Mother Of Millions: «Θέλουμε ο ακροατής να δεθεί για σαράντα λεπτά με εμάς»

Το πρώτο μέρος μιας εις βάθος κουβέντας για το τρίτο άλμπουμ των Mother Of Millions

Από τους Χρήστο Καραδημήτρη, Νίκο Καταπίδη, 07/03/2019 @ 14:33

Οι Mother Of Millions μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα έχουν καταφέρει να βγουν στην εμπροσθοφυλακή της εγχώριας σκηνής και να θεωρούνται ένα από τα πιο δυνατά χαρτιά της. Μετά το καταπληκτικό "Sigma" και μια σειρά από ζωντανές εμφανίσεις που εδραίωσαν τη θέση τους ως ένα από τα καλύτερα σχήματα επί σκηνής έφτασε η ώρα να πραγματοποιήσουν το επόμενο - και πιο σημαντικό ως τώρα - βήμα της πορείας τους. Το τρίτο στούντιο άλμπουμ των Αθηναίων έρχεται να επιβεβαιώσει και με το παραπάνω τα όσα περιμέναμε και όντας ένα έργο που έχει πολλή δουλειά στο υπόβαθρο, χρειάστηκε μια μεγάλη και εις βάθος κουβέντα για να μπορέσουμε να διακρίνουμε όσες περισσότερες πτυχές του μπορούσαμε.

Έτσι, δυο συντάκτες του site μας συνάντησαν τον Κώστα Κωνσταντινίδη (κιθάρα) και τον Μάκη Τσαμκόσογλου (πλήκτρα) ένα από τα πολλά κρύα απογεύματα του Φεβρουαρίου και μίλησαν τόσο για το "Artifacts" όσο και για την εν γένει πορεία της μπάντας. Στο πρώτο μέρος της συνέντευξης συζητάμε για τη μετάβαση στα νέα δεδομένα, για την κεντρική ιδέα πίσω από το άλμπουμ, τα στοιχεία που το διαμόρφωσαν και τις εμπειρίες της πρώτης περιοδείας εκτός των συνόρων, μεταξύ πολλών ακόμα ενδιαφερόντων θεμάτων.

Mother Of Millions - Artifacts

Χ.Κ.: Βρισκόμαστε περίπου ένα μήνα πριν την κυκλοφορία του νέου σας άλμπουμ. Σε σχέση με ένα μήνα πριν την κυκλοφορία του "Sigma" πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα;

M.T.: Έχει ενδιαφέρον αυτή η ερώτηση. Κώστα, τι λες εσύ;

Κ.Κ.: Η ουσιαστική διαφορά με το "Sigma" είναι ότι με το "Artifacts" στην πραγματικότητα ήμασταν πολύ πιο έτοιμοι. Το οποίο είναι πάρα πολύ αστείο, διότι πρακτικά όλη η παραγωγή του δίσκου, μαζί με τη δημιουργία των προ-παραγωγών, ξεκίνησε από τον Σεπτέμβριο περίπου. Και το fast forward ξεκίνησε από τον Νοέμβριο. Δηλαδή, από μέσα Νοέμβρη βγήκε οτιδήποτε σχετίζεται με τον δίσκο. Και μέχρι τέλος Δεκέμβρη ήταν όλα έτοιμα. Με το "Sigma" χρειαστήκαμε σημαντικά περισσότερο χρόνο...

Μ.Τ.: Με το "Sigma" ήμασταν αρκετά πιο χαλαροί... οπότε δεν ήμασταν όταν έφτασε η στιγμή να κυκλοφορήσει. Δεν είχαμε σαφές πλάνο για το τι θα γίνει στον επόμενο καιρό από την κυκλοφορία του. Σε αυτό το άλμπουμ, ίσως επειδή πιεστήκαμε πάρα πολύ, τα βάλαμε κάτω πολύ τετράγωνα κάτω. Φτιάξαμε ολόκληρο σχεδιασμό πριν την κυκλοφορία του δίσκου, από την ανακοίνωση και το εξώφυλλο, με ό,τι συνεπάγεται αυτό... Δηλαδή, όλες τις επιμέρους δουλειές που έπρεπε να γίνουν για κάθε ζήτημα. Οπότε, ένα μήνα πριν κυκλοφορήσει το άλμπουμ τα έχουμε όλα έτοιμα...

Κ.Κ.: Υπήρχε ένα πηγμένο πρόγραμμα, τέλος πάντων...

Μ.Τ.: Παρ' όλα αυτά τα βάλαμε κάτω τετράγωνα και θεωρώ ότι όλα είναι τακτοποιημένα.

Κι ένα "Sigma n.2" να έβγαινε, θα ήταν μια σταθερότητα, ωστόσο εμείς θέλαμε να το αποφύγουμε αυτό

X.K: Nιώσατε κάποια πίεση από το ότι μπορεί να περιμένει κάτι περισσότερο απο σας ο κόσμος; Νομίζω πως αυτό είναι μια ουσιώδης αλλαγή, υπάρχει πλέον πολύς περισσότερος κόσμος που περιμένει κάτι από τους Mother Of Millions, σε σχέση με την περίοδο πριν βγει ο δεύτερος δίσκος.

K.K.: Το πιεστικό κομμάτι ήταν περισσότερο προσωπική μας υπόθεση, σε σχέση με το αν θα επαναληφθούμε ή αν θα βγει ένα "Sigma n.2", ας πούμε. Η κύρια πίεση που νιώσαμε ήταν στη διαδικασία της δημιουργίας. Δεν ξέρω αν μπορώ να κάνω την αντιστοίχιση ότι θα απογοητεύαμε κάποιον. Έχω την αίσθηση ότι κι ένα "Sigma n.2" να έβγαινε, θα ήταν μια σταθερότητα, ωστόσο εμείς θέλαμε να το αποφύγουμε αυτό, να βγάλουμε κάτι στη λογική του ότι έχουμε να πούμε μια καινούρια ιστορία. Κι ότι αυτό μπορεί να ντυθεί, να επενδυθεί μουσικά με καινούρια στοιχεία...

Παρόλο που το άλμπουμ έχει πάρα πολλά πλήκτρα, είναι κιθαριστικό

Χ.Κ: Ποιοί ήταν οι παράγοντες που είπατε ότι πρέπει να διαφοροποιήσετε στη δομή, στη βάση του νέου δημιουργήματος;

M.T.: Νομίζω δεν το πήγαμε καθόλου έτσι, δεν βάλαμε τα πράγματα κάτω κι είπαμε τι κάναμε στο "Sigma", ώστε να μην τα κάνουμε στο "Artifacts". Ουσιαστικά, υπήρχε και ένα ολόκληρο concept του δίσκου που μας οδήγησε κατά κάποιο τρόπο νοηματικά στο να είναι λίγο πιο εσωστρεφές το τρίτο άλμπουμ, αν μπορούσα να το πω εσωστρεφές. Νομίζω υπήρχε ροή, δεν είχαμε και το χρόνο να πούμε ότι τι κάναμε στο ένα άλμπουμ και να μην το κάνουμε στο άλλο, απλά μας βγήκε κάτι διαφορετικό. Ίσως αλλάξαμε μεσα σε ένα χρόνο πολύ, αλλάξαμε σαν άνθρωποι, σαν μουσικοί, δεθήκαμε και περισσότερο μεταξύ μας λόγω των ταξιδιών, παίζει ρόλο κι αυτό.

Κ.Κ.: Υπήρχε και διαφορά από την αρχή που δουλεύαμε τις ιδέες. Η πρώτη εικόνα που είχαμε για το δίσκο είναι οτι είναι πιο επιθετικός από το "Sigma", πιο riffάτος και κιθαριστικός. Στη συνέχεια, όταν αρχίσαμε να αφαιρούμε πράγματα και να προσθέτουμε καινούρια, είναι σαν να κυριάρχησε η ατμόσφαιρα περισσότερο.

Μ.Τ.: Παρ' όλα αυτά εγώ πιστεύω πως είναι πιο βαρύς δίσκος από το "Sigma", οι κιθάρες είναι πιο ροκ, ενώ στο "Sigma" ήταν πιο low gain, είχαν άλλο ρόλο. Πιστεύω ότι παρόλο που το άλμπουμ έχει πάρα πολλά πλήκτρα, είναι κιθαριστικό, έχει τα riff του.

Δεν μπορούμε να ξεγελάσουμε τα βάρη μας, αλλά μπορούμε να αξιολογήσουμε τον χαρακτήρα τους και να βρούμε συνοδοιπόρους στην καθημερινή πάλη μας

Ν.Κ.: Το "Sigma" έθιγε κάποια κοινωνικά στοιχεία, είχε μια εξωστρέφεια σε αντίθεση με την εσωστρέφεια που νιώθουμε στο "Artifacts". Θεματικά πόσο επηρέασε στο να γράψετε τη μουσική;

Κ.Κ.: Το "Artifacts" πάλι καταπιάνεται με ανθρώπινους προβληματισμούς και έχει κοινωνική διάσταση. Σε μια φράση, το νόημα του concept είναι «ιδέες και συναισθήματα σαν όγκοι, που μεγεθύνονται όσο προχωράμε από την παιδική μας ηλικία». Αν μπορούσαμε να το φανταστούμε σαν το βράχο του Σίσυφου, που όλο τον σπρώχνουμε, έχει και μια ματαιότητα όλο αυτό. Οι έννοιες που καταπιανόμαστε στα κομμάτια είναι «ελπίδα», «φόβος», «θνητότητα», «πατρίδα», «πόλεμος», τέτοιου είδους πράγματα που έχουν και κοινωνική διάσταση. Για την αισιόδοξη πινελιά, ο Καμύ έλεγε ότι μπορούμε να φανταστούμε το Σίσυφο ευτυχισμένο, γιατί μες στη ματαιότητα, υπάρχει η στιγμή που ανεβάζει το βράχο στην ανηφόρα και εκπληρώνει τον πρώτο στόχο. Τη στιγμή που ανεβαίνει πάνω στην ανηφόρα έχει αξιολογήσει και όλη τη δυσκολία της διαδρομής κι εκείνη τη χρονική στιγμή είναι ευτυχισμένος.

Η επόμενη σκέψη είναι πως δεν μπορούμε να ξεγελάσουμε τα βάρη μας, αλλά μπορούμε να αξιολογήσουμε τον χαρακτήρα τους και να βρούμε συνοδοιπόρους στην καθημερινή πάλη μας. Δεν παίρνει δηλαδή μια φόρτιση αρνητικού βάρους. Γιατί η ελπίδα μπορεί να είναι ψευδαίσθηση, μπορεί να είναι και μνήμη. Ο φόβος μπορεί να είναι δυσκολία στην καθημερινότητα, μπορεί να είναι και αυτοπροστασία. Η θνητότητα είναι κάτι δεδομένο. Η πατρίδα έχει πολλές ερμηνείες: είναι αφετηρία, είναι η έδρα σου, είναι διάφορα πράγματα, είναι η κοινωνία που ζεις, όπως και άλλου είδους αρνητικές προεκτάσεις, έχει μια αμφισημία, το βάρος.

Χ.Κ.: Και πώς δένουν όλα αυτά με το «τέχνεργο» του τίτλου;

Κ.Κ.: Το αντικείμενο, το artifact, το τέχνεργο, είναι ένα κινητό αντικείμενο της αρχαιολογίας που έχει τελετουργική αξία. Τέτοιου τύπου έννοιες έχουν μια θρησκευτικότητα στον τρόπο αντιμετώπισης. Οπότε, ας φανταστούμε το φόβο σαν ένα αντικείμενο. Στο "Amber" για παράδειγμα περιγράφεται η ελπίδα σαν απολιθωμένη, κλεισμένη σε ένα κεχριμπαρένιο περίβλημα. Αν μπορούμε να φανταστούμε ότι κρατάμε στο χέρι μας την ελπίδα και την έχουμε πάντα μαζί μας σε ένα κεχριμπαρένιο περίβλημα στην τσέπη μας, είναι ένα διαρκές βάρος το οποίο κουβαλάμε. Όλα αυτά μαζί σαν έννοιες μπορούμε να τα φανταστούμε σαν έναν ενιαίο όγκο και μπορούμε να κάνουμε αυτή την εικόνα, έναν άνθρωπο που τα κουβαλάει στην πλάτη του.

Χ.Κ.: Και βλέπω τον Μάκη να του εξηγείς όλα αυτά και να προσπαθεί να γράψει μια μελωδία στο πιάνο (γέλια)

Μ.Τ.: Δεν μου τα είχε εξηγήσει ποτέ έτσι... απλά καταλαβαινόμαστε σε άλλο επίπεδο, δεν χρειάζεται να μου τα πει.

Κ.Κ.: Ξεκινώντας πάντως από το κομμάτι καταγραφής της σκέψης και πριν την παραγωγή των στίχων, είναι αυτός ο τρόπος που δουλεύουμε για τα concepts. Γράφεται βασικά ένα μεγάλο κείμενο με διάφορες αναφορές, και μετά ξεκινάμε το brainstorming, ποια στοιχεία μπορούν να αποτυπωθούν και μουσικά. Η θρησκευτικότητα ας πούμε που υπήρχε στο "Sigma" - είχαμε κι εκεί θρησκευτικές αναφορές - έχει μια κυρίως φωνητική αποτύπωση στο "Artifacts", με τις πολυφωνίες, τα ισοκρατήματα κι όλα αυτά. Είναι μερικά πράγματα που σε πάνε κι από μόνα τους όμως, δεν είπαμε ότι θα κάνουμε πολυφωνία γιατί έχει κάποια θρησκευτική αναφορά, μας οδήγησε αυτό.

Mother Of Millions

Χ.Κ.: Πάντως τα άλμπουμ σε προϊδεάζουν διαφορετικά και μόνο απ’το εξώφυλλο, το ροζ εξώφυλλο του "Sigma" με το μαύρο του "Artifacts", νιώθω ότι μπαίνω σε ένα πιο σκοτεινό κόσμο. Το artwork ήρθε μετά ή ήρθε κατά τη διάρκεια;

Μ.Τ.: Το artwork ουσιαστικά φτιάχτηκε όσο φτιάχναμε το "Artifacts". Αυτό το κείμενο που σου είπε πριν ο Κώστας, το αρχικό κείμενο που είχε γράψει με τη γενική ιδέα, το είχαμε δώσει στο γραφιστικό γραφείο που το κάνει, που είναι τα Bob Studios. Ουσιαστικά ο άνθρωπος διαβάζοντας το κείμενο - που δεν ήταν και μια σελίδα, ήταν σα βιβλίο - έβγαλε αυτό, μας το έστειλε και ουσιαστικά είπαμε «αυτό είναι». Μας είχε στείλει κάποιες παραλλαγές που είχαν απλά χρωματικές διαφορές, κι απλά διαλέξαμε τα χρώματα.

Χ.Κ.: Kαι σε τι αντικατοπτρίζει / εικονοποιεί αυτό που θέλατε να πείτε;

Μ.Τ.: Νομίζω 100%! Ουσιαστικά, το εξώφυλλο είναι μια σύνθεση από 3D modeling που παρουσιάζει με σημειολογία κάποια αντικείμενα, όπως είναι ας πούμε το ελάφι, το βάζο, ο άνθρωπος, που καθένα από αυτά εκφράζει μια πιο κρυφή έννοια. Το ελάφι για παράδειγμα μπορούμε να το παρομοιάσουμε με την αθωότητα, ή ο άνθρωπος που είναι το πάθος, αν μπορείς να το πεις έτσι, το βάζο η συλλογή των ιδεών. Όλα αυτά μαζί φτιάχνουν τελικά αυτό το αντικείμενο που παρουσιάζεται τελικά στο εξώφυλλο, που είναι ένα artifact, ένα ολοκληρωμένο ιερό αντικείμενο λατρευτικού χαρακτήρα.

Είναι πάρα πολύ καλό ότι έχουμε ένα χώρο που δουλεύουμε μόνιμα, κι έχουμε τη δυνατότητα να δοκιμάζουμε ό,τι μας έρθει στο κεφάλι

Χ.Κ.: Υπάρχουν δυο κατηγορίες μουσικών, όταν μιλάμε για τη δημιουργία ενός δίσκου. Είναι αυτοί που θέλουν να απομονώνονται από οποιοδήποτε ερέθισμα για να γράψουν το άλμπουμ τους κι είναι κι αυτοί που χρησιμοποιούν το λεγόμενο "inspiration corner", δηλαδή παίρνουν μουσικές από τις οποίες θέλουν να εμπνευστούν. Εσείς που στέκεστε σε αυτό; Θέλετε να απομονωθείτε για να γράψετε κάτι δικό σας ή θέλετε να παίρνετε ερεθίσματα για να μπορείτε να εμπνέεστε; Και τί έγινε στη συγκεκριμένη περίπτωση του "Artifacts";

Μ.Τ.: Δεν έχουμε ένα στυλ. Ας πούμε, εγώ κι ο Κώστας ακούμε πάρα πολλή μουσική και μάλιστα εντελώς διαφορετική. Μοιραία αυτό φαντάζομαι ότι μας δημιουργεί κάποια ερεθίσματα. Αυτό το κάνουμε και για τη σκηνική παρουσία, βλέπουμε βίντεο, το πώς στήνουν μεγάλες μπάντες τα live τους, πάντα παίρνεις ιδέες. Ο ντράμερ μας, από την άλλη, ακούει λιγότερη μουσική, αλλά είναι αυτός που θα σου φέρει μια μελωδία που δεν έχεις ξανακούσει, και μπορεί να σου κακοφανεί στην αρχή κιόλας, γιατί δεν είναι κοινή, δεν είναι κάτι που είναι εύκολο στο αυτί σου.

Όπως ας πούμε το πιανάκι του "Artefact", η κεντρική μελωδία του κομματιού, που εγώ στην αρχή ένιωθα ότι δε μου αρέσει, δεν το ήθελα αυτό. Μετά το άκουσα και λέω «ωπα αυτό μ’αρέσει». Οπότε νομίζω κάτι ενδιάμεσο παίζει με μας.

Κ.Κ.: Ναι, δεν είναι στάνταρ η διαδικασία. Ο τρόπος που δουλεύουμε τις ιδέες είναι ανεξάντλητος. Παίρνει κάποιος μια ιδέα, ξεκινάμε να τη δουλεύουμε, την αφήνουμε λίγο στη μέση και συνεχίζουμε με κάτι άλλο, κάπως έτσι πάει. Σε σχέση με τον ήχο, πάμε λίγο με το "how to", δηλαδή ακούμε έναν ωραίο ήχο, μια ωραία χροιά σε κάποιο όργανο και πηγαίνουμε ένα βήμα πίσω και ψάχνουμε να δούμε πώς έγινε αυτό. Πώς έχει φτιαχτεί αυτός ο ήχος, ποια χαρακτηριστικά μας αρέσουν, πώς μπορούμε να τα αξιοποιήσουμε, κάπως έτσι. Με συνθετική γραμμή δεν θυμάμαι να το έχουμε κάνει.

Μ.Τ.: Όχι, όχι. Απλά, είναι πάρα πολύ καλό ότι έχουμε ένα χώρο που δουλεύουμε μόνιμα, κι έχουμε τη δυνατότητα να δοκιμάζουμε ό,τι μας έρθει στο κεφάλι. Μπορεί να μου έρθει εμένα ένα απόγευμα στην πρόβα να βάλω μικρόφωνα έξω από την αίθουσα και να δω πώς γράφει αυτό, οπότε το κάνω. Αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να εξερευνούμε πολλά ηχοχρώματα, όπως και στις κιθάρες, όπως και στα πλήκτρα, παντού.

Κ.Κ.: Θυμάμαι χαρακτηριστικά στο "Sigma", μας παίρνει τηλέφωνο ο ντράμερ και μας λέει «βρήκα ένα μεταλλόφωνο, έρχομαι», και γράψαμε μεταλλόφωνο κανονικό σε κάποια σημεία, που είναι και λίγο ανεπαίσθητο, είναι κι αστείο να κουβαλάς ολόκληρο όργανο που πιάνει και χώρο.....

Μ.Τ.: Για να παίξει τη μελωδία του "Silence"...

K.K.: Προς το τέλος...

X.K.: Ακόμη και για σας ή για κάποιον που θα κοιτάξει λίγο πιο μέσα, αυτά κάνουν τη διαφορά στο τέλος όταν τα ακούς, παίζουν ρόλο...

Μ.Τ.: Εντάξει, δεν είμαι σίγουρος γι’αυτό να σου πω την αλήθεια (γέλια)

Κ.Κ.: Για μας είναι!

Μ.Τ.: Για μας είναι πολύ σημαντικό να το κάνουμε γιατί είμαστε ψυχασθενείς! (γέλια) Έτσι και δεν το κάναμε δεν θα μας έφευγε ποτέ από το κεφάλι. Οπότε, είπαμε ότι μας έρθει στο κεφάλι να το κάνουμε.

Στο "Human" θέλαμε να τα αλλάξουμε όλα

Ν.Κ.: Πάντως με βάση αυτό που λες, και στο κομμάτι της παραγωγής που φαντάζομαι πως και το "Sigma" αποτέλεσε ένα μεγάλο άλμα ηχητικά, πόσα πράγματα κρατήσατε από αυτό και πόσο είχατε τη διάθεση να πειραματιστείτε; Ξέρατε τι θέλετε να βελτιώσετε, ή οδηγηθήκατε καθαρά με βάση το μουσικό κομμάτι που είχατε να δουλέψετε κάθε φορά;

Κ.Κ.: Είχαμε νομίζω όλοι στο μυαλό μας μια σχεδόν παρόμοια εικόνα για το πώς θέλουμε να ακούγεται το άλμπουμ από τη στιγμή που το συνθέσαμε...

Μ.Τ.: Νομίζω και πιο πριν, πριν το συνθέσουμε είχαμε για σημεία μια πιο ξεκάθαρη εικόνα.

Κ.Κ.: Ναι, αλλά ξέρεις αυτό είναι και κατόπιν συννενοήσεως. Μιλάς με τον άνθρωπο που θα σου κάνει τη μίξη, εξηγείς τι ακριβώς θες να κάνεις σου λέει τι είναι εφικτό...

Μ.Τ.: Πχ «αυτό γίνεται», «αυτό δε γίνεται», «δεν χωράει σε αυτό που θες να κάνεις»...

Κ.Κ.: Ακόμη τα μικρόφωνα που θα χρησιμοποιήσεις... Τέτοιου είδους αλλαγές είχαμε, να πάμε με συγκεκριμένα μικρόφωνα, να χρησιμοποιήσουμε συγκεκριμένους ενισχυτές, τέτοιου είδους αλλαγές υπήρχαν από το "Sigma" στο "Artifacts". Η βάση ήταν αυτή, ότι έχουμε ανθρώπους που εμπιστευόμαστε σαν συνεργάτες και πάμε για το παραπάνω.

M.T.: Το καλό είναι πως οι συνεργάτες χρόνο με το χρόνο γίνονται καλύτεροι. Ας πούμε, ο Έκτορας (σ.σ.: Τσολάκης) που έκανε και τη μίξη, επειδή είναι ουσιαστικά ένας χρόνος από τότε που ξανασυνεργαστήκαμε σε αυτό τον τομέα, ήταν ένα εκατομμύριο φορές καλύτερος, ήταν πολύ πιο γρήγορος. Αναγκάστηκε βέβαια! Και δε μας ταλαιπώρησε καθόλου η διαδικασία της μίξης. Βέβαια, είναι δεδομένο το ότι έχουμε πολύ εμπιστοσύνη στον άνθρωπο αυτό, τον ακούμε σαν να είναι δάσκαλος, να στο πω κι έτσι. Από την άλλη είδαμε και τι δεν πήγε καλά στο "Sigma", κάποια πραγματάκια που ίσως να αλλάζαμε. Αντίστοιχα, το κάναμε και στο "Human" αυτό. Απλά, στο "Human" ήταν πολύ πιο εύκολο γιατί θέλαμε να τα αλλάξουμε όλα (γέλια).

Οπότε από το "Sigma" στο "Artifacts", είδαμε ας πούμε ότι θέλαμε να έχουμε πιο μεγάλες κιθάρες για παράδειγμα, θέλαμε πιο πολλά synth στον ήχο, να στρογγυλέψει κάπως. Κι άλλα πολλά που τα πήραμε κι ελπίζω να μην κάναμε τα ίδια λάθη. Νομίζω δεν τα κάναμε...

Ένα κλασικό λάθος που γίνεται σε πιο metal παραγωγές είναι ότι πάνε και πέφτουν όλα μαζί και ναι μεν γίνεται ένας μεγάλος όγκος, αλλά αρχίζεις να μην ξεχωρίζεις αρμονικές, να μην ακούς λεπτομέρειες

Ν.Κ.: Aυτό που φαίνεται πάντως και στο "Sigma" αλλά και στο "Artifacts" και είναι λίγο δύσκολο να ακούσει κανείς στις μέρες μας είναι ότι ο ήχος είναι αρκετά οργανικός. Πόσο δύσκολο είναι αυτό και πόσο το κυνηγάτε; Υπάρχει χώρος στη μίξη να αναπνεύσουν τα όργανα, ακούς λεπτομέρειες, που σε πολλές δουλειές ακούμε έναν όγκο που προκύπτει από πολλή επεξεργασία, κάτι που δε γίνεται με σας..

Μ.Τ.: Αυτό είναι κάτι που προκύπτει και από την παραγωγή του δίσκου, πριν καν να μπούμε να γράψουμε. Θέλουμε το κάθε όργανο να έχει το χώρο του έτσι ώστε να υπηρετήσει το μεγαλύτερο σκοπό που είναι να βγάλουμε ένα άλμπουμ που να το ακούμε και να χαιρόμαστε. Νομίζω πως δε μας ταλαιπώρησε αυτό.

Κ.Κ.: Για μας αυτό είναι καθαρά ζήτημα ενορχήστρωσης. Το πώς θα χτίσεις το κάθε όργανο, και να καταλάβει το χώρο που χρειάζεται ανα σημείο. Για παράδειγμα, μπορεί σε ένα σημείο να μη χρειάζεται καθόλου κιθάρες, αν δεν εξυπηρετεί. Ή εκεί που θα μπούν όλα τα όργανα, θα πρέπει κάθε όργανο να καταλάβει το χώρο που χρειάζεται και συχνοτικά, γιατί έχει και αυτό σημασία για να ακουστεί καθαρά. Αυτό είναι ένα κλασσικό λάθος που γίνεται σε πιο metal παραγωγές: πάνε και πέφτουν όλα μαζί και ναι μεν γίνεται ένας μεγάλος όγκος, το λεγόμενο wall of sound, αλλά αρχίζεις να μην ξεχωρίζεις αρμονικές, να μην ακούς λεπτομέρειες. Στη δική μας μουσική δε θα ταίριαζε κάτι τέτοιο.

Μ.Τ.: Ή τα πλαστικά τύμπανα ας πούμε...

Κ.Κ.: Ναι ναι, το χτίσιμο που κάνουμε είναι με κριτήριο αυτό, οτι έχεις μια φράση και ο τρόπος που θα τη μοιράζουμε και αρμονικά θα έχει πάρα πολύ να κάνει με το συχνοτικό εύρος που θα καταλάβει το κάθε όργανο. Μια συγχορδία ας πούμε θα ξεκινήσει από το μπάσο, θα καταλήξει στην κιθάρα κι όλα τα ενδιάμεσα θα καλυφθούν με πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Η κιθάρα μπορεί να παίξει τη μια συγχορδία ανεστραμμένη για παράδειγμα ή το μπάσο να έχει το ρόλο της αναστροφής.

Ο τρόπος που δουλεύουμε είναι σαν το παιχνίδι των προτάσεων και αυτό έχει φοβερό ενδιαφέρον στη μουσική

Χ.Κ.: Τόσο εσείς οι δυο ως μουσικοί, αλλά και γενικά μες στη μπάντα φαίνεται να έχετε ετερόκλητα στοιχεία, κάτι που θεωρώ καλό. Θέλω να πω πως μοιάζετε μουσικοί με διαφορετική αφετηρία αναφορικά με το από που πιάνετε τον ήχο σας. Για παράδειγμα στην κιθάρα νιώθω πως είναι ένας άνθρωπος έχει post-rock προσέγγισή, ενώ το πιάνο θυμίζει ως και Einaudi. Ξεκινάτε από διαφορετικές συντεταγμένες, με διαφορετικές κατευθύνσεις για να μπορέσετε να καταλήξετε σε κάποιο κοινό πεδίο ή το κάνετε απλά επειδή εξυπηρετεί τη σύνθεση;

Κ.Κ.: Είναι μια συνισταμένη, δεν είναι πάντα μάχη δηλαδή. Κάποιες φορές είναι και μάχη.

Μ.Τ.: Νομίζω στο "Artifacts" υπήρχαν λιγότερες μάχες πάντως, απ' ό,τι ας πούμε στο "Sigma".

Χ.Κ.: Έχετε όντως διαφορετικά backgrounds;

Κ.Κ.: Όχι μόνο μουσικά, συνολικά ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε επιμέρους πράγματα. Το όραμα, όμως, για τους Mother Of Millions είναι κοινό. Το πώς, πλέον, ακούμε τη μουσική μας και το πώς οπτικοποιούμε αυτό που κάνουμε είναι σε ένα μεγάλο ποσοστό κοινό. Στη μουσική νομίζω πως είναι και ενδιαφέρον αυτό. Όπως είπε και ο Μάκης πριν, θα φέρει ο ντράμερ μας μια ιδέα που είναι παράξενη, δεν την έχουμε ξανακούσει. Ο τρόπος που θα τη δουλέψουμε είναι σαν το παιχνίδι των προτάσεων: θα πω εγώ μια πρόταση, θα τη συνεχίσεις εσύ, θα τη συνεχίσει ο Νίκος και θα πάει λίγο κυκλικά και δε θα καταλήξει εκεί που είχες αρχικά φανταστεί πως θα τελειώσει. Αυτό έχει φοβερό ενδιαφέρον στη μουσική.

Έχουμε μια ελευθερία, αυτό υποθέτω ότι είναι prog

Χ.Κ.: Είναι και ο λόγος που θεωρείστε prog;

Μ.Τ.: Δεν το ξέρω αυτό (γέλια).

Κ.Κ.: Το prog έχει τη διάσταση της ελευθερίας, ότι δεν έχεις κάποιο μορφολογικό περιορισμό, ότι θα πρέπει να κάνεις κάτι συγκεκριμένο, να ακολουθήσεις τη δομή του κομματιού. Έχουμε μια ελευθερία, αυτό υποθέτω ότι είναι prog.

M.T.: Να σου πω για παράδειγμα για το κομμάτι "Artefact", είναι ένα τελείως αναρχικό κομμάτι, δεν έχει δομή, είναι ένα κομμάτι που κάνει ένα αέναο buildup μέχρι να τελειώσει ουσιαστικά. Αυτό δεν είναι μια δομή κομματιού που θα ακούσεις στο ραδιόφωνο.

Χ.Κ.: H θεατρική του απαγγελία πώς προέκυψε; Ως μέρος του concept, ως ωραία ιδέα, ως μια δοκιμή;

Κ.Κ.: Όταν είχα ξεκινήσει να επεξεργάζομαι το τι ιστορία θα πούμε στο άλμπουμ αυτό, ήταν μέσα στα πρώτα κείμενα, η δεύτερη στροφή της απαγγελίας. Μου είχε έρθει, το είχα γράψει και είχε μείνει εκεί. Λειτουργούσε σαν brainstorming δηλαδή.

Μ.Τ.: Η πραγματικότητα είναι πως για μένα αυτοί οι στίχοι που είχε φέρει ο Κώστας ήταν τρομεροί, μου άρεσαν πάρα πολύ και είναι πολύ συναισθηματικοί. Ουσιαστικά είναι η ουσία του δίσκου. Νομίζω στην αρχή ήταν να μη βάλουμε κάποια απαγγελία, είχαμε πει να μην το κάνουμε σε αυτό το δίσκο, αλλά ήταν πάρα πολύ δυνατό για να μη μπει, και να μη μπει και στα ελληνικά.

Κ.Κ.: Ειδικά με τον τρόπο που δουλέψαμε το "Artifacts", λειτούργησε, και ειδικά σε εκείνο το σημείο λειτούργησε πολύ ωραία, οπότε το κρατήσαμε. Την απαγγελία την έκανε η Μαρία Καλλιμάνη, που παίζει στο βίντεο.

Για εμάς είναι πολύ πιο ουσιαστικό το να δεθεί ο ακροατής για σαράντα λεπτά με αυτό που κάνουμε, από το να κάνει ας πούμε ένα λαθραίο άκουσμα στο Spotify ή στο YouTube

Ν.Κ.: Θυμάμαι όταν είχαμε μιλήσει για το "Sigma", και βλέπω και τώρα, όποτε μιλάμε για το άλμπουμ, πάντα η κουβέντα περιστρέφεται γύρω από μια ιδέα. Προσωπικά το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον, αφού φαίνεται πως ο πυρήνας της δημιουργίας βρίσκεται σε ένα θεωρητικό κομμάτι, που ξεφεύγει από το καθαρά μουσικό, με τη μουσική να μοιάζει με το μέσο έκφρασης αυτής της ιδέας. Είναι κάτι που θεωρείτε βασικό για τους Mother Of Millions, δουλεύει καλύτερα για σας, είναι μια ανάγκη να υπάρχει μια κεντρική ιδέα γύρω από την οποία θα χτίσετε ένα άλμπουμ;

Κ.Κ.: Είναι νομίζω το κάδρο, αν μπορείς να πεις πως θα κάνεις έναν παραλληλισμό με τα εικαστικά. Το έργο γι' αυτήν την περίοδο είναι ένας πίνακας, το concept που φτιάχνουμε είναι το κάδρο, το πλαίσιό μας πάνω στο οποίο δουλεύουμε. Με βάση αυτό που συζητάγαμε και πριν, οτι οι άνθρωποι χρειάζονται κανόνες καμιά φορά για να λειτουργήσουν, είναι πάρα πολύ χρήσιμο να πεις οτι εδώ προσηλωνόμαστε, αυτό είναι το πεδίο δράσης μας γι αυτό το διάστημα. Οπότε ό,τι ιδέα υπάρχει, την επεξεργαζόμαστε με έναν τρόπο που χωράει κι εντάσσεται σε ένα concept. Κεντρικά, νομίζω πως μας αρέσει να λέμε ιστορίες.

M.T.: Μου άρεσε ο τρόπος που το έθεσε. Είναι ωραίο να παρουσιάζεις και ένα συνολικό έργο. Ναι μεν είναι πολύ ωραίο το να κάνεις μεμονωμένα τραγούδια, βεβαίως είναι κι αυτός σκοπός, αλλά νομίζω ότι για μας, είναι πολύ πιο ουσιαστικό το να δεθεί ο ακροατής για σαράντα λεπτά με αυτό που κάνουμε, από το να κάνει ας πούμε ένα λαθραίο άκουσμα στο Spotify ή στο YouTube. Νομίζω έχει πολύ μεγαλύτερη ουσία να πεις οτι θα κάτσεις σαράντα λεπτά. Γι’ αυτό και δεν κάνουμε και δίσκους που να είναι μιαμιση ώρα. Να πεις, λοιπόν, πως αντί να δεις μια ταινία, θα κάτσεις να ακούσεις το δίσκο. Και φαντάζομαι πως αυτό βάζει και τον ακροατή σε μια διαδικασία σκέψης, μέσα από τους στίχους. Οι στίχοι που γράφει ο Κώστας δεν είναι κι εύκολοι.

Mother Of Millions

Χ.Κ.: Απλοϊκοί δεν είναι σίγουρα. Δεν επιτάσσουν το νόημα, θέλουν να τους καταλάβεις και να τους ερμηνεύσεις νομίζω πολλές φορές. Δε σου δίνουν ένα νόημα στο πιάτο, θέλει να το σκεφτείς λίγο.

Μ.Τ.: Ναι δεν είναι αυτό που λέμε ένα κι ένα κάνει δυο, μπορεί να κάνει και μηδέν (γέλια).

Χ.Κ.: Σε μουσικό επίπεδο, δυο πράγματα που εντόπισα στο άλμπουμ έχουν να κάνουν με τις κιθάρες και τα πλήκτρα. Πρώτα απ’όλα στις κιθάρες παρατήρησα οτι έχουν μπει κάποια lead τα οποία είναι φαινομενικά «εκτός χαρακτήρα», όπως στο "Rite" και στο "Anchor", πιο συμβατικά lead. Επίσης, νομίζω πως υπάρχει περισσότερη πρωτοβουλία στα πλήκτρα, με το "Nema" είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ήταν ανάγκη να δείξετε κάποια διαφορετικά πράγματα στο παίξιμό σας;

Μ.Τ.: Όσον αφορά τα πλήκτρα, έχει πλάκα γιατί η αρχική ιδέα για το "Nema" ήταν του ντράμερ μας. Είχε φέρει μια ιδέα που είναι πάρα πολύ κοντά σε αυτό, κι ουσιαστικά την ανακατέψαμε να στο πω έτσι για να ταιριάζει στο παίξιμό μου, γιατί ο Γιώργος έχει σπουδάσει κλασσικό πιάνο. Είναι όμως αυτό που λέγαμε πριν. Ο ντράμερ έφερε ουσιαστικά ένα ολοκληρωμένο πιανιστικό κομμάτι. Όσον αφορά τα άλλα σημεία των πλήκτρων...

Χ.Κ.: Βγήκες πιο μπροστά...

Μ.Τ.: Και ναι και όχι..

Χ.Κ.: Δεν είναι κακό, μη ντρέπεσαι, δουλειά σου είναι (γέλια)

Κ.Κ.: Νομίζω ότι σε αυτό το δίσκο τα πλήκτρα είχαν ένα πιο σαφή, μελωδικό ρόλο σε σχέση με το "Sigma", με περισσότερα πιανιστικά μέρη. Τώρα για τις κιθάρες, μας πήγε κάπως η μουσική. Δεν είναι πως είπαμε να κάτσουμε να γράψουμε ένα κλασσικό lead για το "Rite". Ήταν μια μελωδία, ξεκίνησε από μια παραλλαγή μελωδίας, νομίζω εν προκειμένω στο "Rite" είναι η μελωδία της γέφυρας, όπως και σε άλλα μέρη μέσα στο δίσκο. Και στο "Soma", είναι το κεντρικό riff που παίρνει ρόλο lead, παίζουμε έτσι, με «δάνεια» μελωδιών. Οπότε κι εδώ έχει μελωδικό ρόλο, όχι σαν σόλο που είναι φλύαρο.

Το "Artifacts" είναι ένα ενιαίο project, αλλά τα επιμέρους κομμάτια του στέκονται με μεγαλύτερη αυτονομία

Χ.Κ.: Τι είναι τελικά πιο σημαντικό; Να γράψετε ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ ή να γράψετε επιμέρους τραγούδια;

Κ.Κ.: Να είναι μια ολοκληρωμένη ιστορία, αλλά και τα επιμέρους στοιχεία να έχουν πράγματα να πουν κι από μόνα τους. Νομίζω πως στο "Artifacts" αυτό το πετύχαμε καλύτερα σε σχέση με το "Sigma", δηλαδή να είναι ταυτόχρονα ένα ενιαίο project, και τα επιμέρους κομμάτια να στέκονται με μεγαλύτερη αυτονομία.

Η ανοχή στο ροχαλητό είναι αγάπη

Χ.Κ.: Συμφωνώ. Είναι πιο συνεκτικό από την αρχή ως το τέλος, αλλά και πάλι το κάθε τραγούδι έχει μια αυτονομία, περισσότερο από αυτό που είχαν τα κομμάτια στο "Sigma". Αν ήταν αυτός ο σκοπός, έχει επιτευχθεί.

N.K.: Θα ήθελα να συζητήσουμε και το πόσο σας επηρέασε και η εμπειρία που μαζέψατε από τα live σας στο παίξιμο και τη σύνθεση του νέου άλμπουμ. Φαντάζομαι πως η αλληλεπίδραση με τον κόσμο αλλά και μεταξύ σας στα διάφορα κομμάτια μπορεί να επηρεάσει συναισθηματικά την κατεύθυνση του υλικού κατά τη σύνθεση.

Μ.Τ.: Κατ' αρχήν η εμπειρία είναι πολύ μεγάλη λέξη. Ακόμη δεν ξέρουμε τίποτα, είμαστε παιδιά ακόμη σε αυτό. Νομίζω το ότι ταξιδέψαμε παρέα και περάσαμε πάρα πολύ χρόνο μέσα σε ένα βαν, μοιραζόμενοι όλα τα άγχη που φέρνει αυτή η δουλειά που κάνουμε, όσο κι αν τριφτήκαμε πάνω στη διαδικασία της σύνθεσης, μας έδωσε τη δυνατότητα να λέμε ο ένας στον άλλο αυτό ακριβώς που σκεφτόμασταν εκείνη τη στιγμή. Δεν είχαμε ούτε κανόνες, αν και κανόνες είχαμε, πώς να το πω ρε Κώστα...

Κ.Κ.: Νομίζω πως η τριβή που είχαμε μεταξύ μας και με τα ταξίδια και με τις πολλές ώρες στο στούντιο βοήθησε λίγο την ομαδικότητα. Αυτό που είπα πριν, ο ένας συμπληρώνει τις προτάσεις του άλλου, αρχίζει δηλαδή και προεκτείνεται η μουσική χημεία. Παίζουμε και δέκα χρόνια μαζί, γνωρίζουμε τον τρόπο παιξίματος του άλλου, κατά μια έννοια μπορούμε να προβλέψουμε πότε θα κάνει λάθος ο άλλος και να το μαζέψουμε όλοι μαζί. Σίγουρα όμως η μουσική χημεία προεκτείνεται όταν ταξιδεύεις με τον άλλο, όταν κοιμάσαι στο hostel ας πούμε κι ακούς και το ροχαλητό του άλλου (γέλια), είναι κι αυτό μια σημαντική εμπειρία.

Μ.Τ.: Η ανοχή στο ροχαλητό είναι αγάπη (γέλια).

Χ.Κ.: Από ένα σημείο και μετά είναι αγιοσύνη... (γέλια)

Κ.Κ.: Όταν φτάνεις στο σημείο να ξυπνήσεις τον άλλο, αρχίζει και ξεφεύγει... «Ρε συ κάνεις σαν τρένο, δεν αντέχω άλλο! Παίζουμε αύριο, θέλω να ξεκουραστώ» (γέλια)

Πάντα θα είναι κάποιο μέλος της μπάντας στο στούντιο και θα ψάχνει κάτι καινούριο

Χ.Κ.: Πάντως εγώ περιμένω να σας δώ σε ένα live και να πω «εντάξει, δεν είχαν καλό ήχο». Είναι ένα από τα πράγματα που σας δίνω, έχετε πολύ δουλεμένο ήχο. Πόση προεργασία θέλει αυτό από εσάς, πόση δουλειά θέλει; Παίζετε έναν ήχο ο οποίος είναι μεν οργανικός όπως είπε ο Νίκος πριν, αλλά δεν είναι κι ότι έχετε τρεις preset ήχους και βγαίνετε έξω να παίξετε...

Μ.Τ.: Αυτό είναι μια διαδικασία που νομίζω δε σταματάει ποτέ! Πάντα θα είναι ο Κώστας στο στούντιο και θα ψάχνει κάτι καινούριο για να εντάξει τον ήχο του μες στο σύνολο πολύ καλύτερα. Ή ο Παναγιώτης στο μπάσο... Εγώ βρίσκω συνέχεια καινούριους ήχους και κατεβάζω... Τις περισσότερες φορές βέβαια είναι αποτυχία μες στο στούντιο, αλλά η μια φορά που θα είναι επιτυχημένη κρατιέται. Αυτό μας επιτρέπει στα live να ξέρουμε πολύ καλά τι κάνουμε, τι εξοπλισμό θα κουβαλήσουμε παρέα, που θα στήσουμε, όλα αυτά. Και βοηθά και τους συνεργάτες μας τους ηχολήπτες - πέρα από το γεγονός πως είναι πολύ καλοί ηχολήπτες και οι δυο - το ότι έχουμε έτοιμους, δουλεμένους ήχους. Ουσιαστικά, το μόνο που δεν γίνεται να δουλευτεί μες στο στούντιο είναι τα τύμπανα, γιατί πρέπει να βάλεις μικρόφωνα και δε γίνεται αυτό.

Κ.Κ.: Είναι ένα 50-50 πάντως. Το 50% η μπάντα, το 50% ο ηχολήπτης. Στο δικό μας 50% είναι αυτό που λέγαμε και πριν, οτι προσέχουμε και πάρα πολύ την ενορχήστρωση. Ο τρόπος που θα βγει η πληροφορία στη σκηνή τις περισσότερες φορές διευκολύνει τον ηχολήπτη να κάνει τη δουλειά του γιατί δεν υπάρχουν μπερδέματα.

Χ.Κ.: Από την άλλη θα ήθελα να μου πείτε αν υπήρχε διαφορά εντός κι εκτός έδρας στα live, καταλάβατε να υπάρχει διαφορά στο κοινό, στους χώρους που πήγατε, στο πώς νιώσατε, είναι κάτι που κάποιος πρέπει να βγει έξω για να καταλάβει διαφορά;

Μ.Τ.: Αναφέρεσαι στο ηχητικό ή στο πώς αλληλεπιδράς με τον κόσμο;

Με τον τρόπο που δουλεύουμε στην Ελλάδα δουλεύουμε και στο εξωτερικό. Και φάνηκε να λειτουργεί άψογα

Χ.Κ.: Γενικά στο πώς νιώθεις σε ένα live...

M.T.: Νομίζω πως με τον τρόπο που δουλεύουμε στην Ελλάδα δουλεύουμε και στο εξωτερικό, και φάνηκε να λειτουργεί άψογα. Βέβαια, είναι γεγονός πως στο εξωτερικό τα venues είναι και πολύ πιο λειτουργικά. Υπάρχουν άνθρωποι που δουλεύουν για να πραγματοποιήσουν οποιαδήποτε ανάγκη υπάρχει για να γίνει σωστη διοργάνωση. Στην Ολλανδία για παράδειγμα, είχαμε έναν stage ηχολήπτη που μας είχε ρωτήσει τον καθένα από τέσσερις φορές αν ακούμε, είχε ολόκληρο συνεργείο.

Κ.Κ.: Είχαν interns στα περισσότερα venues, ανθρώπους για τον καθένα, εγώ είχα ένα παιδί που με ρωτούσε συνέχεια αν άκουγα καλά την κιθάρα, αν ήθελα κάτι ακόμη στον ήχο, σε σημείο που αισθανόμουν κι άσχημα, ήθελα να του πω, άραξε, κάνε το τσιγάρο σου (γέλια). Τα venues στο εξωτερικό είναι στημένα για μπάντες που κάνουν περιοδείες. Είναι ολοφάνερο πως όλο τους το στήσιμο είναι με αυτό τον τρόπο. Για το πώς θα μπεί το βαν μέσα, πώς θα κουβαληθούν τα πράγματα, που θα περάσει λίγο χρόνο η μπάντα, οι εγκαταστάσεις του backstage. Και στην Ελλάδα υπάρχουν σωστά venues, και ηχητικά και από πλευράς εγκαταστάσεων, ιδίως τα πιο μεγάλα, δεν υστερούν.

Μ.Τ.: Απλά υπάρχουν κάποιες λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά.

Κ.Κ.: Ναι υπάρχουν κάποιες λεπτομέρειες που το έχουν τερματίσει, ειδικά στην Ολλανδία είναι και λίγο παράδεισος για touring μπάντες, θέλουν να περάσουν από κάποια venues εκεί, για παράδειγμα το "013" στο Tilburg, που είναι...

Μ.Τ.: Ξενοδοχείο...

Κ.Κ.: Ένας απίστευτος χώρος, είναι σαν να λέμε ένα Κύτταρο κι ένα Piraeus Academy στο ίδιο κτίριο, με ένα τεράστιο εσωτερικό parking, απίστευτες εγκαταστάσεις.

Διαβάστε εδώ την κριτική του δίσκου "Artifacts" από τον Χρήστο Καραδημήτρη.

  • SHARE
  • TWEET