"In my Room": Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νιόνιο
Σκέψεις με αφορμή τον θάνατο του Διονύση Σαββόπουλου
Και να που ξεκινάμε να γράφουμε κείμενα για τον Διονύση Σαββόπουλο σε παρελθοντικό χρόνο, μια συνθήκη θλιβερή αλλά δεδομένη για όλους. Αλλά πως να μιλήσεις και να γράψεις για έναν δημιουργό που ταύτισε τόσο πολύ την πορεία του με την πορεία αυτής της χώρας; Και με αυτό δεν αναφέρομαι μόνο στο καλλιτεχνικό του εκτόπισμα αλλά στον τρόπο που η πορεία του Σαββόπουλου κινείται παράλληλα με τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές της Ελλάδας.
Από την αντίσταση στη Χούντα στη δικαίωση της Αριστεράς, και από τον πατριωτισμό του ΠΑΣΟΚ και τη νεο-ορθόδοξη φιλοσοφία του Ράμφου στη στροφή προς τον συντηρητισμό και την ταύτιση με τις αρχές (ακόμη και τις πιο αντιδραστικές) της δεξιάς παράταξης, ο Σαββόπουλος υπήρξε το πιο εύστοχο παράδειγμα του Έλληνα boomer και της πορείας του από την μια μεριά του αστικού πολιτικού τόξου στην άλλη, μια πορεία που αντίστοιχα περπάτησαν και πάρα πολλοί από τους “εκδρομείς του ‘60”.
Σχεδόν κανένας βέβαια δεν μπορεί να συγκριθεί με τον Σαββόπουλο, ο οποίος λατρεύτηκε και στη συνέχεια λοιδορήθηκε όσο λίγοι, λόγω των επιλογών και των δηλώσεων που έκανε κατά καιρούς. Και αυτό γιατί κανένας, ή έστω ελάχιστοι, δεν διέθεταν το εκτόπισμα του και την ικανότητά του να γράφει (και να αντιγράφει φυσικά όπως κάνουν όλοι οι μεγάλοι) τραγούδια που κρύβουν μέσα τους μια αλήθεια βαθιά ελληνική, όχι εθνική αλλά συμπεριληπτική και ριζοσπαστική, μια αλήθεια που, για μια περίοδο τουλάχιστον, εξέφρασε τις αγωνίες του λαού του πρωτοπόρου, του περιθωριακού, του καθημερινού, αλλά και τις μειοψηφίες, “τάγματα ξυπόλυτα” όπως τις είχε χαρακτηρίσει.
Κι αυτό δεν αφορά μόνο την κοινωνική του απήχηση αλλά και το καλλιτεχνικό του έργο. Γιατί κανένας λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως η διαδρομή του Σαββόπουλου από το “Φορτηγό” μέχρι το “Η Ρεζέρβα” είναι κορυφαία και, όσον αφορά τη συνέχεια, ο καθένας βάζει τη δική του γραμμή. Πάντως, σίγουρα, στα 22 του, ο Νιόνιος ήταν ήδη ολοκληρωμένος δημιουργός. Και πολύ σύντομα θα γινόταν αυτός ο δημιουργός που θα εξέφραζε μια (ή ίσως και περισσότερες) ολόκληρες γενιές.
Γιατί, μετά τον Bob Dylan, ο Σαββόπουλος αφομοίωσε την ψυχεδέλεια και το rock και τα έδεσε με την παράδοση, με το νέο κύμα, με το λαϊκό τραγούδι, βάζοντας ένα λιθαράκι (που περισσότερο μοιάζει με ογκόλιθο) στον διάλογο ανατολής και δύσης, που αποτελεί και τον πιο ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου, πυρήνα του ελληνικού τραγουδιού. Τον δρόμο αυτό ακολούθησαν κι άλλοι πριν, από τον Γούναρη μέχρι τον Τσιτσάνη, και πάρα πολλοί μετά, από τον Σιδηρόπουλο και τον Πανούση μέχρι τους VIC, αλλά κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πως θα εξελίσσονταν τα πράγματα αν δεν υπήρχε ο Σαββόπουλος.
Και ξεκίνησα από τη μουσική καθώς οι στίχοι του έχουν αναλυθεί εκτενώς, ίσως και περισσότερο από τις συνθέσεις του, κάτι σπάνιο για έναν τραγουδοποιό του βεληνεκούς του και, δικαιολογημένα, ένα από τα πιο συχνά παράπονά του. Λογικό κι επόμενο φυσικά καθώς ο τρόπος που έγραφε ο Σαββόπουλος ήταν μοναδικός. Ένα κράμα υπερρεαλισμού, Lennon-ικής και Dylan-ικής στιχουργικής, ποίησης, και λαϊκής αφήγησης που είτε αναφερόταν σε πολιτικούς αγώνες, είτε στον έρωτα, ήταν απολύτως αφοπλιστικός.
Παρόλο βέβαια τις σπουδαίες καλλιτεχνικές του καταθέσεις αλλά και το γεγονός πως – λίγο ή πολύ – πολιτικά ακολούθησε μια πορεία που ακολούθησαν πάρα πολλοί συνομήλικοί του, η στροφή που πήρε με το “Τραπεζάκια Έξω” και κορυφώθηκε με το απερίγραπτο “Κούρεμα”, όχι απλά δεν του συγχωρέθηκε ποτέ, αλλά έγινε αντιληπτή ως προδοσία (με το κοινό να φεύγει από τις συναυλίες και να σπάει τους δίσκους του), έννοια βαριά για έναν καλλιτέχνη που, στο τέλος της ημέρας, ούτε όφειλε, ούτε επιβαλλόταν να ζήσει με βάση τα standards που το κοινό του είχε θέσει για αυτόν. Εξάλλου, λίγο αργότερα, στο “Μην Πετάξεις Τίποτα”, που αποτελεί και μια πιο ψύχραιμη αναδρομή της πορείας του, τα είπε και ο ίδιος όπως τα πίστευε: «Βρήκα τ' όνειρό μου σε γραμμές πολιτικές και το πήγα πέρα απ' αυτές».
Κάποιοι βέβαια, δικαίως, θα έλεγαν πως εκεί που το πήγε δεν ήταν και το πιο όμορφο μέρος. Ο πόλεμος που κήρυξε στη Φρίντα Λιάππα (και η τάπες από τον Ραφαηλίδη), οι δηλώσεις του για μετανάστες και τοξικοεξαρτημένους, οι Ολυμπιακοί Αγώνες, η Καλομοίρα (“Και ποια θέλατε να έβγαζα; τη Φαραντούρη;” είχε πει τότε), και η πλήρης σύμπνοια του, σε βαθμό φανατισμού, με τον σημερινή κυβέρνηση, είναι δείγματα ενός ανθρώπου που, όχι μόνο αρνείται την κληρονομιά του, αλλά, επίμονα, προσπαθεί να την συντρίψει στη συνείδηση όλων αυτών που την θεωρούν πολύτιμη. Σε βαθμό που, όπως π.χ. στην περίπτωση του Αρκά, πολλοί ήδη τον είχαν κηρύξει νεκρό πολύ πριν το χθεσινό του τέλος.
Ο Σαββόπουλος και μετά από όλα αυτά βέβαια συνέχισε να κάνει ενδιαφέροντα πράγματα. Είτε αν πιάσουμε το ”“Ο Χρονοποιός”, είτε το “Ο Πυρήνας”, είτε το “Ο Σαμάνος”, θα ανακαλύψουμε υπόγειες διαδρομές του Σαββοπουλικού μύθου που, ίσως ασυνείδητα (;) και από τον δημιουργό τους, συνέχισαν να ενυπάρχουν στο έργο του. Παράλληλα, χωρίς αμφιβολία, το “Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι”, η τηλεοπτική εκπομπή που παρουσίαζε τη δεκαετία του ’80, έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην ανάδειξη νέων δημιουργών αλλά, κυρίως, στην παγίωση της αντίληψης πως υπάρχει ένα πράγμα ενιαίο και συνεχές, με όλες τις παραλλαγές του, που λέγεται ελληνικό τραγούδι και που μπορεί να είναι, συγχρόνως, rock και λαϊκό και τόσα μα τόσα άλλα πράγματα.
Όπως εξάλλου και ο ίδιος ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε τόσα μα τόσα διαφορετικά πράγματα. Ο νεαρός που συμμετέχει στην ΕΔΑ και στην δημιουργία της ΕΦΕΕ και παρατάει τη Νομική για να ασχοληθεί με το τραγούδι και κυκλοφορεί το “Φορτηγό”, ο αντιστασιακός που συλλαμβάνεται και βασανίζεται στη Μπουμπουλίνας, δημιουργεί τα Μπουρμπούλια, αφουγκράζεται το rock και μεσουρανεί στο Rodeo και στο Κύτταρο, ο σατυρικός καλλιτέχνης που σταδιακά αποτραβιέται από τα αριστερά δόγματα αλλά, παράλληλα δημιουργεί το “Αχαρνής”, το “Happy Day”, και μας συστήνει μια ολόκληρη νέα γενιά δημιουργών, ο νέο-ορθόδοξος οικουμενικός καλλιτέχνης που γεμίζει το Παλαί ντε Σπορ και υμνεί τα τρία στάδια της συνέχειας του ελληνικού έθνους, αλλά και ο άνθρωπος που θα διχάσει, σχεδόν στοχευμένα, το κοινό του με τη στάση του και τη συμπεριφορά του με αποτέλεσμα να τον υμνούν σήμερα (και) οι απόγονοι αυτών που τον έδερναν τη δεκαετία του ’60.
Και για αυτό είναι δεδομένο πως κομμάτια της κληρονομιάς του Σαββόπουλου ανήκουν σχεδόν σε όλους, κάτι που τελικά ίσως και να ήταν και αυτό που ο ίδιος επιδίωκε. Φυσικά, αν με ρωτάτε, ένα τεράστιο κομμάτι από αυτούς που κλαίνε και θρηνούν σήμερα είναι αδύνατο να αντιληφθεί το όλον του Σαββοπουλικού έργου. Και αυτό γιατί αυτό τους ξεπερνά και είναι αδύνατο να τους αγγίξει. Αντίστοιχα βέβαια, ένα μεγάλο μέρος του αριστερού ακροατηρίου βρήκε ευκαιρία σήμερα να μας θυμίσει όλα του τα στραβά λες και δεν ήταν ήδη γνωστά ή λες και τα ξεχάσαμε και να κοτσάρει ξανά αυτό το ανυπόφορο “τα στερνά τιμούν τα πρώτα” το οποίο αποτελεί μία από τις πιο υπερφίαλες μπούρδες εκεί έξω αφού, οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος, καταλαβαίνει πως τα στερνά αφορούν τα στερνά και τα πρώτα τα πρώτα και αυτά δεν μπλέκονται απαραίτητα, ούτε αλληλοεπηρεάζονται γιατί ένα ηρωικό παρελθόν παραμένει ηρωικό οποίο και αν είναι το μέλλον, όποιον και αν είναι το τέλος.
Όπως και να έχει, για να μην παρεξηγηθώ, όλα αυτά είναι καλοδεχούμενα. Άλλοι πενθούν, άλλοι λοιδορούν, και άλλοι μπορεί και να πανηγυρίζουν. Δεν χρειάζεται όλοι να αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο. Το βέβαιο όμως είναι πως ελάχιστους τους αφήνει αδιάφορους το πέρασμα του Διονύση Σαββόπουλου στην άλλη πλευρά.
Και καθώς θα καταλαγιάζει η σκόνη, ας ελπίσουμε το έργο του να είναι στο τέλος αυτό στο οποίο θα μπορούμε να εστιάσουμε ώστε οι επόμενες γενιές, πολύ μετά από αυτή την ταλαίπωρη μεταπολιτευτική Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, να συνεχίσουν να το ανακαλύπτουν και να το επαναπροσεγγίζουν. Γιατί στο τέλος της ημέρας, το έργο του Σαββόπουλου είναι μέρος της ιδίας μας της ιστορίας και, μας αρέσει, δεν μας αρέσει, νομίζω πως καλό είναι να την ξέρουμε.