Audrey Horne

Devil's Bell

Napalm Records/Rockarolla (2022)
Από τον Αποστόλη Ζαμπάρα, 11/04/2022
​Οι Νορβηγοί σκληραίνουν ελαφρώς τον αναγνωρίσιμο ήχο τους και κυκλοφορούν ένα από τα πιο ολοκληρωμένα άλμπουμ της καριέρας τους, ανανεώνοντας στην πορεία εμάς και εαυτούς
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

«Για εμάς η σύνθεση λειτουργεί σαν το κρασί, αν του δώσεις χρόνο θα γίνει καλύτερο». Ακούγοντας τον έβδομο δίσκο των Audrey Horne, ήταν αυτά τα λόγια του Toschie από την συνέντευξή που μας παραχώρησε το 2018, που επανέρχονταν στο μυαλό μου. Το καινούριο άλμπουμ των Νορβηγών, ονόματι "Devil's Bell", καταφθάνει τέσσερα χρόνια μετά το εξαιρετικό "Blackout", και παρουσιάζει το σχήμα, ακόμη πιο έμπειρο, κατασταλαγμένο και στοχευμένο.

Ο επιπρόσθετος ελεύθερος χρόνος που προσέφερε η πανδημία φαίνεται πως έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του νέου δίσκου. Η αλλαγή ύφους που επέφερε το, σχεδόν προ δεκαετίας, "Youngblood", είχε καταστεί σαφές με τις μετέπειτα κυκλοφορίες πως θα αποτελούσε τη νέα πραγματικότητα του συγκροτήματος. Και ενώ το, συχνά άκαιρο, ερώτημα του «τι νέο κομίζει στο τραπέζι ένα ακόμη άλμπουμ σε μια γεμάτη hard rock δισκογραφία», έκανε την εμφάνισή του, η πεντάδα από το Bergen το έστειλε στον κάτω κόσμο.

Το "Devil's Bell" ηχεί ως ο πιο συμπαγής και σφιχτός δίσκος του συγκροτήματος εδώ και πολύ καιρό. Είναι, ίσως, η πρώτη τους κυκλοφορία που δεν ξεκλειδώνεται μονομιάς, καθώς και, κατά πάσα πιθανότητα, ο δίσκος που έριξαν το μεγαλύτερο βάρος στην ενορχήστρωση. Αυτή ακριβώς η στριφνάδα του, η οποία δεν αντικρούει τον μνημονικό και άμεσο χαρακτήρα τους, αλλά τον συμπληρώνει, είναι που το καθιστά ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα της δισκογραφίας τους.

Οι Νορβηγοί μπορούν να περηφανεύονται πως εδράζουν ηχητικά σε μια, χρυσή μεν, παρελθοντική δε, εποχή, την οποία όμως δεν μιμούνται. Οι φόρμες των συνθέσεων, οι δομές και η κιθαριστική προσέγγιση, παρόλο που δεν αφουγκράζονται τις σύγχρονες εξελίξεις του hard 'n' heavy ήχου, την ίδια στιγμή παρουσιάζουν μια εκμοντερνισμένη ταυτότητα, αποτέλεσμα του ιδιοφυούς φιλτραρίσματος των επιρροών τους. Στο "Devil's Bell" αυτή η συνύπαρξη εντείνεται. Το άλμπουμ βρίσκει τις χαρακτηριστικές κιθάρες των Audrey Horne όχι απλά στην εμπροσθοφυλακή, αλλά και στην πιο βαριά και συγκροτημένη τους εκδοχή.

Η κίνηση αυτή, συμπλέει με μια γενικότερα σκοτεινότερη αίσθηση που αποπνέει ο δίσκος. Και ναι, μπορεί το ξεσάλωμα του "Toxic Twins" να έχει βαλθεί να ντύσει μουσικά το pre-drinking του Σαββατόβραδου (και πιστέψτε με, οι Νορβηγοί το τιμούν το άθλημα), αλλά το μυστικό της επιτυχίας βρίσκεται, όπως και Αυτός, στις λεπτομέρειες. Μια τέτοια, είναι η όψη του παγερού φεγγαριού η οποία ξεπροβάλλει στα 50 δευτερόλεπτα του, εξαιρετικού ως εναρκτήριου και θαρραλέα σχεδόν επτάλεπτου, "Ashes To Ashes". Περίμενες ποτέ πως ένα instrumental θα διακρινόταν σε δίσκο των Audrey Horne; Κάθε φορά που ξεκινάει το "Return To Grave Valley", είναι τέτοια η riff-ο-μανία του, που περιμένω να μπουν τα φωνητικά για να απογειωθεί. Έλα μου όμως που αυτό δεν συμβαίνει ποτέ και παρ' όλα αυτά το κομμάτι δίνει ρέστα.

Η στόχευση του "Devil's Bell" στην λεπτομέρεια και στην μετάδοση μιας σαφούς και αναγνωρίσιμης ατμόσφαιρας είναι αξιοθαύμαστη. Οι ακροάσεις είναι έντονες, οι συνθέσεις οργιάζουν, το αποτέλεσμα ηχεί μαζικό. Στο "Animal" η προαναφερθείσα στροφή της μπάντας, δεν σε παρασέρνει σε ένα ξέφρενο πάρτυ, αλλά απλώνει χείρα βοηθείας. H διαδοχή του από το, βγαλμένο από τις Η.Π.Α. του 1984, "Break Out", δεν είναι παρά η λογική συνέχεια. Μία από τις θεματικές που επανέρχονται, διαμέσου των υπέροχων στίχων του Toschie, είναι αυτή της αποδοχής του εαυτού και της διαφορετικότητας, της ενδυνάμωσης ως ίασης των πληγών, της αντιμετώπισης των προσωπικών σκοταδιών.

Αν αυτά σου θυμίζουν το ομότιτλο αριστούργημα τους, τότε το καμπανάκι του Διαβόλου μόλις χτύπησε μέσα σου. Το "Devil's Bell" ηχεί ως ο συνδυασμός των δύο κορυφαίων δισκογραφικών στιγμών της μπάντας, προσφέροντας μια ουσιώδη εκτόνωση, που αποκαλύπτεται διαρκώς. Συχνά το hard rock παρερμηνεύεται ως ένα είδος που παρέχει οφέλη όπως της διασκέδασης, sing-along, air-guitar, της μπυροποσίας. Όταν δε, επικεντρώνεται περισσότερο στις δισολίες και τις εναλλαγές μουσικών χωρίων με μια metal νοοτροπία, τότε αυτό, στην παραδοσιακή του μορφή, αποξενώνεται από νεότερα ακροατήρια (δεν με βγάζω απ' έξω) και γενικά από κόσμο που αντιλαμβάνεται την rock μουσική με διαφορετικούς όρους.

Οι Audrey Horne όμως, συνέθεσαν έναν κιθαριστικό δίσκο για όσα άτομα βαριούνται τα μακροσκελή κιθαριστικά θέματα. Αφιέρωσε λίγο χρόνο να αναλογιστείς πως το σαρωτικό ομότιτλο άσμα ξεκινάει με ένα ξέφρενο σολάρισμα δια χειρός του άρχοντα Ice Dale, και αφού ξεμπερδέψεις με το repeat ίσως συμφωνήσεις. Σε δεύτερο χρόνο, σκέψου πως η ρεφραινάρα του "Danse Macabre" που προηγείται, επανέρχεται δριμύτερη έπειτα από το μεσαίο του μέρος. Οι Audrey Horne μας χρωστούσαν μια σύνθεση με αυτή τη θεματική, και πλέον, τα απροσδόκητα ξενύχτια που αλλάζουν ζωές, αποκτούν με τη βόρεια πηγή τους μια βαθύτερη σύνδεση.

Επιλέγοντας συνειδητά να αγνοήσω αναφορές σε ομοιότητες και επιρροές, οφείλω να επισημάνω την αφοσίωση του σχήματος στην λεπτομέρεια. Το drumming του δίσκου, με αποκορύφωμα το κτίσιμο του δραματικού, και προσωπικού αγαπημένου, "All Is Lost" είναι το καλύτερο στην έως τώρα πορεία της μπάντας, τα ρυθμικά riffs δεν σιγοντάρουν απλώς (αλλά όχι απλοϊκά) τις φωνητικές γραμμές μα ηγούνται, όπως συμβαίνει στο φινάλε του δίσκου και το "From Darkness", του οποίου η καταληκτική δισολία είναι μαγευτική.

Οι Audrey Horne έγραψαν ένα δίσκο - σύντροφο για τις έντονες νύκτες, ολίγον τι διαφορετικές από εκείνες που διακαώς περιμένουμε να βιώσουμε στα μέρη μας. Το "Devil's Bell" και οι εννέα τραγουδάρες του, όσες και οι κύκλοι της κολάσεως του Δάντη, δεν έχει σημασία αν θα αλλάξει, ή θα αναστήσει, μια σκηνή με τις δικές της ιδιαιτερότητες. Η μουσική των Audrey Horne αφορά αποκλειστικά την εσωτερική τους ανάγκη για δημιουργία, αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο. Στον έβδομο δίσκο τους, όχι απλά την διατήρησαν ακέραιη και ειλικρινή, αλλά την ενδυνάμωσαν, κάνοντας το σκοτάδι λίγο πιο γοητευτικό.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET