«A Buyer's Guide»: Manowar

In our eyes you're immortal, in our hearts you'll live forever

Η ιστορία έχει καταγράψει ότι η ιδέα των Manowar γεννήθηκε εν έτει 1980 επί αγγλικού εδάφους, όταν ο Joey DeMaio, τεχνικός μπάσου και πυροτεχνημάτων στους Black Sabbath συνάντησε τον Ross The Boss, πρώην κιθαρίστα των punk rockers Dictators και μέλος τότε των Shakin' Street, καθώς οι Γάλλοι hard rockers άνοιγαν την περιοδεία των Βρετανών θρύλων με τους Blue Öyster Cult. Έχοντας κοινή καταγωγή από τη Νέα Υόρκη, μοιράστηκαν το ίδιο όραμα για τη μουσική, βρήκαν στο πρόσωπο του Eric Adams, παλιού γνώριμο του DeMaio, τον ιδανικό τραγουδιστή, ενώ αρχικά τη θέση του ντράμερ κάλυψε ο Carl Canedy (κατόπιν στους Rods μαζί με τον ξάδελφο του Ronnie James Dio, David Rock Feinstein).

Με τον Donnie Hamzik πίσω από τα τύμπανα, οι Manowar κυκλοφορούν το ντεμπούτο τους άλμπουμ "Battle Hymns" το 1982, καταγράφοντας με σαφήνεια τις δυνάμεις τους σε ένα κοσμογονικό περιβάλλον για το heavy metal. Ο Hamzik αντικαθίσταται σχετικά γρήγορα από τον λιγότερο τεχνίτη αλλά πολύ σταθερό Scott Columbus, και στα επόμενα δύο χρόνια το συγκρότημα κυκλοφορεί τρία μνημειώδη άλμπουμ που έμελλε να καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό αυτό που ονομάζουμε επικό heavy metal, βασισμένα εν πολλοίς στην sword and sorcery θεματολογία. Με το μότο "Death To False Metal" και τη γενικότερη αισθητική τους προκαλούν αντιδράσεις και αποκτούν αφοσιωμένους οπαδούς στην Ευρώπη, τη στιγμή που η πατρίδα τους συνεχίζει ουσιαστικά να τους αγνοεί.

Manowar

Έχοντας πλέον συνεργασία με μια μεγάλη δισκογραφική εταιρεία, επανέρχονται το 1987 με το "Fighting The World" και απολαμβάνουν εν τέλει ευρεία εμπορική επιτυχία, περιορίζοντας σε σημαντικό βαθμό το επικό στοιχείο και προσανατολιζόμενοι προς περισσότερο heavy/power φόρμες. Ενάμισι χρόνο μετά, θα παρουσιαστούν ανώτεροι σε όλους τους τομείς στο "Kings Of Metal", η φυγή όμως του Ross The Boss θα αλλάξει εν πολλοίς τα δεδομένα. Με νέο κιθαρίστα τον shredder David Shankle και λίγο αργότερα τον Kenny "Rhino" Edwards πίσω από τα τύμπανα κυκλοφορούν το 1992 το διπλό "The Triumph Of Steel", για πολλούς το τελευταίο τους πραγματικά σπουδαίο άλμπουμ. Ο πρώτος δίσκος καλύπτεται από το 28λεπτο έπος "Achilles Agony Αnd Ecstasy Ιn Eight Parts" βασισμένο στην Ιλιάδα του Ομήρου, και στις 21 Νοεμβρίου του ίδιου έτους πραγματοποιούν την πρώτη τους συναυλία στην Ελλάδα και το Στάδιο Ειρήνης Και Φιλίας.

Στο επόμενο δισκογραφικό βήμα ο Columbus επιστρέφει πίσω από τα τύμπανα και τη θέση του Shankle παίρνει ο άσημος βιρτουόζος Karl Logan. Το "Louder Than Hell" κυκλοφορεί το 1996 από την Geffen και βρίσκει τους Manowar να βασίζονται στην πιο ροκάδικη, straight metal πλευρά τους, ενώ θα ακολουθήσουν μετά από πολλά χρόνια αναμονής δύο live άλμπουμ στα τέλη της δεκαετίας. Κάτω από τη στέγη της Nuclear Blast πλέον, θα κυκλοφορήσουν το 2002 το πολυσυλλεκτικό και επιτυχημένο -τουλάχιστον από την άποψη ότι προσέλκυσε νέους οπαδούς- "Warriors Οf Τhe World", ενώ καθ' όλη τη δεκαετία, το κοινό θα βομβαρδιστεί από πληθώρα DVD γεμάτα με τα κατορθώματα της μπάντας εντός και εκτός σκηνής. Το μεγαλεπήβολο και ιδιαίτερα απαιτητικό "Gods Of War" θα έρθει στις αρχές του 2007 με τους Manowar να επιχειρούν οι ίδιοι ως οργανισμός στον χώρο της δισκογραφίας, ενώ κατόπιν ο Scott Columbus θα βρεθεί ξανά εκτός συγκροτήματος και εν τέλει θα φύγει από τη ζωή το 2011.

Manowar

Αντικαταστάτης του μέχρι το 2017 θα είναι ο παλιός γνώριμος Donnie Hamzik, συμμετέχοντας στο EP "Thunder In The Sky", στο full-length "The Lord of Steel" και στις επανεκτελέσεις των "Battle Hymns" και "Kings Of Metal". Τη θέση του θα πάρει για τις ζωντανές εμφανίσεις καταρχάς ο Βραζιλιάνος Marcus Castellani και πλέον, εδώ και ένα περίπου μήνα ο βετεράνος Σουηδός Anders Johansson, ενώ τη θέση του Karl Logan καλύπτει από τις αρχές του χρόνου ο επίσης Βραζιλιάνος E. V. Martel. Βρισκόμενοι πλέον στη δύση της σαρανταετούς καριέρας τους χωρίς να έχει προσδιοριστεί οριστικά και αμετάκλητα το οριστικό φινάλε, οι Manowar πραγματοποιούν την αποχαιρετιστήρια περιοδεία τους η οποία θα περάσει από τη χώρα μας τον Ιούνιο, ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησαν το πρώτο EP της τριλογίας "The Final Battle". Αποτίοντας το δικό μας φόρο τιμής, παρουσιάζουμε έναν οδηγό της πολυσυζητημένης δισκογραφίας τους, εστιάζοντας αναμενόμενα στην πρώτη δεκαετία και σε ένα τρομερό σερί σπουδαίων άλμπουμ που σημάδεψαν εξαρχής και για πάντα τουλάχιστον το κλασικό και επικό heavy metal.

(Θ.Ξ.)

 
Manowar - Into Glory Ride

Into Glory Ride
(Megaforce, 1983)

Το μεσοκαλόκαιρο του σωτήριου έτους 1983, ήρθε στον κόσμο το καλύτερο epic metal άλμπουμ όλων των εποχών. Δεν βρίσκω νόημα στο να αναλύσω για ποιους λόγους το "Secret Of Steel" είναι η απόλυτη ουσία του heavy metal ήχου, το γιατί ο Eric Adams είναι ο καλύτερος heavy metal τραγουδιστής στο ηλιακό σύστημα, το πώς στο "March For Revenge" ο Joey DeMaio αποδεικνύει πως είναι μια συνθετική ιδιοφυία, το πώς χωρίς "Hatred" και "Gates Of Valhalla" δεν θα υπήρχε επικό doom metal, το πόσο τέλεια και ζεστή, μέσα στην απλότητά της, είναι η παραγωγή αυτού εδώ του δίσκου. Μιλάμε κυριολεκτικά για ένα αριστούργημα μεγατόνων, που αμφιβάλλω κατά πόσο και το ίδιο το συγκρότημα έχει αντιληφθεί τη σημασία του, το μεγαλείο του και την αρχοντιά του. Καμιά φορά σκέφτομαι πως αν ο DeMaio αποφάσιζε να ξεκινά ο δίσκος με το "Gloves Of Metal" ή το "Revelation", αντί για το νόστιμο, αλλά εκτός κλίματος "Warlord" και να συμπλήρωνε το tracklist με το "Defender" που είχε ήδη στη φαρέτρα του, ο metalικός λαός δεν θα άντεχε τόση κάβλα. Επικό Metal, ιδού οι Βασιλιάδες σου. (Β.Σ.)​

Manowar - Hail To England

Hail To England
(Music For Nations, 1984)

Όταν έναν ακριβώς χρόνο μετά το αριστουργηματικό "Into Glory Ride" κυκλοφορεί το μυθικό "Hail To England", εύλογα δημιουργείται η απορία ποια θεία ή υποχθόνια δύναμη καθοδηγεί το συγκρότημα. Μπορεί το άλμπουμ να περιλαμβάνει ουσιαστικά έξι τραγούδια και η διάρκειά του οριακά να υπερβαίνει το μισάωρο, η συνθετική και εκτελεστική δεινότητα όμως δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης. Η στιβαρότητα του Scott Collumbus είναι απαράμιλλη, το μπάσο του DeMaio δημιουργεί ένα αδιαπέραστο τοίχος, οι κιθάρες του Ross The Boss ζωγραφίζουν riff και solo, και ο Eric Adams καταθέτει μερικές από τις συγκλονιστικότερες ερμηνείες στην ιστορία του metal. Εκπληκτικό είναι το πόσο διαφέρουν μεταξύ τους τα τραγούδια και πως ενώνονται στο σύνολο υπό το πρίσμα και το όραμα των συντελεστών: το θρυλικό, το πολεμικό "Blood Οf My Enemies" με το αξεπέραστο ρεφρέν, το κατάμαυρο, υποχθόνιο "Each Dawn I Die", το speedαριστό "Kill with Power", το μεγαλοπρεπές ομώνυμο του δίσκου, ο απόλυτος οπαδικός ύμνος "Army Of The Immortals" και στο φινάλε το μέγα έπος "Bridge Of Death". Αυτοί είναι οι Manowar που λατρέψαμε και θα προσκυνάμε μέχρι να βγει ο ήλιος απ'τη δύση. (Θ.Ξ.)

 

Manowar - Battle Hymns

Battle Hymns
(Liberty, 1982)

Στη μεταλλική κοσμογονία που επιτελέσθηκε στις αρχές των '80s, οι Manowar βουτάνε στα βαθιά με οδηγό το όραμά τους, κυκλοφορώντας ένα ντεμπούτο που μπορεί να μην συγκίνησε τότε τη μεγάλη εταιρεία τους, στην πορεία όμως έχει καταγραφεί στη συνείδηση του μουσικού κόσμου ως σαφέστατη και ξεχωριστή καλλιτεχνική δήλωση, παρότι η παραγωγή δεν μπορεί να συλλάβει το ήχο της τετράδας και να αναδείξει πλήρως τις ατομικές αρετές. Η περισσότερο ροκάδικη πρώτη πλευρά μπορεί να καυχιέται για τον ύμνο "Metal Daze" και "Shell Shock" με τη σπουδαία ερμηνεία του Adams, ενώ η δεύτερη ξεκινάει με το ομώνυμο τραγούδι του συγκροτήματος και ενδεικτικό των προθέσεων του, για να κλείσει με δύο βόμβες μεγατόνων. Στο "Dark Avenger", η καθηλωτική αφήγηση του τεράστιου Orson Welles αποτελεί μόνο ένα μέρος της αριστουργηματικής εξέλιξης του τραγουδιού, ενώ με το άκουσμα του "Battle Hymn" θαρρείς ότι κανένας δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητος. Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός είθισται να λέγεται, και ο μόνος λόγος να διαφωνήσει κανείς, μόνο ως προς το ποσοτικό μέρος, είναι τα τρία μνημειώδη άλμπουμ που ακολούθησαν τα δύο επόμενα χρόνια. (Θ.Ξ.)​

Manowar - Sign Of The Hammer

Sign Of The Hammer
(Virgin, 1984)

Δεν ξέρω αν ο DeMaio είχε κατά νου όταν έγραφε τα έπη "Guyana (Cult Of The Damned)" και "Mountains" πως εκείνη τη στιγμή δημιουργούσε μια υποκατηγορία στο epic metal, αλλά εγώ έτσι νιώθω κάθε φορά που τα ακούω και μου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο. Αν εξαιρέσουμε τα εναρκτήρια "All Men Play On Ten" και “Animals" που αποκλίνουν αρκετά από τον έως τότε χαρακτήρα της μπάντας, χωρίς προφανώς να υπολείπονται σε ποιότητα, ο υπόλοιπος δίσκος αναβλύζει από το κάποτε ξεχασμένο από τον Τάλσα Ντουμ μυστικό του ατσαλιού που όμως είχε ανακτήσει ο αρχηγός (μέχρι που το ξέχασε και αυτός δια παντός). Το ξέρω πως είναι τετριμμένη έκφραση, αλλά δεν γίνεται να μην πεις πως αυτά τα τραγούδια δεν γράφονται κάθε μέρα. Είναι σπάνιο φαινόμενο ένα ιδίωμα να έχει ταυτιστεί τόσο πολύ με ένα συγκεκριμένο συγκρότημα (ΟΚ, μαζί με τους Bathory) και οι Manowar με το "Sign Of The Hammer" απλά επιβεβαίωσαν τότε (και για πάντα) την κυριαρχία τους, με τον μάλλον τελευταίο πραγματικά σπουδαίο επικό δίσκο τους. (Κ.Π.)

 
Manowar - Fighting The World​

Fighting The World​
(Atco, 1987)

Η αλλαγή μουσικής πλεύσης που επιτελέστηκε στο "Fighting The World" δεν μπορώ να φανταστώ πως θα φάνηκε στους τότε οπαδούς της μπάντας. Αν εξαιρέσουμε την επανεκτέλεση του φοβερού "Defender" το επικό στοιχείο έχει υποχωρήσει αρκετά με τις συνθέσεις να εξελίσσονται είτε σε πιο «ροκάδικες» ("Fighting The World", "Blow Your Speakers" και "Carry On"), είτε σε περισσότερο power-ιζουσες σε γρήγορο tempo και τέρμα δίκασο (“Black Wind, Fire And Steel” και “Holy War”) ή κάτι ενδιάμεσο ("Violence And Bloodshed"). Βέβαια κάτι τέτοιο μπορεί να αποτέλεσε/αποτελεί casus belli για μερίδα οπαδών, αλλά η αλήθεια είναι πως η φωνή και οι ερμηνείες του Eric Adams μπορούν να απογειώσουν την οποιαδήποτε σύνθεση, πόσο μάλλον τις τραγουδάρες που γράψανε για το "Fighting The World" το οποίο είναι σίγουρα το πιο αδύναμο της Ross The Boss εποχής, αλλά και πάλι ο πήχης εξακολουθεί να είναι ψηλά. (Κ.Π.)

Manowar - Kings Of Metal

Kings Of Metal
(Atlantic, 1988)

Αν στο "Fighting The World" οι Manowar περιόρισαν σε σημαντικό βαθμό το επικό στοιχείο καταφέρνοντας να διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα ποιότητας, ενάμιση χρόνο μετά εμφανίστηκαν αρκετά καλύτεροι στον ίδιο δρόμο, καταφέρνοντας να εκφράσουν τον επικό τους χαρακτήρα μέσα από πιο σύγχρονες μουσικές φόρμες. Βγάζουν μεγαλοπρέπεια στο ρεφρέν του thrashy "Wheels Of Fire", στο σαφώς πιο χαλαρό "Kingdom Come" και στο συμφωνικό "The Crown and the Ring", γούστα στο ομώνυμο, θα συγκινούν για πάντα με το "Heart Of Steel" και θα κερδίζουν μάχες με το "Blood Of The Kings" και κυρίως το κλασικό "Hail And Kill", παρότι στον αντίποδα βρίσκονται ένα ακόμη σόλο μπάσο, ένα παραμύθι και το "Pleasure Slave" που προκάλεσαν ποικίλες αντιδράσεις. Η ολοκλήρωση του δίσκου θα σημάνει δυστυχώς την αποχώρηση του Ross The Boss υπό αμφιλεγόμενες συνθήκες αλλάζοντας οριστικά τα δεδομένα, γεγονός είναι όμως ότι οι Manowar εκμεταλλεύτηκαν στο 100% το μομέντουμ της συνεργασίας με μια εκ των μεγαλυτέρων εταιρειών, διαθέτοντας ένα τελικό προϊόν που δικαίωσε κόπους ετών. (Θ.Ξ.)​

Manowar - The Triumph Of Steel

The Triumph Of Steel
(Atlantic, 1992)

Πρόκειται για το άλμπουμ που έφερε πρώτη φορά τη μπάντα στην Ελλάδα, τη χώρα που τους αγάπησε και τους αγαπά παράφορα. Μολονότι το "Triumph..." είχε δύσκολο έργο, καθώς διαδέχθηκε έναν υπερ-επιτυχημένο εμπορικά και καλλιτεχνικά δίσκο, οι Manowar ανταπεξήλθαν περίφημα, προσφέροντας μία από τις καλύτερες δουλειές τους, και κατά τον υπογράφοντα, τον καλύτερο και συνεπέστερο στα ιδανικά τους δίσκο, μετά τους τέσσερις πρώτους. Το εναρκτήριο 28λεπτο έπος, "Achilles Agony Αnd Ecstasy Ιn Eight Parts", με τις όποιες αστοχίες του, αποτελεί αφενός ένα φανταστικό μουσικό ταξίδι στον Τρωικό Πόλεμο και αφετέρου μια καλλιτεχνική δήλωση του συγκροτήματος, το οποίο βροντοφωνάζει πως παίζει πάντα το «δικό του» metal, αδιαφορώντας πλήρως για τα media και το αμερικάνικο ραδιόφωνο. Tα υπόλοιπα τραγούδια είναι το ένα ανατριχιαστικότερο και σκοτεινότερο από το άλλο (εδώ θα βρείτε τα “The Power Of Thy Sword“, "The Demon's Whip", "Master Of The Wind"), ενώ ακόμα και η ανέμελη στιγμή του δίσκου, το περιβόητο "Metal Warriors", είναι από τα πιο διασκεδαστικά τραγούδια που έχουν γράψει για την αγάπη τους προς το metal. Και δεν έχουν γράψει λίγα! Ας σημειωθεί ότι το "Triumph..." είναι ο πρώτος δίσκος της μπάντας χωρίς τον Ross The Boss στην κιθάρα, ενώ τα τύμπανα είχε αναλάβει για πρώτη και τελευταία φορά ο Rhino (aka Kenny Earl Edwards). (Β.Σ.)

 
Manowar - Louder Than Hell

Louder Than Hell
(Geffen, 1996)

Θυμάμαι τις αντιδράσεις που είχε προκαλέσει η κυκλοφορία του "Louder Than Hell" σαν να ήταν χθες. Κύματα οργής κατέκλεισαν τα περιοδικά της εποχής και πήγε το θάψιμο σύννεφο. Η αλήθεια δεν είναι κάπου στη μέση, αλλά πιάνει τα δυο άκρα. Υπάρχουν οπαδοί που αποκήρυξαν το άλμπουμ και υπάρχουν εκείνοι που τον αγάπησαν και στις συνειδήσεις τους καταχωρήθηκε ως ένας υπεραξιόλογος δίσκος. Δεν υπάρχει μέση οδός. Αυτό το άλμπουμ δημιουργήθηκε για να διχάσει. Για μια ζωή θα τραγουδάμε τους απλοϊκούς στίχους επιπέδου δημοτικού και ταυτόχρονα θα γελάμε αλλά και θα πορωνόμαστε. Θα ακούμε το εντελώς απλοποιημένο song writing του αρχηγού και το υπεραπλοϊκό rhythm section και θα κάνουμε το ίδιο. Ομοίως με τα μπουρμπουλιθρένια solo του Logan. Ο δίσκος είναι ένα γραφικό δημιούργημα, αλλά ταυτόχρονα στάζει πόρωση. Είναι γεγονός πως αν δεν υπήρχε ο Adams με τη θεϊκή φωνή του θα μιλούσαμε σε μια εντελώς διαφορετική βάση, αλλά όμως υπάρχει και αυτομάτως ο δίσκος μπαίνει στο ράφι με τα υπεράνω κριτικής άλμπουμ. Τέτοιοι είμαστε οι Manowar-αδες και σε όποιον αρέσουμε. (Κ.Π.)

 
Manowar - The Lord Of Steel

The Lord Of Steel
(Magic Circle, 2012)

Αυτό είναι, όχι ακριβώς το χειρότερο, αλλά το πιο περίεργο άλμπουμ των ηρώων μας. Κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 2012, χωρίς ιδιαίτερο ντόρο, αλλά σε δύο εκδόσεις, μία αρχικά ως ειδικό ένθετο του εγγλέζικου Metal Hammer (“Hammer Edition”) και λίγο αργότερα μόνο του, με καλύτερο εξώφυλλο, ελαφρώς καλύτερη παραγωγή και διαφορετική μίξη. Ο δίσκος θέλησε να πατήσει στα rock 'n' roll χνάρια του "Louder Than Hell", χωρίς όμως επιτυχία. Περιελάμβανε ελάχιστες επικές στιγμές, κι αυτές μέτριες ("Born In A Grave", "Touch The Sky", "Righteous Glory"), ενώ οι στίχοι ήταν απλοϊκότεροι και αφελέστεροι από ποτέ ("Hail, Kill & Die"), για να το θέσω κόσμια. Το "Gods Of War", που προηγήθηκε και εστίαζε πολύ περισσότερο στην επική τους πλευρά, ίσως κούρασε και το ίδιο το συγκρότημα, πέρα από τους ακροατές του, και θέλησε να ασχοληθεί με κάτι πιο χαλαρό... Πάντως, ούτε ο επαναπατρισθείς drummer, Donnie Hamzik, αλλά ούτε και ο τιτάνας τσέπης, Eric Adams, κατάφεραν να σώσουν την παρτίδα αυτή τη φορά, σε ένα δίσκο που θα ήταν ανεκτός, ενδεχομένως, από ένα true metal συγκρότημα της σειράς, αλλά όχι από τους Βασιλείς του επικού ήχου. (Β.Σ.)​

 
Manowar - Hell On Stage Live

Hell On Stage Live
(Nuclear Blast, 1999)

Όσο controversial υπόθεση αποτελούν συνολικά οι Manowar στη metal μουσική βιομηχανία, αντίστοιχα μεγάλο θέμα αντιπαράθεσης υπήρξαν ανέκαθεν τα live τους, ειδικά στη χώρα μας που οι εμπειρίες υπήρξαν αμφιλεγόμενες. Όταν μάλιστα σαν συγκρότημα βασίζεις μεγάλο μέρος της δύναμής σου στη σκηνή, αλλά επί δεκαπέντε περίπου έτη δεν κυκλοφορείς live άλμπουμ και οι οπαδοί ικανοποιούν τη δίψα τους με ημίμετρα, τα ερωτήματα προκύπτουν εύλογα. Η σιωπή εν τέλει σπάει το '97 με το απλά ικανοποιητικό "Live - Hell On Wheels" που βασίστηκε στην περιοδεία προώθησης του "Louder Than Hell", στα '00s το συγκρότημα ανακάλυψε τα DVD κάνοντας σχεδόν κατάχρηση του φορμάτ, στο ενδιάμεσο όμως, με την ευκαιρία της συνεργασίας με τη Nuclear Blast, οι Manowar ξαναβγαίνουν στον δρόμο χωρίς την ανάγκη προώθησης νέου άλμπουμ και ανασύρουν από το χρονοντούλαπο ύμνους που αγνοούσαν επί χρόνια, προκαλώντας ντελίριο ενθουσιασμού στους παλιούς οπαδούς. Οι εκτελέσεις είναι αντάξιες των αυθεντικών και στάζουν ατσάλι με τον Αdams να βρίσκεται σε καταπληκτική φόρμα, οπότε το τελικό αποτέλεσμα αποτελεί αναμφίβολα την κορυφαία ζωντανή κυκλοφορία των Αμερικανών. (Θ.Ξ.)

A Compilation

Για κάθε μεγάλο και σημαντικό συγκρότημα με εκτενή δισκογραφία, ο καταρτισμός μιας συλλογής με τα καλύτερα και αντιπροσωπευτικότερα τραγούδια αποτελεί εξ' ορισμού δύσκολο έργο. Στην περίπτωση των Manowar το έργο είναι ακόμη δυσκολότερο, καθώς η χρονική διάρκεια των επών που έχουν δημιουργήσει περιορίζουν το πλήθος τους στη διάρκεια των 80 λεπτών. Γνωρίζοντας ότι οι παραλείψεις είναι αναπόφευκτες, καταλήξαμε σε δεκατρεις τον αριθμό ύμνους, που απλά μπορεί να θεωρηθούν αφετηρία για το ατέλειωτο ταξίδι στον μαγικό κόσμο των βασιλιάδων του metal.

1. Metal Daze
2. Battle Hymn
3. Secret Of Steel
4. Gates Of Valhalla
5. Blood Of My Enemies
6. Army Of The Immortals
7. Bridge Of Death
8. Mountains
9. Guyana (Cult Of The Damned)
10. Defender
11. Heart Of Steel
12. Hail And Kill
13. Spirit Horse Of The Cherokee

  • SHARE
  • TWEET