«A Buyer's Guide»: Cannonball Adderley
Η ψυχή της jazz (και soul και swing) με σώμα και καρδιά
Γεννήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου του 1928 στο Τάμπα της Φλόριντα και πέθανε στις 8 Αυγούστου του 1975 στο Γκάρι της Ιντιάνα, σε ηλικία μόλις 46 ετών. Ο Julian Adderley υπήρξε μια από τις πιο φωτεινές και ταυτόχρονα ανθρώπινες παρουσίες της jazz. Από μικρός απέκτησε το παρατσούκλι “Cannonball” λόγω της αδηφάγου όρεξής του, με ένα παιχνιδιάρικο λογοπαίγνιο απο την λέξη cannibal από τους συμμαθητές του. Ήταν σαξοφωνίστας, μαέστρος και καθοδηγητής με φυσική ευγένεια και ανεξάντλητη ενέργεια. Είτε στα μικρά clubs είτε στo στούντιο, η παρουσία του έδινε αίσθηση χαράς και επικοινωνίας. Παρότι ξεκίνησε επηρεασμένος βαθιά από τον Charlie Parker, γρήγορα βρήκε το δικό του ήχο, δηλαδή κάτι πιο θερμό, λυρικό και γεμάτο blues και soul χρώμα.

Η μεγάλη του έκρηξη ήρθε στα τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν εντάχθηκε στο σχήμα του Miles Davis και συμμετείχε στα “Milestones” και “Kind Of Blue”, δίσκους που άλλαξαν την ιστορία της μουσικής. Στη συνέχεια, με το κουιντέτο που σχημάτισε μαζί με τον αδερφό του Nat Adderley, υπήρξε πρωτοπόρος του soul jazz ήχου, κρατώντας όμως πάντα δεσμό με το hard bop υπόβαθρο. Είχε την ικανότητα να γεφυρώνει το δεξιοτεχνικό με το λαικό, το εκλεπτυσμένο με το groove και να προσελκύει τόσο τους απαιτητικούς ακροατές όσο και το ευρύτερο κοινό.

Από την τεράστια δισκογραφία του, έμειναν εκτός από τον οδηγό, οριακά, μερικά σημαντικά άλμπουμ. Το εκπληκτικό “Sophisticated Swing” (1956), γιατί αντιπροσωπεύει ακόμη την πρώιμη, προ-Riverside περίοδο, πριν ο ήχος του βρει πλήρη ταυτότητα. Το “Takes Charge” (1959), αν και ευχάριστο και καλοπαιγμένο, μοιάζει περισσότερο σαν μεταβατικός δίσκος ανάμεσα στις κορυφές. Το “African Waltz” (1961) και το “Cannonball Adderley Quintet & Orchestra” (1970) έμειναν έξω λόγω της πιο ιδιαίτερης, ενορχηστρωμένης big-band προσέγγισής τους, που δεν αντιπροσωπεύει τον πυρήνα του ήχου του. Αν ψαχνεις για vocal jazz, το “Nancy Wilson / Cannonball Adderley” είναι καταπληκτικό. Α και το “Cannonball's Bossa Nova” όνομα και πράμμα! Τέλος, το “Cannonball Adderley and The Poll-Winners” (1961), αν και εξαιρετικά παιγμένο, παραμένει περισσότερο all-star σύμπραξη παρά προσωπικό του. Έφτιαχνε μπαντάρες και έπαιζε απίθανα απολαυστική μουσική.
Μπορείτε να διαβάσετε και τους οδηγούς μας στους John Coltrane, Charles Mingus, Herbie Hancock, Thelonious Monk, Ornette Coleman, Archie Shepp, Lee Morgan, Chick Corea, Sonny Rollins, Wayne Shorter, Pharoah Sanders και Art Blakey.

Somethin' Else
(Blue Note, 1958)
Μαζί με το "Time Out", είναι ίσως ο πιο cool δίσκος που γέννησε ποτέ η jazz. Δεν ξέρω ποιον θα έβαζα πρώτο ή δεύτερο, αλλά αυτός εδώ είναι το απόλυτο μάθημα κομψότητας, ροής και χημείας. Ο Cannonball και ο Miles Davis, πραγματικά σε μια σπάνια στιγμή όπου ο δεύτερος δέχεται να είναι sideman, στήνουν έναν διάλογο απόλυτα φυσικό, χωρίς ανταγωνισμό, γεμάτο αέρα, υπέροχες στιγμές και φαντασία. Ο δίσκος αιωρείται ανάμεσα στο hard bop και στο cool, με ρυθμούς που χαλαρώνουν χωρίς να χάνουν ένταση. Στα τύμπανα ειναι ο Art Blakey και στο μπάσο ο Sam Jones. O Hank Jones με την άδεια της Capitol στο πιάνο. Ανεπανάληπτα και παιχνιδιάρικα κομμάτια που σίγουρα έχεις ακούσει σε καποιο bar χωρίς να το θυμάσαι. Είναι τόσο minimal και ταυτόχρονα τόσο γεμάτα όλα. Δεν υπάρχει τίποτα το υπερβολικό, μόνο απόλυτη ισορροπία, ήχοι που κυλούν σαν καλοκαιρινό απογευματάκι σε μια χαλαρή βεράντα. Ένα άλμπουμ που δεν «ακούγεται» απλώς, αλλά χωρίς καμία υπερβολή σε παίρνει μαζί του. Προσωπικά είναι ο δίσκος που απολαμβάνω περισσότερο από κάθε άλλο σε όλη τη jazz!

Know What I Mean? (With Bill Evans)
(Riverside, 1962)
Ένα ραντεβού ευγένειας και εσωτερικής έντασης. Ο Cannonball, αφήνοντας για λίγο πίσω τον περισσότερο εκρηκτικό του εαυτό, προσαρμόζει το παίξιμό του στη λεπτότητα του Bill Evans και το αποτέλεσμα είναι μια φανταστική συνεργασία με σπάνια ισορροπία. Ο Evans ανοίγει τον δίσκο με το δικό του "Waltz For Debby", θέτοντας αμέσως τον τόνο. Πιο ρομαντικός, στοχαστικός, με αρμονίες που αναπνέουν. Ο Adderley, ο μόνος πνευστός εδώ, ακούγεται σίγουρος και ζεστός, γεμάτος αυτοέλεγχο και μελωδική φαντασία. Η ρυθμική βάση των Percy Heath και Connie Kay κρατάει διακριτικά τον καμβά, αφήνοντας τον διάλογο ανάμεσα σε σαξόφωνο και πιάνο να κυλήσει ομαλά και πανέμορφα. Δεν υπάρχει τίποτα το περιττό. Ακούς μια ατρόμητη κομψότητα της εποχής, modal και χαμηλόφωνη ένταση. Ένα από τα πιο ώριμα, «νυχτερινά» ή ας πουμε σκοτεινά άλμπουμ του Adderley, που δείχνει πως ήξερε να αποπνέει πάθος ακόμα και μέσα στη σιωπή. Είναι μοναδικό. Ειναι ξεχωριστό. Είναι διαφορετικό.

In Chicago
(Mercury, 1959)
Μια από τις πιο λαμπρές συνεργασίες της δεκαετίας του '50, όπου ο Julian "Cannonball" Adderley συναντά τον John Coltrane για μια συνεδρίαση που εκπέμπει ταυτόχρονα χαρά και ένταση. Μετά το ‘64 κυκλοφορούσε κυρίως ως "Cannonball & Coltrane". Με την ρυθμική σπονδυλική στήλη των Wynton Kelly, Paul Chambers και Jimmy Cobb. Με πολύ απλά λόγια το βασικό trio του Miles Davis! Το άλμπουμ ξεδιπλώνει μια αλχημεία που ισορροπεί ανάμεσα σε δυναμικό hard bop και μελωδικό swing. Φρενήρεις ρυθμοί, ευαίσθητα περάσματα και blues δημιουργούν το σκηνικό για την αλληλεπίδραση δύο κορυφαίων, που αλληλοσυμπληρώνονται και ανταγωνίζονται με φυσικότητα. Ο δίσκος καταγράφει όχι μόνο μια εμβληματική στιγμή στην καριέρα τους, αλλά και την πλούσια, ανεξερεύνητη jazz σκηνή λίγο πριν από το θρυλικό "Kind of Blue". Κάθε κομμάτι αποκαλύπτει τις μοναδικές προσωπικότητες των σαξοφωνιστών και την αμεσότητα της δουλειάς τους, κάνοντας τον δίσκο απαραίτητο για κάθε λάτρη του κλασικού hard bop και των μεγάλων jazz συναντήσεων ας πούμε. Χτυπάει το ιδανικό σημείο ανάμεσα σε χαλαρή και ενεργητική jazz.

Them Dirty Blues
(Riverside, 1960)
Αν η κορυφή αυτού του οδηγού είναι το χαλαρό δείπνο, αυτό εδώ είναι το μεταμεσονύκτιο ποτό στο ίδιο τραπέζι. Μπορεί και σε κανά bar της εποχής ίσως. Ο Cannonball εδώ ηγείται μιας μπάντας σε πλήρη ισχύ. Κουιντέτο αυτή τη φορά (αν και μοιράστηκαν στα κομμάτια δύο πιανίστες). Με τον αδερφό του Nat Adderley να κλέβει στιγμές με το cornet και τον Bobby Timmons να χαρίζει στο πιάνο εκείνο το γνώριμο gospel βάθος που όρισε τον ήχο τους. Είναι ο δίσκος που συνοψίζει το hard bop στα πιο ουσιαστικά του στοιχεία. Τρομερό groove, blues και ενέργεια που αναβλύζει φυσικά. Κομμάτια όπως τα "Work Song" και "Dat Dere" έγιναν σχεδόν στάνταρντ, όμως πίσω από τα πιο γνωστά θέματα κρύβεται μια σφιχτή, ζωντανή μπάντα που παίζει και συνθέτει με χαρά και σιγουριά. Ολοι γράφουν. Ολοι εχουν ιδέες. Ολοι παίζουν για την ομάδα. Δεν χρειάζεται να ανακαλύψει κάτι καινούριο απλώς κάνει τα πάντα σωστά, τέλεια, φανταστικά. Ένα άλμπουμ-ορισμός του ύφους του Adderley, γεμάτο swing, μπρίο και γνήσια soul ρε.

Things Are Getting Better (With Milt Jackson)
(Riverside, 1958)
Ένα άλμπουμ γεμάτο φως, ρυθμό και αβίαστo δέσιμο ανάμεσα σε δύο μεγάλες μορφές. Ο Cannonball Adderley και ο Milt Jackson συναντιούνται στο στούντιο με μια dream team, Wynton Kelly στο πιάνο, Percy Heath στο μπάσο και Art Blakey στα τύμπανα. Το αποτέλεσμα είναι μια παραγωγή γεμάτη αυτοπεποίθηση και ενέργεια. Οι μελωδίες κυλούν φυσικά, τα blues μπλέκονται με bebop και στιγμές gospel λάμψης, ενώ οι ήχοι του Jackson προσθέτουν λάμψη και ζεστασιά χωρίς να πνίγουν το σαξόφωνο πουθενά. Ο Adderley παίζει με εκφραστικότητα και πειθαρχία που εντυπωσιάζουν, πιο συγκρατημένος αλλά και πιο ώριμος, αφήνοντας χώρο για διάλογο και ανάσα. Από το "Blues Oriental" ως το "Just One of Those Things", το άλμπουμ αναδίδει χαρά και γαμάτο ρυθμό. Είναι σαν να σου λένε πως η jazz μπορεί να είναι σοβαρή και διασκεδαστική την ίδια στιγμή. Αυτό ειναι εκπληκτικό αν το σκεφτείς. Ένα από τα πιο υποτιμημένα του αλμπουμ που αξίζει πολλά περισσότερα μιας και ειναι πραγματικά εξαιρετικό.

Portrait Of Cannonball
(Riverside, 1958)
Συχνά παραβλέπεται, κι όμως είναι από τους πιο στέρεους και απολαυστικούς δίσκους του Cannonball Adderley. Ανάμεσα στο "Milestones" και το αξεπέραστο "Somethin' Else", ο Adderley ηχογραφεί ένα σετ καθαρόαιμου hard bop, με μια πεντάδα σε εξαιρετική φόρμα. Bill Evans στο πιάνο, Blue Mitchell στην τρομπέτα, Sam Jones στο μπάσο και Philly Joe Jones στα τύμπανα. Το "Minority" ανοίγει δυναμικά, με όλους να παίζουν με ένταση και ακρίβεια, ενώ το "Straight Life" και το "People Will Say We're in Love" δείχνουν τη μελωδική πλευρά του, πάντα με τον χαρακτηριστικό του ζεστό τόνο. Στο "Blue Funk" το groove παίρνει τα ηνία, ενώ το "Nardis" μια σύνθεση του Miles Davis που πρωτοηχογραφείται εδώ εχει κυκλοφορήσει και με αυτόν τον τίτλο ο δίσκος) προσφέρει ένα ήσυχο, σχεδόν υπνωτιστικό κλείσιμο. Ο δίσκος ισορροπεί ιδανικά ανάμεσα στη φωτιά και τη γαλήνη, αποδεικνύοντας ότι ο Adderley μπορούσε να σταθεί ισάξια με κάθε μέλος του κύκλου του Miles. Το πιο διασκεδαστικό!

Plus
(Riverside, 1961)
Το "plus" του τίτλου δεν είναι απλώς μια προσθήκη στο όνομα, είναι αυτό που κάνει τον δίσκο να ξεχωρίζει. Το Cannonball Adderley Quintet, στην πιο ώριμη φάση του, ενισχύεται από τον Wynton Kelly, το +1 που εδώ φέρνει λάμψη και κίνηση στο πιάνο, αφήνοντας τον Victor Feldman να περάσει στα vibes και να αλλάξει πλήρως την υφή του ήχου. Το αποτέλεσμα είναι ένα εξαιρετικά δεμένο σετ, που κινείται ανάμεσα σε μια τρελή για την εποχή ένταση και μια τρομερά γοητευτική ατμόσφαιρα. Το "Arriving Soon" ανοίγει με μια σχεδόν σόλο εισαγωγή του Cannonball πρακτικά μια επίδειξη καθαρότητας, ρυθμού και ψυχής. Στο "Well, You Needn't" το sextet πραγματικά αναμετριέται με τον Monk και βγαίνει θριαμβευτής, ενώ τα "New Delhi" και "Winetone" εισάγουν μια ανατολίτικη, σαγηνευτική διάθεση. Ο δίσκος έχει ροή, αυτοπεποίθηση και συνεχή έμπνευση. Ένα από τα πιο καλοφτιαγμένα δείγματα hard bop της εποχής, με το χαρακτηριστικό μείγμα ενέργειας και διαφορετικότητας που μόνο ο αυτός μπορούσε να προσφέρει.

Accent Οn Africa
(Capitol, 1968)
Οπως και το από πανω. Παραξενο. Τολμηρό. Πρόκειται για ένα υβρίδιο soul-jazz, afro-groove και στούντιο πειραματισμού που μόνο οι πιο περίεργοι θα λατρέψουν πραγματικά. Επιχειρεί να συνδέσει τις αφρικανικές ρίζες της jazz με τον ήχο των late '60s, χρησιμοποιώντας αφρικανικά κρουστά, φωνητικά, ηλεκτρικά πλήκτρα και πολυστρωματικές ενορχηστρώσεις. Το αποτέλεσμα είναι γοητευτικά άνισο: άλλοτε βαθιά ρυθμικό και πρωτόγονα groovy, άλλοτε βαρύ και υπερφορτωμένο, σαν soundtrack. Ο Cannonball, πάντως, παραμένει εξαιρετικός, με ήχο γεμάτο πάθος και φαντασία, προσπαθεί να γεφυρώσει κόσμους και εποχές με το άλτο του (και σοπράνο αραια!). Χρειάζεται υπομονή, περιέργεια και ανοιχτά αυτιά. Αλλά για όσους ψάχνουν τα όρια του Adderley πέρα από τα hard-bop standards, αυτό μπορεί να είναι μια παράξενη, funky αποκάλυψη.

Domination
(Capitol, 1965)
Μπήκε εδώ γιατί είναι μια από τις πιο παράξενες στιγμές στην πορεία του. Ο δίσκος επιχειρεί κάτι διαφορετικό. Είναι πρακτικά μια μεγάλη ορχηστρική παραγωγή με τον Oliver Nelson να υπογράφει τις ενορχηστρώσεις και να προσπαθεί να δώσει στον Adderley ένα πιο κινηματογραφικό πλαίσιο. Το αποτέλεσμα, όμως, ακούγεται περισσότερο σαν πείραμα της Capitol για κάτι σαν crossover για την εποχή, παρά σαν αυθεντική έκφραση/μουσική του ηγέτη. Οι μελωδίες είναι βαριές, οι ενορχηστρώσεις πνίγουν το σαξόφωνο και το groove που χαρακτήριζε τις μπάντες του απουσιάζει. Παίζει samba, παίζει bossa nova, παιζει big band φαση. Υπάρχουν στιγμές ενδιαφέροντος βέβαια, αλλά συνολικά στερείται της αμεσότητας, του swing στιλ και της χαράς που τον έκαναν ξεχωριστό. Για συλλέκτες και περίεργους ίσους. Σιγουρα στις εκπτώσεις!

The Cannonball Adderley Quintet in San Francisco
(Riverside, 1959)
Eνα από τα πιο ζωντανά και συναρπαστικά live άλμπουμ στην ιστορία της jazz. Αυτό που το ξεχωρίζει είναι η ενέργεια, η αλληλεπίδραση των μουσικών και η μοναδική ατμόσφαιρα του The Jazz Workshop στο San Francisco. Ο Cannonball Adderley στο alto σαξόφωνο και ο αδερφός του Nat με cornet δημιουργούν μια ακαταμάχητη μουσική συνομιλία, ενώ ο Bobby Timmons στο πιάνο, ο Sam Jones στο μπάσο και ο Louis Hayes στα drums προσφέρουν έναν απόλυτα σταθερό και ζωντανό ρυθμικό πυρήνα. Τραγούδια όπως το "This Here" και το "Spontaneous Combustion" είναι μοναδικά για αυτό το live, ενώ κάποια, όπως το "Bohemia After Dark", εμφανίζονται σε άλλα άλμπουμ αλλά η εκτέλεση εδώ είναι ανεπανάληπτη. Η ηχογράφηση αποτυπώνει τέλεια το συναίσθημα της στιγμής, την αμεσότητα και τη χαρά της μπάντας, καθιστώντας το άλμπουμ όχι μόνο ιστορικά σημαντικό αλλά και απίστευτα απολαυστικό για κάθε ακροατή. Νομίζω πως η ζωντάνια και η αμεσότητα του το κάνουν διαχρονικό.
