό της Νομικής. Μας είχε ακούσει ένας φοιτητής της Νομικής και έλεγε πως «τρελαινόταν» κλπ., οπότε μας βρήκαν και μας κάλεσαν. Τότε σκεφτήκαμε ότι πρέπει να έχουμε ένα όνομα για να πάμε. Μας λέει, λοιπόν, ο Άγγλος ο φίλος μας: «να το βγάλετε Loubogg [το συγκρότημα]». Του λέμε: «Τι είναι αυτό; Τι θα πει;». Μας εξήγησε ότι «loο» στα αγγλικά θα πει «τουαλέτα» και «bog», σε μια άλλη αγγλική διάλεκτο, επίσης θα πει «τουαλέτα». Σκάσαμε στα γέλια, αλλά, επειδή το είχαμε πάρει στην πλάκα και πιστεύαμε ότι απλώς θα πάμε να παίξουμε σε ένα χορό και τελείωσε, είπαμε εντάξει. Μιλάμε ότι ήμασταν μαθητές λυκείου - εγώ ήμουν στην πρώτη λυκείου τότε. Παίξαμε, λοιπόν, στο χορό της Νομικής και άρχισε τότε ένας καταιγισμός προτάσεων. «Ελάτε να παίξετε εδώ», «ελάτε στη συναυλία τάδε» κλπ. Μας βρήκε μετά και ο Νίκος ο Μαστοράκης και μας πήρε με το ζόρι και μας πήγε στη Music Box -με τους γονείς μας, δηλαδή, γιατί ήμασταν ανήλικοι- να κάνουμε συμβόλαιο. Έτσι έμεινε και το όνομα. Απλώς κάναμε την ανορθογραφία, εμπνεόμενοι από τους Beatles που γράφανε ανορθόγραφα τη λέξη «beetle», και βάλαμε τα δύο «g».

Κώστας Σακκαλής: Μιας και έγινε αναφορά στο όνομα του Νίκου Μαστοράκη και επειδή ακούγονται πολλά, θα ήθελα να ρωτήσω τελικά ποιός ήτανε ο ρόλος του στη rock σκηνή; Ήξερε; Ασχολιόταν και με το μουσικό κομμάτι; Ήταν απλά ένας έξυπνος μάνατζερ;
Κοίταξε, εγώ θα σας πω και την προσωπική μου γνώμη και θα σας δώσω και ορισμένα ιστορικά στοιχεία. Ότι ο Μαστοράκης ήταν ένας έξυπνος μάνατζερ δε νομίζω πως το αμφισβητεί κανείς. Δε χρειάζεται καν να το συζητήσουμε αυτό. Θεωρώ ότι αδικήθηκε στην υπόθεση του Πολυτεχνείου (σ.σ.: αναφέρεται στις κατηγορίες εναντίον του Νίκου Μαστοράκη, σχετικά με τηλεοπτική του εκπομπή, εν καιρώ δικτατορίας, στην οποία φοιτητές δημόσια ομολόγησαν την παρουσία τους στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, βασιζόμενοι σε δήθεν υποσχέσεις «ασυλίας» εκ μέρους καθεστωτικών). Σαφώς ήταν ένας -ας χρησιμοποιήσω σκληρή λέξη- «στυγνός» μάνατζερ. Δηλαδή, δεν τον ενδιέφερε η υπόθεση του Πολυτεχνείου, αλλά δεν πιστεύω ότι ήθελε να βοηθήσει τη Χούντα ή να «καρφώσει» τα παιδιά του Πολυτεχνείου. Την πλήρωσε πολύ ακριβά αυτή την ιστορία. Την είδε τελείως «μαρκετινγκίστικα», ότι «πω, πω, εδώ θα κάνω ακροαματικότητα» και στην αφέλειά του αυτή έπεσε ο ίδιος θύμα των συνομιλητών του της Δικτατορίας. Ας τον δικαιώσουμε σε αυτό το κομμάτι, γιατί θεωρώ ότι ήταν άδικο. Όμως, επειδή τον έζησα στα πρώτα βήματά μας με τους Loubogg και είδα τη σκληρότητά του, θεωρώ ότι ήταν πράγματι ένας πολύ σκληρός επαγγελματίας και πάρα πολύ φιλόδοξος - όχι ότι είναι κακό αυτό, αλλά ίσως παραπάνω από ό,τι πρέπει. Δεν ήταν «ο λάτρης του rock» και σαφώς ήταν μέσα σε όλο αυτό το κλίμα. Προς Θεού, όχι το κλίμα του rock, έτσι; Ο Μαστοράκης -που από εμένα είναι και δέκα χρόνια μεγαλύτερος- μουσικά ανήκει στην προηγούμενη γενιά από εμένα, όταν δεν υπήρχε rock στην Ελλάδα. Ήταν μια γενιά που δε θα τη θυμάστε εσείς, η γενιά του ιταλικού τραγουδιού, του Peppino di Capri, του Adriano Celentano και κάτι τέτοια. Αυτή είναι η γενιά του. Το rock που ήρθε «τον βρήκε» τον Μαστοράκη, ας το πούμε έτσι, και μάλιστα μπορώ να πω ότι ποτέ του δεν προσαρμόστηκε. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν το αγαπούσε αυτό που έκανε. Το αγαπούσε και είχε φοβερή ενεργητικότητα. Εγώ ήμουν πιτσιρικάς τότε, δεκαπέντε χρονών. Μου γράφονταν, λοιπόν, πολύ έντονα στο μυαλό μου όλα αυτά. Είδα τη σκληρότητα του ανθρώπου που θέλει οπωσδήποτε να βγάλει λεφτά, που θέλει οπωσδήποτε να ανέβει. Τον θεωρώ εξαιρετικά ικανό άνθρωπο, αλλά σίγουρα όχι λάτρη της μουσικής.

Μ. Γ.: Έζησες, λοιπόν, ακριβώς την εποχή που ήρθε το rock στην Ελλάδα. Οι Loubogg ήταν εμφανώς επηρεασμένοι από τους Beatles και φαίνεται ότι αυτό ακούσατε εκείνη την εποχή. Πώς ακούστηκε το rock στην Ελλάδα και πώς το εξέλαβε ο κόσμος που έως τότε άκουγε γαλλικά και ιταλικά;
Οι Beatles έφτασαν τη στιγμή που και εγώ γινόμουν έφηβος. Ανήκω καθαρά στην γενιά των «μπιτλομανών», ας το πούμε. Το πρόλαβα αυτό. Για παράδειγμα, η αδελφή μου, που είναι δυο χρόνια μεγαλύτερη από εμένα, άκουγε ιταλικά τραγούδια και τον Paul Anka να λέει το "Crazy Love". Πρόλαβα αυτήν ακριβώς την αλλαγή και ήταν μια κωμικοτραγική αλλαγή. Υπήρχε φοβερή σύγχυση. Οι Beatles -και ό,τι άλλο ήρθε μετά- ερμηνεύονταν στην Ελλάδα από τον καθένα με άλλο τρόπο. Δηλαδή, για εμένα οι Beatles σήμαιναν αυτά τα πέντε πράγματα, για τον άλλον σήμαιναν πέντε τελείως διαφορετικά. Εγώ αντιλαμβανόμουν ότι «κάτι γινόταν» εκείνη τη στιγμή έξω. Δεν ήταν μόνο οι Beatles -και δε μιλάω τώρα για αργότερα, με το Woodstock και τέτοια- αλλά σαφώς ήδη υπήρχε ο Bob Dylan, σαφώς υπήρχε η νέα γενιά που διαμαρτυρόταν για το Βιετνάμ στην Αμερική. Αυτά δεν είχαν έρθει. Για μερικούς εδώ πέρα ήταν «α, η μόδα με τα μαλλιά», «α, η μόδα με τις μπότες με τα τακούνια»...

Χρήστος Κισατζεκιάν: Οι γιεγιέδες!
Οι γιεγιέδες! Μπράβο! Ε, όλη αυτή την ξεφτίλα -αν μου επιτρέπετε τη λέξη- μπορείτε να τη δείτε στις ταινίες του συγχωρεμένου του Δαλιανίδη, για τις οποίες εγώ ντρέπομαι που είναι της γενιάς μου. Εκεί ακριβώς είναι η σύγχυση. Πώς εισπράξανε οι μισοί Έλληνες αυτό που συνέβαινε τη δεκαετία του '60; Δυστυχώς, το εισπράξανε όπως το βλέπετε εκεί, με τον Κώστα Βουτσά να λέει «φσσστ μπόινγκ» κλπ. Όμως υπάρχουμε και εμείς, οι υπόλοιποι, που θες γιατί ξέραμε λίγα αγγλικά παραπάνω, θες γιατί διαβάζαμε και κανένα περιοδικό, ήμασταν πιο έτοιμοι να καταλάβουμε τι γινότανε και εισπράξαμε πιο σωστά τι γινόταν έξω. Το αγαπήσαμε, το ακολουθήσαμε και μεγαλώσαμε μαζί του. Περάσαμε την παιδική μας ηλικία με τους Beatles και μπήκαμε στην εφηβική μας με τους Cream ή με τον Jimi Hendrix και δεν ξέρω τι άλλο. Δηλαδή, ωριμάσαμε υγιώς μέσα από το rock. Και βεβαίως, δεν ήμασταν ροκάδες! Εγώ θεωρώ ότι η μετάλλαξή μου σε ροκά, ας πούμε, έγινε καθαρά μετά τους Loubogg και μάλιστα έγινε στο μικρό διάστημα που έπαιξα με τον Πουλικάκο, με τους MGC. Όταν πήγα να παίξω κιθαρίστας στους MGC και μου είπανε «να το ρεπερτόριο, μάθε να το παίζεις», εγώ έπαθα ταραχή. Δεν είχα διανοηθεί ποτέ μου ότι μπορώ να παίξω κομμάτια που παίζει ο Mike Bloomfield -που δεν τον είχα ακούσει ποτέ στη ζωή μου- ή οι Canned Heat. Με έβαζε ο Πουλικάκος και είχανε ματώσει τα δάχτυλά μου να παίζω τα σόλα των Canned Heat και του Santana και δεν ξέρω τι. (γέλια) Εκεί γνώρισα και τον Santana και όλα αυτά τα πράγματα. Δηλαδή, η «γενιά Loubogg», να το πούμε έτσι, '66, '67 και '68, είναι pop, δεν είναι rock.

Κ. Σ.: Θεωρώ ότι υπάρχει κάτι πολύ ενδιαφέρον στη δικιά σας τη γενιά. Επειδή πριν τους Beatles δεν υπήρχε στη Ελλάδα ανάλογη επιρροή δυτικής μουσικής, εκτός από αυτό το ιταλικό που λέμε, οι περισσότεροι είχαν μεγαλώσει με την ελληνική μουσική. Όταν ήρθαν οι Beatles, έγινε μια μίξη περίεργη. Από τη μια ήταν η δυτική μουσική, όπως ήρθε με τους Beatles, κυρίως, με τους Rolling Stones κλπ., και από την άλλη τα ελληνικά ακούσματα, είτε είναι παραδοσιακά, είτε πιο σύγχρονα, από παραδοσιακά κλαρίνα μέχρι Τσιτσάνη. Αυτό πέρασε στη μουσική και θεωρώ ότι υπάρχει και στη μουσική των Πελόμα Μποκιού, μετέπειτα. Εσύ το είδες ότι παντρεύτηκαν αυτοί οι δύο ήχοι;
Για να μην κατηγορούμε μόνο τους άλλους ότι έχουν σύγχυση, σα να λέμε ότι εμείς δεν έχουμε, υπάρχει και εδώ μια άλλη σύγχυση. Απλώς εγώ έχω τον εγωισμό να λέω ότι η δική μου σύγχυσή είναι υγιής, ας πούμε. (γέλια) Θέλω να πω, κάποια στιγμή ωρίμαζα, μετά τους Beatles πια και μετά τους Loubogg, και άρχισα να αντιλαμβάνομαι τι θα πει rock. Βέβαια, εγώ ενδιαφερόμουν ως κιθαρίστας περισσότερο για κιθαρίστες. Στην ίδια εποχή, όμως, άρχισα να είμαι θαυμαστής του Σαββόπουλου που είχε βγάλει "Το Περιβόλι Του Τρελού", το οποίο έχει μέσα «βαλκανικά» κομμάτια, έχει νταούλια, έχει πίπιζες. Αυτό δεν ξέρω αν λέγεται ακριβώς σύγχυση, αλλά όλοι τα δεχτήκαμε αυτά τα ακούσματα. Την ίδια μέρα που είχα εγώ πρόβα με το γκρουπ και παίζαμε τα rock μας κλπ., μετά πήγαινα να ακούσω τον Σαββόπουλο στο Rodeo. Θα μου πεις, τώρα, ήταν rock ο Σαββόπουλος; Πριν λίγες μέρες, διάβασα κάτι που με έβαλε σε σκέψεις και μάλιστα ακόμη περισσότερο εν όψει της σημερινής μας συζήτησης. Διάβασα κάπου ότι ο Σαββόπουλος έχει κάνει έναν αφορισμό εναντίον του rock, ότι [είπε πως] εκείνος ουδέποτε υπήρξε rock, ότι [είπε πως] όσοι κάνανε rock ήτανε ξεφτίλες, και τρελάθηκα. Προσπάθησα μετά μόνος μου να βγάλω τα συμπεράσματά μου, με ψυχραιμία. Να δω, τα λέει καλά ή τρελάθηκε τώρα στα γεράματα; Έχει μια δόση αλήθειας αυτό που λέει ο Σαββόπουλος, απλώς το παράκανε τώρα. Ίσως την έμφαση να τη δώσανε αυτοί που τα γράψανε αυτά τα πράγματα - δεν ξέρω. Πράγματι, για εμένα τελικά, αν θέλουμε να είμαστε αυστηροί για το κατά πόσο κάναμε rock, δεν κάναμε. Αποτύχαμε όλοι. Μόνο ο Πουλικάκος έκανε rock και κανένας άλλος. Με το «κανένας άλλος» υπονοώ άλλα ονόματα που ακούγονται μαζί με τον Πουλικάκο. Για εμένα ο μόνος που κατάφερε να κάνει rock εδώ ήταν ο Δημήτρης ο Πουλικάκος, με το "Μεταφοραί-Εκδρομαί Ο Μήτσος". Εκεί άρχισε και εκεί τέλειωσε το ταξίδι του rock στην Ελλάδα. Όλοι οι άλλοι πλησιάσαμε και -άντε- ακουμπήσαμε, το πολύ-πολύ. Το ένοιωσα μετά τους Πελόμα Μποκιού κι εγώ, όταν άρχισα να βλέπω το αδιέξοδο. Ίσως είναι πιο σωστό αυτό που κάνει ο Σαββόπουλος, κατά κάποιο τρόπο. Βέβαια, έρχεται και βρίζει σήμερα. Δεν έπρεπε να βρίζει σήμερα τους ροκάδες. Κατά τη γνώμη μου, έπρεπε να πει αυτό που λέω εγώ -όσο κι αν ακούγεται εγωιστικό- ότι, δηλαδή, ναι, ήταν πολλοί αυτοί που προσπαθούσαν και δεν τα κατάφεραν να κάνουνε rock. Με αυτή την έννοια, πράγματι δεν υπάρχει ελληνικό rock και, με αυτή την έννοια, στη δικιά του πρόταση, «ρε παιδιά, δε βάζουμε και κανένα ηπειρώτικο κλαρίνο μέσα, και τον Τάσο τον Χαλκιά να παίζει, και κανένα νταούλι;», ο Σαββόπουλος είχε δίκιο. Εκεί είχε δίκιο και για αυτό έκανε κάτι πιο αξιόλογο από αυτό που κάναμε εμείς, οι υπόλοιποι. Εμείς ήμασταν τελείως «προσκυνημένοι» σε αυτά που λατρεύαμε, που ήταν όλα πέρα από τον Ατλαντικό, άντε το πολύ στην Αγγλία, και δε θέλαμε να ενσωματώσουμε. Έχεις δίκιο, βέβαια, σε αυτό που είπες, ότι οι Πελόμα Μποκιού κάπου θέλησαν να το δούνε λίγο ελληνικά. Πολύ λίγο όμως. Πολύ λίγο. Όμως, η αλήθεια είναι ότι όλοι προσπαθούσαμε να κάνουμε rock όπως το κάνανε οι ξένοι. Έτσι, τώρα, μετά από τόσα χρόνια, υγιώς σκεπτόμενος, εγώ καταλήγω ότι όλοι αποτύχαμε.

Μ. Γ.: Οι επόμενες γενιές βλέπουν με ένα ρομαντισμό την εποχή εκείνη της δεκαετίας του '60. Υπήρξαν τέσσερα σαρανταπεντάρια των Loubogg, με πρώτο το "She's Cool", που το θυμούνται οι λάτρες του είδους και ήταν και μέσα στην ταινία "Τέλος Εποχής". Ποιά αξία δίνεις εσύ σε αυτές τις δουλειές; Υπάρχει πρόθεση να επανακυκλοφορήσουν αυτά τα σαρανταπεντάρια, για τους συλλέκτες του βινυλίου;
Να απαντήσω πρώτα στο δεύτερο. Ξέρω ότι έχουν ξανακυκλοφορήσει σε συλλογές - όχι σαν σαρανταπεντάρια. Σε πολλές από αυτές τις σειρές τύπου «greek garage bands», που έχουνε βγει, είναι μέσα αυτά τα κομμάτια. Πάντως, σχετικά με ό,τι έχει κυκλοφορήσει, εγώ δεν έχω ερωτηθεί καν, παρότι είμαι ο συνθέτης όλων αυτών των τραγουδιών. Έχουν κυκλοφορήσει ακόμα και με εφημερίδες τα τραγούδια μας και αγοράζω το Βήμα, ας πούμε, την Κυριακή, και βλέπω ότι έχει μέσα έξι τραγούδια δικά μου και δε με έχει ρωτήσει ποτέ κανείς αν θέλω ή δε θέλω.

X. K.: Και τίθεται θέμα και με τα πνευματικά δικαιώματα, έτσι;
Να σου πω κάτι, πριν δυο-τρεις μήνες ήμουν με την ΑΕΠΙ σε μια κόντρα, διότι -μια και το ανέφερα- το Βήμα πριν από ένα χρόνο είχε κυκλοφορήσει σε δύο βδομάδες, δύο CD, που συνολικά είχαν μέσα έξι δικά μου τραγούδια. Ξέρουμε ότι αυτά, ούτως ή άλλως, δεν πληρώνουνε πολλά πνευματικά δικαιώματα, αλλά κάτι παίρνεις. Εγώ, χαριτολογώντας, έλεγα ωραία, θα βγάλω χαρτζιλίκι. Πέρασε ένας χρόνος, πληρώθηκα από την ΑΕΠΙ δύο φορές -γιατί κάθε έξι μήνες πληρώνομαι από την ΑΕΠΙ- και είδα ότι δεν εισπράττω τίποτα από αυτά. Πήγα, λοιπόν, και έκανα θέμα. Ρε παιδιά, δεν πρέπει κάπου εγώ να δω ότι π.χ. 300 ευρώ πήρα επειδή το Βήμα που πουλάει 150.000 φύλλα είχε έξι τραγούδια μου; Ένα ευτελές ποσό, κάτι. Άρχισαν κάτι δικαιολογίες ότι εξαρτάται, αν έχει πληρώσει η εφημερίδα και, αν δεν έχει πληρώσει, τότε εκείνοι δεν πληρώνουν εμένα, και ότι θα τα διεκδικήσουν και κάποτε θα τα πάρω κλπ. Είναι, δηλαδή, άγνωστο αν πληρωνόμαστε από αυτά τα πράγματα. Υπάρχει μια εξαίρεση, βέβαια, το περιοδικό Ποπ και Ροκ, που κάποτε είχε βάλει ένα CD των Πελόμα Μποκιού, από όπου πράγματι πήρα δικαιώματα μέσω της ΑΕΠΙ, αλλά μη φαντάζεστε τίποτα σημαντικά ποσά, είναι πολύ χαμηλά. Αλλά, ούτε που με ενδιαφέρει το θέμα με αυτή την έννοια. Το λέω με την έννοια ότι έστω 100 ευρώ να παίρνεις και να έχεις την ικανοποίηση ότι, μετά από τόσα χρόνια, μου «νομιμοποιούν» την αξία μου ή τη δουλειά μου δίνοντάς μου έστω 100 συμβολικά ευρώ. Αυτό είναι που έχει αξία σήμερα. Έτσι κι αλλιώς, εγώ δεν ζω από τη μουσική, ούτε ασκώ το επάγγελμα του μουσικού. Να πω την αμαρτία μου, με ενοχλεί λίγο η μεγάλη εμπορευματοποίηση αυτής της ιστορίας. Ο καθένας επινοεί έναν τρόπο να επαναφέρει τα παλιά τραγούδια. Τα επαναφέρει και μετά τα επαναφέρει πάλι ο άλλος, με άλλο τρόπο. Μετά βρίσκει ο τρίτος μια άλλη συνταγή. Μετά κοροϊδεύουμε τον κόσμο και βγάζουμε μια συλλογή που λέει «τα καλύτερα ροκ», ξέρω 'γώ τι, και βάζουμε μέσα και πέντε τραγούδια με τον Τερή Χρυσό, που δεν είναι rock. Θέλω να πω, εμείς που γράψαμε τραγούδια τότε έχουμε χάσει τον έλεγχο. Τα κάνουν οι εφημερίδες και οι εταιρίες. Δε νομίζω ότι υπάρχει σεβασμός για αυτούς που τώρα ασχολούνται και ενδιαφέρονται, τον κόσμο που θέλει να μάθει τι έγινε με αυτά τα τραγούδια και να τα δει όλα μαζί σε ένα δίσκο. Μπορεί αύριο να τα δείτε σε ένα CD μαζί με την Τζένη Βάνου. Εγώ δε θα ξαφνιαστώ καθόλου.



Μ. Γ.: Ήταν συμφοιτητής και συνοδοιπόρος σου στους Loubogg και μετέπειτα στους Πελόμα Μποκιού ο Νίκος Δαπέρης...
Ο Νίκος είναι πρώτος μου ξάδερφος. Το πατρικό επώνυμο της μητέρας μου είναι Δαπέρη. Την εποχή που ήμουν στην πρώτη γυμνασίου, ο Νίκος στη δευτέρα και ο αδελφός του, ο Κώστας, στην τρίτη, ήμασταν κολλητοί. Τότε αρχίσαμε να παίζουμε μαζί και να μαθαίνουμε. Έτσι φτιάχτηκαν και οι Loubogg, στους οποίους ήταν και ο Κώστας, και προστέθηκε και ο ντραμίστας, ο Ρένος Γκόσεβιτς, και γίναμε κουαρτέτο. Με τον Νίκο συνεχίσαμε και στους Πελόμα Μποκιού.

Μ. Γ.: Πώς έφτασες μέχρι τους Πελόμα Μποκιού;
Οι Πελόμα Μποκιού φτιάχτηκαν με πολύ περίεργο τρόπο. Καταρχήν, δεν φτιάχτηκαν συγκροτημένα. Δε μαζευτήκαμε πέντε άνθρωποι να πούμε φτιάχνουμε ένα γκρουπ και από αύριο αρχίζουμε και παίζουμε. Εγώ, το καλοκαίρι του '69, έπαιζα με τον Πολύτιμο και τον Πουλικάκο, στους MGC. Κι αυτό έγινε εντελώς τυχαία. Το '68 μπήκα στο Πανεπιστήμιο και το '69 ήμουν φοιτητής στη Θεσσαλονίκη. Κατά τα τέλη Μαΐου του '69, λοιπόν, περπατώντας στην Εγνατία, συνάντησα τον Πολύτιμο, που με θυμόταν από τους Loubogg. Μάλιστα, είχε κάνει μια δήλωση σε περιοδικό παλιότερα μαζί με τον Βαγγέλη τον Παπαθανασίου, αποκαλώντας τους Loubogg «παιδιά θαύματα» και τέτοια. Όταν ήμουν στους Loubogg, εγώ ήμουν 15 χρονών και ο Πολύτιμος 27, ήταν σαφώς τεράστια η διαφορά, όχι αστεία. Με είδε, λοιπόν, και μου είπε: «Βρε πιτσιρικά, τι κάνεις εδώ εσύ;». Του είπα: «Φοιτητής είμαι». Κουβέντα στην κουβέντα, με ρώτησε αν παίζω ακόμα κιθάρα. Του απάντησα ότι τώρα που είμαι φοιτητής τα έχω παρατήσει. «-Φεύγει ο Μπεληγιάννης, ο κιθαρίστας μας,», μου εξήγησε, «έρχεσαι να παίξεις μαζί μας το καλοκαίρι;». Το μικρόβιο δε φεύγει και, παρότι τα είχα παρατήσει για κανένα χρόνο λόγω Πανεπιστημίου, είπα: «Ναι, έρχομαι!». «-Α, ωραία, έχουμε κλείσει δουλειά στις Σπέτσες!». «-Μέσα!», του λέω, «μόλις τελειώσω με τις εξετάσεις έρχομαι στην Αθήνα και αρχίζουμε πρόβες!». Για εμένα, αυτό το καλοκαίρι ήταν πολύ σημαντικό, γιατί από χαζο-γιεγιές που ήμουν έγινα ροκάς, κοντά στον Πολύτιμο - που είναι «σχολείο» και αυτός. Καταρχήν, κοντά του έμαθα το blues, όχι το rock. Και, βέβαια, όπως σας είπα πολύ σπουδαίο ρόλο έπαιξε ο Πουλικάκος, που το μεγαλύτερό του προτέρημα είναι ότι είναι αρχηγός.

Κ. Σ.: Ηγέτης!
Ηγέτης! Έτσι! (γέλια) Είναι ηγέτης, δεν είναι μουσικός. Δηλαδή, από τον Πουλικάκο δεν έμαθα μουσική - προς Θεού. Αλλά είναι ηγέτης και μου είχε επιβληθεί και με ανάγκασε να ματώνω τα δάχτυλά μου για να παίζω καλά. Σε αυτούς τους δύο ανθρώπους οφείλω τη μετάλλαξή μου, ας το πούμε έτσι. Γυρνώντας το φθινόπωρο του '69 από τις Σπέτσες, μου είχε ξαναξυπνήσει το μικρόβιο, έπρεπε να κάνω κάτι, ένα γκρουπ, κάτι - θα έσκαγα! Είχα τόσα πολλά καινούρια ακούσματα, που κάπου έπρεπε να τα βγάλω. Συνέβη και ένα πολύ ωραίο γεγονός, που πρέπει να σας διηγηθώ. Χτυπάει ένα τηλέφωνο τον Οκτώβριο του '69 και ακούω: «Είσαι ο Γιάννης ο Κιουρκτσόγλου;». Λέω «Nαι, είμαι.». «-Εγώ είμαι ο Τάσος ο Φαληρέας, χαίρω πολύ». Αρχίζει να μου λέει: «Eσύ είσαι ταλέντο και γράφεις τραγούδια» και τέτοια. «Ναι, ναι» απαντούσα εγώ, ενώ τραγούδι δεν είχα γράψει ούτε ένα από το '67. Τα τελευταία μου ήταν αγγλόφωνα, από την εποχή των Loubogg. Ήταν και φίλος του Πουλικάκου, δεν ξέρω κατά πόσο έπαιξε ρόλο αυτό, αλλά μου είπε αυτό: «-Γράφεις τραγούδια;». «-Ναι», απάντησα - ψέματα! «-Όχι, όμως, σαν κι αυτά που έγραφες με τους Loubogg. Με ελληνικό στίχο;». «-Βεβαίως», είπα, «γράφω!» - ψέματα κι αυτό! Λέω, μέσα μου, αυτή την ευκαιρία δεν τη χάνεις. «-Είμαι τώρα παραγωγός στη Lyra, έχεις γράψει ελληνικά τραγούδια να μου παρουσιάσεις;». «-Βεβαίως». «-Ωραία, αύριο το πρωί, δέκα η ώρα, με μια κασέτα στο γραφείο του κυρίου Πατσιφά!». Ο Πατσιφάς ήταν το αφεντικό της εταιρίας. Μου κόπηκαν τα πόδια. Ποια τραγούδια, τώρα; (γέλια) Εγώ περίμενα να μου πει να συναντηθούμε σε δέκα μέρες, ας πούμε, να κάτσω να γράψω κανένα τραγούδι. Δεν του είπα όχι, όμως, και κλείσαμε ραντεβού, δέκα το πρωί, στη Lyra, στην Κριεζώτου. Κάθισα μεσημεριάτικα και σκεφτόμουν τι να κάνω. Η μία εκδοχή ήταν να μην πάω καθόλου. Η άλλη ήταν να πάω και να πω: «Mε συγχωρείτε, χάλασε η κασέτα...». Η άλλη ήταν να κλέψω κανένα τραγούδι άλλου και να το παρουσιάσω σαν δικό μου και βλέπουμε. Ήμουν στο δωμάτιό μου, στο πατρικό μου, στο Κολωνάκι και βασανιζόμουν μέχρι το βράδυ, τι απ' όλα αυτά να κάνω. Κατά τις οκτώ-εννιά το βράδυ, πήρα την μεγάλη απόφαση. Θα πάρω την κιθάρα μου, θα γράψω δυο τραγούδια, ό,τι βλακεία μού βγει από το κεφάλι, θα γράψω σε ένα χαρτί πέντε στίχους, θα τα βάλω σε μια κασέτα, θα πάω και -μόνος μου ετοίμαζα το σενάριο- θα μου πούνε: «Βρε ηλίθιε, τι είναι αυτά; Αυτά δεν είναι τραγούδια!», θα τους πω ότι έχω και κάτι άλλα καλύτερα, να ξανάρθω σε καμιά βδομάδα. Να μη χάσουμε, δηλαδή, τη γνωριμία και βλέπουμε. Δε θα το πιστέψετε, αν σας το πω τώρα, ότι το ένα κομμάτι από αυτά ήταν ο «Γαρύφαλλος» (σ.σ.: το "Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε", η μετέπειτα μεγάλη επιτυχία των Πελόμα Μποκιού). Σε όποιον το λέω, μου λέει: «Κάνεις πλάκα!». Γράφτηκε σε πέντε λεπτά μέσα αυτό το τραγούδι. Γράφτηκε ως τραγούδι που θα το πετάξω στα σκουπίδια μετά, για να πάω να δικαιολογήσω ότι δήθεν είμαι συνθέτης. Το δε δεύτερο -για την ιστορία- ήταν ένα τραγούδια που λέγεται "Μη Λυπηθείς" και έχει βγει σε δίσκο με τη Μαρίνα, την τραγουδίστρια. Ηχογράφησα, λοιπόν αυτά τα δύο τραγούδια σε μια κασέτα...

Χ. Κ.: Φαντάζομαι, μόνο κιθάρα και φωνή.
Ναι, μόνος μου, με μια ακουστική κιθάρα. Πήγα την άλλη μέρα στο ραντεβού. Άλλη ωραία σκηνή αυτή! Ο Πατσιφάς ήταν ένας υπέροχος τύπος, που παρότι ήταν άνθρωπος των γραμμάτων και της διανόησης, και έκανε παρέα με τον Ελύτη και όλα αυτά, ήταν φοβερά ιδιόρρυθμο άτομο και οι αστείες ιστορίες που υπάρχουνε για αυτόν γεμίζουν βιβλίο. Βρήκα, λοιπόν, εκεί πέρα μια κοπέλα, με ρώτησε τι ήθελα, της είπα ότι είχα ραντεβού με τον κύριο Πατσιφά. «-Για περίμενε μια στιγμή.». Πήγε μέσα στο γραφείο του, επέστρεψε και μου είπε: «-Για πέρνα μέσα.». Έφτασα στην πόρτα, με είδε ο Πατσιφάς και μου είπε: «Εσύ νεαρέ τι θες εδώ πέρα;». «-Έχω ραντεβού μαζί σας...». «-Μαζί μου έχεις ραντεβού; Δεν είσαι στα καλά σου που έχεις ραντεβού μαζί μου!». «-Εγώ έτσι ξέρω...», είπα. «-Από πού κι ως πού έχεις ραντεβού εσύ μαζί μου;». «-Με πήρε κάποιος Φαληρέας και μου είπε...». «-Όχι», με έκοψε, «δεν έχεις κανένα ραντεβού μαζί μου, αλλά εν πάση περιπτώσει, μια και ήρθες εδώ πέρα, έμπα μέσα!». Μέσα στο γραφείο του ήταν ο Λευτέρης ο Παπαδόπουλος. (γέλια) Κάθισα και άρχισε μια ατέλειωτη παρανοϊκή συζήτηση, που δεν ξέρω αν υπάρχει λόγος να την αναφέρω ολόκληρη. Μεταξύ άλλων με ρώτησε: «Βυζαντινή μουσική ξέρεις;». «-Όχι», απάντησα, «δεν ξέρω». «-Ε, άμα δεν ξέρεις, είσαι άχρηστος! Όποιος δεν ξέρει βυζαντινή μουσική δεν έχει μέλλον!». Ο Λευτέρης ο Παπαδόπουλος γέλαγε. «-Σωστά δεν τα λέω, Λευτέρη». «-Ναι, ναι, πολύ καλά τα λες!». (γέλια)

Κ. Σ.: Καψώνι δηλαδή!
Ναι, ναι, καψώνι. Εγώ αισθάνθηκα πάρα πολύ άσχημα και σηκώθηκα και είπα: «Με συγχωρείτε, θα φύγω. Δεν έχω λόγο να είμαι εδώ μαζί σας, κάποιο λάθος θα έχει γίνει!». «-Όχι», είπε o Πατσιφάς, «κάτσε κάτω, πού πας; Τι έχεις φέρει μαζί σου;». Του εξήγησα, κράτησε την κασέτα και τους στίχους, μου είπε πως θα με πάρουν τηλέφωνο και έφυγα. Μετά από μια βδομάδα, με πήρε μια κοπέλα από τη Lyra και μου είπε: «-Σε θέλει ο Πατσιφάς.». Πήγα, μπήκα μέσα. «-Παιδί μου, εσύ είσαι τελείως ατάλαντος», μου είπε αμέσως, «γιατί δε βρίσκεις κάτι άλλο να κάνεις στη ζωή σου;». Του είπα: «-Δώστε μου, σας παρακαλώ, την κασέτα μου, θέλω να φύγω». «-Όχι, κάτσε εδώ, δεν έχεις να πας πουθενά». Είχα ενοχληθεί φοβερά, ήμουν έτοιμος να τα σπάσω όλα - που λένε. «-Δεν είναι ανάγκη», του απάντησα, «μόνο δώστε μου την κασέτα και τους στίχους, σας παρακαλώ» - γιατί δεν είχα κρατήσει καν αντίγραφο, για να θυμάμαι τι έγραψα. Μου είπε ότι οι στίχοι που είχα γράψει -για τον «Γαρύφαλλο»- ήταν γελοίοι. «-Τελείως γελοίοι!».



Χ.Κ.: Μα όσο σκέφτομαι ότι κι εσύ πέτυχες την ώρα που ήταν ο Παπαδόπουλος εκεί! Δηλαδή, ήμαρτον! (γέλια)
Μα ναι! «-Αν θες, να δώσουμε τα τραγούδια να βάλει στίχους κάποιος άλλος», μου είπε. «-Δε με ενδιαφέρει τίποτα από αυτά που λέτε.», απάντησα, «Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να μου τα δώσετε και να σηκωθώ να φύγω». «-Όχι», μου είπε, «Θα πας μέσα, στην Κατερίνα, τη γραμματέα μου, και θα κάτσετε στη γραφομηχανή, να της πεις τα λόγια, να τα καθαρογράψετε, διότι με τα ορνιθοσκαλίσματα τα γράμματά σου, ίσως και να μην τα διαβάζω πολύ καλά». Πράγματι, πήγα μέσα, τα υπαγόρευσα στην Κατερίνα, τα έγραψε στην γραφομηχανή. «-Θα τα αφήσεις εδώ και σε μια βδομάδα θα σε πάρουμε τηλέφωνο». Για να μην σας κουράζω, αυτό συνεχίστηκε περίπου τρεις μήνες. (γέλια)

Χ. Κ.: Πηγαινέλα, πηγαινέλα!
Ακριβώς. Πάλι δεν του άρεσαν οι στίχοι και μου έλεγε να το δώσει στον Βαγγέλη Γκούφα, τον θεατρικό συγγραφέα. «-Δεν με ενδιαφέρει, κύριε Πατσιφά, σας παρακαλώ πολύ, δώστε μου την κασέτα πίσω». Μετά από τρεις μήνες, γύρω στο τέλος του '69, εγώ την είχα «ψωνίσει» με τον Santana, με την ιδέα του latin rock, με τα conga κλπ. Είχε γυρίσει και ο ξάδερφός μου, ο Νίκος ο Δαπέρης, από τον Καναδά, και συζητάγαμε να κάνουμε ένα γκρουπ. Εκείνη την εποχή είχα γνωρίσει και τον Βλάσση τον Μπονάτσο, που μου έλεγε: «Άμα κάνεις γκρουπ, να με πάρεις μαζί σου». «-Τι να σε κάνω εσένα;», του έλεγα, «αφού δεν κάνεις τίποτα εσύ». Με πήρε τηλέφωνο, παραμονές Χριστουγέννων του '69, και μου είπε: «Έχω μια αρπακόλλα δουλειά, να βγάλεις κανένα φράγκο, θέλεις; Να παίξεις με ένα συγκρότημα τις τέσσερις-πέντε μέρες των γιορτών στο ABC στην Πατησίων.». Δεν ξέρω αν υπάρχει πια αυτό.

X. K.: Όχι. Έγινε μετά μπόουλινγκ.
Μάλιστα. (γέλια) Είπε, λοιπόν, ότι είχε κάποιους φίλους του και θα βρίσκαμε μερικούς ακόμα μουσικούς, για να παίξουμε δεύτερη ορχήστρα στους Playboys, που ήταν το «πρώτο» συγκρότημα του μαγαζιού. Έγινε αυτό, για να βγάλουμε και λίγα λεφτά, και εκεί γνώρισα τον Τάκη τον Μαρινάκη, τον μετέπειτα ντραμίστα των Πελόμα Μποκιού, ο οποίος ήταν εξαιρετικό ταλέντο και από τότε του είχα προτείνει να έρθει αν κάνουμε μια μπάντα. Ήδη είχα αρχίσει, εν τω μεταξύ, και έπαιζα ορισμένα πράγματα με τον Νίκο τον Δαπέρη. Η εμμονή του Βλάσση συνεχιζόταν όμως, «-Πάρτε με και εμένα μαζί» και «πάρτε με και εμένα μαζί». Εγώ ήμουν κατηγορηματικός και του έλεγα: «Τι να σε κάνουμε, βρε Βλάσση; Δε μας είσαι χρήσιμος.». Είχε, όμως, καταλάβει ότι είχα εγώ το ψώνιο με τον Santana και τα conga. Με πιάνει, «-Δεν μου λες, αν αγοράσω conga και κάτσω και μάθω, θα με πάρεις στο συγκρότημα;». Του είπα: «-Ναι, άμα αγοράσεις conga και άμα μάθεις, θα σε πάρω». Τότε, είχαμε και έναν οργανίστα, τον Παύλο τον Αλεξίου...

Κ. Σ.: Ο οποίος αργότερα πήγε στους Socrates!
Μπράβο! Αυτός ήταν ουσιαστικά ο πρώτος οργανίστας των Πελόμα Μποκιού. Ήρθε, λοιπόν, και έδεσε το πράγμα, προς τον Μάρτιο του '70, χάρη στον Βλάσση, ο οποίος συνέχιζε να είναι πιεστικός. Έλεγε, άμα θέλετε όργανα θα σας τα αγοράσω εγώ - ήταν ο πλούσιος της παρέας, ας το πούμε. Είχε και ένα σπίτι εγκαταλελειμμένο μιας θείας του στο Καλαμάκι. Μας είπε: «Έχω και σπίτι να πάμε για πρόβες» κλπ. Αρχίσαμε, λοιπόν, και, πάνω που κάναμε τις πρόβες, χτυπάει το τηλέφωνο: «Ο κύριος Πατσιφάς από τη Lyra θέλει να σας δει». Ποιος Πατσιφάς; Είχαμε να μιλήσουμε από το Δεκέμβριο και ήτανε Μάρτιος! Πήγα. «-Εκείνο το τραγούδι που έχεις γράψει, το "Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε", δεν είναι τόσο κακό. Να το κάνουμε δίσκο. Να το δώσουμε σε μια τραγουδίστρια.». Την Πόπη Αστεριάδη, αν θυμάμαι - μου έλεγε κάτι απίστευτα πράγματα. Του απάντησα ότι δε με ενδιέφερε κάτι τέτοιο και πως ήθελα να κάνω ένα καλό rock συγκρότημα. Μετά από λίγες μέρες, με πήρε τηλέφωνο ο Φαληρέας, πάλι! «-Δε μου λες, ρε 'σύ, γιατί δεν τον κάνεις τον δίσκο με το συγκρότημα;». Του είπα: «Κάτσε να κάνουμε με το συγκρότημα πρώτα και βλέπουμε!». Έτσι αρχίσαμε να μιλάμε με τον Φαληρέα, πλέον, προς το καλοκαίρι. Είχε έρθει και είχε ακούσει το συγκρότημα και μας θεωρούσε καλούς. Τότε δεν είχαμε όνομα και απόδειξη είναι ότι ο Αλεξίου, που ήταν τότε ο οργανίστας, δεν είναι μέσα στο «Πελόμα Μποκιού».

Κ. Σ.: Ποιός τραγουδούσε;
Ο Δαπέρης ήταν ο βασικός τραγουδιστής, που ήτανε πρώτη φωνή και στους Loubogg.

Κ. Σ.: Ο Μπονάτσος;
Ο Μπονάτσος έπαιζε conga και έλεγε και δυο-τρία τραγούδια. Έλεγα κι εγώ δυο-τρία τραγούδια. Για να καταλάβετε, από την εποχή των Loubogg, για οικονομία σχήματος, εγώ θεωρούσα ότι ο ρόλος του τραγουδιστή ήταν περιττός. Για εμένα, ο τραγουδιστής ήταν ένα μέλος παραπάνω στο συγκρότημα που δεν παίζει τίποτα. Καλύτερα να τραγουδάνε τα άλλα μέλη του σχήματος. Παίζαμε και πολλά ορχηστρικά κομμάτια. Τέλος πάντων, γύρω στον Ιούλιο, πήρε ένα τηλέφωνο ο Αλεξίου τον Μπονάτσο και του ζήτησε τα κλειδιά του σπιτιού εκείνου, γιατί ήθελε να πάει, λέει, πρώτος να προβάρει μερικά κομμάτια. Πήγαμε και εμείς, στο Καλαμάκι, λοιπόν, και τι να δούμε; Είχε εξαφανιστεί και το Hammond και ο Παύλος ο Αλεξίου, ο οποίος είχε βρει δουλειά με κάποιο άλλο συγκρότημα στις Σπέτσες και δε μας είχε πει τίποτα. Μοιραίο νησί! (γέλια) Για να μην πολυλογώ, βρέθηκε ο Νίκος ο Λογοθέτης και έτσι, το Σεπτέμβριο, πήγαμε στη Lyra και μας πρότειναν να κάνουμε συμβόλαιο σαν συγκρότημα. Μάλιστα, αν θυμάμαι καλά, ο «Γαρύφαλλος» βγήκε με συμβόλαιο δικό μου. Οι υπόλοιποι δεν είχανε ακόμη συμβόλαιο με την εταιρία. Τότε ετέθη το θέμα του ονόματος και έπεσε η ιδέα να βάλουμε «μια συλλαβή από το επώνυμο του κάθε μέλους». Αρχίσαμε να συνδυάζουμε και κάποιος είπε «δαλόμα μποκιού». Μας άρεσε, αλλά είχαμε έναν ενδοιασμό για το «δα», που αν γραφόταν σε αγγλικούς χαρακτήρες θα προφερόταν «ντα» και, μόνος του, ο Νίκος ο Δαπέρης είπε: «Μην παιδεύεστε. Βάλτε «πε», αντί για «δα»!». Μας άρεσε πάρα πολύ. «Α, Πελόμα Μποκιού» λέγαμε, «ακούγεται πολύ ωραία». (γέλια)

Μ. Γ.: Σας ακουγόταν ωραία γιατί σας θύμιζε το "La Paloma";
Μια που το λες, μη βλέπετε που εσείς το ξέρετε και το έχετε ακούσει τόσες φορές. Για εμάς «χτύπαγε» λίγο άσχημα στην αρχή. Κάποιος είπε την ιδέα να το βγάλουμε «Παλόμα Μποκιού», γιατί «paloma» είναι το περιστέρι και είναι και πιο γνωστή λέξη. Για λίγες μέρες υπέβοσκε το ενδεχόμενο να λεγόμαστε έτσι. Όμως εγώ είχα επιμείνει, γιατί το θεωρούσα αδικία προς τον Δαπέρη. Δε φτάνει που του φάγαμε την πρώτη συλλαβή, να του φάμε και ένα γράμμα; (γέλια) Τους είπα: «Όχι, δεν είναι σωστό! «Πελόμα» και οποιανού του αρέσει!». Μάλιστα, κάναμε αστειάκια, τι θα απαντάμε αν μας ρωτάνε τι θα πει «πελόμα». Έλεγε ο Δαπέρης: «Θα πούμε ότι είναι αρχαίο μουσικό όργανο»! Πριν έρθετε, έψαξα να βρω μερικά ντοκουμέντα. Σκέφτηκα, «μπορεί να μου ζητήσουν να τους δείξω τα παιδιά». Βρήκα, λοιπόν, μια παλιά συνέντευξη στην οποία το όνομα είναι γραμμένο με αγγλικούς χαρακτήρες και μάλιστα το γράψανε «Peloma Boqueu». Είχαμε περάσει μια αμφιταλάντευση, θα το γράφουμε αγγλικά ή ελληνικά; Ήταν μια αγγλομανής εποχή. Τελικά, με τον καιρό εξοικειωθήκαμε με την ελληνική του γραφή και λέγαμε παντού να το γράφουν στα ελληνικά. Ήταν, λοιπόν, «Πελόμα Μποκιού». Αυτή ήταν η πραγματική πρώτη πεντάδα του συγκροτήματος, ο Δαπέρης, ο Λογοθέτης, ο Μαρινάκης, ο Βλάσης κι εγώ. Θέλω να πω, με όλα αυτά, ότι το γκρουπ δεν έγινε οργανωμένα ή σε μια μέρα.

Μ. Γ.: Κατά πόσο ήταν συλλογική η έκφραση της μπάντας; Βλέπουμε στον δίσκο ότι ο Νίκος Δαπέρης είναι ο συνθέτης αρκετών κομματιών, υπάρχουν δύο δικά σου και...
Να διευκρινίσω ότι τρία από τα κομμάτια που εμφανίζονται ως συνθέσεις του Δαπέρη τα είχαμε γράψει μαζί. Απλώς, επειδή εγώ έφυγα από το γκρουπ, του είπα του Νίκου να μην βάλει το όνομά μου, να μην γράψει ότι τα γράψαμε μαζί τα κομμάτια και, αφού συνεχίζει εκείνος με τους Πελόμα Μποκιού, να βάλει το δικό του όνομα. Έτσι και έγινε. Όχι ότι έχει ιδιαίτερη σημασία αυτό το πράγμα, θεωρώ ότι είναι δευτερεύουσας σημασίας.

Μ. Γ.: Τώρα όμως μας τρώει η περιέργεια. Να πούμε και ποιά είναι αυτά τα κομμάτια;
Άντε, να πούμε ένα από τα τρία, τώρα, γιατί ίσως και κακώς το ανέφερα το γεγονός! (γέλια) Το ένα είναι η "Ανατριχίλα", ας πούμε.

Κ. Σ.: Εγώ θα μάντευα ότι είναι ο "Ύμνος Στη Ζωή", να πω την αλήθεια.
Ε, τότε να πω ότι αυτό είναι το άλλο. (γέλια)

Κ. Σ.: Αν δεν επιθυμείς να το δημοσιεύσουμε, θα το σεβαστούμε απολύτως.
Εντάξει. Δεν υπάρχει πρόβλημα. Έχουν περάσει τόσα πολλά χρόνια, που νομίζω ότι είναι καιρός να λέγονται κάποια πράγματα, που κακώς δεν τα λέγαμε. Όλοι έχουμε κάποιες εμμονές, να μη φανεί ότι αυτό ήταν έτσι, να φανεί ότι ήταν αλλιώς. Επειδή κι εσείς, όπως μου είπατε, θέλετε να καταγράφετε την «ιστορική αλήθεια», δε νομίζω ότι ήρθατε εδώ πέρα για να μου δώσετε κανένα βραβείο εμένα, οπότε εγώ να πρέπει να τα πω ωραία, για να μου πείτε μετά «μπράβο, κέρδισες», ξέρω 'γώ. Μάλλον πρέπει, σιγά-σιγά, να καταγραφούν σωστά τα πράγματα, οπότε να λέμε και κάποιες αλήθειες που δε λεγόντουσαν - δεν είναι κακό πια.

Κ. Σ.: Όπως έχει γραφτεί για την εποχή και όπως συμπεραίνουμε, ερευνώντας τη, οι Πελόμα Μποκιού, σαν σύνολο, ίσως να ήταν το πιο ταλαντούχο σχήμα που υπήρξε στην Ελλάδα. Κι άλλα σχήματα είχαν εξαιρετικά ταλαντούχους μουσικούς, αλλά συνήθως ήταν ένας που ξεχώριζε - ο Σπάθας ή ο Πολύτιμος κλπ. Στους Πελόμα Μποκιού, θα έλεγα ότι βρίσκουμε μια από τις καλύτερες συγκεντρώσεις ταλαντούχων μουσικών. Δεν ξέρω αν συμφωνείς; 
Χ. Κ.: Συγγνώμη, εννοείς σαν «παίχτες», Κώστα, έτσι;
Κ. Σ.: Ναι.
Κοιτάξτε, να σας πω - και αυτό που λέω το εννοώ. Στους Πελόμα Μποκιού συνέβησαν θαύματα! Αν εξαιρέσουμε αφενός εμένα -και με συγχωρείτε, αν ακούγεται εγωιστικό- που ήμουν πλέον ένας πάρα πολύ καλός κιθαρίστας, μετά από το λούκι που έφαγα με τους MGC, και αφετέρου τον Τάκη τον Μαρινάκη, που ήταν ένας εξαιρετικός ντραμιστας, οι άλλοι τρεις δεν «αναμενόταν» να είναι καλοί. Το λέω επίτηδες έτσι, για να καταλάβετε τι εννοώ «θαύματα». Γιατί; Ο μεν Βλάσσης, ο οποίος ποτέ στη ζωή του δεν είχε παίξει τίποτα, πήγε και αγόρασε δύο conga από τον περίφημο Ευγνώμονα. Ο Ευγνώμων ήταν ένας ζωγράφος, ο οποίος είχε ζήσει στη Βραζιλία και όταν ήρθε εδώ, παράλληλα με τη ζωγραφική, έπαιζε και conga σε ένα μαγαζί jazz. Όταν, λοιπόν, πούλησε τα conga στον Βλάσση, του έκανε και μαθήματα, για να μάθει να παίζει, γιατί δε μαθαίνονται έτσι εύκολα. Το πρώτο θαύμα είναι ότι ο Βλάσσης, σε απίστευτα μικρό διάστημα, έγινε ο καλύτερος κονγκίστας στην Ελλάδα, ας το πούμε. Το δεύτερο θαύμα είναι ο Νίκος ο Λογοθέτης, τον οποίο πήραμε αιφνιδιασμένοι που μας «πούλησε» ο καταξιωμένος κατά τα άλλα οργανίστας Παύλος Αλεξίου. Ο Νίκος Λογοθέτης ήταν ένα παιδί που έπαιζε ακορντεόν στο σχολείο! Για αυτό λέω ότι δεν αναμενόταν. Όμως, είχε πλακωθεί στη μελέτη - μάλιστα του είχα δώσει δίσκους του Al Kooper και άκουγε τότε. Σε πολύ λίγο καιρό, είχε μάθει το Hammond! Εκτός από δάχτυλα για keyboard, το Hammond απαιτεί να μάθεις να το χειρίζεσαι, τα συρτάρια, τα πόδια κλπ. Είχε γίνει εκπληκτικός και αυτός. Έγινε μια μεταμόρφωση. Ο δε Νίκος ο Δαπέρης ήτανε από τη φύση του ταλέντο. Στα πλαίσια των Πελόμα Μποκιού, ο Δαπέρης μοιραία έγινε μπασίστας -ενώ ήταν κιθαρίστας- γιατί ο κιθαρίστας της μπάντας ήμουν εγώ, οπότε κάποιος έπρεπε να παίξει και μπάσο. Όμως, είχε το προνόμιο να έχει ζήσει στο εξωτερικό, οπότε το rock το είχε μέσα του, και επιπλέον τραγουδούσε, ήξερε κιθάρα και έγραφε κομμάτια. Δε χρειαζότανε να είναι πολύ καλός για να παίξει. Χαρακτηριστικά, να σας πω ότι, αν οφείλω σε κάποιον κάτι παραπάνω για τον «Γαρύφαλλο», είναι στον Δαπέρη για το τέμπο που του έδωσε, το οποίο προέκυψε καθώς χτυπούσε το μπάσο του σαν να παίζει ακομπανιαμέντο. Εκείνος έδωσε αυτό το νεύρο και είπαμε όλοι «Νίκο, ωραία το παίζεις εσύ το κομμάτι, έτσι θα το παίξουμε». Δεν ίσχυε λοιπόν, αυτό που είπες, Κώστα, ότι εδώ μαζεύτηκαν πέντε εξαιρετικοί μουσικοί. Προέκυψε ένα θαύμα και αυτά μονταριστήκανε πάρα πολύ καλά μεταξύ τους. Δίναμε μια εντύπωση ότι εδώ έχουμε πέντε βιρτουόζους σολίστες, αλλά κανείς μας δεν ήταν από μόνος του τίποτα. Μας «έκατσε» να είμαστε όλοι μαζί κάτι. Κανείς δεν ήταν κάτι σαν τον Σπάθα, όπως είπες πριν. Δεν υπήρχε σε εμάς αυτό το πράγμα. Θυμάμαι, μάλιστα, τον Γιάννη τον Σπάθα -τότε έπαιζε στους Persons, δεν υπήρχαν οι Socrates- που ερχότανε και καθόταν και με άκουγε. Αυτό αναλογιζόμουν κι εγώ, μετά από καιρό, που βεβαίως ο Σπάθας με ξεπέρασε κατά πάρα πολύ - ουδέποτε έφτασα τις επιδόσεις του. Όμως, τότε, ήμουνα καλύτερος εγώ, γιατί εκείνος μάθαινε ακόμα. Ερχόταν και μου έλεγε: «Αυτό πώς το παίζεις; Δείξε μου το.». (γέλια) Στους Socrates, λοιπόν, έχουμε τον Σπάθα, που είναι το super ταλέντο. Εμείς δεν το είχαμε αυτό. Κανείς μας δεν ήταν ο super εκτελεστής. Το δέσιμο που «έκατσε», όμως, ήταν απίστευτο. Κι εγώ ο ίδιος, που μπορώ να ισχυρίζομαι ότι εγώ έφτιαξα το γκρουπ, δεν το περίμενα. Όταν άρχισαν τα διάφορα προβλήματα -αμάν μας έφυγε ο οργανίστας, φέρε τον Λογοθέτη, αμάν θα πάρουμε και τον Βλάσση, δεν βαριέσαι, φίλος είναι πάρ' τον- είχα αρχίσει να λέω μέσα μου: «Ωχ, κουτσοί στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα, πώς θα γίνει γκρουπ;». Όταν βγήκε αυτό που βγήκε, δεν το πίστευα. Μάλιστα, μας είχε κάνει κάτι ηχογραφήσεις στο μαγαζί που παίζαμε ο Λάκης ο Διακογιάννης - θα τον έχετε ακούσει σίγουρα γιατί έπαιζε σαξόφωνο στον Πουλικάκο, στον Εξαδάκτυλο, στο Κύτταρο. Πριν από αυτό, ο Λάκης ο Διακογιάννης ήταν αφεντικό στο μαγαζί που παίζανε οι Πελόμα Μποκιού, το Hobby. Είχε ένα πολύ καλό μαγνητόφωνο Akai με μπομπίνες, τεράστιο, και είχε κάνει μια ηχογράφηση, παιδιά, που μακάρι να βρισκόταν να την ακούσετε. Αν βρισκόταν αυτή η ζωντανή ηχογράφηση, θα λέγατε «προσκυνώ» - πώς το λένε! Την είχα ακούσει και έλεγα: «Είναι δυνατόν να είμαστε εμείς αυτοί;». Θυμάμαι τη δυσκολία που είχα εγώ με τον Μαρινάκη, ο οποίος ήταν δαιμονιώδης ντραμίστας τότε, και στην αρχή με πέταγε έξω. Δεν μπορούσα να κρατήσω ρυθμό. Ήταν τόσο περίπλοκος στο παίξιμό του, που μετρούσα από μέσα μου «ένα-δύο-τρία-τέσσερα». Κάποια στιγμή όμως συντονιστήκαμε τόσο καλά, που ήταν εκπληκτικό, το απολάμβανα. Λειτουργούσαμε όλοι με ένα νεύρο φοβερό.  

Μ. Γ.: Αυτά συνέβαιναν το καλοκαίρι του '70...
Ναι, και οι Πελόμα ήταν έτοιμοι σαν γκρουπ στα τέλη του καλοκαιριού του '70.

Μ. Γ.: Στις συναυλίες σας παίζατε και διασκευές και το δικό σας υλικό;
Παίζαμε όλο ξένα κομμάτια, με εξαίρεση τον «Γαρύφαλλο», που η Lyra μάς είχε πει να το φτιάξουμε για να το βγάλουμε σε δίσκο. Δεν παίζαμε ελληνικά κομμάτια. Ούτε ο Δαπέρης είχε γράψει κομμάτια - μετά άρχισε να γράφει κι εκείνος. Εγώ είχα γράψει και άλλο ένα κομμάτι, το "Μην Κλαις", που το έχει τραγουδήσει ο Βλάσσης πίσω από τον «Γαρύφαλλο» (σ.σ.: εννοεί στο b-side του δίσκου 45 στροφών, που κυκλοφόρησε το 1970). Υπήρχε ένας δίσκος που ήταν ο κοινός έρωτας όλων των Πελόμα Μποκιού, εκείνη την εποχή. Ήταν το "The Live Adventures Of Al Kooper And Mike Bloomfield", ο μόνος δίσκος που καθόμασταν όλοι μαζί και τον ακούγαμε ευλαβικά συνέχεια. Αυτό βοήθησε και πολύ τον Λογοθέτη.

Κ. Σ.: Μετά το "Super Session", φαντάζομαι, που ήταν Kooper, Bloomfield και Steve Stills.
(ταυτόχρονα) Με τον Steve Stills, ακριβώς! Ναι, και το "Super Session", βεβαίως! Εκείνη την εποχή την είχαμε «ψωνίσει» με τον Al Kooper - όσο κι αν φαίνεται παράξενο. Αυτό είναι άλλο ένα «μυστικό» - τρόπος του λέγειν. Πολλοί λέγανε οι Πελόμα παίζουν αυτό ή αντιγράφουν εκείνο...

Χ. Κ.: Τον Santana;
Ο Santana ήταν η δικιά μου αμαρτία, που μου την είχε «βιδώσει», και έτσι βάλαμε και τον Βλάσση να παίζει τα conga. Αλλά το «ευαγγέλιό» μας εκείνη την εποχή ήταν ο Al Kooper, περιέργως.

Κ. Σ.: «Περιέργως»;
Ναι, περιέργως. Το συζήταγα με τον γιό μου προχτές. Ξέρετε, τα παιδία μου ακούνε υποχρεωτικά αυτά που ακούω κι εγώ, και χαίρομαι που τους αρέσουν κιόλας. Μου είπε, λοιπόν, ο ένας μου γιός: «Ρε μπαμπά, ο Kooper, που τον ακούς συνέχεια, δεν το βλέπω να ήτανε ποτέ τόσο μεγάλο όνομα».

Χ. Κ.: Ήτανε λατρεμένος των μουσικών όμως!
Μπράβο! Ακριβώς.

Κ. Σ.: Την πάτησε με τους Blood, Sweat & Tears, θα έλεγα. Ξεκίνησε το μεγάλο project της ζωής του και τον πέταξαν έξω.
Ναι, τον πέταξαν έξω και εμείς από εκεί και μετά είμαστε με τον Kooper. Τότε αρχίσαμε να τον μελετάμε, να λέμε ο Kooper έβηξε, ο Kooper έτσι, ο Kooper αλλιώς. Το "Super Session" είναι λατρεία μεγάλη - να ακόμα και τώρα το έχω στον υπολογιστή και παίζει όλη τη μέρα! Αυτό ήταν το ευαγγέλιό μας, λοιπόν. Από εκεί ήρθε η κουβέντα με το γιό μου, γιατί κάποιος αυτές τις μέρες ανέβασε στο internet -επιτέλους, γιατί στεναχωριόμουν που δεν το είχα από τότε- ένα απόσπασμα από μια ταινία που είχαμε παίξει. Ήταν "Τα Ομορφόπαιδα" του Σταυρίδη, που δυστυχώς δεν την έβρισκα πουθενά, και το είδα στο internet και καμάρωσα τη φάτσα μου. (γέλια) Γυρίστηκε σε ένα μαγαζί που παίζαμε, το Blow Up.

Μ. Γ.: Εκεί παίζετε το "The 59th Street Bridge Song (Feeling Groovy)".
Ναι, είναι το κομμάτι του Paul Simon, αλλά στην εκτέλεση του Al Kooper. Έτσι μου έλεγε ο γιός μου ότι είναι ωραίο το κομμάτι, αλλά τον Al Kooper δεν τον ξέρει ο κόσμος. Τέλος πάντων, ειδικά αυτόν τον δίσκο, το "Live Adventures", τον είχαμε ξεσκονίσει όλο. Παίζαμε ας πούμε το "The Weight" των The Band, που ο Kooper το είχε παίξει χωρίς φωνή. Εμείς, λοιπόν το παίζαμε κανονικά με φωνή -τραγουδούσε ο Δαπέρης- αλλά από κάτω ήταν η ενορχήστρωση του Kooper! (γέλια) Ο Kooper ήταν ο οδηγός των Πελόμα Μποκιού.

Μ. Γ.: Μιλήσαμε προηγουμένως για τον τρόπο που γράφτηκε το "Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε". Έχει ειπωθεί πολλές φορές ότι ο Γαρύφαλλος δεν ήταν υπαρκτό πρόσωπο...
Ο Γαρύφαλλος υπάρχει! Το όνομα μού ήρθε επειδή υπήρχε ένας κύριος Γαρύφαλλος στη γειτονιά μου, ο οποίος βέβαια καμία σχέση δεν είχε με το τραγούδι ο άνθρωπος. Ήταν τότε ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος, ογδοντάρης, που ανεβοκατέβαινε στο Κολωνάκι, καλοντυμένος, πάντα κουστουμαρισμένος, με το παλτό του, τη ρεπούμπλικα κλπ., και είχε πάντα τις τσέπες γεμάτες με καραμέλες που τις έδινε στα παιδιά. Όλοι ξέρανε τον κύριο Γαρύφαλλο που μοιράζει καραμέλες. Ουδεμία σχέση με τον Γαρύφαλλο του τραγουδιού, αλλά εγώ εκείνη τη στιγμή έψαχνα ένα όνομα τετρασύλλαβο. Λέει «Γαρύφαλλε» το τραγούδι και όχι κάτι άλλο, γιατί το είχα πρόχειρο το όνομα, αφού ο κύριος Γαρύφαλλος περνούσε μπροστά από το σπίτι μου όλη τη μέρα. Ο στίχος βγήκε βιασμένα και πιεσμένα. Πώς βγήκαν αυτοί οι στίχοι και τι σημαίνουν ούτε εγώ δεν ξέρω. Άρχισα να γράφω θεωρώντας ότι γράφω βλακείες - γράφε τώρα, γιατί αύριο το πρωί πρέπει να πας στον Πατσιφά! Δεν κάθισα καν να εξετάσω αν αυτά που γράφω βγάζουνε νόημα ή αν έχουν καμία αξία.  

Μ. Γ.: Ποια είναι η γνώμη σου για τη διασκευή του τραγουδιού αυτού από τους Goin' Through με τον Βλάσση Μπονάτσο, που κυκλοφόρησε το 1995;
Θα το πω, για πρώτη φορά, γιατί πρέπει να το πω. Θεωρώ ότι είναι άθλια η διασκευή. Και τότε αυτό πίστευα, όχι μόνο τώρα. Θα μου πεις, γιατί τους άφησες τότε να το κάνουν; Συνέβησαν δύο πράγματα. Το ένα, που είναι λίγο κουτσομπολιό, αλλά θα σας το πω, είναι πως ο Βλάσσης είχε δώσει τότε μια συνέντευξη στο περιοδικό Ήχος και έλεγε ότι το τραγούδι το έχει γράψει εκείνος και ότι το τραγουδάει εκείνος στον δίσκο των Πελόμα Μποκιού. Βεβαίως, και τα δύο είναι ανακρίβειες. Και καλά να πεις ότι το έγραψες, παίζει -να πεις ότι ο Κιουρρκτσόγλου με έκλεψε ας πούμε- αλλά το να πεις ότι το τραγουδάς, αφού είναι αποτυπωμένη η φωνή του άλλου ανθρώπου στο βινύλιο, από πού κι ως πού; Εγώ είχα γίνει έξαλλος. Ο ξάδερφός μου, ο Νίκος ο Δαπέρης, με δικιά του λογική, πιο μεγαλόψυχη, μου είπε: «Έλα, μωρέ, τώρα, και τι έγινε; Άσ' τον να λέει.» Του έλεγα: «Ρε συ, Νίκο, δεν σε πειράζει να λέει ότι τραγουδάει αυτός και δεν τραγουδάς εσύ;». «-Ε, άσ' τον να λέει.», μου απαντούσε.

Κ. Σ.: Πάντως, από έναν μόνο άνθρωπο το έχω ακούσει στο ραδιόφωνο και το κουβαλάω στο μυαλό μου από τότε και έχω μαλώσει και με ανθρώπους. Το είχε πει ο Πάνος Ανεστόπουλος, ένας τύπος που έκανε ραδιόφωνο στον Επικοινωνία. Ήταν ο μόνος που είχα ακούσει να λέει: «Θα βάλουμε ένα τραγούδι, το "Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε", που δεν το τραγουδάει ο Μπονάτσος, το τραγουδάει ο Δαπέρης». Ήταν εκείνη την εποχή μάλιστα, που κυκλοφόρησε η διασκευή των Goin' Through.
Κάποτε πήρα τηλέφωνο σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό, για να τους εξηγήσω πως έκαναν λάθος λέγοντας ότι τραγουδάει ο Βλάσσης. Μίλησα με την τηλεφωνήτρια, άφησα το μήνυμά μου στον παραγωγό και μετά τον άκουσα να λέει στο ράδιο: «Κι όμως, φίλε Γιάννη, δεν τα ξέρεις καλά, το "Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε" το τραγουδάει ο Βλάσσης Μπονάτσος με τους Πελόμα Μποκιού». Δεν είχα αφήσει το επώνυμό μου! (γέλια) Μια φορά το έλεγα και σε κάποιον από κοντά και μου απάντησε με ύφος: «Δεν τα ξέρετε καλά κύριε!». Με διορθώνουνε κιόλας, κατάλαβες; (γέλια) Πάντως, εμένα αυτό με εκπλήσσει, γιατί ο Βλάσσης είχε μια πολύ χαρακτηριστική φωνή - δεν είναι ανάγκη να είσαι κολλητός του για να αναγνωρίσεις τη φωνή του. Απορώ, λοιπόν, με αυτούς που λένε ότι τραγουδάει ο Βλάσσης, που δεν καταλαβαίνουν ότι -ασχέτως αν είναι ο Δαπέρης αυτός που τραγουδάει- δε γίνεται να είναι ο Βλάσσης αυτός που τραγουδάει! Δεν έχει καμία σχέση η φωνή αυτή με του Βλάσση! Δεν το ακούν; Εν πάση περιπτώσει, επιστρέφω στο θέμα των Goin' Through. Μια μέρα, ήρθε ένα γράμμα στο σπίτι μου από την ΑΕΠΙ, που έλεγε: «Αγαπητέ κύριε Κιουρκτσόγλου, η εταιρία FM Records» -χωρίς να λέει τίποτα για συγκροτήματα και τέτοια- «ζητάει την άδειά σας για να βγάλει το "Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε".». Πήρα την ΑΕΠΙ τηλέφωνο και μου είπαν ότι πρόκειται για ένα συγκρότημα που λέγεται Goin' Through. Εγώ δεν τους είχα ακούσει τότε καθόλου. Τους απάντησα ότι δεν έχω πρόβλημα να δώσουν το τηλέφωνό μου στην εταιρία, για να επικοινωνήσουμε. Με πήρε τότε ο Μιχάλης Παπαθανασίου και του είπα: «Αν δεν σου κάνει κόπο, έλα από το σπίτι να μου πεις τι κάνατε και, αν έχεις κανένα demo, να το ακούσουμε.». Το σκεφτόμουν εγώ, αν έρθει το παιδί και δε μου αρέσει αυτό που έχουν κάνει, τι θα κάνω; Τελικά, είπα: «Έλα, μωρέ, τα παιδία, μετά από τόσα χρόνια, ό,τι και να είναι πες τους ναι, και τι θα γίνει;». Κατ' αρχήν, εγώ δεν περίμενα ότι θα γίνει και επιτυχία. Κάποιος μου ζήτησε το τραγούδι μου, ας το πάρει. Ήρθε, λοιπόν, αυτός εδώ, ευγενέστατος, έφερε την κασέτα και την ακούσαμε. Το θεώρησα κάκιστο, όχι απλά κακό. Του είπα όμως εντάξει. Με ρώτησε: «Επειδή θα είναι hip-hop χρειάζεται να πυκνώσουν λίγο και τα λόγια, σας πειράζει να βάλουμε και λίγες παραπάνω λέξεις;». «-Βάλτε», του είπα, «δε με πειράζει». Όμως επειδή αυτό που άκουσα στην κασέτα δε μου άρεσε και μου άφησε την εντύπωση ότι αυτοί που παίζανε δεν είναι μουσικοί, γιατί φαινόταν πολύ ερασιτεχνικό το παίξιμο, είπα από μέσα μου: «Τουλάχιστον να μην κάνουν φαλτσαδούρες!». Έτσι του είπα ότι είχα μία μόνο απαίτηση, όταν θα πάνε στο στούντιο να το ηχογραφήσουν να έρθω κι εγώ. Η απάντησή του ήταν: «Μα, αν είναι δυνατόν! Δε χρειαζόταν να μου το πείτε, εννοείται ότι θα σας ειδοποιήσουμε να έρθετε στο στούντιο!». Εν τω μεταξύ, πρέπει να σας πω σχετικά με τον Βλάσση ότι η συνέντευξη που είχε δώσει, στην οποία έλεγε ότι είχε γράψει τον «Γαρύφαλλο», είχε γίνει αιτία να ψυχρανθώ μαζί του, σε σημείο να μην του μιλάω. Μάλιστα, είχε συμβεί και το εξής: ο Χρήστος ο Κυριαζής, που ήταν φίλος του Βλάσση και δικός μου φίλος, μας κάλεσε σε μια δεξίωση σε ένα ξενοδοχείο με αφορμή μια έκθεση επίπλων - αν θυμάμαι καλά. Πεισματάρης, όπως είμαι εγώ, είπα να μην πάμε. Η γυναίκα μου είπε: «Άσε τις βλακείες, θα πάω εγώ τότε, γιατί δεν είναι σωστό για τον Χρήστο!». Μας έχει μείνει, λοιπόν, μια φωτογραφία που είναι η γυναίκα μου με τον Βλάσση σε αυτή την εκδήλωση! (γέλια) Δεν του μίλαγα καν μετά από αυτά που είχαν συμβεί. Βεβαίως, δεν είχαμε παίξει μπουνιές, πολιτισμένες ήταν οι σχέσεις μας, αλλά τον απέφευγα. Με παίρνανε φίλοι και μου λέγανε: «Έλα, θα βγούμε με τον Βλάσση.». Ε, δεν πήγαινα. Κλείνω την παρένθεση και θα καταλάβετε γιατί την έκανα. Πέρασαν περίπου δυο μήνες από τότε που ήρθε το παιδί από τους Goin' Through και, γυρνώντας το βράδυ από τη δουλειά μου στο Deree, όπου διδάσκω, μου είπε ο γιός μου ότι πήρε ο Μιχάλης από τους Goin' Through και είπε να σου πούμε ότι μετανιώσανε και δε θα τον βάλουνε τον «Γαρύφαλλο». «-Εντάξει και τι έγινε;», σκέφτηκα και απλά μουρμουρώντας στον γιό μου είπα: «Και θα του έκανε κόπο να ξαναπάρει να μου το πει εμένα;». «-Μου είπε να σου το πω εγώ.» είπε ο γιος μου. Το άφησα, λοιπόν, το θέμα. Πέρασαν κι άλλοι δυο-τρεις μήνες και, μια Κυριακή πρωί, μου τηλεφώνησε ένα φίλος, παραγωγός ραδιοφώνου και φανατικός θαυμαστής μου - αν μου επιτρέπετε την έκφραση. Αυτός μισούσε τον Μπονάτσο και, από τον καιρό που είχε γίνει εκείνη η δήλωση στη συνέντευξη ότι δήθεν είχε γράψει τον «Γαρύφαλλο», με καλούσε για συνεντεύξεις, γιατί ο καημός του ήταν να διαδίδει ότι ο Βλάσσης δεν έχει γράψει τον «Γαρύφαλλο» και δεν είναι εκείνος που τον τραγουδάει στο δίσκο. Εγώ του έλεγα, κάθε φορά, να μην με πρήξει πάλι με αυτό το θέμα, αλλά αυτός εκεί! Τέλος πάντων. Με πήρε τηλέφωνο εκείνη την Κυριακή το πρωί και μου είπε: «Είδες τι μαλάκας είσαι;» -εγώ με την τσίμπλα και τις πιτζάμες- «Σήκω τώρα και πήγαινε στο περίπτερο να αγοράσεις το Έθνος και, όταν γυρίσεις στο σπίτι, πάρε με!». Πήγα, πράγματι, εδώ στην πλατεία, άνοιξα την εφημερίδα και είδα μια τεράστια φωτογραφία -σχεδόν το ένα τέταρτο της σελίδας- που απεικόνιζε τον Βλάσση με τους Goin' Through και είχε μια λεζάντα που έγραφε: «Οι Goin' Through στο στούντιο ηχογραφούν το τραγούδι του Βλάσση Μπονάτσου, "Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε".». Τον πήρα τηλέφωνο τον φίλο μου και άρχισε να μου λέει: «Αυτό σου λέω! Έπρεπε να τον είχες κάνει ρεζίλι. Τον είδες τον παλιάνθρωπο που πάει και βάζει στις εφημερίδες ότι εκείνος το έγραψε;» κλπ. Εγώ καταλαβαίνετε ότι μούντζωνα τον εαυτό μου που έδωσα γραπτή άδεια στους Goin' Through - είχα πάει στην ΑΕΠΙ και είχα δώσει έγγραφη άδεια να το βγάλουνε. Η όλη ιστορία ποια ήτανε; Ο Βλάσσης προφανώς τους είπε: «-Ξέρετε, ο Κιουρκτσόγλου, αν ακούσει το όνομά μου, δε σας δίνει άδεια». Προφανώς, θα τους είπε: «Κρύψτε του ότι θα είμαι κι εγώ μέσα στην εκτέλεση αυτή». Έκαναν, λοιπόν, την απρέπεια να με πάρουν μετά τηλέφωνο για να πουν -και στον γιό μου μάλιστα- ότι δεν θα το βάλουνε. Την άδειά μου την είχανε γραπτώς στο χέρι και μου είπαν ότι δεν θα το βάλουνε για να μη με καλέσουν στην ηχογράφηση στο στούντιο.

Κ. Σ.: Στο CD που βγάλανε, όμως, αναφέρεσαι εσύ ως συνθέτης.
Μα δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς. Είναι μηχανογραφημένο στην ΑΕΠΙ!

Κ. Σ.: Ουσιαστικά, αυτή είναι η μόνη φορά που τραγούδησε ο Βλάσσης Μπνάτσος τον «Γαρύφαλλο»;
Ναι. Ακόμα και στις συναυλίες των Πελόμα Μποκιού, το τραγουδούσε ο Δαπέρης. Η μόνη φορά που το τραγούδησε ο Βλάσσης ήταν με τους Goin' Through. Εκτέλεση του Βλάσση με τους Πελόμα Μποκιού δεν υπάρχει. Βέβαια, εμένα περισσότερο με πλήγωνε που γέρασα και μυαλό δεν έβαλα, ότι μπορώ να πιάνομαι κορόιδο τόσο εύκολα. Ήταν σα να είχα πάει να ψωνίσω ένα παντελόνι και να μου δώσανε τρύπιο και να μην το είδα. Με είχε ενοχλήσει η ευκολία με την οποία έδωσα την άδεια και δεν ψυλλιάστηκα ότι από πίσω συνέβαινε αυτό. Παρόλο που δεν είμαι Μανιάτης, έχω ένα πείσμα μανιάτικο. Βγήκε ο δίσκος των Goin' Through και έγινε επιτυχία - εγώ, βέβαια, το αντιλήφθηκα από τα λεφτά που πήρα. Με πήρανε τότε πάλι από την ΑΕΠΙ και μου ζητήσανε νέα άδεια για να βγάλουν τον «Γαρύφαλλο». Λέω: «Πλάκα μου κάνετε; Πάλι;». Ήθελαν αυτή τη φορά νέα άδεια για να το βγάλουν σε «extended» για maxi single, διότι τους το ζητάνε, λέγανε, στη σκανδιναβική αγορά, στη Σουηδία και κάτι τέτοια. Με έπιασε το πείσμα μου και τους είπα ότι δεν τους δίνω άδεια. Τότε με πήρε πάλι ο Μιχάλης από τους Goin' Through, λέγοντας ότι έμαθε ότι δε δίνω την άδεια. Του απάντησα με τελείως αλήτικο τρόπο -αχ, αν με άκουγες τότε! (γέλια)- «- Άκου να δεις, ρε φίλε, παρά τα μας ήσυχους! Δεν σου μιλάω. Τι θες τώρα; Θα σου το κλείσω.». «- Μα να σας εξηγήσω...». «- Δεν έχεις να μου εξηγήσεις τίποτα!». «- Εντάξει, έχει λήξει το θέμα με την άδεια. Εγώ, απλώς, για ηθικούς λόγους θέλω να έρθω στο σπίτι σας να σας εξηγήσω τι συνέβη». «- Δεν θέλω, ρε, να μου εξηγήσεις τι συνέβη, δε με ενδιαφέρει!». «- Εμένα με βάλανε να σας πω ψέματα και θέλω να σας ζητήσω συγγνώμη για το ψέμα που είπα στον γιό σας ότι δε θα βγάλουμε τον δίσκο, αλλά θέλω να μου κάνετε αυτή τη χάρη, να έρθω να σας το πω προσωπικά...». «- Δε θέλω να σε ξαναδώ, ρε, το καταλαβαίνεις;». Και πράγματι, ούτε ήρθε, ούτε άδεια πήρανε, και έβγαλα και το άχτι μου! (γέλια) Βέβαια, ίσως να μπορούσα να είχα βγάλει μερικά χιλιάρικα ευρώ παραπάνω, αλλά το ευχαριστήθηκα - που λένε. Αυτή ήταν η υπόθεση Goin' Through. Ίσως είναι μια άλλη εποχή, μια άλλη μουσική, αλλά εμένα η εκτέλεσή τους δε με συγκινεί καθόλου. Θα ήθελα κάτι καλύτερο.

Μ. Γ.: Ας επιστρέψουμε στη ροή της ιστορίας των Πελόμα Μποκιού. Ενώ η μπάντα, όπως μας έλεγες, είχε αποκτήσει μια «στιβαρότητα» μέσα από τις πρόβες και άρχιζε να γράφει τα τραγούδια της, εσύ αποχώρησες και μάλιστα δεν ξέρω αν συμμετείχες στις ηχογραφήσεις του άλμπουμ.
Όχι, δεν είμαι στη φωτογραφία του εξωφύλλου και δεν παίζω στον δίσκο, εκτός από τα δύο τραγούδια του μικρού δίσκου που μπήκαν στον μεγάλο. Το «σαρανταπεντάρι» όπως ήταν μπήκε στο άλμπουμ, ο «Γαρύφαλλος» και το "Μην Κλαις".

Μ. Γ.: Είναι, δηλαδή, και στο άλμπουμ η δική σου κιθάρα που ακούγεται σε αυτά τα δύο τραγούδια;
Ναι, η κιθάρα μου είναι. Είναι η ίδια εκτέλεση με το «σαρανταπεντάρι», αν και στο άλμπουμ κόψανε την «ουρά» του «Γαρύφαλλου», κάνανε fade out το σόλο, ίσως επειδή ήταν μεγάλο το κομμάτι, ενώ στο «σινγκλάκι» υπάρχει όλο το σόλο. Το «σαρανταπεντάρι» βγήκε και έκανε επιτυχία –αν δεν κάνω λάθος-  το Νοέμβριο του '70 και εγώ έφυγα από τους Πελόμα Μποκιού το Μάρτιο του '71. Ο δίσκος πρέπει να βγήκε το φθινόπωρο του '71.

Μ. Γ.: Γιατί έφυγες;
Αυτό είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία, την οποία δε συνηθίζω να την λέω. Αλλά θα σας πω κάποια πράγματα, γιατί είναι καιρός να λέμε μερικά πράγματα. Οι Πελόμα Μποκιού ήταν ένα εξαιρετικό συγκρότημα -δεν υπάρχει αμφιβολία- και στηριχτήκανε από πάρα πολλούς ανθρώπους. Εγώ πίστευα τότε και πιστεύω και τώρα ότι για να γίνεις φίρμα -ας το πούμε έτσι- χρειάζονται δύο πράγματα, να είσαι πολύ καλός και να σε σπρώξουνε. Οι Πελόμα Μποκιού τα είχαν και τα δύο, όμως το σπρώξιμο ήταν λίγο ανορθόδοξο. Είχαν αρχίζει να παίζονται παιχνίδια που ήτανε μακριά από εμένα. Δε θα μπω σε λεπτομέρειες - όσα μπορούν να γίνουν αντιληπτά από τα συμφραζόμενα, ας γίνουν. Υπήρχαν άνθρωποι εκτός του γκρουπ που θεωρούσαν ότι η υπόθεση Πελόμα Μποκιού τους αφορούσε προσωπικά.

Κ. Σ.: Εκτός του γκρουπ, αλλά εντός μουσικής;
Εντός της μουσικής βιομηχανίας, από εκδότες περιοδικών και παραγωγούς εταιριών δίσκων, μέχρι ανθρώπους που παρουσιάζονταν σαν οπαδοί του rock ή μαικήνες του rock με λεφτά. Θα σας πω ένα παράδειγμα - χωρίς να αναφέρω όνομα. Ήθελα να αγοράσω την κιθάρα μου, αυτή τη Les Paul που ακόμη την έχω, αλλά ήταν αδύνατο να βρω αυτά τα λεφτά, με τα οικονομικά μας τότε. Εμφανίστηκε, λοιπόν, κάποιος και είπε ότι θα μου την αγόραζε εκείνος. Αυτά, δυστυχώς, από πίσω κρύβανε κάποιες ταξικές ή ιδεολογικές αντιλήψεις - δε θέλω να πω τη λέξη τι γινόταν από πίσω. Εμένα αυτό με είχε ενοχλήσει πάρα πολύ. Υπήρχε μια ομάδα ανθρώπων που ερχόταν στο μαγαζί και έλεγε ότι απαιτούσε από εμάς να παίζουμε τα εξής πέντε τραγούδια...

Μ. Γ.: Ποιά;
Αν αρχίσουμε να λέμε τίτλους, θα δώσουμε στίγμα του τι γινότανε και δεν θα το ήθελα.

Κ. Σ.: Ελληνικά ή ξένα τραγούδια;
Ξένα. Τέλος πάντων, καθίσαμε κάποια στιγμή και είπα ότι εγώ δεν έφτιαξα αυτό το γκρουπ για να μου λέει κάποιος τι θα παίζω, ούτε για να αγοράζω κιθάρα με λεφτά ξένου -δε δέχτηκα να τα πάρω τα λεφτά του ανθρώπου- ούτε για να έρχονται στο μαγαζί και να μου υποδεικνύουν ότι σήμερα θα φοράω αυτά τα ρούχα και αύριο τα άλλα, ούτε για να μου μαγειρεύουν τι θα λέω στις συνεντεύξεις. Ή είμαστε αυτοί που είμαστε και σε όποιον αρέσει ή ας μην μας βοηθάνε αυτοί οι γύρω μας. Απέναντι σε αυτή τη στάση μου, υπήρχε η ακριβώς αντίθετη στάση του Βλάσση που έλεγε: «Τι λες; Θα γίνουμε φίρμες! Τι σε νοιάζει εσένα για αυτά που συμβαίνουν;» κλπ. Η στάση του Λογοθέτη και του Μαρινάκη ήταν εντελώς ουδέτερη - δε συμμετείχαν καν, ήταν αμήχανοι σε τέτοιες συζητήσεις. Από την άλλη, ο Νίκος ο Δαπέρης τύγχανε, δυστυχώς, να έχει γνωριμίες και φιλίες με ανθρώπους που υπέβαλλαν το συγκρότημα σε πιέσεις. Μη θέλοντας να «τα χαλάσει» με αυτούς τους ανθρώπους -παρότι δεν το έβλεπε φιλόδοξα όπως ο Βλάσσης, που έλεγε ότι θα γίνουμε σούπερ-σταρ- ήτανε υπέρ αυτής της κατάστασης. Κάποια στιγμή αυτό άρχισε να χοντραίνει μέσα στο συγκρότημα.

Κ. Σ.: Ήταν κάποιο πατρονάρισμα;
Μ. Γ.: Κάποιος τραμπουκισμός, κάποιο πολιτικό καπέλωμα;
Όχι, δεν ήταν πολιτικό καπέλωμα, ούτε τραμπουκισμός όμως. Ήταν μια αντίληψη ότι κάποιοι που στηρίζουν το γκρουπ πιστεύουν, ας πούμε έτσι, ότι τα μανταρίνια είναι καλύτερα από τα πορτοκάλια, άρα εμείς πρέπει να βάλουμε πίσω από τη μπάντα μια αφίσα με μανταρίνια. Αυτό είχε αρχίσει και γινόταν μια γάγγραινα μέσα στο συγκρότημα και εγώ δεν υπήρχε περίπτωση να ανεχτώ μια τέτοια ιστορία. Προσπαθούσα να πείσω τον Λογοθέτη και τον Μαρινάκη να πάρουν μια θέση, αλλά εκείνοι δεν ήθελαν. Κάποια στιγμή, γύρω στο Μάρτιο, είπα την εγωιστική κουβέντα ότι θα ήθελα να τους διώξω όλους από το συγκρότημα και, επειδή αυτό δε γίνεται, θα φύγω εγώ. Δεν το περιμένανε κιόλας, οπότε για να μην τους «κρεμάσω» -γιατί παίζαμε σε μαγαζί- είπα ότι δεν θα φύγω αμέσως, αλλά ότι πρέπει να βρουν έναν άλλο κιθαρίστα. Πέσανε πάνω μου: «Μα τι λες ότι θα φύγεις; Γιατί να φύγεις;», αλλά εγώ όταν πάρω μια απόφαση είναι παρμένη απόφαση. Πράγματι, βρέθηκε ο Λάκης ο Ζώης - σε δυο μέρες μέσα κιόλας. Ένας πολύ καλός κιθαρίστας, αλλά δεν έμεινε το παιδί, έκατσε δεκαπέντε μέρες και έφυγε, οπότε ήρθε ο Ανδρούτσος μετά. Εγώ πάντως στον Λάκη «παρέδωσα», του έδειξα τα κομμάτια και σταμάτησα. Έτσι απλά. Ήδη είχαμε αρχίσει και ετοιμάζαμε το άλμπουμ και για αυτό είχαμε γράψει δυο-τρία τραγούδια μαζί με τον Νίκο τον Δαπέρη, όπως σας είπα. Για αυτό, είπα στον Νίκο να μη βάλει το όνομά μου. Ήμουν απογοητευμένος και είχα σχεδόν αποφασίσει να εγκαταλείψω τη μουσική διαπαντός - για αυτό του είπα ότι δε με ενδιαφέρουν τα τραγούδια. Δε θεωρούσα ότι εγώ θα συνέχιζα να κάνω καριέρα και ότι θα με ενδιέφερε τι τραγούδια έχω γράψει. Βέβαια, και αυτό ανατράπηκε, όπως όταν είχα δει τον Πολύτιμο στη Θεσσαλονίκη, που έλεγα ότι τα παρατούσα, αλλά τελικά πήγα στους MGC. Το λέω με πολλή συγκίνηση, ήρθε και με βρήκε ο Κώστας ο Τουρνάς, που μου είπε: «Θεωρώ ότι δεν είναι δυνατόν να παίζουμε εμείς και να μην παίζεις εσύ, που είσαι ο καλύτερος από όλους μας». Πραγματικά, σας το λέω, ήμουν έτοιμος να δακρύσω. Μου είπε να πάω και να παίξω με τους Poll. Βεβαίως, δεν έπαιξα ποτέ με τους Poll ως Poll. Έπαιζα στο ίδιο μαγαζί με τους Poll, μόνος μου με μια κιθάρα και με τον ντραμίστα και τον μπασίστα των Poll, για να έχω πίσω μου μια ορχήστρα. Άρχισα να παίζω δικά μου τραγούδια - μπαλάντες και λοιπά. Τέσσερα από αυτά τα τραγούδια έχουν μπει και σε δίσκους και μπορεί να τα έχετε ακούσει, γιατί βρίσκονται σε συλλογές. "Η Μαριάννα Από Την Κοζάνη", που παίζω στην ταινία του Μποσκοΐτη (σ.σ.: "Ζωντανοί Στο Κύτταρο - Σκηνές Ροκ"), είναι από την εποχή εκείνη με τους Poll. Οι "Ιστορίες Για Θεριά" είναι επίσης από εκείνη την εποχή. (σ.σ.: και τα δύο αυτά τραγούδια κυκλοφόρησαν σε δίσκο 45 στροφών από το συγκρότημα Αναδέλτα, το 1972) Μάλιστα, πρόσφατα η γυναίκα μου με ρώτησε, μετά από σαράντα χρόνια μαζί, τι λένε αυτά τα μυστήρια λόγια αυτού του τραγουδιού. Της αποκάλυψα ότι εν μέρει λένε αυτά που συζητάμε τώρα μαζί. Ένας στίχος λέει: «Πες μας πώς βρίσκεις επαφή με αυτούς που γράφουν στα καλά περιοδικά». Ήταν για συγκεκριμένα πρόσωπα που ήταν αναμεμιγμένα τότε με τους Πελόμα Μποκιού. Βγήκε αυτό το δισκάκι, που ψιλοπούλησε. Δηλαδή, αν συνέχιζα τότε, πιστεύω πως θα μπορούσα να κάνω και κάτι μόνος μου. Έβγαλα κι άλλον ένα δίσκο με τα Μπουρμπούλια του Σαββόλουλου, το "Έτσι Είναι Μάτια Μου" και το "Η Κυρία Η Μαμά Σου", δύο τραγουδάκια - δύο σαρανταπεντάρια. Έπαιξα μετά με τον Τουρνά, αφού διέλυσαν τους Poll. Παίξαμε οι δυο μας στη «Σοφίτα» στην Πλάκα, για δυο-τρεις μήνες, προς το τέλος του '72. Είχα πέσει σε μια κατάθλιψη εκείνη την εποχή και, ενώ ήμουν ακόμα φοιτητής στο Πανεπιστήμιο, μου τη βίδωσε και πήγα το Δεκέμβριο και έκοψα την αναβολή μου από το στρατό. Ασφυκτιούσα στην Αθήνα και σκέφτηκα ότι μια λύση είναι να πάω να παρουσιαστώ, να τα ξεχάσω όλα αυτά. Έτσι, 8 Ιανουαρίου του '73 παρουσιάστηκα και αυτή είναι η ημερομηνία που τελειώνει η rock ιστορία μου, εμένα. Επειδή, βέβαια, το μικρόβιο της μουσικής δε βγαίνει από μέσα σου, δεν πέρασαν τρεις-τέσσερις μήνες και έμπλεξα με τον Λουκιανό τον Κηλαηδόνη, του οποίου έκανα την ενορχήστρωση στα "Μικροαστικά". Χάρη σε αυτό, για δεύτερη φορά, ξανάρχισαν να με παρουσιάζουν σαν το «σούπερ-παιδί», ως ενορχηστρωτή, αλλά για έναν κόσμο που δεν με ήξερε, με λαϊκούς κλπ. Έκανα ενορχηστρώσεις στη Δήμητρα Γαλάνη και σε άλλους τραγουδιστές. Είχα φύγει από τη Lyra και ήμουν με συμβόλαιο στην Columbia, και πέρασα στα λαϊκά, στα ελαφρά, σε άλλα πράγματα. Δούλεψα και ένα χρόνο ως παραγωγός στην EMI. Πήγα σε μια άλλη ζωή.



Κ. Σ.: Στη μυθολογία των Πελόμα Μποκιού βρίσκουμε μια ιστορία που λέει πως σε κάποια συναυλία, σε ένα σινεμά τότε, δε θυμάμαι με ποιά αφορμή, ο Μπονάτσος είχε πει στον κόσμο «σπάστε τα» και ο κόσμος άρχισε να πετάει καρέκλες και να κάνει σαματά. Αυτό ισχύει;
Το μισό από αυτό ισχύει. Πρόκειται για μια συναυλία στο Παλλάς, στη Βουκουρεστίου. Είχαμε κανονίσει να κάνουμε μια συναυλία Κυριακή πρωί, όπως γινόταν τότε, «Οι Πελόμα Μποκιού στο Παλλάς». Τώρα, θέλουνε ντε και καλά να βγάλουν ότι εκείνη η συναυλία έγινε για αντιστασιακούς λόγους, επειδή είχαμε δικτατορία τότε. Αυτά είναι που με τσαντίζουν! Εμείς θέλαμε απλά να κάνουμε μια συναυλία. Δεν είχαμε στο μυαλό μας ούτε να ρίξουμε το καθεστώς, ούτε να κάνουμε επανάσταση, ούτε τίποτα τέτοιο. Οπότε κλείσαμε το Παλλάς, κολληθήκανε αφίσες, πουλήσαμε όλα τα εισιτήρια, έγινε χαμός. Ερήμην μας έγινε ό,τι έγινε - ούτε αριστεροί ήμασταν, ούτε επαναστάτες, ούτε τίποτα! Πήγαμε Κυριακή πρωί στο Παλλάς και είδαμε «πεντακόσιους» αστυφύλακες απ' έξω. Για κάποιους άγνωστους λόγους, η αστυνομία είχε πάρει γραμμή ότι εμείς δήθεν είμαστε αντάρτες και επαναστάτες και πρέπει να μας μαζέψουν και πρέπει να μη γίνει αυτή η συναυλία. Διαπραγματευτήκαμε με την αστυνομία, «βρε καλοί μου, βρε χρυσοί μου», αλλά τελικά δεν έγινε η συναυλία. Είχε μαζευτεί ο κόσμος, σαφώς υπήρχε μια δυσφορία, σαφώς τα παιδιά βρήκαν αφορμή να ξεφωνήσουν, πέσανε και μερικά συνθήματα, αλλά το περί «σπάστε τα» δε νομίζω ότι ειπώθηκε και το σπάσιμο δεν έγινε ποτέ. Δεν έγινε όμως τίποτα οργανωμένο και σίγουρα δεν ήταν κάποια δική μας αντιστασιακή κίνηση. Προς Θεού, μη θέλουμε να βγάλουμε τους εαυτούς μας ήρωες από το τίποτα! Μπορεί, βέβαια, κι εγώ να είμαι αφελής και να μην αντιλαμβάνομαι ότι πιθανόν να γινόταν κάτι μετά τη συναυλία, αν αυτή ξεκινούσε.

Μ. Γ.: Υπάρχει άλλος ένας παράξενος σταθμός στης ιστορία των Πελόμα Μποκιού, πιο πρόσφατος αυτός. Υπάρχει ένας «δίσκος φάντασμα», που κυκλοφόρησε το 2000 από μια δισκογραφική που λεγόταν RIA Music. Είχε διαφημιστεί, κυκλοφόρησε και αποσύρθηκε;
Κοίταξε, περάσανε τα χρόνια και αφού είχα ασχοληθεί με τη μουσική εκτός rock, κάποια στιγμή έπαψα να ασχολούμαι με τη μουσική οριστικά. Απέκτησα έναν νέο έρωτα που λέγεται κομπιούτερ, έγινα προγραμματιστής και δεν το μετάνιωσα ποτέ μου. Δούλεψα σε εταιρίες μεγάλες, έκανα δικές μου δουλειές, έγινα καθηγητής στο Deree, ξέχασα ότι υπήρξα μουσικός. Εν τω μεταξύ, προηγουμένως, σε αυτά τα χρόνια είχα βγάλει και δύο άλμπουμ, το "Μηδέν" (1992) με τον Κώστα τον Καράλη και το "Ιωάννης Ο V Και Άλλοι Επίσημοι" (1985), που είναι πιο αξιόλογο. Ήταν οι μόνες μου μουσικές παρενθέσεις. Κάποια στιγμή, με προσέγγισαν, μέσω του ξαδέρφου μου, του Δαπέρη. Ο Νίκος ζει στην Αγγλία, παντρεύτηκε Αγγλίδα και έχει τέσσερα παιδιά, και έγινε και εκείνος προγραμματιστής μετά. Αλλά και το δικό του μικρόβιο δεν έφυγε, όλο γύρναγε και συναντιόταν με τον Στεφανάκη, τον οργανίστα που αντικατέστησε τον Λογοθέτη - ο οποίος, παρεμπιπτόντως, λίγο μετά την αποχώρησή μου από τους Πελόμα ήρθε και με βρήκε, κλαίγοντας, να μου πει ότι θεωρούσε καθήκον του απέναντί μου να φύγει και εκείνος, γιατί είχα δίκιο σε αυτά που έλεγα κλπ. Έτσι, μας αντικατέστησαν ο Ανδρούτσος και ο Στεφανάκης, και επιπλέον ήρθε στο μπάσο ο αδερφός του Μαρινάκη, για να μην παίζει μπάσο ο Δαπέρης. Γίνανε, δηλαδή, από πέντε έξι. Το '97, περίπου, αρχίσανε μέσω του Δαπέρη να μου λένε: «Έλα, ρε Γιάννη, που έχεις τσακωθεί με τον Βλάσση, δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά, να συμφιλιωθείτε, να κάνουμε έναν δίσκο» κλπ. Ως πολιτισμένος άνθρωπος, εγώ είπα εντάξει. Συναντηθήκαμε όλοι μαζί, συμφιλιωθήκαμε, παρότι και εκεί συνέβησαν πράγματα δυσάρεστα και με έκαναν να μετανιώσω εκ των υστέρων - τέλος πάντων... Αποφασίσαμε να κάνουμε έναν δίσκο και μετά κάποιες συναυλίες. Όμως, το να κάνουμε έναν δίσκο με την έννοια του γκρουπ -δηλαδή, σαν γκρουπ ενεργό, που παίζει και είναι δεμένο- ήταν πλέον αδύνατο, εκ των πραγμάτων. Ο Στεφανάκης έχει κάνει στο σπίτι του στον Ασπρόπυργο ένα στούντιο δικό του και έχει καλό εξοπλισμό και παίζει κυρίως με sample. Η ιδέα ήταν, ναι μεν να πούμε «Πελόμα Μποκιού», αλλά ο καθένας μας θα έκανε δυο τραγούδια μόνος του, χωρίς τη συμμετοχή των άλλων, με ορισμένες «διασταυρώσεις», έτσι για το καλό. Σε ένα κομμάτι του Δαπέρη παίζω εγώ κιθάρα, σε ένα δικό μου παίζει keyboards ο Στεφανάκης κλπ. Ο καθένας μας ήτανε «guest» στον άλλο, ας το πούμε έτσι. Πάντως, γκρουπ δεν υπήρξε και με αυτό τον τρόπο βγήκε αυτός ο δίσκος, που δεν είχε καλή τύχη, για πολλούς λόγους. Ο ένας είναι ότι, αν δεν σε σπρώξουνε, όποιος και να είσαι, δεν κάνεις τίποτα. Ένας άλλος είναι ίσως η απόφαση του Στεφανάκη, για δικούς του λόγους που δεν καταλάβαμε ποτέ. Του είχαμε δώσει εν λευκώ εντολή να το χειριστεί μόνος του σαν μάνατζερ του γκρουπ και αποφάσισε να το αποσύρει από την εταιρία που είχαμε βρει και να το δώσει στον Άκη τον Γκολφίδη, ο οποίος είχε κάνει μια εταιρία για να βγάλει δίσκο στη γυναίκα του, την Ελένη Δήμου. Όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος, πηγαίναμε στα δισκάδικα και δεν τον βρίσκαμε πουθενά. Μάθαμε ότι ο Γκολφίδης, επειδή δεν είχε λεφτά, το είχε δώσει στον Μάτσα για ανατύπωση και διανομή, αλλά επειδή του χρώσταγε λεφτά, ο δίσκος δεν βγήκε στα ράφια και μια τέτοια ιστορία.

Μ. Γ.: Δηλαδή, δεν βγήκε ποτέ αυτό ο δίσκος στη αγορά;
Βγήκε πολύ περιορισμένα, νομίζω. Πρέπει να βγήκανε μόνο 300-400 κομμάτια σε ράφια.

Κ. Σ.: Μιλάμε για CD;
Ναι, βινύλιο δε βγήκε ποτέ. Μετά από αυτό, βρήκαμε ένα σπόνσορα, τη Smirnoff τη βότκα, που μας χρηματοδότησε μια εκδήλωση, στο παραλιακό το Privilege, απέναντι στο παλιό αεροδρόμιο, δήθεν για να προβάλλουμε την επιστροφή του γκρουπ.

Κ. Σ.: Ποιοί ήταν στην επανένωση;
Ήμασταν όλοι, πλην του Λάκη του Ζώη. Παρότι ήταν μέλος της μπάντας μόνο για δεκαπέντε μέρες, εμείς τον καλέσαμε, αλλά εκείνος, για δικούς του λόγους σεβαστούς, είπε ότι δεν θεωρεί ότι έχει θέση στους Πελόμα Μποκιού. Η σύνθεση ήταν: οι δύο Μαρινάκηδες, ο Στεφανάκης, ο Δαπέρης, ο Μπονάτσος, ο Ανδρούτσος κι εγώ. Ο Λογοθέτης δεν ήρθε γιατί ζει στη Γερμανία, είναι καθηγητής Πανεπιστημίου και τα έχει εγκαταλείψει όλα κλπ. Έγινε, λοιπόν, εκείνη η εκδήλωση στο Privilege, υπήρξε μια προβολή, το γράψανε και δυο-τρία περιοδικά, και αποφασίσαμε να κάνουμε κάποιες εμφανίσεις στο μαγαζί του Κακέτση, στη «Νεράιδα». Και πάνω που τα έχουμε κανονίσει όλα, γεμίζει η παραλία και η μισή Αθήνα με αφίσες που λέγανε «Ο Βλάσσης Μπονάτσος και οι Πελόμα Μποκιού»! (παύση) Ποιός το έκανε αυτό, ρε παιδιά; Επειδή όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται και υπήρχε το προηγούμενο με τις δηλώσεις του Μπονάτσου ότι είχε δήθεν γράψει εκείνος τον «Γαρύφαλλο», είχα πει ότι η επανένωση θα γίνει υπό έναν όρο -τον οποίο βάλαμε και σε συμβόλαιο- ότι κανένας δεν θα προβάλλει τον εαυτό του, εις βάρος των υπολοίπων. Συμφωνήσαμε ότι θα λέμε «οι Πελόμα Μποκιού». Με πήρανε οι άλλοι και με ρωτούσανε τι έγινε. Ρε, γαμώ το, λέω, πάλι στα ίδια πέσαμε! Το ξανάκανα θέμα, λοιπόν, και είπα εμένα να με ξεχάσουνε, ότι εγώ ως support του Βλάσση δεν παίζω. «-Αν θέλετε, ως Πελόμα Μποκιού, εντάξει, αλλά δεν έχω κανένα λόγο να βγω να κάνω την ορχήστρα του τραγουδιστή Βλάσση Μπονάτσου, ας πούμε». Έγινε μια φασαρία, κάποιοι συμφωνήσανε μαζί μου, από την άλλη ο Βλάσσης έλεγε ότι δε δεχόταν να αλλάξει το «Ο Βλάσσης Μπονάτσος και οι Πελόμα Μποκιού», κι αν άλλαζε δε θα ερχόταν. Περνούσαν οι μέρες και, ενώ είχαμε πει στον Κακέτση να το ακυρώσει, όχι μόνο δεν το ακύρωσε, αλλά έβαλε φωτεινή επιγραφή στη «Νεράιδα» ότι θα έπαιζε για δυο σαββατοκύριακα ο Βλάσσης Μπονάτσος. Σκέτο! Είπα, ξεχάστε με, κόφτε το κεφάλι σας, αλλά εμένα ξεχάστε με! Έγινε λοιπόν μια ξεφτίλα -και είναι κρίμα τώρα να τα λέμε μετά το θάνατο του Βλάσση- με δύο μόνο από το γκρουπ που δεχτήκανε να συμμετέχουν. Έγραψε και ένα άρθρο τότε ο Πέτρος Κωστόπουλος, σε ένα από τα περιοδικά του, που κορόιδευε τους Πελόμα Μποκιού και τον Βλάσση. Έλεγε ότι είναι ασυνεπείς, ότι είναι κωμικοτραγικοί και ότι είναι γελοίοι, γιατί πήγε ο Βλάσσης με άλλους δύο να κάνει επανένωση, και γιατί «τους έστησε» κιόλας, και γιατί ήτανε να εμφανιστεί τα μεσάνυχτα και εκείνος έφτασε μιάμιση ώρα αργότερα, και γιατί έγινε θέμα και φώναζε ο κόσμος, και γιατί όταν πήγε να τραγουδήσει ήταν πιωμένος και έπεσε κάτω και τον σηκώνανε... Έγινε, τέλος πάντων, μια τραγική ιστορία, που την γράψανε και δυο περιοδικά. Έτσι είπα: «Tέλος και συγγνώμη που ανακατεύτηκα ξανά κιόλας». Οι άλλοι, λοιπόν, το 2002-2003 ξαναπροσπάθησαν και με κάλεσαν ανεπιτυχώς, οπότε υπάρχει περίπτωση πράγματι να ετοιμαζόταν νέα επανένωση, που δεν πραγματοποιήθηκε εξαιτίας του θανάτου του Βλάσση.

Κ. Σ.: Παρότι είναι μακάβρια η ερώτηση, αλλά είναι πραγματιστική. Υπάρχει περίπτωση πλέον, απόντος του Βλάσση Μπονάτσου, να ανοίγει ένας δρόμος για τους υπόλοιπους, να συνεννοηθείτε σε άλλη βάση;
Παιδιά, εγώ είμαι πολύ μυστήριος άνθρωπος και το είδατε με όλα αυτά που σας είπα, είμαι πεισματάρης κλπ. Στο θάνατο του Βλάσση είμαι ο μόνος που λειτούργησα τελείως ανάποδα. Δυο κανάλια μου ζητήσανε να δώσω συνεντεύξεις για να αποκαλύψω πράγματα και είπα όχι, σεβόμενος το θάνατό του. Οι άλλοι με πήρανε και μου είπαν αυτό που λες, ότι χωρίς τον Βλάσση μπορούμε να τα βρούμε, αλλά θεώρησα ότι θα ήταν ντροπή και ότι πρέπει να τιμήσουμε τον άνθρωπο που πέθανε, παρότι είχα τέτοια ιστορία μαζί του. Μετά από αυτό, είπα ότι δε δέχομαι να φτιάξουμε ένα είδωλο, τον μακαρίτη Βλάσση, και να εκμεταλλευτούμε τη δημοσιότητα που πήρε ο θάνατός του, για να βγούμε εμείς να παίξουμε και να βγάλουμε πέντε φράγκα. Αρνούμαι αυτό το θέατρο και δε σας κρύβω ότι έχουν περάσει και τα χρόνια και δε νομίζω ότι έχει κανείς ενδιαφέρον να με ακούσει να παίζω κιθάρα - ειδικά εμένα που έχω πάψει να είμαι μουσικός εδώ και τόσα χρόνια. Οι άλλοι, κυρίως ο Στεφανάκης και ο Δαπέρης, συνεχίζουν να με παίρνουν τηλέφωνο και τώρα ακόμα, «τι θα γίνει, θα κάνουμε καμιά πρόβα;». Μάλιστα, πριν λίγο καιρό, είχε έρθει ο Δαπέρης από τη Αγγλία και κλείσανε ένα στούντιο, εδώ κοντά στο Πεντάγωνο, και με καλέσανε να παίξουμε. Τους είπα: «Επειδή δε θέλω να νομίσετε ότι έχω με κανέναν τίποτα, θα έρθω εκεί την ώρα που θα παίζετε, ως θαυμαστής σας, να κάτσω να σας ακούσω.». «-Βρε, άσε τις βλακείες!», μου λέγανε. Αλλά, έτσι έγινε, παίζανε τα παιδιά όλο το βράδυ και πήγα και τους άκουσα. Για εμένα έχει τελειώσει αυτή η ιστορία, δεν έχει κανένα νόημα να βγούμε να συγκινήσουμε αυτούς που ψάχνουνε να βρούνε πού είναι τα λείψανα των Πελόμα Μποκιού.



Μ. Γ.: Ας κλείσουμε εδώ το κεφάλαιο Πελόμα Μποκιού, παρότι ειλικρινά μας λυπεί αυτός ο επίλογος. Μετά τους ιστορικούς MGC, που λέγεται ότι είναι η πρώτη μπάντα που έπαιξε rock στην Ελλάδα, ξανασυνάντησες τον Πουλικάκο στο δικό του άλμπουμ "Μεταφοραί Εκδρομαί Ο Μήτσος", αλλά και στο δικό σου τραγούδι "Πολύ Ωραίο Στυλ".
Είναι το χατίρι που μου έκανε ο Δημήτρης να τραγουδήσει ένα τραγούδι μου που δεν του πολυάρεσε -από τότε, έτσι το είχα εκλάβει εγώ- σαν αντάλλαγμα για το γεγονός ότι, αν δεν ήμουν εγώ, δε θα είχε βγει το "Μεταφοραί Εκδρομαί Ο Μήτσος". Όταν βγήκε ο δίσκος αυτός, εγώ ήμουν παραγωγός στην Columbia. Ήρθε και με βρήκε και μου είπε ότι είχε κάνει την περισσότερη δουλειά, ότι δεν είχε άλλα λεφτά για να την ολοκληρώσει και ότι δεν τον παίρνει καμία εταιρία. Αυτόν τον δίσκο συνεχίζω να τον θεωρώ μνημειώδη δίσκο. Το είχα πει και στον Δημήτρη, τότε, ότι το θεωρώ δικό μου θέμα τιμής να βγει στην εταιρία.

Χ. Κ.: Ευτυχώς που είπες το «ναι»!
Για να γελάσουμε και λίγο, να σας πω και κάτι άλλο. Εκείνη την εποχή, διευθυντής της EMI ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος δεν ήξερε αν οι δίσκοι του πικάπ είναι στρογγυλοί ή τετράγωνοι, ας πούμε. Είχαν γίνει κάποιες εναλλαγές διευθυντών στην ΕΜΙ, για διάφορους εσωτερικούς λόγους - μέχρι που λέγανε ότι είναι και η παγκόσμια πολιτική στη μέση και ο αραβοϊσραηλινός πόλεμος και ό,τι θες ακουγόταν τότε! Αιφνιδίως, αφού αλλάξανε πέντε-έξι διευθυντές, μας ανακοινώσανε μια μέρα ότι ο νέος διευθυντής είναι ο υπερήλικας κύριος τάδε, ο οποίος μέχρι τότε ήτανε γραφιάς, λογιστής. Βρεθήκαμε, λοιπόν, με έναν γενικό διευθυντή, ο οποίος δεν είχε ιδέα από δισκογραφία. Να σκεφτείτε, είχε ανέβει να κάνει επίσκεψη στα στούντιο της Ριζούπολης αυτός και έτυχε εκείνη τη μέρα να τραγουδάει η Μοσχολιού. Είχε τελειώσει η ηχογράφηση και είχε ντουμπλάρει η ίδια η Μοσχολιού, είχε κάνει και τη δεύτερη φωνή. Το ακούει και λέει: «Μπράβο, πολύ ωραία! Ποιά είναι η κυρία που τραγουδάει;». Του λένε: «Η κυρία Μοσχολιού.». Ρωτάει: «Και η άλλη κυρία, που κάνει τη δεύτερη φωνή, ποιά είναι;». Του λένε πάλι: «Η Μοσχολιού.». Και λέει αυτός γεμάτος απορία: «Μα τι λέτε! Δύο κεφάλια έχει η Μοσχολιού;»! (γέλια) Έπρεπε λοιπόν να πείσω εγώ αυτόν τον άνθρωπο να βγάλει δίσκο στον Πουλικάκο!

Κ. Σ.: Και ποιον δίσκο μάλιστα!
Ναι, το "Μεταφοραί Εκδρομαί Ο Μήτσος"! (γέλια) Φαινότανε πράγμα αδύνατον εν πρώτοις! Του είπα, λοιπόν: «Δημήτρη, πρέπει να πλυθείς, να ξυριστείς, να ντυθείς και να 'ρθεις να σε παρουσιάσω στον διευθυντή. Αν έρθεις όπως είσαι τώρα, το έχουμε χάσει το παιχνίδι.»

Χ. Κ.: Το έκανε;
Ναι. Αυτή τη σκηνή, παιδιά, δε θα την ξεχάσω σε όλη μου τη ζωή! Εγώ είχα προετοιμάσει το έδαφος, γιατί είχα πάρει χαμπάρι ότι ο διευθυντής μου ταίριαζε καλύτερα να ήταν συνταγματάρχης σε στρατόπεδο, παρά διευθυντής σε δισκογραφική. Πρέπει να έχετε στο νου σας και την εποχή. Σκεφτείτε λίγο την ταινία "Λούφα Και Παραλλαγή", για να καταλάβετε. Είχα πάει και του είχα πει: «Ένας εξαιρετικός νέος, με μέλλον, ο κύριος Πουλικάκος», του είχα κάνει τον πρόλογό μου και έρχεται ο Πουλικάκος σαν γαμπρός, για να πάμε στον γενικό διευθυντή της ΕΜΙ. Πεθαίνω στα γέλια όποτε το θυμάμαι! Ο διευθυντής μου είχε ένα πρόβλημα στο χέρι του, μάλλον δερματικό. Επειδή το θεωρούσε αντιαισθητικό, είχε μονίμως τυλιγμένο το χέρι του με επίδεσμο για να μη φαίνεται η κοκκινίλα. Μπαίνουμε στο γραφείο, «-Να σας συστήσω, κύριε διευθυντά, από εδώ ο κύριος Δημήτριος Πουλικάκος». Ο Πουλικάκος, για να του δείξει ότι είναι πολιτισμένος και ευγενής, άρχισε να λέει: «Το χεράκι σας! Τι έπαθε το χεράκι σας;». «-Όχι, όχι, όχι», να λέει ο διευθυντής έξαλλος, «Μη! Μη! Φύγε!». Εγώ δαγκωνόμουν και του έκανα νοήματα να σταματήσει, αλλά ο Πουλικάκος επανερχόταν: «Το χεράκι σας! Έχει τίποτα το χεράκι σας;». (γέλια) Ήταν από τις καλύτερες σκηνές που έχω ζήσει, ήταν τελείως κωμικό, σαν να το έκανε επίτηδες ο Πουλικάκος. Τελικά, πείσθηκε ο διευθυντής...

Κ. Σ.: ...ότι πρόκειται για εξαίρετο νέο!
Ναι! (γέλια) Και έτσι μου ενέκρινε το ποσό για να ολοκληρώσει τις ηχογραφήσεις ο Πουλικάκος.

Κ. Σ.: Χωρίς να έχει ακούσει τίποτα, έτσι;
Τίποτα! Αυτός, έτσι κι αλλιώς, δεν καταλάβαινε από μουσική. Ποτέ του δεν άκουγε. Φοβερή περίπτωση! Έτσι, λοιπόν, ολοκληρώθηκαν και οι ηχογραφήσεις του δίσκου. Μάλιστα, στο τραγούδι "Στο Σουπερμάρκετ" παίζω εγώ κιθάρα. Γιατί; Γιατί είχε βάλει στον δίσκο να παίζουν μουσική όσοι άνθρωποι είχε γνώρισε στη ζωή του! (γέλια) Όταν, μετά από δυο χρόνια, του ζήτησα εγώ να τραγουδήσει το "Πολύ Ωραίο Στυλ", είμαι σίγουρος ότι δεν ήθελε να το τραγουδήσει και ότι μάλλον χάρη μου έκανε.

Κ. Σ.: Τραγουδάει κι άλλα κομμάτια στον δίσκο "Ελλαδέξ", όμως.
Ναι, τραγουδάει και το "Η Κασέτα Και Η Λέττα", με την αδερφή μου, και τραγουδάει και το περίφημο «Πάρε Μου Μια Πίπα» (σ.σ.: "Στα Γενέθλιά Μου"). Είπα το "Πολύ Ωραίο Στυλ", γιατί είναι το πιο γνωστό.

Κ. Σ.: Και είναι και ενορχηστρωτικά το καλύτερο!
Ναι. Παίζει ένα πολύ ωραίο σόλο ο Πολύτιμος, έχω κάνει και εγώ καλή ενορχήστρωση με τα πνευστά. Ήταν πολύ ωραία στιγμή. Παρ' όλα αυτά, ο Πουλικάκος είναι απόλυτος σε αυτά. Εντάξει, χαλάλι του - εγώ του το χαλαλίζω. Είναι λίγο «φασίστας» σε αυτά τα πράγματα, δηλαδή, αν δεν είναι απόλυτα της δικιάς του επιλογής και ακριβώς όπως εκείνος το θέλει, το καταδικάζει. Δεν έχει ποτέ επιείκεια απέναντι στους άλλους. Για αυτό σας λέω πως είμαι σίγουρος ότι μάλλον χάρη μου έκανε και το τραγούδησε, θεωρώντας ότι τον είχα βοηθήσει να βγάλει το «Μεταφορές Εκδρομές».

Μ. Γ.: Μιας και μιλάμε για παραγωγές, το όνομά σου έχει συνδεθεί και με άλλον ένα σημαντικότατο ελληνικό δίσκο, το "Σε Άλλους Κόσμους" του Ηρακλή Τριανταφυλλίδη.
Α! Για αυτό θα έπρεπε να σας φέρω τη γυναίκα μου, να σας μιλήσει και να σας εξηγήσει γιατί δε μου ζήτησε διαζύγιο όταν έκανα τον δίσκο του Ηρακλή! (γέλια) Είναι μια πονεμένη ιστορία της ζωής μου! (γέλια) Είναι εξαιρετικό παιδί ο Ηρακλής, αλλά είναι φοβερή ταλαιπωρία το να δουλεύεις μαζί του. Δεν ήξερε τι ήθελε, τουλάχιστον τότε. Σου έλεγε «άσπρα» και μετά από μισή ώρα σου έλεγε «όχι, μετάνιωσα, μαύρα». Χρειαζόταν μια τρομακτική υπομονή και μερικές φορές υπερέβαλλε πάνω από τις δυνατότητές του. Όταν εγώ πήγα στην Columbia και έγινα παραγωγός, πήρα τη θέση του Τέρενς Κουίκ, που είχε αρχίσει την παραγωγή του δίσκου. Δεν ήταν ακόμα διάσημος, ούτε είχε βγει στην τηλεόραση. Ο προηγούμενος διευθυντής, θεωρώντας ότι δεν είναι καλός παραγωγός, τον μετέθεσε στο τμήμα των κλασικών δίσκων. Ήταν μια δυσμενής μετάθεση, ας πούμε, δεν κάνεις τίποτα, αποθηκάριος είσαι. Μου παρέδωσε, λοιπόν, ο Κουίκ τη δουλειά του και μου είπε: «Έχω και κάποιον Ηρακλή Τριανταφυλλίδη, που έχω πάει στο στούντιο μαζί του. Να τα χαρτιά, να οι ηχογραφήσεις, να οι ταινίες, να οι ώρες που έχουμε κάνει κλπ.». Τότε διαπίστωσα έκπληκτος ότι ο Ηρακλής Τριανταφυλλίδης είχε ηχογραφήσει έξι λεπτά μουσικής και έχει κάνει διακόσιες ώρες. Με τα μεγέθη και τα budget που είχαμε τότε, αυτό ήταν έξω από κάθε λογική. Έπρεπε να είχε κάνει εκατό ώρες και να είχε τελειώσει τον δίσκο, ας πούμε. Μόλις το είδα αυτό, λέω θα φάμε ξύλο - αν δεν το έφαγε ο Κουίκ, θα το φάω εγώ. Πήγα στον γενικό διευθυντή, έναν Εγγλέζο, τον προκάτοχο εκείνου για τον οποίο σας έλεγα πριν, και του είπα τι συνέβαινε. «-Έχω εδώ έναν Ηρακλή Τριανταφυλλίδη που μπήκε στο στούντιο και έκανε διακόσιες ώρες και έχει βγάλει μόνο έξι λεπτά μουσικής. Είμαι υποχρεωμένος να εισηγηθώ αρνητικά, γιατί θα καταστρέψω οικονομικά την εταιρία, αν συνεχίσω έτσι». Μου είπε ο Εγγλέζος: «Επειδή είσαι καινούριος, θα σου μάθω ένα μυστικό. Όταν σε αυτή τη δουλειά έχεις μπει μέσα και έχεις βάλει λεφτά, τελειώνεις ό,τι κι αν γίνει, δε σταματάς.». Ρώτησα: «Έχω την ευλογία σας να ξοδέψω εκατομμύρια, ξέρω 'γω;». «-Ναι, προχώρα!», μου είπε και έτσι, αφού ήμουν καλυμένος από την εταιρία ότι δε θα με διώξουν που θα ξόδευα τόσα πολλά, δεν είχα καμία αντίρρηση. Γνωριστήκαμε με τον Ηρακλή και κάθισα να καταλάβω γιατί συνέβη αυτό, ποιό ήταν το πρόβλημα. Γράψανε, μετάνιωσαν και τα πετάξανε; Δεν βγήκαν καλά και τα πετάξανε; Είναι η μουσική τόσο δύσκολη που δε μπορούν να την παίξουν οι μουσικοί; Διαπίστωσα τότε ότι ο Ηρακλής, παρά την καλή έμπνευση και τις φιλοδοξίες του, δεν είναι σε θέση να εκφράσει αυτό που θέλει και δεν είναι σε θέση να πει στους μουσικούς τι θέλει. Με το που το κατάλαβα, τον ρώτησα: «Βρε Ηρακλή, ξέρεις να γράφεις μουσική; Ξέρεις να διευθύνεις; Αν θέλεις, να σου φέρω έναν μαέστρο να σε βοηθήσει ή κάποιον να σου γράφει παρτιτούρες. Να πεις την έμπνευσή σου σε έναν άνθρωπο, να την καταγράψει και να πάμε να ηχογραφήσουμε.». «-Όχι», μου είπε, «δεν δέχομαι κανέναν». Εκεί ίσως ήταν το λάθος το δικό μου. Βλέποντας ότι δεν έχει τη μεταδοτικότητα να διευθύνει μουσικούς, έπρεπε να τον σταματήσω και να του φέρω έναν καλό μαέστρο δίπλα του. Εκεί, όμως, ξεκίνησε ένα μαραθώνιος. Για αυτό σας λέω να ρωτήσετε τη γυναίκα μου. Για εμένα, πρέπει να είναι ο δίσκος με το ρεκόρ ωρών ηχογράφησης στην Ελλάδα. Βλέποντας ότι δεν τελειώνει ο δίσκος, άρχισα να κλείνω δωδεκάωρα στο στούντιο κάθε μέρα. Η γυναίκα μου με είχε χάσει, δεν ήξερε αν έχει άντρα ή δεν έχει. Δώδεκα ώρες στούντιο κάθε μέρα σχεδόν, με εξαίρεση τις μέρες που δεν μας το δίνανε! Για να τελειώσει ο δίσκος, με δωδεκάωρα καθημερινά, έκανε πάνω από τέσσερις μήνες! Φανταστείτε τι χρόνος σπαταλήθηκε! Τον ρώταγα: «Για αύριο τι θέλεις; Τι πρέπει να κάνουμε;» και μου έλεγε, φερ' ειπείν, ότι την επομένη ήθελε να βάλει στο τάδε κομμάτι ένα τρομπόνι. Τον ρώταγα τι άλλο θα κάναμε, μου έλεγε: «Τίποτα, ένα τρομπόνι.». «-Μα δεν γίνεται, βρε Ηρακλή, δώδεκα ώρες να 'ρθει ένα τρομπόνι να γράψει πέντε νότες!». «-Αυτό θα κάνουμε, τίποτα άλλο.». Επειδή και εγώ ήμουν μουσικός και ενορχηστρωτής, είχα δικούς μου. Έτσι, πράγματι, έφερνα εγώ τον Αρχοντίδη για το τρομπόνι, ας πούμε, και επιχειρούσε επί τρείς-τέσσερις ώρες να του εξηγήσει πώς θα παίξει τρεις νότες. Χρόνοι απίστευτοι! Αυτός που δεν το ξέρει, ακούει αυτή τη δουλειά και λέει τι ωραία που είναι!

Χ. Κ.: Μνημειώδης!
Εγώ την ακούω και παθαίνω νευρικό κλονισμό! (γέλια) Τη μέρα που τελείωσε ο δίσκος του Ηρακλή, γύρισα στη γυναίκα μου και της είπα ότι αισθανόμουν όπως τη μέρα που απολύθηκα από το στρατό. Το εννοούσα κυριολεκτικά! Την επόμενη μέρα, αισθανόμουν σα να ήμουν σε διακοπές, ότι ελευθερώθηκε το ωράριό μου, ότι μπορώ να κάνω και άλλα πράγματα στη ζωή μου κλπ. Ο δίσκος του Ηρακλή ήταν η μεγαλύτερη ταλαιπωρία που πέρασα στη ζωή μου. Για αυτό λέω ότι μου έχει μείνει ένας τρόμος. Ακούω «Ηρακλής» και πάω και κρύβομαι! (γέλια)  

Μ. Γ.: Οι Ανάδελτα;
Οι Ανάδελτα ήταν ένα ευχάριστο διαλειμματάκι, μετά τους Πελόμα Μποκιού, μαζί με τον Λογοθέτη, που έφυγε και αυτός. Μάλιστα τα δύο από τα τέσσερα τραγούδια που σας είπα προηγουμένως, με τους Ανάδελτα τα ηχογραφήσαμε στη Lyra. Ήταν πολύ καλό γκρουπ και, αξιολογώντας το με σχολικούς όρους, παίρνει τον ίδιο βαθμό με τους Πελόμα Μποκιού, αν όχι και καλύτερο. Ο ντραμίστας ήταν ο Τρανταλίδης, που βέβαια τον ξέρετε, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι επίσης κορυφαίος. Από τους Πελόμα Μποκιού, ήμασταν ο Νίκος ο Λογοθέτης και εγώ. Στο μπάσο ήταν ο Μίκης ο Μίχος, που ήταν ένας πολύ καλός μπασίστας και τραγούδαγε κιόλας. Όμως, ήταν ένα καταδικασμένο συγκρότημα. Ήταν μια από τις αμαρτίες μου. Παίρνω εγώ το κρίμα απάνω μου, διότι, άμυαλος όπως ήμουνα τότε, είπαμε να μην είμαστε εμπορικό συγκρότημα και παίζαμε κάτι πράγματα που δεν ενδιέφεραν κανέναν...

Χ. Κ.: Στην Ελλάδα!
Στην Ελλάδα, ναι. Είχαμε βρει ένα μαγαζί στην πλάκα και παίζαμε, εκεί στη Λυσίου, και τσακωνόμασταν κάθε μέρα με το αφεντικό. Με το δίκιο του, ο άνθρωπος μάς έλεγε: «Ρε παιδιά, εδώ είναι τουριστικό μέρος, μπαίνουνε μέσα περαστικοί, τουρίστες, έρχονται οι βλάχοι από τα χωριά να χορέψουνε κανένα σέικ, και εσείς μου παίζετε πέντε όγδοα και ξέρω 'γω τι!». Είναι η αλήθεια ότι ήμασταν ασόβαροι.

Κ. Σ.: Ήταν, ας πούμε, jazz fusion ή progressive αυτό που παίζατε;
Όχι, rhythm and blues ήτανε. Ας πούμε, μου την είχε βαρέσει εμένα και παίζαμε κάτι κομμάτια του Keef Hartley, του ντραμίστα του John Mayall, τα οποία εγώ ακόμα τα ακούω, γιατί έχω έτσι μια συναισθηματική ανάμνηση και, ακόμη και τώρα που τα ακούω, γυρίζω στον εαυτό μου και λέω: «Βρε ηλίθιε, πήγες και έπαιζες στον κόσμο τέτοια κομμάτια;».

Κ. Σ.: Οι Ανάδελτα έχουν, βέβαια, και δικά τους τραγούδια!
Ναι, είχαμε κάνει δύο σαρανταπεντάρια, αυτά που σας είπα πριν. Μάλιστα, ειδικά το "Ιστορίες Για Θεριά" το θεωρώ ένα από τα καλύτερα τραγούδια και μια από τις καλύτερες εκτελέσεις που έχω κάνει στη ζωή μου. Τελικά, μας έδιωξε ο μαγαζάτορας. Είπε: «Αν σας κρατήσω, θα το κλείσω το μαγαζί» και είχε δίκιο, μη λέμε σαχλαμάρες. (γέλια) Το σκέφτηκα και εγώ μετά, εντάξει, να κάνεις την πλάκα σου, αλλά να κάνεις και πέντε υποχωρήσεις. Δεν μπορείς να παίξεις τώρα Keef Hartley τις Απόκριες, που περνάγανε απ' έξω με τις καραμούζες με τις μάσκες και θέλανε να χορέψουνε. Ήταν μια καταδικασμένη προσπάθεια και, επιπλέον, συνέβη και κάτι άλλο δυσάρεστο. Ποτέ δεν έμαθα με ποιανού πρωτοβουλία από τη Lyra, όταν βγήκε το δισκάκι, έγραφε «Γιάννης Κιουρκτσόγλου Και Ανάδελτα». Αυτό που με έκανε να παρεξηγηθώ με τον Μπονάτσο, μου το έκανε η Lyra τότε! Με το δίκιο τους, τα παιδιά γίνανε έξαλλα, γιατί θεωρήσανε ότι το έχω κάνει εγώ. Τι να ορκίζομαι, τι να δίνω το λόγο μου ότι δεν έχω σχέση και δεν ξέρω ποιός το έχει κάνει αυτό το πράγμα... Η εξήγηση της Lyra ήταν ότι εμένα ο κόσμος με είχε μάθει από τους Πελόμα Μποκιού και τους άλλους δεν τους ήξερε. Τους είπα: «Ναι μεν είναι έτσι, αλλά μου διαλύετε το συγκρότημα, αυτή τη στιγμή! Εγώ θέλω να έχουμε το όνομα της μπάντας και θα το μάθει ο κόσμος σιγά-σιγά». Ε, όταν μας έδιωξαν και από το μαγαζί στην Πλάκα, ειδικά ο Μίκης, που ήταν επαγγελματίας και ζούσε από αυτό, είπε ότι ήθελε να βρει καμιά δουλειά να βγάλει κανένα μεροκάματο και η διάλυση ήρθε πολύ σύντομα. Το συγκρότημα κράτησε κανένα τρίμηνο-τετράμηνο, αλλά ήτανε πολύ καλό γκρουπ.

[σ.σ.: Ακολούθησε μια ατέλειωτη συζήτηση περί rock στην Ελλάδα, αλλά και γενικότερα περί rock μουσικής, διασήμων κιθαριστών και αδικημένων από την ιστορία καλλιτεχνών. Παρότι απολαυστικότατο για τους συντάκτες, το μέρος αυτό της συζήτησης κρίνουμε ότι δεν είναι αναγκαίο να δημοσιευθεί -τουλάχιστον όχι προς το παρόν και στα πλαίσια αυτής της συνέντευξης– λόγω εκτεταμένων μερών ανάλυσης απόψεων από τους ίδιους τους συντάκτες. Όμως όταν η κουβέντα πήγε στους Aphrodite's Child, ο Γιάννης Κιουρκτσόγλου μάς αποκάλυψε μια ακόμα καταπληκτική ιστορία...]

[...] Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου είχε πει κάποτε σε συνέντευξη ότι το ωραιότερο τραγούδι που έχει γραφτεί στην Ελλάδα ποτέ είναι το "She's Cool" - την έχω ακόμα την κασέτα! (γέλια) Όταν εγώ ήμουν στους Loubogg, ο Βαγγέλης με έβλεπε σα μικρό του αδελφάκι, που λένε. Όταν, λοιπόν, οι Aphrodite's Child ετοιμαστήκαν να φύγουνε έξω, εγώ πήγαινα τρίτη λυκείου. Με πήρε και μου είπε: «Γιάννη, φεύγουμε!». «Πού πάμε;», του λέω. Μου λέει: «Πάμε στην Αγγλία».

Χ. Κ.: Όχι στη Γαλλία;
Όχι. Για Αγγλία ξεκινήσανε, αλλά στη Γαλλία παγιδευτήκαν με τα γεγονότα του Μάη. Αυτό που δε σας έχω πει είναι ότι εγώ ήμουν ένα παιδί πολύ καλής οικογένειας με πολύ συντηρητικούς γονείς. Ο πατέρας μου ήταν επιστήμονας, συντηρητικών αρχών και με μεγάλη διαφορά ηλικίας από εμένα. Εκείνα τα χρόνια, το να παίζει το παιδί σου rock ήταν ντροπή. Όμως, ήμουν πρώτος μαθητής και του πατέρα μου τού δίνανε συγχαρητήρια οι καθηγητές μου. Προς τιμή του και προς έκπληξή μου, βέβαια, μου είπε: «Εγώ, παιδί μου, δεν τα καταλαβαίνω αυτά που κάνεις, αλλά όσο είσαι συνεπής στις υποχρεώσεις σου, δε μπορώ να σου πω τίποτε. Κάνε ό,τι νομίζεις.». Ήταν πολύ προχωρημένη η θέση του πατέρα μου για την εποχή. Όταν μου τηλεφώνησε ο Βαγγέλης, για να πάω μαζί τους στην Αγγλία, είπα: «Κάτσε, Βαγγέλη, γιατί πρέπει να το πω στον πατέρα μου». Όσο και αν σας φαίνεται αστείο, μου είχε περάσει από το μυαλό να τα παρατήσω όλα και να φύγω, ενώ ήταν εποχή που διάβαζα και έκανα φροντιστήριο για τις Πανελλήνιες. Αποφάσισα να του το πω στο τραπέζι το πρωτοχρονιάτικο, που θα υπάρχει μια ευθυμία. Σημειωτέον ότι ο πατέρας μου δεν είχε σηκώσει ποτέ χέρι επάνω μου. Κόψαμε την πίτα, ήμασταν στο τραπέζι, γελάγαμε, γύρισα στον πατέρα μου και του είπα το και το και το. «Πατέρα, πρέπει να σου πω κάτι πολύ σοβαρό για το μέλλον μου. Με πήρε ο Βαγγέλης ο Παπαθανασίου να πάμε μαζί με τον Ρούσο και τον Σιδερά στην Αγγλία». Σηκώθηκε ο πατέρας μου και βάρεσε μία στο τραπέζι και πέσανε όλα κάτω. «-Αυτή την κουβέντα να μην ξανατολμήσεις να την ξαναπείς ποτέ! Δεν θέλω να το ξανακούσω.».

Κ. Σ.: Ήταν η εποχή που ο Κουλούρης ήταν στο στρατό, έτσι;
Ναι, μετά πήγε ο Κουλούρης, όταν τέλειωσε το στρατό. Απάντησα, λοιπόν, στον Βαγγέλη ότι άμα λέει όχι ο πατέρας μου δεν υπάρχει περίπτωση. Μετά, λοιπόν, τον Μάη του '68 που γίνανε τα γνωστά στη Γαλλία, είχαν την μεγάλη τύχη να μπλοκαριστούν εκεί με την απεργία και βγήκε το "Rain And Tears", που ήταν η μοναδική μουσική παραγωγή που βγήκε εκείνη την εποχή, γιατί όλοι οι άλλοι μουσικοί απεργούσανε. Έγινε μεγάλη επιτυχία και εκείνοι έγιναν διάσημοι. Τα ξέρετε αυτά τα πράγματα. Βέβαια, όπως λέω και για τους Πελόμα Μποκιού, πρέπει να έχεις και την αξία, αλλά χρειάζονται και οι κατάλληλες συγκυρίες. Ο Βαγγέλης είναι μεγάλο ταλέντο και ο Ντέμης επίσης. Επαξίως και οι δύο κάνανε μεγάλη καριέρα παγκοσμίως. Αλλά, μπορεί να μην είχαν κάνει στη ζωή τους τίποτα, αν δεν γινόταν ο Μάης του '68! Μπορεί να είχε μείνει ο Βαγγέλης εδώ και να τραγουδάει σε μια ταβέρνα σε όλη του τη ζωή. Έτσι τα φέρνει η ζωή, πώς να το κάνουμε;

Χ. Κ.: Παλαιότερα, μέσα από ένα σχετικό αφιέρωμα στο Metal Hammer, με το οποίο συνεργάζομαι, είχαμε θέσει το ερώτημα που θα σου θέσω στον Λουκά Σιδερά, στον Αντώνη Τουρκογιώργη, στον Δημήτρη Πουλικάκο, στον Γιάννη Πετρίδη και στον Νίκο Σπυρόπουλο. Θα ήθελα και τη δική σου γνώμη, δεδομένου ότι τότε δεν είχαμε καταφέρει να έρθουμε σε επαφή μαζί σου. Η «επταετία» ήταν σημαντικός παράγων για το γεγονός ότι η Ελλάδα έχασε το τραίνο του rock;
Να πω κατ' αρχήν ότι η γνώμη μου για αυτό είναι υποκειμενική. Υπάρχουν άλλα πράγματα για τα οποία θα σας πω γράφτε το γιατί είναι ιστορικό γεγονός. Εδώ θα πω τη δικιά μου οπτική, που μπορεί να είναι και λάθος. Να απαντήσω κατευθείαν στην ερώτηση ότι όχι, θεωρώ ότι ευνοήθηκε το rock.

Χ. Κ.: Ως underground κίνημα;
Μπράβο! Αυτή η παρανομία βοήθησε. Δεν βοήθησε, όμως, μαζικά. Δηλαδή, το rock ευνοήθηκε εις βάθος, αλλά όχι εις πλάτος. Λιγότεροι άνθρωποι είχαν πρόσβαση στο rock εξαιτίας της δικτατορίας, αλλά περισσότεροι ερεθίστηκαν να σκαλίσουν σε βάθος λόγω της παρανομίας. Το γεγονός ότι εγώ έπρεπε να συζητήσω κρυφά μαζί σου και να μου φέρεις τον δίσκο στη βαλίτσα, μην τον βρούνε στο τελωνείο, βοήθαγε πάρα πολύ αυτό που ήθελα να βγάλω από μέσα μου, ας πούμε.

Κ. Σ.: Για αυτό και όσοι ασχολήθηκαν έγιναν και μουσικοί.
Μπράβο! Όμως, έγινε γκέτο, ακριβώς επειδή ο περιορισμός δεν το άφησε να απλωθεί, να ακουστεί πιο πολύ, να γίνουν συναυλίες, να γεμίσουν στάδια. Έγινε όμως ένα καλό γκέτο, ισχυρότερο από ό,τι θα ήτανε αν δεν είχαμε τη δικτατορία. Με αυτή την έννοια, λέω βοήθησε. Βέβαια -και αυτό είναι το υποκειμενικό μέρος της απάντησης- για κάποιο μυστήριο λόγο, αυτά τα δύο δεν συνδέθηκαν. Εγώ, που το έζησα τότε έντονα και από τις δύο πλευρές, το πιστεύετε ότι ποτέ δεν συνέδεσα το πάθος μου για το rock με το πρόβλημά μου ότι η χώρα μου έχει δικτατορία; Ήμουν φοιτητής, εκείνα τα χρόνια, και ελαφρά οργανωμένος σε μια αντιδικτατορική οργάνωση και θεωρούσα ότι είχα δύο ζωές. Η μία με το rock, που το άκουγα και έπαιρνα δίσκους κλπ., και η άλλη, όταν έκλεινα το κουτί που λεγότανε rock, με έφερνε στο Πανεπιστήμιο, όπου μίλαγα με ανθρώπους για το θέμα της δικτατορίας, οργανωνόμουν κλπ. Η απόδειξη είναι ότι, ακόμα και σήμερα, όταν αναπολώ και θυμάμαι με ποιούς ανθρώπους είχα σχέσεις από τον ένα χώρο και με ποιούς από τον άλλο, δεν έχουν καμία σχέση. Υπήρχαν άνθρωποι με τους οποίους είχα σχέση λόγω πολιτικής αντίδρασης στο καθεστώς, οι οποίοι δεν ξέρανε ότι παίζω στους Πελόμα Μποκιού. Ποτέ δεν είδα το ελληνικό πρόβλημα με εισαγόμενο τρόπο, να πω για να δούμε τι κάνουν τώρα στη Μασαχουσέτη να το κάνουμε και εδώ. Ενώ στη μουσική, έβλεπα την Αμερική και την Αγγλία σαν τους ναούς του rock, σαν μια νέα αντίληψη ζωής περισσότερο, χωρίς να πω ότι αυτό έχει σχέση με την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Μην ξεχνάτε πως η γενιά του Elvis Presley, οι λίγο παλιότεροι από εμένα, κάνανε και την άλλη επανάσταση, την κοινωνική, την αποτίναξη του ζυγού των γονιών. Εμείς, όχι τόσο, γιατί τη βρήκαμε μισοέτοιμη την κατάσταση. Το σκύψιμο του κεφαλιού και το «ό,τι πει η μαμά κι ο μπαμπάς» υπήρχε, όπως σας έλεγα πριν για τον πατέρα μου. Είχαμε να λύσουμε κι άλλα προβλήματα, εκτός από το πολιτικό. Το rock περισσότερο μας έλυνε αυτά, τα προβλήματα υποκρισίας κλπ. Εγώ σιχαινόμουνα την κοινωνική υποκρισία. «Τι κάνετε, αγαπημένη μου θεία, να σας φιλήσω το χέρι.». Αυτά μου τα έλυσε το rock, αλλά όταν άκουγα εγώ The Band, αυτό δε μου έλυνε το πρόβλημα της δικτατορίας στην Ελλάδα. Δεν μπορούσα να τα συνδυάσω μέσα μου. Στη συναυλία του Παλλάς, ας πούμε, που λέγαμε πριν -και επιμένω με όλη την αφέλεια που ακούγεται και τώρα- εγώ, όταν είδα την αστυνομία, δεν είπα μέσα μου «πω, πω, μας πήρανε χαμπάρι», αλλά «μα γιατί, ρε παιδιά, τι κάναμε;». Δεν έβλεπα τι σχέση μπορεί να έχουμε εμείς που παίζουμε rock με τον αντιδικτατορικό αγώνα. Δεν θυμάμαι κανέναν να πολιτικολογούσε, ήταν ένας άλλος χώρος το rock. Επιμένω, βέβαια, ότι όλα αυτά είναι υποκειμενική κρίση. Μπορεί να μιλήσεις με άλλους δέκα και να σου πουν: «Τι λέει ο βλάκας ο Κιουρκτσόγλου; Δεν είναι έτσι!».

Κ. Σ.: Ευχαριστούμε πολύ και ας σας κουράσαμε.
Όχι, μου ήταν πολύ ευχάριστο.

Μανώλης Γεωργακάκης, Χρήστος Κισατζεκιάν, Κώστας Σακκαλής

* Ευχαριστούμε θερμά τον Γιάννη Κιουρκτσόγλου, τόσο για τον χρόνο που μας διέθεσε, όσο και για το γεγονός ότι μας επέτρεψε να κοσμήσουμε αυτή τη δημοσίευση, μεταξύ άλλων, και με μερικές σπάνιες και ανέκδοτες φωτογραφίες από το αρχείο του.
  • SHARE
  • TWEET