«A Buyer's Guide»: Dragonforce
Διότι οι Dragonforce είναι πολλά περισσότερα από το "Through The Fire And Flames"
Μια από τις πλέον γνωστές, love them or hate them μπάντες του μεταλλικού στερεώματος, οι Βρετανοί (κυρίως λόγω έδρας) Dragonforce, δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις. Ξεκινώντας την πορεία τους με το ελαφρώς διαφορετικό Dragonheart ως ονομασία, δεν θα αργούσαν να το αλλάξουν σε αυτό με το οποίο έγιναν ευρύτερα γνωστοί, κυκλοφορώντας το υπέροχα ελπιδοφόρο "Valley Of The Damned".
Από εκεί κι έπειτα, πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι, με την μπάντα να γιγαντώνεται στον τρίτο της δίσκο, να κάνει ασύλληπτες πωλήσεις κι επιτυχία που θύμιζε άλλες εποχές και να καταλήγει να απευθύνεται σε ένα κοινό πολύ ευρύτερο του σκληρού ήχου - με τις αναμενόμενες επιδράσεις/επιπτώσεις στην πορεία και τον ήχο της. Φθάνοντας στο σήμερα, οι Dragonforce συνεχίζουν και είναι εμπορικά γιγάντιοι, δημοφιλείς όσο λίγοι, αλλά καλλιτεχνικά μάλλον ανεπαρκείς εντός του μανιεροποιημένου τέλματος τους, έχοντας τουλάχιστον μια επταετία να κυκλοφορήσουν κάτι ειλικρινά άξιο λόγου.
Παρόλα αυτά, διαθέτουν μια δισκογραφία που κρύβει τις δικές τις μαγικές στιγμές, τις οποίες προσπαθήσαμε να κατηγοριοποιήσουμε με όσο λιγότερο υποκειμενικά κριτήρια γινόταν – πράγμα δύσκολο αν με ρωτάτε, αφού βιώματα χρόνων δεν μπορούν να μπουν σε καλούπια, όσο και αν το γούστο και οι καταστάσεις μεταβάλλονται.
Sonic Firestorm
(Noise, 2004)
Ο δεύτερος δίσκος μίας μπάντας συνήθως αποτελεί σκόπελο, όμως εδώ οι Dragonforce άγγιξαν την power metal τελειότητα. Με το αδιανόητο στυλ τους σε πλήρη ισχύ, ως φόρμουλα εν εξελίξει, το "Sonic Firestorm" βελτιώνει όλη την επικούρα, το μελόδραμα, τις ματζόρε δισολίες, και τους τεχνικούς ακρoβατισμούς, και παραδίδει έναν σεμιναριακό δίσκο power metal, που όλα βρίσκουν τη θέση τους. Είναι ίσως δύσκολο να φανταστούμε τους Dragonforce to-the-point και χωρίς περιττό λίπος, κι όμως μέσα σ' όλη την μεγαλοπρέπεια, την επιδειξιομανία, και την υπερβολή, το "Sonic Firestorm" επιδεικνύει αξιοπρόσεκτη χάρη. Τα τραγούδια ξεχωρίζουν όχι μόνο εξαιτίας διαφόρων κόλπων που αξιοποιεί η μπάντα, αλλά και εξαιτίας των χαρακτηριστικών ιδεών τους (πόσο υπέροχο είναι το ιρλανδικό intro του "Soldiers of the Wastelands";). Ταυτόχρονα, δεν θυσιάζει τίποτα από την ψυχαγωγική του αξία, και διεγείρει την επικολυρική φαντασία μέσα μας. Ας βρω πού καταχώνιασα τα D&D κόμιξ μου… [ΜΚΟ]
Inhuman Rampage
(Noise, 2006)
Το αποκορύφωμα της over the top, υπερφίαλης, μεγαλομανούς και άκρατης ιδέας πίσω από τους Dragongforce βρίσκει εδώ την απόλυτη έκφραση, ίσως και παραπάνω από όσο χρειαζόταν για να μας πείσει για τις προθέσεις της. Σε αυτόν, τον τρίτο και πλέον γνωστό τους δίσκο, οι Βρετανοί διευρύνουν στο άπειρο τα πάντα που αφορούν τον ήχο τους, είτε μιλάμε για catchiness (βλ. "Through The Fire & Flames"), είτε για αχαλίνωτη μελωδικότητα, ταχύτητα και επίδειξη τεχνικών δεξιοτήτων, είτε για τεράστια, κολλητικά refrains (βλ. "Revolution Deathsquad"), breakdowns, κόντρα ματζόρε μελωδίες και μια αίσθηση αμετροέπειας στη σύνθεση. Μάλιστα, σε αυτόν το δίσκο οι Dragonforce φαίνεται να παίζουν μόνιμα στα εκτελεστικά (κι ερμηνευτικά) τους όρια, να τα ξεπερνούν και να τα ξαναθέτουν, δημιουργώντας ένα άλμπουμ που παίρνει όλα τα στοιχεία του euro power metal και τα «τερματίζει» - με αυτό να αναφέρεται τόσο για καλό, όσο και για κακό, αν κρίνουμε την συνέχεια κι εξέλιξη τους. [ΣΚ]
Valley Of The Damned
(Noise/Sanctuary, 2003)
Στο ντεμπούτο μπορούμε να μιλάμε για μία ελαφρώς διαφορετική μπάντα, παρ' όλο που το ξέφρενο κιθαριστικό σολάρισμα κι οι ανεβασμένες ταχύτητες ήταν ήδη παρούσες. Με το epic/fantasy στοιχείο να είναι καθολικά παρόν και να δένει άψογα με το όνομα του συγκροτήματος, το "Valley of the Damned" είναι ένας εξαιρετικά απολαυστικός δίσκος, που προσφέρει αρκετή ηχητική ποικιλία ώστε να εντυπωσιάζει χωρίς να εξαντλεί. Έχουμε τις υπερηχητικές θριαμβευτικές συνθέσεις, τις modern metal κιθάρες, έχουμε και τις μελένιες μπαλάντες με τα συναισθηματικά σόλο και το πιάνο, αλλά και τα ξεχού jazz περάσματα. Κι ενώ το κιθαριστικό δίδυμο Li/Totman παραμένει στο επίκεντρο, είναι αυτή η χαρακτηριστικά υψηλή και λυρική φωνή του Theart, που δοκιμάζεται σε τρομερές φωνητικές γραμμές με ευκολομνημόνευτα ρεφραίν ως αντίβαρο στο εξωγήινο και ρομποτικό παίξιμο. Όχι, δεν επανεφεύρει τον τροχό, αλλά ούτε και τα αγωνιστικά αυτοκίνητα τον εφευρίσκουν – απλώς τον λιώνουν στην άσφαλτο. [ΜΚΟ]
Reaching Into Infinity
(earMUSIC, 2017)
Έπρεπε να φτάσουμε στον έβδομο κατά σειρά δίσκο τους για να απολαύσουμε δράκο στο εξώφυλλο, αλλά ομολογουμένως το "Reaching Into Infinity" και ο ψηφιακός δράκος που δεσπόζει στο artwork του, μας ικανοποίησαν και με το παραπάνω. Μεστός στο σύνολο του, με εναρκτήριο κομμάτι που διεκδικεί τον τίτλο ενός από τα πιο πιασάρικα άσματα τους και συνολικά μια λογική τραγουδοποιίας που εκπλήσσει, το "Reaching Into Infinity" είναι αυτό που θα έλεγε κανείς ένας ώριμος Dragonforce δίσκος. Δίχως πάρα πολλές υπερβολές, με κλασικά κόλπα πλέον στη φαρέτρα τους, δυναμικά τραγούδια με ποικιλία σε χρόνους, έκταση και διαθέσεις, αλλά και τις πάντα απρόβλεπτες κιθαριστικές τσαχπινιές των Li/Totman, το "Reaching Into Infinity" στέκει για την ώρα ως το τελευταίο πραγματικά αξιόλογο δημιούργημα τους. [ΣΚ]
Maximum Overload
(earMUSIC, 2014)
Στο "Maximum Overload", τον δεύτερο δίσκο με τον Hudson πίσω από το μικρόφωνο, επρόκειτο πλέον για ένα συγκρότημα που είχε αποστασιοποιηθεί από τον ξέχειλο gameχαρακτήρα και τα τεχνάσματα της υπερταχύτητας. Πιο μαζεμένα τραγούδια, μπαστάρδεμα με modern metal και thrashy αλά Trivium ηχοχρώματα (ο Heafy συμμετέχει σε κάποια κομμάτια), και ικανότητα να ακολουθούν μία δυναμική πορεία στις συνθέσεις, με τις πολύ αναγκαίες παύσεις να έχουν την τιμητική τους, μαζί με πιο ήπια και λυρικά περάσματα. Βέβαια, υπάρχει το "The Game" πρώτο-πρώτο στο tracklist, το ταχύτερο κομμάτι που έχουν ηχογραφήσει, έτσι, για την τιμή των όπλων. Όμως, όλα ακούγονται πολύ πιο μεστά, κι αν δεν βαρέθηκαν κάποια να αντιμετωπίζουν τους Dragonforce ως αστείο, οι ίδιοι ισoρροπούσαν το fun πειραματισμό με μία επικαιροποίηση του ήχου τους. Το extreme power metal cover του "Ring of Fire" από Johnny Cash έρχεται ως κερασάκι στην τούρτα. [ΜΚΟ]
The Power Within
(Electric Generation Recordings, 2012)
Εποχή αλλαγών για τους Dragonforce, καθώς ο ZP Theart αποχώρησε (επισήμως λόγω «δημιουργικών διαφορών»), δίνοντας τη θέση του στον Marc Hudson, οι συνθέσεις μίκρυναν, οι συνθέτες άλλαξαν, όπως, άλλωστε, και τα στιχουργικά θέματα. Απομακρυνόμενοι ελαφρώς από το χώρο του φανταστικού, μειώνοντας χρονικές διάρκειες στα περισσότερα κομμάτια, αλλά και προσεγγίζοντας το δημιουργικό μέρος με μια πιο μεστή λογική από την "more is more" που επικρατούσε μέχρι τότε, το "The Power Within" αποτελεί έναν σοβαρό δίσκο επανεκκίνησης καριέρας, που συστήνει τον νέο – τότε – τραγουδιστή τους με τρόπο ιδανικό. Μακριά από λογικές διαδόχου – copycat, ο Hudson κρίνεται και εκ των υστέρων εξαιρετική επιλογή για τη θέση, έστω και αν η ποιοτική κατηφόρα των τελευταίων χρόνων έχει πάρει κι εκείνον μαζί της. Ωστόσο, σε αυτά θα αναφερθούμε παρακάτω… [ΣΚ]
Ultra Beatdown
(Roadrunner, 2008)
Υπερασπίζομαι το τέταρτο άλμπουμ των Εγγλέζων κυρίως για συναισθηματικούς λόγους, ωστόσο και με μία ψύχραιμη ματιά είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς τα εξής: Αρχικά, ως ο τελευταίος δίσκος με τον ορίτζιναλ τραγουδιστή ZP Theart, διατηρεί εκείνη την πυρετώδη ατμόσφαιρα της πρώτης εποχής. Η ταχύτητα και το πομπώδες παίξιμο, παρόντα από τις απαρχές, έχουν ήδη αρχίσει να υπερτερούν στο ζύγι με την ποιότητα των ιδεών, κι ωστόσο υπάρχουν ακόμη ευκολομνημόνευτα ρεφραίν και αξιόλογες ιδέες. Παράλληλα, μέσα σ' όλο αυτό τον ορυμαγδό από νότες, υπάρχουν περάσματα με πραγματικό ενδιαφέρον, όπως στο "Reasons to Live" και το "Heartbreak Armageddon", που αποδεικνύουν ότι οι Dragonforce μπορούν να παίζουν «αργά» και «με συναίσθημα» – απλά δεν γουστάρουν. H μπάντα θα άλλαζε στα επόμενα χρόνια, όμως εδώ, με όλη πια την μανιεροποίηση, τις άνισες συνθέσεις, και την κουραστική διάρκεια των κομματιών, υπάρχει ακόμη μπόλικο ζουμί και εκλάμψεις ιδιαίτερου ταλέντου. [ΜΚΟ]
Warp Speed Warriors
(Napalm, 2024)
Ζούμε σε μια εποχή υπερπληροφόρησης, ακόμη και για την ίδια τη μουσική και το πως την αντιμετωπίζει τόσο ο ακροατής, όσο και η βιομηχανία και οι μουσικοί. Έτσι, σε μια άκρατα ψηφιακή εποχή που σημασία έχουν οι ακροάσεις, τα views και οι αντιδράσεις ενός κοινού που φαίνεται να θέτει σε δεύτερη μοίρα τη μουσική, το ίδιο τείνουν να κάνουν και αρκετές μπάντες που προσπαθούν να συγχρονιστούν με τις επιταγές αυτής της νέας εποχής. Οι Dragonforce είναι μία από αυτές, ανέκαθεν ήταν, αλλά το ύστερο μουσικό πρόσωπο αυτής της μπάντας παικταράδων δεν μοιάζει σχεδόν σε τίποτα με το πρώιμο, over the top υλικό της. Έτσι, το εύπεπτο, εύληπτο, αλλά και απόλυτα χλιαρό και άκακο πρόσωπο του πιο πρόσφατου άλμπουμ τους είναι η πιο αντιπροσωπευτική εικόνα των Dragonforce του σήμερα, η οποία, όμως, μάλλον θλίβει βαθιά τους παλιότερους ακροατές τους. [ΣΚ]
Extreme Power Metal
(earMUSIC/Metal Blade/JVC Victor, 2019)
Θυμάστε την αναβίωση των ‘80s πριν μερικά χρόνια, όπου κάθε συγκρότημα, σειρά, ταινία, και franchise ανακάλυπτε τον νόμο της τριακονταετούς ανακύκλωσης της πολιτισμικής βιομηχανίας; Οι Dragonforce δεν ξέφυγαν απ' αυτό το trend, όταν όμως καβάλησαν το κύμα, αυτό είχε ήδη δείξει σημάδια κορεσμού. Η συμμετοχή του Coen Jansen των Epica στα πλήκτρα με είχε ιντριγκάρει, κι υπάρχουν διάφορα πιο συμφωνικά μέρη (βλ. "The Last Dragonborn") που αφήνει το στίγμα του, όμως εν πολλοίς πήγε χαμένη, καθώς το υλικό το ίδιο δεν ανταποκρίνεται. Στον όγδοο δίσκο τους οι Dragonforce επέστρεψαν δια της πλαγίου στο videogame χαρακτήρα τους, αξιοποίησαν την 80's νοσταλγία, αύξησαν τις διάρκειες για άλλη μία φορά, κι ενώ είναι στο απόλυτο στοιχείο τους, καταλήγουν παραδόξως απόλυτα generic και χλιαροί. Σαφώς υπάρχουν cool και διασκεδαστικές στιγμές – δεν γίνεται αλλιώς – αλλά δεν πρόκειται για δίσκο που πρόσθεσε οτιδήποτε ιδιαίτερο στον χαρακτήρα του συγκροτήματος. [ΜΚΟ]
In The Line Of Fire
(earMUSIC, 2015)
Στην Ιαπωνία, εκεί που οι Dragonforce είναι και παραμένουν ένα τεράστιο όνομα του σκληρού ήχου, απαθανατίστηκε μια από τις κορυφαίες στιγμές της πορείας τους με τον Marc Hudson. Κατά τη διάρκεια του Loud Park Festival, με ένα σχεδόν best of setlist και με την μπάντα σταθερά εκπληκτική, το "In The Line Of Fire" αποτελεί μια απόδειξη των συναυλιακών δυναμικών της, με ενδιαφέρον επιπλέον υλικό σχετικά με το κάθε μέλος της μπάντας και τις ευρύτερες δραστηριότητες του καθενός. [ΣΚ]
A Compilation
Valley Of The Damned ("Valley Of The Damned")
Heart Of The Dragon ("Valley Of The Damned")
Soldiers Of The Wasteland ("Sonic Firestorm")
Fury Of The Storm ("Sonic Firestorm")
Above The Winter Moonlight ("Sonic Firestorm")
Through The Fire And Flames ("Inhuman Rampage")
Revolution Deathsquad ("Inhuman Rampage")
Cry For Eternity ("Inhuman Rampage")
Reasons To Live ("Ultra Beatdown")
Heartbreak Armageddon ("Ultra Beatdown")
Wings Of Liberty ("The Power Within")
Die By The Sword ("The Power Within")
The Game ("Maximum Overload")
Three Hammers ("Maximum Overload")
Ashes Of The Dawn ("Reaching Into Infinity")
The Edge Of The World ("Reaching Into Infinity")
Highway To Oblivion ("Extreme Power Metal")
Burning Heart ("Warp Speed Warriors")