Death Disco Athens Festival Day 2: The Chameleons, Anne Clark, Corpus Delicti, Klangstabil κ.α. @Τεχνόπολη, 21/09/25
Η συνέχεια του Death Disco Open Air Festival υψώθηκε και στάθηκε ισάξια της πρώτης
Με τις αναμνήσεις μας ακόμη ζεστές από τη χθεσινή, πρώτη μέρα του Death Disco Athens Open Air Festival, προσήλθαμε για μια επανάληψη των συναισθημάτων για μια ακόμη μέρα στην Τεχνόπολη, όπου λάτρεις του σκοτεινού ήχου από πολλές γωνιές του πλανήτη - πράγματι, γνωρίσαμε κόσμο από πολλές διαφορετικές χώρες - μαζεύτηκαν σε έναν κοινό χώρο για να γιορτάσουν τη μουσική. Μετά από τα εκπληκτικά αποτελέσματα από άποψη προσέλευσης, διάθεσης αλλά και ποιότητας ήχου της πρώτης ημέρας, και η δεύτερη έμοιαζε πως θα ακολουθούσε τον αντίστοιχο δρόμο.
Πως να μην ανοίξει το φεστιβάλ άλλωστε με τις καλύτερες προοπτικές, όταν πρώτοι στη σκηνή εμφανίζονται οι δυο γλυκές νυχτερίδες που απαρτίζουν τους Incirrina. Το Αθηναϊκό ντουέτο κουβαλά κάτι στα σπλάχνα του που το κάνει να ξεχωρίζει, είτε εξετάσεις τον αέρα του είτε τη μουσική του. Όπως θα δει κανείς και εντός της συζήτησής μας μαζί τους προ λίγων ημερών, η βαθιά σύνδεση με τη μουσική που γράφουν, επικοινωνείται από το λόγο τους αλλά και μεταδίδεται από τη μουσική τους.
Το κυριότερο όμως χαρακτηριστικό τους είναι πως πραγματικά είναι εφευρέτες της τέχνης τους. Ίσως με τη μεγαλύτερη ποικιλία μουσικών οργάνων επί σκηνής, οι Incirrina επιστράτευσαν κάθε λογής module, synthesizer μελόντικες και theremin όπου κάθε νότα εκτελέστηκε λάηβ, συνοδεία των υπερηχητικών μοιρολογιστρικών κραυγών της Ειρήνης. Μας άρεσε πολύ ο ελληνικός στίχος στο νέο τους κομμάτι, «Κρυφό» που επιτέλους είδαμε και ζωντανά. Η εμφάνιση στο Death Disco Festival ήταν ένα τεράστιο crash test για τη νέα τους, επερχόμενη ευρωπαϊκή περιοδεία στην οποία είμαστε σίγουροι ότι θα διαπρέψουν, όσο περιμένουμε τη δισκογραφική τους επιστροφή.
Υπό τις εικόνες του Paolo Pazolini που έχει εμπνεύσει τη μουσική τους, οι υπερστιλιζαρισμένοι Spiritual Front καταλαμβάνουν το dreadbox stage. Αν κατάφερνες ποτέ να διχοτομήσεις την τεράστια προσωπικότητα του Michael Gira, θα κατέληγες με το στιλ του Simone Salvatori και το καπέλο του Giorgio Maria Condemi. Το γειτονικό ιταλικό συγκρότημα διαβαίνει για πολλά χρόνια έναν πολύ δικό του δρόμο χτισμένο πάνω στα για πολλούς λόγους σκοτεινά χαλάσματα του Neofolk, με μοντέρνα όμως τροπή, σε κάτι που ονομάζουν "nihilist suicide pop".
Και παρακολουθήσαμε ακριβώς αυτό. Σε ένα από τα ίσως πιο ιδιαίτερα με την καλή έννοια κλίματα που εκτυλίχθηκαν μπροστά μας κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ, η επιστροφή των Spiritual Front στην Ελλάδα έγινε με την τιμή που της άξιζε. "I Walk The (Dead) Line", "Dissafection", η παραλλαγή του "Jesus Died In Las Vegas" σε "..In Athens" όπως άλλωστε συνηθίζεται, αλλά και το «αστειάκι» της διασκευής του "Friday I’m In Love" που τελικά ήταν το "There Is A Light That Never Goes Out", έστρωσαν το μαύρο χαλί για να πατηθεί από ρυθμικές χορευτικές κινήσεις των ποδιών, με βάση τα αρπίσματα του Salvatori. Μετά βίας ξεκολλήσαμε, αλλά υπήρχε καλός λόγος.
Οι Klangstabil έχουν την ίδια ηλικία με εμένα. Και δεν εννοώ τα μέλη της μπάντας αλλά την ίδια την ύπαρξη του συγκροτήματος. Η συνεχής ανάγκη των μουσικών χώρων όμως για αντιδραστικές φωνές, καθιστούν το ντουέτο των Klangstabil πάντα επίκαιρο. Μπορεί μια απορία να υπήρξε για το πως θα απέδιδαν στο ανοιχτό stage, αυτή την απορία όμως οι Mauricio Blanco και Boris May την ισοπέδωσαν από τα πρώτα τους λεπτά στη σκηνή. Ο πελώριος Boris May όργωνε ξυπόλυτος τη σκηνή, ενώ ο Mauricio δούλευε κάθε λούπα που έστηνε τη βάση για τους στίχους του πρώτου.
Σε ήχους που δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένο, οι Klangstabil ήδη από τη δεκαετία του ενενήντα υψώνουν τη φωνή τους για έναν κόσμο που όλοι έχουν δικαίωμα ύπαρξης, έναν κόσμο ισότητας και την ανάγκη καθημερινής αντίστασης προς επίτευξή του. Ο May παραπονιέται δεόντως για το μεγάλο «κενό» μεταξύ σκηνής και κόσμου γιατί δεν θέλει να είμαστε μακριά – έρχεται όσο πιο κοντά μας γίνεται, καθήμενος στην άκρη της σκηνής και μας παρασύρει στους μινιμαλιστικούς ρυθμούς στους οποίους ο Blanco τον συνοδεύει. "I create, you destroy" όπως μας λένε και στο "Shadowboy", και σε αυτή τη στιχομυθία καταστροφής μας χαρίζουν μια εμφάνιση που δεν θα ξεχάσουμε εύκολα. Αγκαλιά, μιας που πλέον είναι κάτι παραπάνω από αδέρφια, υποκλίνονται και μας αποχαιρετούν (Ε.Τ.).
Aν το πρώτο Death Disco Οpen Air Festival συστήθηκε στο "σκοτεινό" κοινό της Αθήνας τότε το δεύτερο Open Air κατάφερε να γίνει η γιορτή που πάντα ο φίλος της σκοτεινής μουσικής θα ήθελε να ζήσει. Η επιτυχία του δεν βασίζεται μόνο στους ήρωες από τα παλιά αλλά και στο παρόν της μουσικής σκηνής, με έναν πλουραλισμό στις μπάντες και στους ήχους, που ενώνουν το τότε και το τώρα.
Ήταν λίγο μετά τις 20:00 όταν οι Corpus Delicti ανέβηκαν στη μικρή κλειστή σκηνή του Death Disco Festival, και η ατμόσφαιρα στο Dreadbox stage μεταμορφώθηκε σε μια σκοτεινή ωμή γιορτή – το χώρο είχαν κατακλύσει άλλωστε πληθώρα παρευρισκομένων γιατί ας μην γελιόμαστε, η δισκογραφική και συναυλιακή επιστροφή των Corpus Delicti τα τελευταία χρόνια είναι σημαντικό γεγονός. Το γαλλικό συγκρότημα, θρύλοι της post-punk σκηνής των 90s, βρέθηκαν στην Ελλάδα και πριν δύο χρόνια και σαφώς δεν τους χορτάσαμε, αλλά κι εκείνοι ανυπομονούσαν, όπως πρόσφατα μοιράστηκαν μαζί μας.
Ο τραγουδιστής Sébastien Rossé εμφανίστηκε αναπόσπαστη αμεσότητα - το βλέμμα του άλλωστε διαπερνούσε το πλήθος, σε στιγμές σκεφτόσουν ότι σου πάγωνε το αίμα. Οι επιλογές τραγουδιών τους δε, υπήρξαν απολαυστικές – το ξεσηκωτικό ρεφρέν του "Twilight" – σίγουρα έχουμε περάσει "better times" μα αντέχουμε ακόμη – ενώ τα πολυαγαπημένα "Room 36" και "Saraband" θύμισαν στους παλιούς και έμαθαν στους νέους από που πραγματικά προέρχεται μια μεγάλη μερίδα του post-punk που μεσουρανεί σήμερα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το συγκρότημα κινήθηκε ανάμεσα σε αγαπημένα κομμάτια από όλα τα άλμπουμ τους, με στιγμές που έφεραν δάκρυα συγκίνησης στους παλιούς οπαδούς, αλλά πιστεύω κατάφεραν να κερδίσουν και καινούργιο κόσμο εκείνο το βράδυ.
Τα φωνητικά ήταν καθηλωτικά, οι κιθάρες μελαγχολικές, ενώ τα μπασοτύμπανα συμπλήρωναν την εμφάνιση των Corpus Delicti με γαλλική φινέτσα και αναμνήσεις από την προ δύο ετών εμφάνισή τους στο Death Disco. Άκουσα να παραπονιούνται γύρω μου για την επιλογή να βγει η μπάντα στο μικρό κλειστό stage, για μένα η σκοτεινή αισθητική τους εκφράζεται καλύτερα σε κλειστό χώρο, αν και θα συμφωνήσω ότι ο ήχος θα ήταν καλύτερος σύμμαχος τους στην κεντρική σκηνή. (Γιώργος Καραγιάννης)
Επιστρέφοντας όμως στον κεντρικό χώρο, η Anne Clark και η - διόλου μικρή - ορχήστρα της είχαν πάρει θέση πάνω στη σκηνή για να μας χαρίσουν ένα set γεμάτο λυρισμό και ποίηση, ικανή να συγκινήσει ακόμη και τους πιο "δύσκολους" ακροατές. Φυσικά, όσοι είχαν έρθει προετοιμασμένοι να ακούσουν synth-ια, ίσως απογοητεύτηκαν ελαφρώς, ενώ το folk goth που μας παρουσίασε το σχήμα μάλλον ήταν πιο κοντά στο folk, για να μην το πω οριακά στο ethnic, και πιο μακριά από το απογυμνωμένο, ακουστικό gothic σχημάτων όπως οι Current 93.
Φυσικά, πέραν από τη γενικότερη κουβέντα που μπορεί να προκύψει σχετικά με το αν και κατά πόσο το συγκρότημα ταίριαζε στο Φεστιβάλ, όσοι το παρακολουθήσαμε από κοντά, με βεβαιότητα, παρασυρθήκαμε και αφεθήκαμε πλήρως στις μελωδίες τους που ξεχείλιζαν μουσικότητα αλλά και στις δυναμικές απαγγελίες της 65χρονης σπουδαίας δημιουργού, η οποία φάνηκε να είναι ιδιαιτέρως χαρούμενη που επέστρεφε στην Ελλάδα, την οποία χαρακτήρισε «Παράδεισο» (εμείς διατηρούμε τις επιφυλάξεις μας πάντως).
Όπως ήταν βέβαια φυσικό, όση ομορφιά και αν έκρυβαν πίσω τους τα κομμάτια που μας παρουσίασε, το ηλεκτρονικό φινάλε με τα "Sleeper in Metropolis" και "Our Darkness", τα κομμάτια δηλαδή που είχαν έρθει να ακούσουν ακόμη και όσοι δεν ήξεραν τίποτα άλλο για την δημιουργό, ξεσήκωσαν το κοινό, με τα κινητά να σηκώνονται ψηλά στην Τεχνόπολη, και το συγκρότημα να μας παραδίδει ανατριχιαστικές ενορχηστρώσεις που θα μείνουν χαραγμένες στο μυαλό μας για καιρό.
Επιστρέφοντας για τελευταία φορά στο Dreadbox Stage, το οποίο ο κόσμος είχε αισίως πλημμυρίσει, παρακολουθήσαμε τον Eddie Dark να παραδίδει δυναμικά beats και μανιασμένες ερμηνείες.
Χωρίς να παίρνει ανάσα, ο καλλιτέχνης εστίασε στο νέο του υλικό και ξεσήκωσε για τα καλά το κοινό, και ιδιαιτέρως το νεανικό, το οποίο, χωρίς αμφιβολία, βρέθηκε στην Τεχνόπολη για να τον δει ζωντανά. Φυσικά, στα πιο γνωστά του κομμάτια, όπως π.χ. το "Στοιχειώνει τη Γαλλία", κοινό και καλλιτέχνης γίναν ένα, ενώνοντας τις φωνές τους και μετατρέποντας το live του σε μια υπερβατική εμπειρία. Ασχέτως γούστων, ο Eddie Dark έχει κάνει σαφές πως είναι ένας καλλιτέχνης που αφορά πολύ κόσμο, κάτι που κατοχυρώθηκε και το βράδυ της Κυριακής στην Τεχνόπολη. Κάπου εκεί όμως, είχε έρθει η στιγμή για τους τελευταίους headliners της βραδιάς. (Α.Α.)
Στην καρδιά πλέον της δροσερής αθηναϊκής νύχτας, κάτω από τον βιομηχανικό ουρανό της Τεχνόπολης, οι The Chameleons απέδειξαν γιατί παραμένουν ένα από τα πιο επιδραστικά και αγαπημένα συγκροτήματα της post-punk σκηνής. Η εμφάνισή τους στο Death Disco Open Air Festival ήταν ο τέλειος αποχαιρετισμός στη συναυλιακή καλοκαιρινή σεζόν και η ιδανική είσοδος στο μελαγχολικό φθινόπωρο.
Ο Mark Burgess (η αλλιώς και Vox), με φωνή που κουβαλάει δεκαετίες εμπειρίας και πάθους, έδειξε πως η ηλικία δεν έχει καμία σημασία όταν η ψυχή παραμένει ανήσυχη. Άλλωστε, η ψυχή του περιέχει πολλούς τόνους πάθους για τη μουσική που δημιουργεί και πρεσβεύει απρόσκοπτα μέσα στις δεκαετίες ύπαρξης των Chameleons. Με ένα του νεύμα, η σύγχρονη εκδοχή των Chameleons έπειτα από την (δεύτερη) επανένωσή τους, αποτελούμενη από τους Reg Smithies που είναι πάντα εκεί, Todd Demma, Stephen Rice και Danny Ashberry, μοιάζει σχεδόν σαν φυσική συνέχεια της αρχικής τους σύνθεσης. Η μπάντα, στιβαρή, απέδωσε κομμάτια όπως τα υπερκλασσικά "Swamp Thing", "Up Down The Escalator" και "Second Skin" με μια φρεσκάδα που θα ζήλευαν και νεότερα συγκροτήματα.
Δεν έμειναν όμως μόνο εκεί, αφού προ λίγων ημερών κυκλοφόρησε και ο πιο πρόσφατος δίσκος τους, "Arctic Moon", από τον οποίο απολαύσαμε μερικά από τα κομμάτια του που προλάβαμε να μάθουμε και να αναγνωρίσουμε – δηλαδή "Feels Like The End Of The World" και "Saviours Are A Dangerous Thing". Ευτυχώς, το συγκρότημα δεν επικεντρώθηκε στη νέα του κυκλοφορία παρότι περιοδεύει στα πλαίσια αυτής – είχαμε άλλωστε πολύ ανάγκη στο πρόγραμμα ενός φεστιβάλ να ακούσουμε ένα set ισορροπημένο μεταξύ νέων και παλαιών κυκλοφοριών.
Ο ήχος βοήθησε μεγάλο βαθμό την εμφάνιση των Chameleons, με τις κιθάρες να πλέκουν το χαρακτηριστικό ηχητικό τους πέπλο το οποίο υφαινόταν σε συνδυασμό με τα φώτα – μια οπτικοακουστική ανάμνηση που θα μας συνοδεύει για πολλούς μήνες ακόμη. Οι συνθήκες αυτές υποστήριξαν την πληθώρα κόσμου που συγκεντρώθηκε για να συμμετάσχει στη βιωμένη εμπειρία μιας συναυλίας από τους Chameleons, που δεν ξέχασαν ποτέ ποιοι πρέπει να είναι και πως να πρεσβεύουν με τη μουσική και τα λόγια τους διαχρονικά το δίκαιο για όλους τους ανθρώπους.
Μόνο «παραστράτημα» το γεγονός πως ενώ το κοινό διψούσε για ένα encore, λίγη ακόμη μουσική, ο Vox ξαναβγήκε στη σκηνή να μας απολογηθεί καθώς ήθελε να συνεχίσει να παίζει, αλλά το αυστηρό ωράριο εντάσεων στο χώρο της Τεχνόπολης δεν επέτρεπε επέκταση της συναυλίας. Μικρό εν μέρει το κακό μα σημείωση για το μέλλον, καθώς κατά τα άλλα η διοργάνωση του Death Disco Festival υπήρξε υπόδειγμα. Οι The Chameleons ήρθαν για να μας θυμίσουν ότι η αυθεντικότητα, η ευαισθησία και η καλλιτεχνική συνέπεια μπορούν ακόμα να συγκλονίσουν - και το Death Disco Open Air Festival ήταν το ιδανικό σκηνικό για αυτή την υπέροχη υπενθύμιση. Και οι Chameleons ο επίλογος που άξιζε σε αυτό το πανέμορφο Festival. Επιβάλλεται να δώσουμε, νομίζω, ραντεβού για του χρόνου. (Γιώργος Καραγιάννης)
Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής