Δέκα συν ένα ή ένα συν δέκα; Σε κάθε περίπτωση, αν οι Leprous πριν μία δεκαετία, ήδη αρχής γενομένης με το "Coal", αλλά κυρίως με το "The Congregation" λόγω τελειοποίησης της φόρμουλας, άρχισαν να δίνουν ξεκάθαρο στίγμα για το πώς αλλιώς θα μπορούσαν να είναι το progressive metal, σήμερα, δέκα χρόνια αργότερα, μπορούμε να μιλάμε πια για ένα ξεχωριστό prog παρακλάδι, με δική του αισθητική, ήχους, έμφαση, αλλά και κοινότητα. Την πρώτη δεκαετία του 2000, το prog metal γινόταν πιο ακραίο λόγω death (λ.χ. Opeth) και hardcore επιρροών (ας πούμε Between the Buried and Me), πιο βρώμικό λόγω sludge (βλ. Mastodon), ή πιο εγκεφαλικό και ψυχρό με την σχολή που άνοιξαν οι Tool. Οι Dream Theater άρχιζαν σταδιακά να χάνουν την αίγλη τους (με τα γνωστά αποτελέσματα), όμως νέα συγκροτήματα συνέχισαν να κρατούν ψηλά τη δάδα (οι Haken θα εμφανίζονταν κι εκείνοι μετά το 2010), ενώ μία απόσχιση απ’ την μελωδική και φλύαρη γλώσσα είχε ήδη αρχίσει με μία ρυθμική, στακάτη, και τρομερά τεχνική μουσική, στο πρόσωπο των djent καλλιτεχνών (Animals As Leaders, Periphery, Tesseract, για να αναφέρουμε τα βασικά).
Από το 2010 κι ύστερα, θα αρχίσει να διαφαίνεται μία εσωστρεφής, σκοτεινή, λυρική αλλά όχι μελίρρυτη, μουσική πρόταση, με ακραία στοιχεία, που όμως μπορούσε ταυτόχρονα να γίνει συναισθηματική, απαλή, και χαμηλόφωνη. Μπορεί να υπήρχαν prog συγκροτήματα που απέκλιναν από τα δεκάλεπτα έπη, την επιδειξιομανία, την τετριμμένη ενασχόληση με θέματα αυτοπραγμάτωσης και επιστημονικής φαντασίας, όπως οι Pain of Salvation που τάραξαν τα νερά με το "Scarsick" και τα διδυμάκια "Road Salt", ή οι Katatonia, που έπιναν συχνά νερό απ’ τις progressive rock και ηλεκτρονικές πηγές και αποτέλεσαν εφαλτήριο για το τι θα ακολουθούσε. Εκείνα, όμως, είτε αναγκάστηκαν να απεκδυθούν - έστω εν μέρει- τον prog μανδύα τους, είτε προσκολλήθηκαν σε πιο alternative είδη για να δημιουργήσουν υβρίδια. Έτσι, δεν θα ίσως άδικο να πούμε ότι οι Leprous, με την δημοσίευση του "The Cloak" ως single απ’ το "Coal" το 2013 έγραψαν ιστορία.
Ξαφνικά, η prog μουσική έγινε μελωδική, βαριά, ρυθμική, συναισθηματική, εσωστρεφής αλλά και γεμάτη φαλτσέτα, είχε μικρές διάρκειες, σαφείς δομές, πολλές και περίτεχνες συγχορδίες, αλλά ελάχιστα σόλο, πλούσιες ενορχηστρώσεις, πλήκτρα, synths, όμως επ’ ουδενί δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί rock. Μέσα σε τρεις δίσκους (και δυο demos), η νεαρή μπάντα που συμπλήρωνε τον Ihsahn στα live του, από εκεί που έψαχνε τον εαυτό της στις επιρροές της, μετατράπηκε σ’ ένα μεγαθήριο έμπνευσης με πολλά καντάρια μουσικής γνώσης (το "Bilateral" θα στέκει πάντα ως κορωνίδα του σύγχρονου prog), κι ύστερα σ’ ένα πρωτοπόρο σχήμα που δεν έβρισκε τη δική του γλώσσα, αλλά επιχειρούσε να δημιουργήσει μία νέα.
Κι ας μοιάζουν οι κοφτές κιθάρες στα περίφημα outro ενός "Harlequin Forest" και "Deliverance" - σαφώς κι οι Opeth αποτέλεσαν κομβικό σημείο έμπνευσης για τους Νορβηγούς - τίποτα δεν θύμιζε το progressive metal όπως παιζόταν μέχρι τότε. Κι ύστερα ήρθε το "The Congregation" το 2015, όπου, με την συμμετοχή του Baard Kolstad μπόρεσε να αναδείξει ακόμη περισσότερο την επιθετικότητα των Leprous και την ρυθμική, σχεδόν ρομποτική, ραχοκοκαλιά τους. Το "Malina" (2017) με την προσθήκη του Raphael Weinroth-Browne στο τσέλο έστρεψε το βλέμμα σε ήπιες, εσωτερικές, και λυρικές μορφές του όγκου και του ρυθμού. Θα πω ότι μέχρι και το "Pitfalls" (2019), που οι Leprous ξεδιάντροπα στράφηκαν στο trip hop και την pop, υπήρχε ένας αδιάκοπος πειραματισμός με τα όρια, που δεν έδειχνε πού θα μπορούσε να καταλήξει.
Σαφώς, αυτή η μεσουράνηση των Leprous δεν περιορίστηκε στους ίδιους. Σταδιακά, το είδος άρχισε να αναπνέει ξανά, και αργά ή γρήγορα ακολούθησαν πολλοί καλλιτέχνες που είτε γοητεύτηκαν από αυτή τη νέα γλώσσα, είτε την αξιοποίησαν για να διευρύνουν τα εργαλεία τους. Έτσι, μέσα σε μία δεκαετία, μπόρεσε να γίνει κομμάτι της συλλογικής prog συνείδησης ένας ήχος που είχε κόψει τον ομφάλιο λώρο με τα στερεότυπα του είδους, παρ’ όλο που συνέχιζε να είναι εγκεφαλικός και τεχνικός. Πιο κοντά στην ηλεκτρονική μουσική, με έντονα μπάσα, πλούσια synths, φωνητικές γραμμές που απομακρύνονται από τις ιερές τσιρίδες του power metal, σύντομους, κατακερματισμένους στίχους (και τίτλους κομματιών), και με μία λατρεία στις pop ευαισθησίες, πράγμα ανήκουστο για τον ελιτισμό του progressive metal, που πάντα αναγνώριζε στην pop δομή και κουλτούρα τον αντίποδά της. Ακόμη και παλιές καραβάνες δεν άργησαν να καταλάβουν ότι αυτός είναι ένας ήχος που αξίζει να εξερευνηθεί, κι έτσι προέκυψε ένα "Panther", ή φέτος το "Hopium" των Kingcrow.
Σ’ αυτόν τον οδηγό αποφασίσαμε, εν όψει της επερχόμενης συναυλίας των Leprous στο Λυκαβηττό μαζί με τους Opeth στα πλαίσια του Rockwave Nights, να μιλήσουμε για την ιστορική σημασία αυτού του συγκροτήματος, χωρίς όμως να εστιάσουμε αποκλειστικά σ’ αυτούς, αλλά και σε επιγόνους/απογόνους, που κατάλαβαν από νωρίς ότι η πρόοδος πρέπει να επανέλθει, έσπασαν τα καλούπια, και γέννησαν κάτι νέο, κάτι καινοτόμο, κάτι που έδωσε ξανά στο progressive metal δικαίωμα να χρησιμοποιεί και πάλι το όνομά του. Θα μπορούσαμε να είχαμε συμπεριλάβει πολλά παραπάνω, όμως επιλέξαμε μία ισορροπία μεταξύ γνωστών και άγνωστων ονομάτων, τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό, σαν έναν μικρό οδηγό του πού να προσανατολιστείτε αν οκτώ δίσκοι Leprous (σύντομα έρχεται κι ο ένατος) δεν αρκούν. [M.K.O.]
LEPROUS
Όσο περνάνε τα χρόνια, τόσο πιο δύσκολα θα μπορούμε να μιλάμε για genre-defining καλλιτέχνες, κάτι που είναι φυσιολογικό. Οι Leprous είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις συγκροτημάτων που η μουσική τους προσέγγιση κατάφερε τα τελευταία χρόνια να στρίψει - έστω και λίγο - την πυξίδα του προσανατολισμού του πιο συναρπαστικού ιδιώματος της σκληρής μουσικής: του progressive metal. Το διόλου ευκαταφρόνητο αυτό επίτευγμα προέκυψε βήμα-βήμα έχοντας συγκεκριμένους πυλώνες που τους χαρακτηρίζουν όπως: τα ιδιαίτερα φωνητικά του Einar Solberg, τα syncopated παιξίματα σε περίεργα μέτρα με τα staccato riff, το εντυπωσιακό drumming του Baard Kolstad (από τότε που μπήκε στην εξίσωση), και καταφέρνοντας μέσα από όλα αυτή η εστίαση να παραμένει στις ίδιες τις συνθέσεις. Κυρίως, όμως, μεγάλωσαν πολύ για δυο λόγους: γιατί έβγαλαν ένα σερί πέντε καταπληκτικών άλμπουμ από το "Bilateral" ως το "Pitfalls", και γιατί κάθε φορά που ανεβαίνουν στη σκηνή μοιάζουν όλο και πιο εντυπωσιακοί. [X.K.]
Agent Fresco
Οι Ισλανδοί Agent Fresco είναι σίγουρο ότι δεν βιάζονται. Έβγαλαν το ντεμπούτο άλμπουμ τους το 2010 και το υπέροχο δεύτερο άλμπουμ τους, το "Destrier", πέντε χρόνια μετά. Έκτοτε κοντεύει να κλείσει δεκαετία κι ακόμα περιμένουμε το επόμενο δισκογραφικό βήμα, αλλά που θα πάει θα βγει... Παρά τους αποτρεπτικά αργούς παραγωγικούς ρυθμούς του, το όνομά τους παραμένει φρέσκο (pun intended) στις συζητήσεις του prog χώρου, καθώς αυτό το μίγμα art, alternative, progressive που είναι άλλοτε rock κι άλλοτε metal είναι σπάνιο και περιζήτητο. Περισσότερο μου φέρνουν στο νου τους τεράστιους Dredg παρά τους Leprous είναι η αλήθεια, αλλά έχουν κάτι κοινό στυλιστικά και καλλιτεχνικά με τους δεύτερους. Κι άλλωστε ως support στους Leprous τους είδαμε ζωντανά και μας μάγεψαν ακόμα περισσότερο, κάνοντάς μας να επιζητούμε ακόμα πιο διακαώς το πολυπόθητο τρίτο άλμπουμ... [X.K.]
Bent Knee
Ανορθόδοξη επιλογή, ή και όχι, μιας και οι Βοστονέζοι μπορεί μεν να είναι μία πιο αρτιστίκ πρόταση, ταιριαστή για Tiny Desk Concerts, κι ωστόσο σκάβουν το ίδιο βουνό με τους Νορβηγούς, απλώς απ’ την αντίθετη πλευρά. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μέχρι προσφάτως κιθαρίστας τους και ιδρυτικό μέλος, Ben Levine, μετά την έξοδο του οποίου το συγκρότημα πήρε μία πολύ πιο hyper-pop τροπή, συνεργάστηκε στον προσωπικό δίσκο του Einar Solberg,
"16". Ως το
"You Know What they Mean" (2019), όμως, η μελωδικότητα είναι παρούσα διαρκώς, με μία έμφαση στις κορυφώσεις, στα ρυθμικά παιχνίδια, και με τις pop ευαισθησίες να μοιράζονται ισόποσα με jazzy και noise ιντερλούδια, και φυσικά τη φωνάρα της Courtney Swain να τα γκρεμίζει όλα – όλα! Ό,τι λείπει στον rock χαρακτήρα τους από metal βάρος, το αντισταθμίζουν με συνθετικό βάθος, κι ως εκ τούτου οι Bent Knee δεν είναι απλώς υπολογίσιμη δύναμη στον κόσμο του progressive, αλλά αποτελούν εμπροσθοφυλακή. [M.K.O.]
Ihlo
Εδώ μπαίνουμε σε πιο djenty νερά, χωρίς όμως οι Ihlo να μπορούν να κατηγοριοποιηθούν εύκολα στο συγκεκριμένο υπο-είδος. Πιο μαλακοί, συναισθηματικότεροι, και χωρίς την γωνιώδη ψύχρα στις κιθάρες, οι Ihlo καταφέρνουν να κερδίζουν τις εντυπώσεις τόσο για το εξαιρετικό συνθετικό τους ταλέντο, όσο και για το αβίαστο αμάλγαμα επιρροών. Κερδίζουν από τα αποδυτήρια μία θέση στον παρόντα οδηγό, παραμένοντας απολαυστικά αέρινοι, παρά την εμφανή τεχνική και τον όγκο των συνθέσεων. Πάνε πέντε χρόνια από το ντεμπούτο
"Union" και μία επιστροφή ίσως να μην αργήσει, μιας και πολύ πρόσφατα ανακοίνωσαν ότι ο διάδοχος εγκυμονείται. [M.K.O.]
Maraton
Κι αν βάζαμε σε ένα τσουκάλι τα κοψίματα των Leprous, το λυρισμό των Muse και την τρέλα των Mars Volta; Pop αισθητική με proggy δεξιοτεχνία; Κάπως έτσι ορίζεται το “bubblegum prog” των Νορβηγών Maraton. Σε μόλις δυο άλμπουμ, έχουν ήδη καταφέρει να ορίσουν ένα δικό τους ηχητικό αποτύπωμα. Στο
"Unseen Color", έχοντας βρει τα πατήματά τους πλέον, αποτινάσσουν τον όποιο δισταγμό και αφήνουν την pop πτυχή τους να επικρατήσει, σμιλεύοντας κάτι απροκάλυπτα πιασάρικο αλλά με μπόλικο ζουμί για τους progsters. Μπάντα με προσήλωση, χαρακτήρα και όραμα που έχει τα εχέγγυα για crossover πέραν του prog χώρου. Κυρίως βέβαια, έχει
κομματάρες, κι αυτό ειναι που μένει στο τέλος της μέρας. [Ν.Κ.]
Mother Of Millions
“Rise, Evolve!” - Αν μια μπάντα ενσαρκώνει το μότο της, είναι οι Mother Of Millions. Κάθε βήμα τους, ένα βήμα προς την εξέλιξη. Από το πρώιμο
"Human" και τα πρώτα δείγματα ιδιαιτερότητας, στο
"Sigma" που έδειξε ένα πρόσωπο αποφασισμένο και διψασμένο, τους έκανε να ανοίξουν τα φτερά τους και να τραβήξουν τα βλέμματα σε όλο τον κόσμο. Στο
"Artifacts", ως μια αδιαμφισβήτητη πλέον δύναμη στο χώρο του “μοντέρνου” prog, έπαιζαν πλέον μόνοι τους στον κόσμο που έχτισαν. Η αναπάντεχη απώλεια του Μάκη, όσο οδυνηρή ήταν, τόσο πείσμωσε τη μπάντα να συνεχίσει για να εκπληρώσει το συλλογικό καλλιτεχνικό όραμα. Με το κινηματογραφικό στοιχείο να πρωταγωνιστεί σε όλο το εύρος του ήχου τους, και το συναίσθημα να είναι η βασική κινητήρια δύναμη της σύνθεσής τους, συνεχίζουν το δύσκολο δρόμο που χάραξαν. Αυτόν της πίστης στην τέχνη τους. [Ν.Κ.]
Ophelia Sullivan
Τι θα ήταν μία λίστα προτάσεων αν δεν είχε κάποια deep cuts; Ως τέτοιο θεωρώ τo non-binary καλλιτεχνό Ophelia Sullivan, που μόλις τον περασμένο Οκτώβριο κυκλοφόρησε το προσωπικό ντεμπούτο του, έχοντας πίσω του τα projects Aphexia και Ecstasphere, αφιερωμένα σε heavy electronica. Στο "Disposable Identity" η μουσική είναι σκοτεινή, με το ηλεκτρονικό στοιχείο να πλέκεται μαεστρικά με την κλασική ενορχήστρωση, με τις κιθάρες να δίνουν έναν ακόμη τόνο βάρους και έντασης. Η φωνή μπορεί να θυμίζει Bjork, όμως η γενικότερη αισθητική έρχεται κοντύτερα στην ύστερη εποχή των Leprous, με το προσωπικό, αυτοαποκαλυπτικό στοιχείο να μπαίνει σε πρώτο πλάνο, σε μία ενασχόληση με την τέχνη ως αφήγηση και κατασκευή του εαυτού. [M.K.O.]
Playgrounded
Φέρνοντας στο προσκήνιο το sound design και την ατμόσφαιρα, οι Playgrounded έκαναν αίσθηση στον ευρύτερο χώρο του prog / post rock & metal, με μια αρκετά διαφορετική προσέγγιση από τις περισσότερες μπάντες “του συναφιού”. Επαναλαμβανόμενα μοτίβα, ηλεκτρονικά στοιχεία που αιωρούνται ανάμεσα σε κύματα από κοφτά riff, χτίζουν κάτι απόκοσμο, αλλά ταυτόχρονα και σαγηνευτικό. Το "
The Death Of Death" ήταν η (μέχρι τώρα) κορυφή που μένει να ξεπεραστεί με το όποιο επόμενο δισκογραφικό βήμα. [Ν.Κ.]
Port Noir
Οι Σουηδοί Port Noir μπλέκουν το prog rock με στυλάκια παρμένα από την contemporary hip-hop/pop πριν από τους Sleep Token. Το 2019 με το τρίτο τους άλμπουμ
"The New Routine" δαγκώσαμε την γλώσσα μας και το
"Cuts" του 2022 τους είδε να αγκαλιάζουν ακόμα περισσότερες alternative επιρροές. Στο μέλλον ίσως αναχωρήσουν εντελώς από την prog rock αγκαλιά μας, για την ώρα όμως παραμένουν από τους πιο ενδιαφέροντες απογόνους των Leprous, θα λέγαμε μάλιστα πως είναι από τους λίγους που είναι τόσο πολυδιάστατοι: pop, alt rock, prog, djent και ηλεκτρονικά περάσματα, οι Port Noir τα έχουν όλα, ενωμένα κάτω από τόνους ταλέντου και προσωπικότητας. Η διαρκής τους εξέλιξη μάλιστα από δίσκο σε δίσκο μας κάνει να πιστεύουμε πως ίσως, ίσως, το εκρηκτικό αυτό trio έχει πολλές εκπλήξεις ακόμα να μας χαρίσει και, ενδεχομένως, τουλάχιστον ένα μεγάλο άλμπουμ. Εξάλλου, όπως και οι υπόλοιποι της λίστας, πρόκειται για ένα νέο σχετικά γκρουπ (πρώτο άλμπουμ το 2013) οπότε, έχουμε κι εμείς το δικαίωμα της μεγάλης προσδοκίας. [Α.Κ.]
Rendezvous Point
Απ' όλες τις μπάντες της λίστας μας, οι Νορβηγοί Rendezvous Point είναι ίσως η πιο προφανής επιλογή, όντας εξαιρετικά κοντά στο στυλ των Leprous - με τους οποίους εξάλλου μοιράζονται τον θεό των τυμπάνων Baard Kolstad. Αυτή η συνεχής και επίμονη σύγκριση όμως ίσως και να τους αδικεί. Οι Rendezvous Point έχουν τα δικά τους χαρίσματα, τον δικό τους πολύ καλό τραγουδιστή (Geirmund Hansen) και τις δικές τους ωραιότατες συνθέσεις να απλώνονται στα τρία ως τώρα άλμπουμ τους: το "Solar Storm" του 2015, το
"Universal Chaos" του 2019 και το ολόφρεσκο
"Dream Chaser" με τα φιλόδοξα hooks του. Αν θες κοφτά riffs σε σύντομες και σαφείς συνθέσεις, ωραία μεγάλα ρεφρέν και μια ατμόσφαιρα που βρίσκεται κάπου ανάμεσα στην prog/pop και την εγκεφαλικότητα, οι Rendezvous Point ίσως σε αγκιστρώσουν. Απομένει να δούμε αν μπορούν να πετάξουν ακόμα ψηλότερα και σε πιο δικούς τους ουρανούς. [Α.Κ.]
Vola
Μια λέξη που ερχεται πάντα στο μυαλό ακούγοντας τη μουσική των Vola, ειναι “φρεσκάδα”. Οταν από το πρώτο άλμπουμ παρουσιάζει κάτι με χαρακτήρα, και σε κάθε επόμενο βήμα παρουσιάζεται ολοένα και πιο πειραματική χωρίς όμως να χάνει αυτό το “κάτι”, τότε σίγουρα ξεχωρίζει. Οι Vola έχοντας σταθερά ανοδική πορεία και με εμπορική και καλλιτεχνική κορυφή το
"Witness", έχουν δημιουργήσει μια αιθέρια μουσική που ακροβατεί μεταξύ pop, υπερ-heavy (σχολής Meshuggah) κοφτών riffs, και synths που λοξοκοιτάνε προς electro. Ενας συνδυασμός που με έναν μαγικό τρόπο δουλεύει υποδειγματικά. Εν αναμονή του "Friend Of A Phantom", με τα
πρώτα δείγματα να δείχνουν οτι η ανοδική πορεία τους θα συνεχιστεί ακάθεκτη. [Ν.Κ.]