«A Buyer's Guide»: W.A.S.P.
Ηλεκτρισμός, Θέαμα και αιώνια θλίψη...
Από την πρώτη τους εμφάνιση στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα, οι W.A.S.P. καθιερώθηκαν ως μία από τις πιο εμβληματικές μπάντες στον χώρο του heavy metal. Με αρχηγό τον εκρηκτικό αλλά και συνάμα συναισθηματικό Blackie Lawless, το συγκρότημα συνδύασε επιθετικότητα, μελωδία και θεατρικότητα, προσφέροντας δίσκους που έμειναν ανεξίτηλοι στο χρόνο. Η δισκογραφία τους είναι γεμάτη από άλμπουμ που σημάδεψαν γενιές μεταλλάδων. Από το ωμό και αυθεντικό ντεμπούτο μέχρι τις πιο ώριμες και δραματικές δουλειές όπως το The Crimson Idol, κάθε άλμπουμ αντικατοπτρίζει την εξέλιξη και το πάθος του συγκροτήματος. Σε αυτό το Buyer's guide, ξεχωρίζουμε εκείνα τα έργα που όχι μόνο καθόρισαν την καριέρα τους αλλά και επηρέασαν τον ήχο του heavy metal γενικότερα και φυσικά θα αφήσουμε μακριά γεγονότα και καταστάσεις που μπορεί να μας πλήγωσαν η «ξενέρωσαν» στο παρελθόν... (Γιώργος Καραγιάννης)

W.A.S.P.
(Capitol, 1984)
Όταν οι W.A.S.P. εμφανίστηκαν με τον πρώτο τους δίσκο το 1984, δεν ήταν απλώς μια μπάντα στην αχανή glam και heavy metal σκηνή. Ήταν ένα σοκ. Μια αισθητική και ηχητική πρόκληση που ταρακούνησε τα νερά και άνοιξε τις πόρτες για ορδές νέων που αναζητούσαν κάτι πιο ακραίο, πιο θεατρικό, πιο ωμό. Από το πρώτο δευτερόλεπτο, με το "I Wanna Be Somebody", ο δίσκος ξεχειλίζει από φρενήρες πάθος και ένταση. Ήταν η απόλυτη κραυγή του «δεν με νοιάζει τι λες, θέλω να με προσέξεις». Ωμή θεατρικότητα από το εξώφυλλο, τις συναυλίες με τα κρέατα και το αίμα, τους στίχους που μιλούσαν για σεξ, βία και ελευθερία, όλα αυτά προκάλεσαν σάλο, αλλά και λατρεία από το κοινό. Το άλμπουμ δεν προσπαθεί να είναι «καλλιτεχνικό» . Είναι ένας καταιγιστικός παθιασμένος οδοστρωτήρας. Πέρα όμως από αυτό έδωσε φωνή στους outsiders. Ο Blackie Lawless με τη σκοτεινή φιγούρα του και τη μουσική του έγινε ήρωας των μη αποδεκτών. Το "I Wanna Be Somebody" μίλησε στην καρδιά τους. Ήταν η κραυγή εκείνων που ήθελαν να ξεφύγουν από τη μιζέρια και να γράψουν τη δική τους ιστορία. Οι νέοι, ένιωσαν πως η πρόκληση μπορεί να είναι μορφή τέχνης. Και την υιοθέτησαν. Το "W.A.S.P." του 1984 ήταν η γενεσιουργός δύναμη ενός κινήματος όχι μόνο μουσικού αλλά και κοινωνικού. Ο δίσκος δεν προσπάθησε να ευχαριστήσει κανέναν, και ακριβώς γι' αυτό άγγιξε τόσους. Για πολλούς, είναι η κορυφαία στιγμή των W.A.S.P. στα ‘80s, γιατί δεν υπήρχε τίποτα φιλτραρισμένο ή τακτοποιημένο. Ήταν ο ήχος ενός καινούργιου ξεκινήματος, με κατεύθυνση προς το σκοτάδι και τη δόξα.

The Crimson Idol
(Parlophone, 1992)
Το απόλυτο παραμύθι της απομόνωσης και του καλλιτεχνικού πάθους. Το "The Crimson Idol" είναι η πιο συγκλονιστική στιγμή των W.A.S.P. στα ‘90s. Σε μία δεκαετία που το heavy metal άλλαζε πρόσωπο και έχανε έδαφος μπροστά στο grunge, ο Blackie Lawless τόλμησε να παρουσιάσει ένα σκοτεινό concept album για τη διαδρομή ενός βασανισμένου ήρωα (Jonathan). Ο δίσκος μοιάζει περισσότερο με μουσικό θεατρικό έργο, γεμάτο εσωτερικούς μονόλογους και ψυχικές συγκρούσεις. Από το "The Invisible Boy" ως το συγκλονιστικό "The Great Misconceptions of Me", ο ακροατής νιώθει την απόρριψη, την επιθυμία για αποδοχή και τον καταστροφικό δρόμο της δόξας. Μελωδικά, στιχουργικά, και ενορχηστρωτικά, ο δίσκος είναι άρτιος. Ο Blackie ξεπερνά τον εαυτό του, παρουσιάζοντας κομμάτια που συνδυάζουν σκληρότητα, ευαισθησία και καθαρή μουσικότητα. Αντί για την τυπική απεικόνιση του επιτυχημένου μουσικού, ο Jonathan είναι ο αντι-ήρωας. Ένας πληγωμένος άνθρωπος, που όσο ανεβαίνει, χάνει την ψυχή του. Αυτή η αντιστροφή ταυτότητας συνδέθηκε με μια γενιά που ένιωθε παγιδευμένη. Το άλμπουμ ενέπνευσε νέους μουσικούς να δουν το metal όχι μόνο ως είδος διασκέδασης, αλλά ως μέσο αφήγησης και έκφρασης. Ο Blackie Lawless αισθανόταν πως το project ήταν πάρα πολύ προσωπικό για να φέρει την σφραγίδα των W.A.S.P. Τελικά, το "The Crimson Idol" κυκλοφόρησε με το όνομα W.A.S.P. αλλά κανείς δεν αμφιβάλλει πως είναι ο πιο "Blackie-centric" δίσκος της μπάντας. Από την άλλη ,ευτυχώς που κυκλοφόρησε έτσι διότι αμφιβάλλω ότι θα είχε την ίδια επιτυχία.

The Headless Children
(Capitol, 1989)
Όταν οι W.A.S.P. κυκλοφόρησαν το "The Headless Children", δεν παρουσίασαν απλώς έναν νέο δίσκο αλλά έθεσαν την αρχή μιας νέας εποχής για το συγκρότημα και τον ίδιο τον Blackie Lawless. Εδώ, τα κραυγαλέα σόου έδωσαν τη θέση τους σε μια συνειδητή πολιτική και κοινωνική κριτική, με βαθιά εσωτερικότητα και μουσική ωριμότητα. Για πολλούς, είναι το σημείο καμπής που μετέτρεψε τους W.A.S.P. από ένα glam metal συγκρότημα σε ένα σημαντικό καλλιτεχνικό σύνολο. Το "Headless Children" είναι μια ξεκάθαρη στροφή απο το προηγούμενο ύφος. Ο Lawless επιλέγει πλέον να εμβαθύνει σε πολιτικά ζητήματα, ψυχολογικά τραύματα και την αποξένωση της σύγχρονης κοινωνίας. Είναι ένα άλμπουμ με σκοπό και περισσότερη στιχουργική ωριμότητα. Η αναφορά σε θεσμούς, παρακμή, και προσωπικά διλήμματα δείχνει την συνειδητοποίηση του Blackie ότι ένα συγκρότημα είναι πολλά περισσότερα από το να παρτάρει . Εξαιρετικές ερμηνείες και παραγωγή. Το συγκρότημα είναι σε τεχνικά άριστη κατάσταση με το drumming του Frankie Banali (ex-Quiet Riot) να φέρνει νέα πνοή και τις κιθάρες να έχουν στιβαρότητα και βάθος. Κυκλοφόρησε ακριβώς όταν το glam metal άρχισε να φθίνει και το grunge δεν είχε ακόμα ανατείλει. Το "Headless Children" λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα σε δύο εποχές, αποδεικνύοντας πως η αυθεντικότητα είναι σημαντική. Το "The Headless Children" είναι ο δίσκος που έκανε τους W.A.S.P. πιο ουσιαστικούς. Είναι ένα έργο που δεν ακολουθεί τάσεις, αλλά τις υπερβαίνει, φέρνοντας μια εξαιρετική ισορροπία ανάμεσα στην σκληρή μουσική και την ανθρώπινη ανησυχία.

Inside The Electric Circus
(Capitol, 1986)
Το υποτιμημένο διαμάντι της πρώτης περιόδου. Στην ιστορία των W.A.S.P., το "Inside the Electric Circus" είναι ο δίσκος που συχνά χάνει την εκτίμηση που του αξίζει. Πολλοί τον θεωρούν "επιφανειακό". Η αλήθεια είναι πως πρόκειται για έναν δίσκο πολύ καλύτερο από αυτό που πιστεύει η πλειονότητα κι αυτό γιατί δεν προσπαθεί να είναι κάτι άλλο πέρα από καθαρό, ατόφιο rock ‘n' roll. Από το εναρκτήριο "The Big Welcome" και το "Inside the Electric Circus", ο δίσκος βουτάει χωρίς φόβο στην υπερβολή, την παράνοια και το glam attitude που χαρακτήριζε την εποχή. Η σύνθεση με Blackie, Chris Holmes, Johnny Rod και Steve Riley λειτουργεί ως καλοκουρδισμένη μηχανή. Υπάρχει δυναμική, φρεσκάδα, και κυρίως, διασκέδαση, κάτι που πολλές φορές υποτιμάται σε σύγκριση με τους πιο σοβαρούς δίσκους. Το άλμπουμ είναι ίσως το πιο τυπικό ‘80s δημιούργημα της μπάντας. Το "Inside the Electric Circus" είναι η γιορτή της υπερβολής. Δεν είναι ο πιο "βαθύς" δίσκος των W.A.S.P., αλλά είναι από τους πιο απολαυστικούς. Soundtrack μιας εποχής γεμάτης ένταση, make-up, κιθάρες στο κόκκινο και μια μπάντα που ξέρει να προσφέρει θέαμα, μια αλησμόνητη νύχτα στο ηλεκτρικό τσίρκο. Όπου το "The Last Command" επιχειρεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο σκληρό και το εμπορικό, το "Inside..." λέει «εδώ είναι το τσίρκο, μπες και διασκέδασε». Το "Electric Circus"είναι πιο *απελευθερωμένο* και αυτό έχει τη δική του αξία. Πίσω από την εικόνα του φανταχτερού glam τσίρκου, υπάρχουν κομμάτια όπως το "Restless Gypsy" και το "I'm Alive" που αποδεικνύουν πως ο Blackie Lawless δεν είχε εγκαταλείψει ούτε στιγμή την ωριμότητα της γραφής του.

Still Not Black Enough
(Castle Victor/ Raw Power, 1995)
Το "Still Not Black Enough" είναι μια εξομολόγηση. Ίσως γι' αυτό ακριβώς δεν κατάφερε να κερδίσει τις καρδιές όλων των οπαδών των W.A.S.P. - δεν φτιάχτηκε για το κοινό, μα για τον ίδιο τον Blackie. Προορισμένο να κυκλοφορήσει ως σόλο άλμπουμ, ήταν η συνέχεια της βαθιάς εσωτερικής αφήγησης που είχε ξεκινήσει με το "The Crimson Idol". Η θεματική του είναι εξίσου σκοτεινή και προσωπική: ενοχές, απώλειες, υπαρξιακή αναζήτηση και η ανελέητη πάλη με τους δαίμονες του παρελθόντος. Ο Lawless είχε χάσει τη μητέρα του λίγο πριν και αυτό το γεγονός βρίσκεται παντού μέσα στη μουσική, σαν σκιά. Τραγούδια όπως το "Black Forever" και το "I Can't" είναι φωνές ενός ανθρώπου που παλεύει να ανασάνει - πιστός στην αφηγηματική γραμμή του "The Crimson Idol", αλλά πιο ωμός, πιο γυμνός, σχεδόν ανήσυχος. Η καθαρότητα της παραγωγής δεν αποσπά από το συναίσθημα - το ενισχύει. Ο Lawless μοιάζει σχεδόν απομονωμένος, σαν να αποσπά τη μπάντα από την εξίσωση, ενισχύοντας την αίσθηση πως πρόκειται για solo album. Ο ίδιος έχει δηλώσει πως ένιωθε πως το περιεχόμενο ήταν πολύ προσωπικό για να φέρει το όνομα των W.A.S.P. . Ήταν η *φωνή του*, μια προσπάθεια να βρει φως μέσα από το σκοτάδι. Όπως ακριβώς στο "The Crimson Idol", εδώ ο Blackie ψάχνει την λύτρωση. Δεν ήθελε να συγχέεται η πρόθεσή του με τη δυναμική της μπάντας. Το "Still Not Black Enough" είναι ένας από εκείνους τους δίσκους που ζητούν να τους ακούσεις, να τους καταλάβεις και ίσως σε αγγίξει πιο βαθιά απ' ό,τι νόμιζες.

The Last Command
(Capitol, 1985)
Ένα μνημείο στην δισκογραφική ιστορία των WASP. Υπάρχουν άλμπουμ που ορίζουν μια εποχή, όχι επειδή είναι τέλεια, αλλά γιατί κουβαλούν το βάρος της μετάβασης. Το "The Last Command" των W.A.S.P., κυκλοφόρησε το 1985 και είναι το βήμα από το σκοτεινό, βίαιο ντεμπούτο του συγκροτήματος προς μια πιο στιλιζαρισμένη, σχεδόν MTV-friendly εκδοχή των W.A.S.P . Με κομμάτια όπως το "Wild Child" και "Blind in Texas", το άλμπουμ κέρδισε την αποδοχή του ευρύτερου κοινού, ενώ έδωσε στον Blackie την εικόνα του απόλυτου frontman. Η παραγωγή είναι στιβαρή, η κιθαριστική δουλειά των Chris Holmes και Randy Piper γεμάτη ένταση, και τα φωνητικά γεμάτα από το φρενήρες attitude που χαρακτήριζε το glam metal της εποχής. Το πιο εμπορικά επιτυχημένο άλμπουμ της μπάντας με τα πιο πολυπαιγμένα τραγούδια. Υπάρχει μια αίσθηση πως εδώ η μπάντα κυνηγά τον ήχο της εποχής, αντί να τον καθοδηγεί. Βέβαια είναι απαραίτητο για να κατανοήσεις τη διαδρομή των W.A.S.P. . Αν το ντεμπούτο ήταν η έκρηξη του θηρίου, του ωμού συναισθήματος, το "The Last Command" είναι η γέφυρα προς έναν πιο οργανωμένο, πιο mainstream ήχο. Δεν είναι ο δίσκος που θα παίζει ασταμάτητα, είναι όμως το σημείο όπου οι W.A.S.P. αποφάσισαν να επαναπροσδιορίσουν τον εαυτό τους και να κερδίσουν τον κόσμο, ειδικά με κομματάρες όπως τα "Cries in the Night" και "Widomaker".

Dying For The World
(Metal Is, 2002)
Δύσκολη η επιλογή ανάμεσα σε "Babylon", "Dominator", "Unholy Terror" και "Dying for the World" - το τελευταίο βγήκε νικητής στα σημεία ως πιο ολοκληρωμένο, πιο πλήρες, συγκροτημένο αλλά και πιο συναισθηματικά αληθινό. Σε μια στιγμή όπου η παγκόσμια σκηνή σείεται από τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, οι W.A.S.P. επανέρχονται με ένα άλμπουμ που φέρει το βάρος των καταστάσεων και την ένταση των συναισθημάτων. Ο Blackie Lawless παρουσιάζει το "Dying for the World" ως ένα είδος πνευματικής μαρτυρίας. Εδώ έχουμε κάτι πιο γήινο, πιο ακατέργαστο και ξεκάθαρα πιο ατόφιο και αγνό. Από τα πρώτα riffs του "Shadow Man" μέχρι την εξομολόγηση του "My Wicked Heart", το άλμπουμ φανερώνει μια προσπάθεια συμφιλίωσης με την απώλεια, την οργή, και την ανάγκη για κάθαρση. Το "Hallowed Ground" ξεχωρίζει ως σημείο αναφοράς. Στο άκουσμά του είναι σαν να στέκεσαι μπροστά σε μνημείο πεσόντων, με τον Blackie να ψιθυρίζει λόγια σε ψυχές που δεν πρόλαβαν να φύγουν. Kαλή παραγωγή συνοδεύει τις κιθάρες που έχουν μια άγρια υφή και τα τύμπανα που χτυπούν κατευθείαν στην καρδιά - μια κραυγή βοής σε έναν κόσμο που χάνει την πυξίδα του. Είναι ένας δίσκος με ψυχή, που δεν επιδιώκει να εντυπωσιάσει, αλλά να αφηγηθεί. Μέσα στην απλότητά του, βρίσκει το θάρρος να μιλήσει ειλικρινά.

Kill Fuck Die
(Castle Victor/ Raw Power, 1997)
«Ήθελα να κάνω έναν δίσκο σα να μην υπήρξαν ποτέ οι WASP στο παρελθόν», και το κατάφερε. Το "Kill Fuck Die", ή απλώς "K.F.D.", αποτελεί ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα αλλά και ταυτόχρονα ισχυρότερα άλμπουμ των W.A.S.P. . Ενώ κάποιοι θαμπώθηκαν ή και απωθήθηκαν από τη βίαιη αισθητική και τις ακραίες θεματικές του, για άλλους ήταν ένα καθαρό δείγμα καλλιτεχνικού θάρρους και εσωτερικής κάθαρσης. Δημιουργήθηκε σε μια περίοδο όπου ο Blackie βίωνε βαθιά προσωπική κρίση. Ο θυμός, η απελπισία και η υπαρξιακή αγωνία διαπερνούν κάθε riff και στίχο. Η ηχητική ταυτότητα στρέφεται προς έναν industrial ήχο, επηρεασμένο από Nine Inch Nails και Ministry, ξεφεύγοντας από τον πιο glam/hard rock χαρακτήρα του παρελθόντος. O δίσκος πραγματεύεται την απώλεια της πίστης, τον εθισμό, την απομόνωση και τη διαδρομή προς την αυτοκαταστροφή, με μια σπάνια ειλικρίνεια. Ίσως, το πιο τολμηρό έργο του Lawless: δεν προσπαθεί να ευχαριστήσει, αλλά να ξορκίσει. Είναι πιο εξομολογητικό απ' ό,τι προδίδει η βίαιη επιφάνειά του. Λειτουργεί σαν καθρέφτης για κάθε ακροατή που έχει νιώσει σκοτεινές πτυχές του εαυτού του. Η παραγωγή του είναι σφιχτή και τόσο απειλητική όσο απαιτεί το περιεχόμενο. Αισθητικά ο Blackie είχε αντιγράψει ελαφρά τον Εric Draven και τα show ξεπερνούσαν σε ακρότητα και ένταση και αυτά του Marilyn Manson. Πολλοί τότε σοκαρίστηκαν με το άλμπουμ μιας και δεν ήταν οι W.A.S.P. που είχαν συνηθίσει. Αυτό ακριβώς όμως είναι που το καθιστά σπουδαίο: η απομάκρυνση από την πεπατημένη, η αποδοχή του χάους και η απόπειρα να το μετουσιώσεις σε τέχνη.

Helldorado
(CMC International, 1999)
Αποτελεί μια από τις πιο διχαστικές στιγμές στη δισκογραφία του συγκροτήματος. Αν και παραμένει πιστός στο σκληρό ύφος τους, υπάρχουν αρκετοί λόγοι για τους οποίους δεν αξίζει κάποιος να επενδύσει σε αυτόν, ακόμα και αν είναι φανατικός οπαδός τους. Πρώτα απ' όλα, η αισθητική του άλμπουμ και η στιχουργική θεματολογία κινούνται σε επίπεδα σχεδόν καρικατούρας. Το "Helldorado" μοιάζει περισσότερο με μια εσκεμμένη επιστροφή στον πρωτόγονο ήχο και την υπερβολή των πρώτων χρόνων, χωρίς όμως τη φρεσκάδα και την πρόκληση. Η θεματολογία φαίνεται επαναλαμβανόμενη και παρωχημένη, σαν να προσπαθεί να προκαλέσει μόνο για να προκαλέσει. Τα τραγούδια ακολουθούν σε μεγάλο βαθμό την ίδια φόρμουλα, με ελάχιστες εξαιρέσεις . Ο ήχος είναι επιτηδευμένα τραχύς και κάποιες ερμηνείες μοιάζουν πρόχειρες ή βιαστικά ηχογραφημένες. Αν συγκριθεί με την ποιότητα και το βάθος της δουλειάς που έγινε στο "The Crimson Idol" ή το "The Headless Children", το "Helldorado" μοιάζει περισσότερο με σφήνα παρά με ολοκληρωμένο έργο. Και όλα αυτά επειδή η μπάντα δέχτηκε σχόλια για τον ήχο του "KFD"... Είναι αδύνατον να επαναφέρεις μια εποχή που έχει περάσει ανεπιστρεπτί για σένα και επιπλέον, πως θα κάνεις τέχνη ακούγοντας τους αυλικούς γύρω σου; Είναι δυνατόν να ξαναφορέσεις τα παιδικά σου ρούχα και δείχνεις χαρούμενος ενώ δεν είσαι;

LIVE... In The Raw
(Capitol, 1987)
Δεν είναι και ιδιαίτερα δύσκολο να διαλέξει κανείς live δίσκο των WASP. Το "Live in the Raw" των W.A.S.P. ηχογραφήθηκε κατά τη διάρκεια της περιοδείας "Inside the Electric Circus" και αναδεικνύει τον ανόθευτο χαρακτήρα και την ακατέργαστη δύναμη του συγκροτήματος εκείνης της περιόδου. Περιλαμβάνει δυναμικές εκτελέσεις κομματιών που είχαν ήδη εδραιώσει το συγκρότημα στην κορυφή τότε, αλλά και καινούργιες συνθέσεις που έδωσαν διαφορετική αξία στο άλμπουμ. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στο τραγούδι "Harder Faster" το οποίο λειτουργεί σαν απάντηση του συγκροτήματος απέναντι στις κατηγορίες για ηθική έκπτωση και προκλητικότητα που τους απηύθυνε εκείνη την εποχή η οργάνωση Parents Music Resource Center. Το εκπληκτικό "The Manimal" αλλά και το party anthem "Scream Until You Like it" έδωσαν μια παραπάνω ποιότητα στο όλο εγχείρημα με αποτέλεσμα ο δίσκος να πάει αρκετά καλά εμπορικά. Εντύπωση προκαλεί ότι ο ήχος του "Live In The Raw" διατηρεί σκόπιμα μία αίσθηση αμεσότητας και έντασης χωρίς περιττές επεξεργασίες, αποτυπώνοντας την πραγματική εμπειρία της συναυλίας. Πρόκειται για έναν δίσκο που καταγράφει μια σπουδαία στιγμή στην πορεία των WASP αλλά και συνοψίζει την καριέρα του γκρουπ μέχρι εκείνη την στιγμή, κλείνοντας το πρώτο πιο "ανώριμο" κεφάλαιο της μπάντας.