«A Buyer's Guide»: Mastodon
Οδηγός δισκογραφίας για μια από τις καλύτερες μπάντες της τρέχουσας χιλιετίας
«Αν οι Mastodon ήταν ανάλογα καλοί στα live τους, θα ήταν άδικο για τις υπόλοιπες μπάντες» μου είχε πει πριν καιρό ένας καλός (μουσικό)φίλος και δεν έχει καθόλου άδικο. Έχοντας περάσει από χίλια κύματα ("Leviathan" pun intended), τα τέσσερα - αμετάβλητα μέχρι πρότινος - μέλη των Mastodon μπορούν να καυχιόνται ότι ελάχιστοι τους κοιτάζουν κατάματα όσον αφορά στο επίπεδο των δισκογραφικών τους έργων, εδώ και μια εικοσαετία.
Έχοντας μια σαφή προοδευτική τάση όσον αφορά τον ήχο και την εν γένει προσέγγισή τους, η διαδρομή από το πιο ακραίο (ηχητικά και τεχνικά) επίσημο ντεμπούτο του "Remission" και την sludgy προσέγγιση του "Leviathan" που τους έφερε στο παγκόσμιο προσκήνιο, ως την καθολική αναγνώριση του "Crack The Skye" ως ένα από τα υπέρτατα progressive metal άλμπουμ όλων των εποχών και το θρηνητικό και τεράστιο/διπλό "Hushed And Grim", οι Mastodon έμοιαζαν με μια μπάντα που κάθε φορά αναζητούσε και επεδίωκε να πατήσει νέες κορυφές.
Με μοναδικό χαρακτηριστικό ότι τα τρία από τα τέσσερα μέλη μοιράζονταν σχεδόν ισόποσα τα φωνητικά στα τραγούδια τους, έχοντας όλοι τελείως διαφορετική προσέγγιση μεταξύ τους, προσφέρουν ένα μοναδικό συνδυασμό ηχητικών χρωματισμών ανάλογα με το ποιος βρίσκεται στο ερμηνευτικό επίκεντρο. Η βαθιά φωνή και οι φωνές του (μπασίστα) Troy Sanders συχνά εναλλάσσονται με την μελωδική και πιο τεχνική φωνή του (drummer) Brann Dailor, ενώ ο υπέροχα προβληματικός (lead κιθαρίστας) Brent Hinds, προσέφερε συνήθως τις πιο ιδιαίτερες και φορτισμένες ερμηνείες. Αλλά, πάντα, το οπλοστάσιο της μπάντα είχε ως εφαλτήριο τα riff (συνήθως του Bill Keliher).
Πολύ συχνά η κουβέντα μπορεί να πήγαινε στις προκλητικές (ως και προσβλητικές) δηλώσεις του Hinds, κυρίως για άλλους μουσικούς, ενώ ακόμα πιο συχνά κατηγορούνται ότι η χύμα νοοτροπία που έχουν (σε συνδυασμό με κάποιες τεχνικές δυσκολίες όπως το να παίζει τόσο απαιτητικά drums και ταυτόχρονα να τραγουδάει ο Dailor) είχαν ως αποτέλεσμα ο ήχος και η απόδοση στις συναυλίες τους να μοιάζουν (και να είναι) πολύ χαμηλότερα των προσδοκιών.
Η αλήθεια, όμως, είναι μια: τα τραγούδια είναι αυτά που μένουν στο τέλος. Κι αυτό που έχουν καταφέρει οι Mastodon μέσα σε μια εικοσαετία δισκογραφίας, είναι κάτι που το έχουν καταφέρει ελάχιστοι σε συνθετικό επίπεδο.
Πάμε, λοιπόν, να δούμε πως κατατάσσουμε την ως τώρα δισκογραφική πορεία τους και να θυμηθούμε κάποια πράγματα για κάθε μια εκ των παρουσιαζόμενων δουλειών. (ΧΚ)

Crack The Skye
(Reprise, 2009)
Και μόνο να δοκιμάσεις να προφέρεις ότι είναι ένα «απλά πολύ καλό άλμπουμ», θα σε πιάσουν τα γέλια. Εκκινώντας ένα μοτίβο που θα επαναλάμβαναν στο μέλλον, οι Mastodon εμπνέονται απ' τον θάνατο και την απώλεια (εν προκειμένω της Skye Dailor, αδερφής του ντράμερ Brann Dailor, που αυτοκτόνησε στα 16 της), και με την κεκτημένη ταχύτητα των τριών προηγούμενων δίσκων, αγγίζουν την τελειότητα. Όχι, δεν είναι τραχείς όπως στα ξεκινήματά τους, καθώς οι prog πειραματισμοί έχουν αφομοιωθεί πλήρως, όμως κάνουν μία τρομερή διεύρυνση του ήχου τους. Sludge και progressive metal έχουν έρθει σε αρμονική συνύπαρξη, δίνοντας συναίσθημα, οργή, πόνο, τεχνική, μελωδίες. Το άλμπουμ που αντιστοιχούσε στον «αιθέρα» των τεσσάρων στοιχείων, έμελλε να καθιερώσει τους Mastodon ως κορυφή της σύγχρονης μεταλλικής σκηνής, με κομμάτια που συναγωνίζονται το ένα το άλλο για τις πιο cool στιγμές. Τέσσερις νότες θέλει το "Oblivion" για να σε υπνωτίσει και να σε παρασύρει στη χωροχρονική δίνη της ψυχεδελικής πλοκής του άλμπουμ. Από εκεί και πέρα δεν υπάρχει επιστροφή: ούτε για σένα, ούτε για τον ήρωα της ιστορίας, ούτε για τη Skye, ούτε και για τους Mastodon, που έραψαν τα ονόματά τους στην ιστορία με χρυσή κλωστή. (ΜΚΟ)

Leviathan
(Relapse, 2004)
Αν έπρεπε να μαζευτούμε όλοι οι συντάκτες αυτού του site και να κοιτάξουμε πίσω στο χρόνο, στη μακρινή δεκαετία του 2000, ώστε να αναλογιστούμε τα άλμπουμ που μας απασχόλησαν τότε περισσότερο, είμαι βέβαιος πως η λίστα δεν θα ήταν και τόσο μεγάλη. Αν επεκτείναμε τον περιορισμό στον χώρο της metal μουσικής, τότε, με βεβαιότητα, μπορούμε να πούμε ότι το "Leviathan" θα αναφερόταν πολύ γρήγορα. Βλέπετε, το 2004 ήταν η χρονιά που πλέον, έχοντας αφήσει πίσω, για τα καλά, το nu metal, ο σύγχρονος "σκληρός" κιθαριστικός ήχος αναζητούσε κατεύθυνση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, το δεύτερο άλμπουμ των Mastodon κατάφερε να ενώσει τις διαφορετικές φυλές των μεταλλάδων, από τους παραδοσιακούς heavymetal-άδες μέχρι τα παιδάκια που ακούγανε «γουακακακακακα» και να ανανεώσει τον τρόπο που αντιλαμβανόμασταν την heavy μουσική. Και αυτό γιατί, για αρχή, το "Leviathan" έχει riffs. Δηλαδή τι riffs; Riffάρες έχει! Κατά δεύτερον, γιατί ισορροπεί φανταστικά μεταξύ τσιτωμένης οργής και μελωδικών ή - οριακά - prog στοιχείων. Και τέλος, γιατί το συγκρότημα μέσα από στίχους και εξώφυλλο εξέφρασε μια άκρως γοητευτική αισθητική που ανάγκασε πολλούς από εμάς να ανεβούμε στο καράβι τους και να σαλπάρουμε σε άγριες και φουρτουνιασμένες θάλασσες για να ζήσουμε το ταξίδι. Με αυτό το άλμπουμ οι Mastodon μπήκαν για τα καλά στα cd players (ναι, ακόμη είχαμε τέτοια) μιας γενιάς, επηρεάζοντας ό,τι ακολούθησε, με αποτέλεσμα να αποτελέσουν τους πρώτους αδιαμφισβήτητα metal ήρωες του 21ου αιώνα. (ΑΑ)

Blood Mountain
(Reprise, 2006)
Οι Mastodon δεν είναι πρωτάρηδες στο να χτίζουν εντυπωσιακές ιστορίες. Μετά το δυνατό ηχητικό αποτύπωμα του "Leviathan", οι προσδοκίες μαίνονται ακόμη υψηλότερες. Υπογράφοντας το πρώτο τους μεγάλο συμβόλαιο με τη Relapse Records, έρχονται αντιμέτωποι με το δικό τους Γολγοθά. Οι ιερές αποστολές σε μαγεμένους τόπους, κυρίως βουνά, είναι ένα αρχετυπικό λογοτεχνικό και θρησκευτικό μοτίβο, που στην τρίτη τους δισκογραφική προσπάθεια οι Mastodon βεβηλώνουν με περίσσιο θράσος. Εντός του "Blood Mountain", η αποστολή του πρωταγωνιστή να κουβαλήσει το "Crystal Skull" στην κορυφή του βουνού τον βρίσκει αντιμέτωπο με εσωτερικούς και εξωτερικούς δαίμονες. Οι αναφορές στην pop κουλτούρα ποίκιλλες, όπως και οι ηχηρές συνεργασίες με πρόσωπα σαν τον Josh Homme, τον Scott Kelly και τον Cedrix Blixter - Zavala. Ακόμη πιο βροντερές όμως είναι οι ανεξίτιλες κιθαριστικές αναμνήσεις που εκτείνονται εντός του "Blood Mountain", από το "Sleeping Giant" ως το "Colony Of Birchmen" και ως το "Siberian Divide". Ο ήχος του σύγχρονου metal ήταν προδιαγεγραμμένο να αλλάξει μια για πάντα από τη μουσική ιδιοφυΐα πίσω από τις περσόνες που απαρτίζουν τους Mastodon και το "Blood Mountain" δεν έβαλε απλώς το λιθαράκι του σε αυτή την πορεία, αλλά έναν τεράστιο ογκόλιθο. Ένα pilgrimage που θα ζήλευε μέχρι και ο ίδιος ο Jodorovsky. (ΕΤ)

Emperor Of Sand
(Reprise, 2017)
Ο πρωταγωνιστής αυτού εδώ του άλμπουμ βρίσκεται να περιπλανιέται σε μια αχανή και άγνωστη έρημο, ενώ του έχει μόλις κοινοποιηθεί μια θανατική ποινή στην οποία έχει καταδικαστεί, χωρίς να έχει διαπράξει κάποιο έγκλημα. Οπότε, ξεκινάει τον αγώνα για να ξεφύγει από αυτή την αδικία. Αυτό το σενάριο δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά την προσπάθεια των μελών της μπάντας να διαχειριστούν την μάχη με τον καρκίνο που έδιναν ταυτόχρονα πολύ κοντινά τους πρόσωπα. Και το κάνουν με έναν τρόπο που μόνο σπουδαίοι καλλιτέχνες θα μπορούσαν να το κάνουν. Γράφοντας μερικά από τα καλύτερα τραγούδια της καριέρας τους, στο μοναδικό ίσως άλμπουμ (μαζί με το "Crack The Skye") που δεν υπολείπεται ούτε μισό δευτερόλεπτο. Με αψεγάδιαστη παραγωγή από τον Brendan O ‘Brien, με μελωδίες, παιξίματα και ερμηνείες όλα υπέροχα. Και τι στίχους… "Don't waste your time" σου λένε στο "Precious Stones" για να πάρεις τα χαμπάρια σου. "The end is not the end you see, it's just the recognition of a memory" λέει στο "Roots Remain" και αρχίζει να νιώθεις τον κλοιό να σφίγγει. Κι όταν φτάνεις στο κλείσιμο του "Jaguar God" και ο Brent Hinds με εκείνη την ένρινη και σχεδόν πάντα ειρωνική και πιωμένη φωνή του σχεδόν απολογείται, λέγοντας "They say I ain't bad, I'm the best that I've had" λυγίζεις. Γνωρίζοντας πως υπάρχει μόνο μια λύτρωση και δεν είναι αυτή που θα ήθελες. (ΧΚ)

The Hunter
(Reprise, 2011)
Μερικές φορές ο διαχωρισμός αγαπημένου και καλύτερου δίσκου ενός συγκροτήματος βρίσκει τους οπαδούς να σπάνε τα κεφάλια τους για το που μπορείς να τοποθετήσεις αυτή τη νοητή γραμμή. Με τους Mastodon να διαθέτουν έναν κατάλογο που η κάθε τους κυκλοφορία μπορεί να διεκδικήσει την ταμπέλα του καλύτερου, συχνά θα βρούμε το "The Hunter" να φιγουράρει υπό αυτή του αγαπημένου. Έπειτα από ένα αδιανόητο σερί κυκλοφοριών, πολλοί αναρωτήθηκαν τι μπορούν να κάνουν οι Mastodon στο μετά. Εκείνοι, χωρίς να πτοούνται και χωρίς ποτέ να παίρνουν υπερβολικά σοβαρά τους εαυτούς τους, συνθέτουν το "The Hunter", έναν δίσκο πολύ περισσότερο προσβάσιμο από κάθε άλλη φορά, μα με τα sludge και progressive στοιχεία διάχυτα. Αυτή τη φορά όμως αγγίζουν το μέσα τους λίγο περισσότερο, δεν φοβούνται να κοιταχτούν στον καθρέφτη και διδάσκουν πόνο με μερικά από τα καλύτερα κομμάτια των Mastodon μέχρι σήμερα: το ομώνυμο, το "The Sparrow", και φυσικά το αξεπέραστο "All The Heavy Lifting". Συνεχίζουν παράλληλα να γράφουν metal ραδιοφωνικές επιτυχίες, παρά το παρανοϊκό drumming του Bran Dailor με τα "Black Tongue" και "Curl Of The Burl". Παραμένουν επιθετικοί στα "Blasteroid" και "Spectrelight". Μας δίνουν αυτό ακριβώς που χρειαζόμαστε για να εισέλθουμε στη νέα εποχή τους κι έναν ακόμη δίσκο που θα αγαπήσουμε για μια ζωή. (ΕΤ)

Hushed And Grim
(Reprise, 2021)
Η απώλεια, με την τραγική πορεία που οδηγεί βήμα-βήμα σε αυτήν, είναι από τα πιο δυνατά ερεθίσματα που μπορεί να βιώσει ο άνθρωπος. Οι Mastodon δεν κλείδωσαν τον πόνο από το χαμό του φίλου και συνεργάτη, Nick John, έξω από τη μουσική τους, του επέτρεψαν να τους κατευθύνει βαθιά σε εκφραστικό επίπεδο γράφοντας τον πιο σκοτεινό και ίσως πιο φορτισμένο δίσκο της καριέρας τους. Κόβοντας κάθε περιοριστική δικλείδα ασφαλείας, κυκλοφορούν ένα απαιτητικό έργο που βουτάει χωρίς δισταγμούς στον πυρήνα του προσωπικού τους ήχου αλλά ταυτόχρονα τον σπρώχνει σε νέα συναισθηματικά όρια. Η ακραία μεγάλη διάρκεια του άλμπουμ, που όμως δεν έχει ούτε ένα κομμάτι αχρείαστο στη ροή του, στήνει μια αβάσταχτη ατμόσφαιρα που δεν επιτρέπει ανάσες και εύκολες διεξόδους. Η ισορροπία που πιάνει ανάμεσα στις βαριές, τεχνικές και μελωδικές κιθάρες, το δίπολο στις ερμηνείες - με τον Dailor να είναι καλύτερος από ποτέ, τα αδιανόητα παιξίματα στα τύμπανα αλλά και οι πιο προοδευτικές συνθέσεις, σχηματίζουν ένα άριστο, όσο και δύσβατο μονοπάτι. Η λύτρωση έρχεται, στο βαθμό που έρχεται, μόνο στο τέλος. (ΒΛ)

Remission
(Relapse, 2002)
Και ήχησε η κραυγή του Τυραννόσαυρου Ρεξ και μπήκε το κτηνώδες "Crusher Destroyer" και είδαμε το φως το αληθινό. Η συνέχεια δε με τη RIFFΑΡΑ του "March Of The Fire Ants", επιβεβαίωσε τους ενδόμυχους φόβους όσων πήραν χαμπάρι τι συνέβη εδώ. Το ντεμπούτο των Mastodon, ένα από τα μη-concept άλμπουμ τους, αν και εμείς θα το αποκαλούμε το «άλμπουμ της φωτιάς», ήταν κοσμογονιαίο. Σε μια εποχή που το metal άλλαζε, με την άφιξη του νέου αιώνα, σε μια περίοδο που κάθε σχήμα που ξεχώριζε από σκηνές αναβίωσης, όχι απλά κατέρριπτε ηχητικά όρια και τείχη όπως το διαδίκτυο, αλλά εκκινούσε δικά του υπο-παρακλάδια, το φρικαλέο sludge/prog/core των Mastodon ηχούσε δίχως προηγούμενο. Μα καλά, ποιος ισορροπεί ανάμεσα σε southern πινελιές και προοδευτικές δομές, σε χαοτικά extreme μέρη με jazz χεράτα γεμίσματα και ροκενρολ δισολίες; Το εννιακόμματο ντέμο είχε κάνει ήδη την αρχή και η Relapse που με το τότε ρόστερ της είχε δείξει τις προθέσεις της, έπιασε τον πήγασο από τα φλεγόμενα φτερά και μας σύστησε μια μπάντα που με το καλησπέρα ένωσε κόσμο υπό την χαοτική της σκέπη. Το "Remission" είναι ένα από τα σημαντικότερα metal ντεμπούτα του 21ου αιώνα, και ένα από τα καλύτερα όλων των εποχών. Είναι ένας δίσκος προάγγελος μυθικών καμωμάτων που άνθισαν από τις ρίζες του, ένα αριστούργημα. (AZ)

Once More Around The Sun
(Rerpise, 2014)
Οι Mastodon δε στραβοπατούν μουσικά στο στούντιο. Ποτέ. Δε βγάζουν μέτριους δίσκους, μόνο πολύ καλούς, πάρα πολύ καλούς κι αριστουργήματα. Το "Once More ‘Round The Sun" είναι από τους πολύ καλούς. Με μερικά από τα πιο αναγνωρίσιμα κομμάτια τους μέσα, όπως το "The Motherload", το "Ember City" και το "High Road" αλλά και κάποια από τα πιο υποτιμημένα διαμάντια τους, βλέπε "Diamond In The Witch House" και το χάσιμο του "Asleep In The Deep", το σύνολο στέκεται και κοιτάει σχεδόν στα ίσα τις κυκλοφορίες ανάμεσα στις οποίες βρίσκεται. Η γενναία δόση ψυχεδέλειας, σε ήχο και artwork, οι πιο heavy rock κιθάρες που παραμένουν - όπως πάντα - ιδιοφυείς, τα ασυγκράτητα τύμπανα και οι εναλλαγές στα μικρόφωνα των Sanders, Dailor και Brent χαρακτηρίζουν το, ίσως λιγότερο σκοτεινό, αλλά σε κάθε περίπτωση ποιοτικότατο έκτο άλμπουμ τους. Ένα πέρασμα γύρω από τις συνθέσεις που υπάρχουν εδώ μέσα θα σου δώσει αρκετούς λόγους να δοκιμάσεις να κοιτάξεις κατάματα τον ήλιο, αν αφιερώσεις περισσότερα μπορεί τελικά να αποφασίσεις να τον προσεγγίσεις, να τον γνωρίσεις. Με προσοχή όμως γιατί δε θέλει πολύ να στριμωχτείς ανάμεσα σε κυνηγούς και κυνηγημένους. (ΒΛ)

Call Of The Mastodon
(Reprise, 2006)
Στο απώγειο της χαοτικής τους ακρότητας, έχοντας περιπλανηθεί σε φλεγόμενα ερημοτοπία απολιθωμάτων και προϊστορικών ζώων, και αχανείς ωκεανούς γεμάτους αυτοκαταστροφικούς και βλάσφημους πόθους, λίγο πριν χωθούν στα μυστήρια βουνών και λασπών, οι Mastodon αποφάσισαν να ξεθάψουν το πραγματικό τους ντεμπούτο. Η συλλογή του "Call Of The Mastodon" περιλαμβάνει επανηχογραφημένα τα εννέα κομμάτια του πρώτου ντέμο της μπάντας, με τα φωνητικά πλέον των Hinds και Sanders. Η συλλογή αυτή, μέσα στην φρενήρη και αδυσώπητη ηχητική της επίθεση, επιδεικνύει όλες τις θαρραλέες αρετές που θα χαρακτήριζαν το βίαιο ηχητικό προσωπείο των Αμερικανών στα ξεκινήματά τους. Αδυσώπητη τεχνική, κυκεώνας επιρροών σε σύντομες χρονικές διάρκειες, από mathcore και death metal μέχρι sludge (προφανώς) άντε και prog, εννέα κομμάτια που δείχνουν την έτερη φύση μιας μπάντας που συχνά αναφέρεται σε αυτά ως το πραγματικό της ντεμπούτο. Μακάρι κάθε άγουρη, πρωτόλεια και αχαλίνωτη κυκλοφορία κάθε επίδοξου μουσικού νέοπα, να είχε ελάχιστο από το θράσος των Mastodon. Οι εκδοχές δε των κομματιών σε αυτή τη συλλογή, αν και απευθύνονται σε κοινό που αρέσκεται στην κάφρικη πτυχή του ήχου του Μαστόδοντου, πέρα από το ότι δικαιώνουν την επανηχογράφησή τους, προ(σ)καλούν και σε παιχνίδι αναγνώρισης θραυσμάτων μετέπειτα εντυπωσιακών σημείων της μπάντας. (AZ)

Live At The Aragon
(Reprise, 2011)
Ήταν ανέκαθεν το πρόβλημα των Mastodon αυτές οι ζωντανές εμφανίσεις, παλαιότερα περισσότερο από τώρα. Όχι μόνο το τεχνικό επίπεδο των τραγουδιών τους (αυτό ίσως λιγότερο απ' όλα), αλλά κυρίως το πώς θα καταφέρουν να συντονίσουν τις φωνές τους, μιας και κανέναν δεν θα τον αποκαλούσες επαγγελματία τραγουδιστή. Στο "…Aragon", η τετράδα απ' την Ατλάντα θα παίξει στην ολότητά του το "Crack the Skye", και μία σειρά από τα καλύτερα τραγούδια που είχαν γράψει ποτέ στο δεύτερο μέρος. Μοιάζει να κλείνει ο κύκλος των τεσσάρων στοιχείων με τρόπο εμφατικό, μιας και κυκλοφόρησε έξι μήνες πριν το χαστούκι του "The Hunter". Τίποτα δεν μοιάζει να πηγαίνει λάθος, αφού τα νιαουρίσματα του Brent Hinds και οι λοιπές παραφωνίες μοιάζουν κομμάτι της όλης αισθητικής του συγκροτήματος, ενώ το ένα κομμάτι διαδέχεται το άλλο με απόλυτη φούρια και συναισθηματική ειλικρίνεια. Τα παίζουν και λίγο πιο γκαζωμένα; Μα… είναι οι Mastodon ζωντανά και αφιλτράριστα, και αν αυτό δεν αρκεί για να έρθει μία θύελλα από riffs, καταιγιστικό drumming, γκαρίδες, και ατελείωτα solo για να τα σαρώσει όλα, τότε τι χρειάζεται; (ΜΚΟ)
Playlist
March Of The Fire Ants (Remission)
Where Strides The Behemoth (Remission)
Blood And Thunder (Leviathan)
Seabeast (Leviathan)
Hearts Alive (Leviathan)
The Wolf Is Loose (Blood Mountain)
Sleeping Giant (Blood Mountain)
Colony Of Birchmen (Blood Mountain)
Oblivion (Crack The Skye)
The Czar (Crack The Skye)
Crack The Skye (Crack The Skye)
The Last Baron (Crack The Skye )
Curl Of The Burl (The Hunter)
All The Heavy Lifting (The Hunter)
The Motherload (Once More Around The Sun)
Tread Lightly (Once More Around The Sun)
Cold Dark Place (Cold Dark Place)
Precious Stones (Emperor Of Sand)
Streambreather (Emperor Of Sand)
Jaguar God (Emperor Of Sand)
More Than I Could Chew (Hushed And Grim)
Teardrinker (Hushed And Grim)
Pushing The Tides (Hushed And Grim