«A Buyer's Guide»: Bob Mould

Μια ένδοξη διαδρομή 45 χρόνων μέσα από δέκα δίσκους, χωρίς τους οποίους η σύγχρονη rock μουσική θα ήταν απολύτως διαφορετική

Από τον Αντώνη Αντωνιάδη, 11/11/2025 @ 13:46

Το έλεγα εδώ και χρόνια πως θέλω να κάνω αυτό το αφιέρωμα και όλο το άφηνα, ίσως και γιατί το φοβόμουν αφού ο Bob Mould αποτελεί έναν από τους πιο αγαπημένους μου δημιουργούς και η αναμέτρηση με το έργο του, και η προσπάθεια αντικειμενικής του αξιολόγησης, αποτελούσε και αποτελεί μια πρόκληση για μένα. Όμως, η ανακοίνωση της επίσκεψης του στην Ελλάδα για δύο συναυλίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, αποδείχθηκε η ιδανική ευκαιρία ώστε να αναδείξουμε έναν από τους πλέον επιδραστικούς, ανήσυχους και ζωτικούς καλλιτέχνες της εναλλακτικής ροκ σκηνής.

Γεννημένος το 1960, με τα πρώτα του ακούσματα να είναι οι Beatles, οι Kinks, και οι Byrds, ο Mould αποφάσισε να ασχοληθεί με την μουσική αφού άκουσε τους Ramones και, όπως όλοι οι μεγάλοι πρωτοπόροι του punk, συνειδητοποίησε πως αυτό είναι κάτι που κι αυτός μπορεί να κάνει. Έχοντας βαδίσει για χρόνια το "μονοπάτι της οργής και της μελωδίας" όπως, εύστοχα, φέρει ως υπότιτλο η αυτοβιογραφία του "See A Little Light", ο καλλιτέχνης αποτέλεσε τη ζωντανή ενσάρκωση του hardcore πνεύματος της DIY σκηνής της δεκαετίας του 1980 και λειτούργησε ως αφετηρία αλλά και ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο punk rock και τον alternative ήχο, αποτελώντας χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός δημιουργού που ξεκίνησε από το underground και, στη συνέχεια, κατέληξε να πουλάει εκατομμύρια άλμπουμ.

Bob Mould

Κάποιοι περισσότερο καχύποπτοι βέβαια μπορεί να υποστήριζαν πως αυτός ήταν από νωρίς ο στόχος καθώς, από τα πρώτα τους βήματα, οι σπουδαίοι Hüsker Dü διαχωρίστηκαν από το hardcore κλίμα της εποχής, επιλέγοντας να ηχογραφήσουν ως πρώτο δείγμα δουλειάς τους τα "Statues/Amusement", δύο mid-tempo και λιγότερο επιθετικά κομμάτια, τη στιγμή που, ζωντανά, εκείνη την περίοδο το σχήμα ήταν κανονικός δυναμίτης. Όποια κι αν είναι η αλήθεια βέβαια, το θρυλικό σχήμα από τη Μινεάπολη με βεβαιότητα αποτέλεσε, μαζί με τους The Replacements, σημείο αναφοράς για το αμερικάνικο indie (όταν αυτό όντως σήμαινε κάτι) και το όχημα στο οποίο βασίστηκε η σκηνή για να εξελιχθεί. Και ο Mould ως ιδρυτικό μέλος του συγκροτήματος και βασικός συνθέτης του, έπαιξε τεράστιο ρόλο, όχι μόνο σε επίπεδο ήχου, επηρεάζοντας συθέμελα όλες τις ανερχόμενες σκηνές του rock και punk ήχου, αλλά και σε επίπεδο ήθους καθώς, παρέα με τους Minutemen, Black Flag και Meat Puppets, αποτέλεσαν τον πυρήνα πάνω στον οποίο, με τα καλά της και τα κακά της, χτίστηκε ο μύθος της SST.

Η επιρροή τους λοιπόν ήταν κολοσσιαία, αποτελώντας τη βασική σύνδεση μεταξύ του hardcore και του πιο μελωδικού – αλλά πάντα εναλλακτικού - rock, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην έκρηξη της δεκαετίας του ‘90, κι επηρεάζοντας συγκροτήματα όπως οι Pixies (δεν είναι τυχαίο που η αγγελία που είχε βάλει ο Black Francis στα μέσα της δεκαετίας του 1980 έγραφε: "Band seeks bassist into Hüsker Dü and Peter, Paul, and Mary") και, συνεπώς, και οι Nirvana. Και αυτό γιατί η μουσική τους, παρόλο που γεννήθηκε μέσα από την ένταση του hardcore, απέκτησε γρήγορα μια ξεχωριστή χροιά καθώς ο Mould, ακόμη και στις πιο σκληρές του φάσεις, πάντα πίστευε πως γράφει pop δίσκους. Και αυτή η εσωτερική αντίφαση βρήκε εξαίσιο σύμμαχο στο πρόσωπο του Grant Hart με αποτέλεσμα, μαζί, να γράψουν ιστορία, αντιμετωπίζοντας, συγχρόνως, τις προκλήσεις και την απομόνωση που επεφύλασσε η άκαμπτη και, σε μεγάλο βαθμό, ετεροφυλόφιλη σκηνή του hardcore punk για δύο ομοφυλόφιλους άντρες.

Bob Mould

Συνεπώς, η πορεία τους δεν ήταν και η πιο εύκολη. Μετά από χρόνια πίστης στον DIY δρόμο, η απόφασή τους να υπογράψουν στην Warner Bros - η πρώτη κίνηση τέτοιου βεληνεκούς από ένα σχήμα του ανεξάρτητου χώρου – θεωρήθηκε προδοσία από κάποιους. Χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο Mould παραδέχτηκε ότι η κίνηση αυτή "δεν έκανε και μεγάλη διαφορά μακροπρόθεσμα" όμως εκείνη τη στιγμή, δημιούργησε την αμφιβολία γύρω τους αλλά και μέσα τους. Παράλληλα, ο δύσκολος – σύμφωνα με τα άλλα δύο μέλη – χαρακτήρας του Mould, ο εθισμός του Hart στην ηρωίνη, και οι εσωτερικές εντάσεις, σε συνδυασμό με την πίεση της επιτυχίας, αναμενόμενα οδήγησαν στην τελική ρήξη. Μετά τη διάλυση των Hüsker Dü, ο Mould συνέχισε το μονοπάτι του μέσα από μια συνεχή διαδικασία κάθαρσης, συμφιλίωσης με τον εαυτό του και, συνεπώς, και με τον υπόλοιπο κόσμο.

Bob Mould

Από τα πρώτα εντυπωσιακά πρώτα βήματα του μέχρι την εμπορική επιτυχία των Sugar – τους οποίο πρόσφατα επανασύνδεσε - και, από τους ηλεκτρονικούς πειραματισμούς του σε ένα σήμερα που τον βρίσκει να έχει πάντα κάτι ενδιαφέρον να πει, ο Bob Mould παραμένει πιστός στην αισθητική του και στο κοινό του. Γι’ αυτό και οι δύο συναυλίες του στις 14 και 15 Νοεμβρίου δεν αποτελούν μόνο μια ευκαιρία να ακούσουμε τραγούδια που καθόρισαν γενιές και σκηνές αλλά και να βιώσουμε από πρώτο χέρι τι σημαίνει να βλέπεις μπροστά σου έναν καλλιτέχνη ανήσυχο που δεν σταμάτησε ποτέ να εξελίσσεται και συνεχίζει μέχρι σήμερα, στα 65 του, να γράφει σπουδαία τραγούδια.

Spotify Playlist

 
Hüsker Dü - New Day Rising

Hüsker Dü - "New Day Rising"
(SST, 1985)

Το "New Day Rising" κυκλοφόρησε μόλις επτά μήνες μετά το μνημειώδες "Zen Arcade" και λειτούργησε ως μια ηχητική απελευθέρωση για το συγκρότημα καθώς σε αυτό, συνεχίζοντας στο ίδιο ιδιότυπο μονοπάτι τους, κατάφεραν να συνδυάσουν τη φρενήρη ένταση του punk με ατόφιες pop μελωδίες και, παρά το ωμό και αδιαπέραστο κιθαριστικό wall of sound της παραγωγής, πέτυχαν τελικά να μας παραδώσουν ένα αριστούργημα του εναλλακτικού ήχου που, κατά γενική ομολογία, ήταν συγχρόνως και η πιο προσιτή τους δουλειά μέχρι τότε. Από τις πρώτες νότες του ομώνυμου κομματιού, η κιθάρα σε αρπάζει από τη μούρη ενώ, το άλμπουμ βρίθει από κλασικά τραγούδια του Mould, όπως το "I Apologize" και το "Celebrated Summer" (το οποίο έχει δηλώσει πως θαυμάζει ο σπουδαίος Pete Townshend), που παραμένουν επίκαιρα και συνταρακτικά μέχρι σήμερα αλλά και μερικές από τις κορυφαίες στιγμές του Grant Hart. Αν ψάχνετε για την πεμπτουσία των Hüsker Dü, θα τη βρείτε εδώ.

Hüsker Dü - Flip Your Wig

Hüsker Dü - "Flip Your Wig"
(SST, 1985)

Οι λέξεις "δημιουργικός οργασμός" δεν φτάνουν για να εκφράσουν την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι Hüsker Dü στα μέσα του ’80, με το "Flip Your Wig" να αποτελεί το τρίτο τους άλμπουμ σε λιγότερο από δύο χρόνια και αυτό που επισφραγίζει και κλείνει με τον καλύτερο τρόπο την ανεξάρτητη περίοδό τους. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως, για πάρα πολλούς κριτικούς και fans, αποτελεί το κορυφαίο επίτευγμα τους καθώς σε αυτό επιτυγχάνεται η μέγιστη αρμονία ανάμεσα στους δύο τραγουδοποιούς, Mould και Hart, οι οποίοι φαίνεται να βρίσκονται σε μια αριστουργηματική κούρσα όσον αφορά το ποιος θα γράψει το καλύτερο κομμάτι ενώ ο ήχος τους, αν και διατηρεί το χαρακτηριστικό fuzz, είναι πιο εμπορικός και μελωδικός από ποτέ, αφήνοντας χώρο στις μελωδίες να αναπνεύσουν μέσα στον θόρυβο. Το άλμπουμ είναι η επιτομή της power-pop αισθητικής, παιγμένης με την ταχύτητα και την επιθετικότητα του hardcore, είναι το alternative rock πριν αντιληφθούμε τι σημαίνει ακόμη αυτός ο όρος, είναι το pop-punk πριν αυτό υπάρξει καν σαν ιδέα, είναι ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της δεκαετίας και - ίσως - το καλύτερο των Hüsker Dü.

 
Bob Mould - Workbook

Bob Mould - "Workbook"
(Virgin,1989)

Το solo ντεμπούτο του δημιουργού είναι ο δίσκος της μετάβασης και της αναγκαίας συναισθηματικής κάθαρσης που ακολούθησε τη δύσκολη διάλυση των Hüsker Dü. Εδώ βρίσκουμε τον Mould σε μια φάρμα στη Μινεσότα να προσπαθεί να ξαναβρεί τον εαυτό του ενώ, παράλληλα, ο ηλεκτρισμός που χαρακτήριζε όλη την πορεία του μέχρι τότε αντικαθίσταται από ακουστικές κιθάρες, τσέλο, και, γενικότερα, από έναν πιο πλούσιο και ώριμο ήχο. Ο δίσκος αυτός αποκαλύπτει το τεράστιο εύρος του Mould ως τραγουδοποιού ενώ, συγχρόνως, σε επίπεδο στίχων, εδώ ο καλλιτέχνης πετυχαίνει να εξερευνήσει πτυχές του εαυτού του, να εκφράσει την απογοήτευση και την οργή του για την διάλυση του συγκροτήματός του, να αναμετρηθεί με την μελαγχολία και, τελικά, μέσα από αυτή, να ξαναβρεί την ελπίδα. Είναι ένα άλμπουμ που δείχνει το πολύπλευρο ταλέντο του και την ικανότητά του να ξεκινά από το μηδέν, με έναν τρόπο που αντίστοιχα είχαν πετύχει στο παρελθόν καλλιτέχνες όπως ο Lou Reed και ο John Lennon, καταγράφοντας το τέλος ως μια αλλαγή πλεύσης και ως μια εντυπωσιακή νέα αρχή.

Sugar - Copper Blue

Sugar - "Copper Blue"
(Rykodisc, 1992)

Μετά τη διάλυση των Hüsker Dü και την πιο εσωστρεφή solo πορεία του, το "Copper Blue" σηματοδότησε τη θριαμβευτική επιστροφή του Bob Mould στον ήχο που τον καθιέρωσε μέσα από ένα σχήμα που, δικαίως, τότε θεωρήθηκε πως είναι οι "90s Hüsker Dü". Έχοντας δίπλα του δύο μουσικούς με τους οποίους όντως μπορούσε να συνεννοηθεί και μια πεντακάθαρη, εκθαμβωτική παραγωγή, ο Mould παρουσίασε τον πιο εμπορικό δίσκο της καριέρας του με την οργή που τον χαρακτήριζε ως καλλιτέχνη να εκφράζεται εδώ μέσα από τέλειους - και απολύτως πιασάρικους - pop-rock ύμνους, κάτι που του κέρδισε τον τίτλο του "Album of the Year" από το NME. Το ντεμπούτο των Sugar ήρθε αφού οι Nirvana, πατώντας στην κληρονομιά του Mould, είχαν σαρώσει τα πάντα, αλλάζοντας το τοπίο του mainstream ήχου κι έδωσε την ευκαιρία στον καλλιτέχνη να πουλήσει πάρα - μα πάρα - πολλούς δίσκους. Παράλληλα όμως, αποτελεί ίσως και τον πιο αναγνωρίσιμο δίσκο που έβγαλε ποτέ, ένα άλμπουμ - σημείο αναφοράς για τη δεκαετία του '90, κι ένα απαραίτητο κομμάτι για να κατανοήσει κανείς πώς ο Mould πέτυχε να πάρει την indie κληρονομιά του και να την διοχετεύσει στο mainstream.

 
Hüsker Dü - Zen Arcade

Hüsker Dü - "Zen Arcade"
(SST, 1984)

Αντιλαμβάνομαι πως πολλοί θα θεωρήσουν πως αδικούμε το "Zen Arcade" τοποθετώντας το λίγο πιο χαμηλά στην κατάταξη από τα προηγούμενα τέσσερα άλμπουμ αλλά ακούστε με λίγο. Με βεβαιότητα, το "Zen Arcade" είναι το άλμπουμ που εξασφάλισε τη θέση των Hüsker Dü στην ιστορία της μουσικής ως πρωτοπόρων. Αυτό το πλούσιο σε επιρροές διπλό, concept άλμπουμ, παρά το ελαφρώς άδοξο στιχουργικό φινάλε του, διηγήθηκε ένα περίπλοκο και ζωτικό αφήγημα ενηλικίωσης και κατάφερε να διαψεύσει την ορθοδοξία του hardcore, αναθεωρώντας όλα όσα μέχρι τότε ήταν δεδομένα για το τι ήταν και τι έπρεπε να είναι το punk και ανοίγοντας το δρόμο για το post-hardcore, το punk rock, και, γενικότερα, για τον θρίαμβο του alternative rock. Ωστόσο, λόγω της σκοτεινής, κλειστοφοβικής παραγωγής του, της ωμότητας πολλών κομματιών που εμπεριέχονται σε αυτό, αλλά και της μεγάλης διάρκειας του, το "Zen Arcade" είναι ένα πιο δύσκολο άκουσμα σε σχέση με τους συμπαγείς διαδόχους του. Σαφέστατα απαραίτητο για να κατανοήσει κανείς την φιλοδοξία και την αξία του Mould και των Hüsker Dü, το "Zen Arcade" δεν ξεκλειδώνεται με την πρώτη ακρόαση. Όταν όμως ξεκλειδώσει, σας εγγυώμαι πως θα μείνει στα ακουστικά σας για πολύ καιρό (στην δική μου περίπτωση έχει μείνει εδώ και δεκαετίες).

Bob Mould - Black Sheets Of Rain

Bob Mould - "Black Sheets Of Rain"
(Virgin, 1990)

Συνεχίζοντας να γράφει μουσική σε φρενήρους ρυθμούς, ένα χρόνο μετά το ντεμπούτο του, ο Bob Mould επιστρέφει με το "Black Sheets of Rain" που αποτελεί και την άμεση απάντηση και αντίδρασή του απέναντι στην ηρεμία και τον λυρισμό του "Workbook". Εκεί όμως που το ντεμπούτο του αποτέλεσε μια ηχητική ψυχοθεραπεία κατά την οποία ο καλλιτέχνης αποπειράθηκε να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του, αυτό το άλμπουμ αποδείχθηκε μια οργισμένη υποτροπή, με τον Mould να επιστρέφει στις παραμορφωμένες κιθάρες και τις rock ενορχηστρώσεις, παραδίδοντας μας έναν από τους πιο σκοτεινούς δίσκους της καριέρας του. Γραμμένο σε μια διαδικασία μετάβασης, με τον καλλιτέχνη να χωρίζει και πληγωμένος να εγκαταλείπει την φάρμα και να μετακομίζει στο New Jerey, ο δεύτερος solo δίσκος του Mould πιθανά και μέχρι σήμερα, δεν έχει πάρει την απαραίτητη αναγνώριση. Και αυτό γιατί η ηχητική του παλέτα είναι πιο μαύρη από ό,τι έκανε πριν ή μετά, εκφράζοντας μια grunge αισθητική και μελαγχολία πριν το grunge γίνει σκηνή, με τραγούδια ειλικρινή, "σκληρά", και ατμοσφαιρικά που αιφνιδίασαν το κοινό και τους κριτικούς, κάτι που τελικά είχε ως αποτέλεσμα και το διαζύγιο με την Virgin. Όμως, χωρίς αμφιβολία, είναι ένας εκπληκτικός δίσκος που αποτελεί, παράλληλα, και τον ενδιάμεσος κρίκο που εξηγεί πώς ο ακουστικός τραγουδοποιός του "Workbook" μετατράπηκε στον alt-rock ήρωα του "Copper Blue".

Bob Mould - Silver Age

Bob Mould - "Silver Age"
(Merge, 2012)

Το "Silver Age" κυκλοφόρησε μετά από μια τριετή περίοδο σιωπής, κατά την οποία ο Mould έγραφε την αυτοβιογραφία του "See a Little Light". Δεν ξέρω λοιπόν αν αυτή η αναδρομή στο παρελθόν τον αναζωογόνησε, όμως, χωρίς αμφιβολία, το δέκατο άλμπουμ της solo καριέρας του αποτέλεσε μια σαρωτική επιστροφή στον κλασικό του ήχο. Με ένα νέο σχήμα δίπλα του και τον τίτλο να παραπέμπει σε μια silver age που έρχεται να ακολουθήσει την χρυσή του εποχή, είτε με τους Hüsker Dü, είτε μετέπειτα, ο Mould σκόπιμα αγκάλιασε τον ήχο που τον καθιέρωσε, ανασύροντας από τα ντουλάπια του την ένταση, το fuzz, και το wall of sound που τον χαρακτήρισε, πετυχαίνοντας μια τέλεια επιστροφή στη φόρμα. Τραγούδια όπως το "The Descent" και το "Fugue State" αποδεικνύουν ότι, ακόμη και στα 50 του, ο Mould μπορούσε να προσφέρει τον ίδιο αιχμηρό, θορυβώδη, αλλά μελωδικό ήχο και, πάνω από δέκα χρόνια μετά, παραμένει σημαντικό για όσους θέλουν να κατανοήσουν το σύγχρονο κεφάλαιο της καριέρας του και τη ζωντανή κληρονομιά των Hüsker Dü.

 
Bob Mould - The Last Dog And Pony Show

Bob Mould - "The Last Dog And Pony Show"
(Rykodisc, 1998)

Ο τίτλος του άλμπουμ ήταν κυριολεκτικός: πριν την κυκλοφορία του ο Mould ανακοίνωσε ότι αυτό θα ήταν το τελευταίο του rock άλμπουμ και η τελευταία του περιοδεία με full-band σχήμα, πριν στραφεί στους ηλεκτρονικούς πειραματισμούς. Βλέπετε, στα 37 του, ο καλλιτέχνης αισθανόταν την ανάγκη να ξεφύγει από το καλούπι του rock δημιουργού (με όλα τα κλισέ που αυτό εμπεριέχει) και να αγκαλιάσει την σεξουαλικότητα του, βαδίζοντας σε ένα μονοπάτι που θα του επέτρεπε μια μεγαλύτερη προσωπική και καλλιτεχνική ελευθερία. Ως αποτέλεσμα, ο δίσκος έχει έναν αέρα τελικού απολογισμού και μια ενδοσκοπική διάσταση, αντικατοπτρίζοντας το σύνολο της μέχρι τότε πορείας του αλλά και τα επόμενα βήματά του. Δεν είναι ο πιο άμεσος δίσκος του, αλλά φανερώνει την ψυχοσύνθεση ενός δημιουργού που αισθάνεται και πιστεύει ειλικρινά ότι τελειώνει οριστικά ένα κεφάλαιο της ζωής του. Είναι ένα σημείο καμπής στη solo δισκογραφία του Mould, απαραίτητο για όσους θέλουν να ακούσουν πώς έκλεισε η δεκαετία του 1990, μέσα από ένα άλμπουμ που έδωσε ένα πρόσκαιρο τέλος, σφραγίζοντας δύο δεκαετίες ασταμάτητων ηχογραφήσεων και περιοδειών.

 
Bob Mould - Modulate

Bob Mould - "Modulate" 
(Granary, 2002)

Ο πρώτος κανόνας του "Modulate" είναι πως δεν μιλάμε για το "Modulate". Όχι, εντάξει, υπερβάλω όμως πρόκειται για ένα άλμπουμ στο οποίο εκφράζεται η βουτιά του Mould στην ηλεκτρονική μουσική των αρχών του 2000. Προσπαθώντας, σε στυλ New Order, να συγχωνεύσει τον χαρακτηριστικό rock ήχο του με ηλεκτρονικούς ρυθμούς και synths, ο Mould αποπειράθηκε ένα γενναίο βήμα, βγαίνοντας από το comfort zone του και μαθαίνοντας να ξαναγράφει μουσική μέσα σε ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο από αυτό που γνώριζε. Και αν για αυτή την καλλιτεχνική του επιλογή, ο Mould αξίζει ένα χειροκρότημα, η αλήθεια είναι πως το αποτέλεσμα είναι άνισο με τον δημιουργό να ακούγεται σαν ψάρι έξω από τη γυάλα προσπαθώντας να παίξει ένα παιχνίδι που τον γοητεύει σε ένα γήπεδο που δεν γνωρίζει με αποτέλεσμα η rock πλευρά του να συγκρούεται με το ηλεκτρονικό στοιχείο αντί να το συμπληρώνει. Συνεπώς, μιλάμε για ένα ενδιαφέρον πείραμα που όμως απέτυχε αλλά, ωστόσο, αποδεικνύει το πόσο ανήσυχος υπήρξε ο Mould σε όλη του την πορεία. Ακούγεται ευχάριστα αλλά συνιστάται μόνο σε όσους, έχοντας λιώσει τα υπόλοιπα άλμπουμ του, θέλουν να γνωρίσουν συνολικά το έργο του.

 
Bob Mould - Circle Of Friends

Bob Mould - "Circle Of Friends"
(Demon Records, 2020)

Θα μπορούσατε να με κατηγορήσετε πως κλέβω αλλά δεν ισχύει. Γιατί μπορεί το "Circle of Friends" να κυκλοφόρησε ως dvd το 2007 όμως το 2020 τελικά κυκλοφόρησε και σε - σχετικά περιορισμένο η αλήθεια είναι - αριθμό βινυλίων, κάτι που όμως μας επιτρέπει να το συμπεριλάβουμε σε αυτό το αφιέρωμα. Και όπως και να το κάνουμε, αυτή η συναυλία, ηχογραφημένη στο ιστορικό 9:30 Club της Ουάσινγκτον στις 7 Οκτωβρίου 2005, αποτελεί μια αιχμή της καριέρας του καθώς σηματοδότησε την επιστροφή του σε ζωντανές εμφανίσεις με συγκρότημα μετά από μια δεκαετία αλλά και την πρώτη φορά που έπαιξε υλικό των Hüsker Dü, μετά τη διάλυσή τους το 1988. Έχοντας μαζί του τον τέλειο drummer αφού εδώ συμμετέχει ο μεγάλος Brendan Canty των Fugazi, τον Richard Morel, με τον οποίο είχαν στήσει τα μηνιαία Blowoffs, στα πλήκτρα, και τον Jason Narducy, ο οποίος εξελίχθηκε στην σημαντικότερο συνεργάτη του τα τελευταία 20 χρόνια, στο μπάσο, ο Mould, μέσα από 23 κομμάτια-σταθμούς, χαράσσει μια διαδρομή στο χρόνο και μας αφηγείται την ζωή του. Συνεπώς, καλό το "Live Dog '98", ακόμη καλύτερο το "Live at ATP 2008", αλλά δεν υπάρχει καλύτερο ντοκουμέντο από αυτό που να έχει καταγράψει τόσο τέλεια την live δύναμική των τραγουδιών τοu Mould. Αναζητήστε το.

Spotify Playlist

  • SHARE
  • TWEET