Η πρόκληση της ανάβασης ενός βουνού
Οι Haken ως επόμενοι ηγέτες ενός ιδιώματος και παράδειγμα προς μίμηση
Υπάρχει μια «συνταγή επιτυχίας» που ακούγεται συχνά σε διαφόρων ειδών επαγγελματικά σεμινάρια, την οποία αν θυμάμαι σωστά για πρώτη φορά το είχα ακούσει να αναφέρεται στην περίπτωση εξέλιξης επαγγελματιών αθλητών (και δη του μπάσκετ) - και η οποία έχει να κάνει με το τι απαιτείται για να φτάσει κανείς στο επίπεδο του πρωταθλητισμού.
Ο - σχεδόν μαθηματικός - κανόνας αυτής της συνταγής ορίζει πως η απόκτηση μιας Δεξιότητας ισούται με «το γινόμενο του Ταλέντου που διαθέτει κάποιος επί την Προσπάθεια που καταβάλει». Εν συνεχεία, η Επιτυχία ορίζεται ως «το γινόμενο της Δεξιότητας που έχει αποκτήσει ξανά επί την Προσπάθεια που θα καταβάλει». Το δίδαγμα που προκύπτει είναι πως στο δρόμο για την επιτυχία, κάθε ποσότητα ταλέντου απαιτεί πολλαπλάσια ποσότητα προσπάθειας. Κι αυτό είναι κάτι που μου έρχεται στο νου κάθε φορά που αναλογίζομαι την επιτυχία των Haken, οι οποίοι έχουν καταφέρει να στέκονται ως οι νέοι/επόμενοι ηγέτες του progressive metal χώρου.
Οι αδιαπραγμάτευτοι πρωτοπόροι και ηγέτες του ιδιώματος ήταν πάντα (και θα είναι) οι Dream Theater, οι οποίοι άναψαν τη φλόγα για πολλά σπουδαία συγκροτήματα να ακολουθήσουν το βήματά τους. Όμως, κανείς δεν μοιάζει να τους προσέγγισε ποτέ και στην πραγματικότητα αυτοί που σταδιακά απομακρύνθηκαν και διαμόρφωσαν τον δικό τους χαρακτήρα ήταν αυτοί που ξεχώρισαν, καθότι οι εποχές αλλάζουν και το ίδιο το ιδίωμα εξελίσσεται και αλλάζει (ακόμα περισσότερο το συγκεκριμένο, λόγω της φύσης του). Οι Haken ήταν από τους ελάχιστους που έμειναν πιο πιστοί στις παραδοσιακές αρχές του ιδιώματος, δούλεψαν σκληρά, έχτισαν πάνω σε αυτές και έφτασαν μετά από μια 15ετή πορεία να θεωρούνται ίσως οι καλύτεροι σύγχρονοι πρεσβευτές του. Σαν να είδαν ένα βουνό μπροστά τους και να αποδέχθηκαν την πρόκληση. "Rise to the challenge I set myself" είπαν στο "Atlas Stone" και μάλλον το εννοούσαν…
Θα μου επιτραπεί να υπερθεματίσω και να επιμείνω στο πόσο σημαντικό είναι αυτό το επίτευγμα, επικαλούμενος δυο συνεντεύξεις που έχω κάνει με σημαντικούς εκπροσώπους του χώρου. Η πρώτη είναι με τον Daniel Gildenlow των Pain Of Salvation το 2012 όπου ισχυρίζεται ότι «το ταβάνι για μια prog metal μπάντα είναι οι 2.000 θεατές». Με αυτό τον τρόπο ήθελε να τονίσει ότι ένα συγκρότημα του χώρου είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσει οικονομικά και προσωπική μου εκτίμηση είναι πως αυτός είναι ένας βασικός λόγος για τον οποίο εδώ και χρόνια δεν διατηρεί ιδιαίτερα ενεργό και παραγωγικό το συγκρότημά του. Εξάλλου, ο ίδιος εδώ και χρόνια έχει άλλη ασχολία ως βασικό εισόδημα. Εν συνεχεία, θα πάρω μια παραπομπή από την μακροσκελή, περσινή συνέντευξη του Adam Wakeman όπου προσπαθεί να μου εξηγήσει γιατί οι (εξαιρετικοί) Headspace έχουν μπει στον πάγο, μην έχοντας αποφέρει ούτε ένα ευρώ στα μέλη τους. Εξηγεί αναλυτικά γιατί είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσει ένα συγκρότημα σε αυτό τον χώρο και σαν εξαίρεση, αλλά και παράδειγμα προς μίμηση που υπερέβη τις δυσκολίες, ξεχωρίζει μια μπάντα. Σωστά μαντέψατε, τους Haken…
Στα 15 χρόνια που δισκογραφούν, οι Λονδρέζοι δεν βρήκαν τίποτα έτοιμο ή εύκολο. Για μεγάλο χρονικό διάστημα χρηματοδοτούσαν τη μπάντα μέσω άλλων πόρων, ενώ συνέχιζαν να δουλεύουν και να γίνονται καλύτεροι. Αυτό δεν μπορεί να το απαιτήσει κανένας από κανέναν μουσικό να το κάνει, όταν έχει να βγάλει τα προς το ζην ή να φροντίσει την οικογένεια του. Αλλά, ποτέ δεν θυμάμαι να το επικαλούνται ως δικαιολογία. Παρά μόνο με το ταλέντο και τη σκληρή δουλειά έφτασαν ως εδώ. Ή μάλλον με ταλέντο και δυο φορές σκληρή δουλειά. Και μιλάμε για πολύ ταλαντούχους μουσικούς.
Από το ταπεινό ξεκίνημα του "Aquarius" του 2010, που περισσότερο μας σύστησε στο ταλέντο τους, έκαναν ένα σημαντικό βήμα με το "Visions" (2011), όπου απέδειξαν ότι μπορούν να γράψουν μια εντυπωσιακή σύνθεση σαν το 22λεπτο ομότιτλο τραγούδι. Από εκεί και πέρα, όμως, έχουν πέντε στούντιο δουλειές που όλες τους στέκονται μεταξύ των κορυφαίων progressive metal άλμπουμ που έχουν κυκλοφορήσει έκτοτε. Plus, ένα καταπληκτικό, επετειακό EP. Το "The Mountain" (2013) θεωρείται από πολλούς το magnum opus τους (μάλλον δικαίως), αλλά προσωπικά θεωρώ ότι στα σημεία κατάφεραν να το ξεπεράσουν με το απίστευτο "Fauna" πριν δυο χρόνια. Παρόλα αυτά, θα σεβαστώ οποιονδήποτε θεωρήσει ως καλύτερη δουλειά τους, είτε το αφιερωμένο στα 80s "Affinity" ή οποιοδήποτε εκ της ομοούσιας δυάδας των "Vector" και "Virus", που αμφότερα έχουν έναν πιο heavy, σκοτεινό και metal προσανατολισμό.
Ο πυρήνας των μουσικών τους έχει πάντα κάτι από Dream Theater, αλλά στην πραγματικότητα έχουν εδώ και πολλά χρόνια ξεφύγουν πολύ μακριά από τη σκιά τους. Κάποιος θα βρει εύκολα τις Gentle Giant και Spock’s Beard αναφορές μέσω των πολυφωνικών μερών ή τους Meshuggah στα χαμηλά κουρδίσματα και τα βαριά riff (κυρίως στα "Vector"/ "Virus"). Οι Karnivool εμφανίζονται στην αίσθηση της μελωδίας και σε θέματα παραγωγής, οι Porcupine Tree σε κάποια στοιχεία τεχνοτροπίας, ακόμα και κάποιες 80s metal αναφορές, μπορούν να εντοπιστούν σε μικρές δόσεις μεταξύ πολλών άλλων. Εν τέλει, όλα τα παραπάνω διαμόρφωσαν σταδιακά, ως άθροισμα, μια πολύ ενδιαφέρουσα και ιδιαίτερα ευέλικτη ηχητική ταυτότητα που είναι πλέον αναγνωρίσιμα δικιά τους.
Το κιθαριστικό δίδυμο των Rich Hensall και Charlie Griffiths είναι από αυτά που όταν παρακολουθείς τι παίζουν σου πέφτει το σαγόνι, χωρίς ποτέ να υπερβάλλουν ή να αναλώνονται σε άσκοπους εντυπωσιασμούς, ενώ ο Ray Hearne είναι ευφυής και σε ιδέες και σε παίξιμο πίσω από τα drums, συνθέτοντας ένα τρομερό rhythm section με τον Conner Green. Ο εν μέρει νεοφερμένος (διότι μέλος της αρχικής σύνθεσης) Peter Jones στα πλήκτρα δείχνει να μπορεί να προσδώσει νέες διαστάσεις με την αδυναμία του στις δυναμικές του Tigran Hamasyan και την εξειδίκευση στο sound design, καλύπτοντας πλήρως το σημαντικό κενό που έφερε η αποχώρηση του Tiego Tejeida, ο οποίος είχε σημαντικό ρόλο στην πορεία της μπάντας. Και τέλος, ο Ross Jennings είναι ο ιδανικός ερμηνευτής που θα μπορούσαν να έχουν, φέρνοντας μια διαφορετική (σχεδόν 70s) προσέγγιση κι όχι αυτή ενός τυπικού metal ερμηνευτή, όντας αδικημένος από πολλούς (κάποτε κι από εμένα). Και με όλους τους να είναι ενεργοί σε δημιουργικό/συνθετικό επίπεδο.
Κάποιος μπορεί να θεωρήσει κάποια εκ των παραπάνω υπερβολικά, αλλά δεν είναι. Είναι οι λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά, ειδικά σε ένα τόσο απαιτητικό ιδίωμα όσο αυτό που πρεσβεύουν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μιλάμε για ένα είδος μουσικής που είναι μάλλον «αντιτουριστικό» για πιο μαζικά ακροατήρια. Που περιλαμβάνει συνήθως πολλή και πυκνή πληροφορία, συχνή υφολογική διαφοροποίηση, τεχνικά μέρη και πολλές επιμέρους αναφορές για όσους θέλουν να εμβαθύνουν ακόμα περισσότερο. Ειδικά μέσα από τους στίχους, οι αναφορές σε βιβλία, ταινίες, ντοκιμαντέρ είναι συνεχείς. Nerdy πράγματα θα μπορούσε να πει κανείς, αλλά έτσι δεν μας έμαθαν όλους κάποτε οι Dream Theater, όσους μας έκαναν να λατρέψουμε τις μουσικές τους και το είδος που πρεσβεύουν;
Σε συνδυασμό με το ότι δεν έχουν καθόλου το στοιχείο του απόμακρου, αινιγματικού rock star (κάτι που επιβεβαιώνω από ιδία εμπειρία), παράγοντες όπως η εξωστρέφεια και το marketing δεν είναι εύκολο να λειτουργήσουν υπέρ της δημιουργίας μιας εικόνας ανάλογης (ή μεγαλύτερης) σε σχέση με την μουσική τους αξία, προκαλώντας έτσι έναν θόρυβο που θα διαπεράσει τα όρια του (στενού) progressive metal ακροατηρίου. Πιθανόν να παίζει κι αυτό έναν ρόλο στο γεγονός πως δεν είχαμε ως τώρα την ευκαιρία να τους δούμε ζωντανά στη χώρα μας. Αλλά ευτυχώς αυτό θα αλλάξει φέτος το καλοκαίρι. Και μάλιστα στο πλευρό αυτών των οποίων αποτελούν τους καλύτερους συνεχιστές της κληρονομιάς τους. Ιδανική συνθήκη για να ξεκινήσει μια σχέση αγάπης μαζί τους, έστω και λίγο αργοπορημένα.