Avenged Sevenfold

Life Is But A Dream...

Warner Music (2023)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 29/05/2023
Οι Avenged Sevenfold διευρύνουν όσο ποτέ τα μουσικά τους όρια και με το "Life Is But A Dream…" επιτυγχάνουν έναν καλλιτεχνικό θρίαμβο
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Οι περισσότεροι καλλιτέχνες υποστηρίζουν ότι μέχρι να έρθει η πολυπόθητη επιτυχία είναι υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν τους βασικούς κανόνες του παιχνιδιού της μουσικής βιομηχανίας, κάτι που συνεπάγεται πως τα (καλλιτεχνικά) ρίσκα που μπορούν να πάρουν είναι περιορισμένα. Αυτό είναι κατανοητό και σεβαστό. Μόνο που η πράξη έχει δείξει ότι οι ίδιοι καλλιτέχνες γίνονται ακόμα περισσότερο δέσμιοι αυτής της επιτυχίας που τόσο επιζητούσαν, όταν αυτή έρθει! Την ίδια στιγμή, όμως, υπάρχουν συγκροτήματα όπως οι Avenged Sevenfold, που δεν μοιάζουν βγαλμένοι από αυτό το καλούπι και στην όγδοη δισκογραφική δουλειά καταθέτουν το μεγαλύτερο πειστήριο αυτού του ισχυρισμού.

Πριν αναλύσουμε τα όσα συμβαίνουν στο "Life Is A Dream…" ας υπενθυμίσουμε κάποια δεδομένα που θα έπρεπε να είναι προφανή. Έστω κι αν στον μικρό τόπο που ζούμε δεν το συμμεριζόμαστε απαραίτητα, τα τελευταία τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια η μπάντα που έφτιαξαν μια παρέα πιτσιρικάδων από την Καλιφόρνια, στο τέλος της προηγούμενης χιλιετίας, συγκαταλέγεται ανάμεσα στα κορυφαία ονόματα της metal μουσικής, τόσο σε δημιουργικό, όσο και σε εμπορικό επίπεδο. Μάλιστα, έχουν καταφέρει να ανέλθουν και να παγιωθούν σε αυτό το τόσο υψηλό επίπεδο ακολουθώντας μια ξεκάθαρα εξελικτική πορεία, η οποία μπορεί εύκολα να γίνει αντιληπτή αν κάποιος συγκρίνει πχ το "Sounding The Seventh Trumpet" με το "City Of Evil" ή το "Nightmare" ή με το "The Stage", πόσο δε το πρώτο με το τελευταίο.

Αν ήδη το προ 6ετίας "The Stage" θεωρήθηκε από πολλούς ως ένα τολμηρό και μεγαλεπήβολο project (ήταν και τα δυο), ο διάδοχός του το κάνει να φαίνεται σαν μια απλή βόλτα στο πάρκο, σε μουσικό επίπεδο. Όσον αφορά στο concept, βέβαια, αποτελεί μια τρόπον τινά συνέχισή του, καθώς οι υπαρξιακοί - ως και φιλοσοφικοί - προβληματισμοί που τέθηκαν γύρω από τη σχέση του ανθρώπου, τεχνολογίας και Θεού στην προηγούμενη δουλειά συνεχίζονται κι εδώ, έχοντας όμως μια πιο ανθρωποκεντρική προσέγγιση και εστιάζοντας και στο πως βιώνουμε σε νοητικό και συναισθηματικό επίπεδο όλα αυτά που μας περικλείουν και συμβαίνουν γύρω μας.

Κι αν ένα πράγμα μπορεί να χαρακτηρίσει το πνεύμα της δημιουργίας του "Life Is But A Dream...""αυτό είναι η τελειομανία. Συγκεκριμένα, για να φτάσουν να είναι ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα όπως το είχαν οραματιστεί, οι Avenged Sevenfold είχαν την πολυτέλεια να ξοδέψουν πέντε ολόκληρα χρόνια (και φαντάζομαι κάμποσα λεφτά) και να επιστρατεύσουν μεταξύ άλλων: αρκετή δόση αλαζονείας, αδιαφορία για τριγύρω απόψεις και πιέσεις, μια 78μελή ορχήστρα, πολλές ετερόκλητες μουσικές επιρροές, το έργο του Αλμπέρ Καμύ κι έναν σαμάνο που έφερε μαζί τους το διάσημο ψυχεδελικό ναρκωτικό 5-MeO-DMT (5-μέθοξυ-διμεθυλοτρυταμίνη για τους φίλους της οργανικής χημείας). Μεταξύ μας τώρα, αυτό το άλμπουμ δεν έβγαινε χωρίς κάποιου είδους ναρκωτικά.

Πριν πάμε στα επιμέρους μουσικά δρώμενα και φυσικά πριν καταλήξουμε στην τελική ετυμηγορία θέλω να σταθώ σε δυο πολύ σημαντικά στοιχεία που αφορούν το άλμπουμ γενικότερα. Πρώτον, θεωρώ ότι εδώ έχουμε μια δουλειά που είναι δύσκολο να εκτιμηθεί σωστά (ή ακόμα και να γίνει αντιληπτή) συνθέτοντας ή αξιολογώντας επιμέρους κομμάτια της. Ομολογώ πως ούτε εγώ κατάλαβα πολλά ακούγοντας απομονωμένα τα δυο singles του τόσο διαφορετικού "Nobody" και του τόσο πειραγμένου "We Love You". Αντιθέτως, τα επιμέρους τραγούδια βγάζουν απόλυτο νόημα όταν κάποιος αντιληφθεί τη συνολική εικόνα και ξεκινήσει να την αποδομεί. Το δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με την η εξαντλητική προσοχή στην λεπτομέρεια που έχει δοθεί σε τομείς όπως το artwork και η παραγωγή. Αφενός ο Wes Lang, δεν δημιούργησε ένα μόνο εξώφυλλο, αλλά μια σειρά από έργα τα οποία εμπνεύστηκε ακούγοντας τη μουσική και τα οποία αποτυπώνουν άψογα το πνεύμα του άλμπουμ. Αφετέρου, η ομάδα των Joe Baressi (παραγωγή), Andy Wallace (μίξη) και Bob Ludwig (mastering) είναι και πάλι παρούσα, υποστηρίζοντας την απαιτητική, οργανική διαδικασία που ήθελε να ακολουθήσει η μπάντα και φέρνοντας εις πέρας τα μεγαλεπήβολα πλάνα που είχε. Πέραν της ηχητικής ισορροπίας ανάμεσα σε τελείως ετερόκλητα μουσικά είδη, είναι ενδεικτικό πόσο ουσιώδης είναι ο ρόλος της ορχήστρας, χωρίς να βγαίνει ποτέ στο προσκήνιο. Τέλος, είναι εξίσου σημαντικό να επισημανθεί ότι όλη αυτή την έμπνευση και την πληροφορία την κράτησαν σε 11 τραγούδια και 54 λεπτά, παρόλο που σου δίνεται η αίσθηση ότι παρήγαγαν υλικό που θα μπορούσε να απλωθεί σε διπλάσιο χρόνο.

Πατώντας το play, οι ακουστικές κιθάρες που εισάγουν το "Game Over" οδηγούν απευθείας σε μια metalική επίθεση που θυμίζει κάτι ανάμεσα "City Of Evil" με System Of A Down, λειτουργώντας αν μη τι άλλο εντυπωσιακά και πιάνοντας τον ακροατή από τον λαιμό. Πριν, όμως, καταλάβει τι τον χτύπησε, μετά από δυο μόλις λεπτά, το σκηνικό μεταφέρεται σε ένα περίεργο μιούζικαλ περιβάλλον, σαν το La La Land να λαμβάνει χώρα κάπου στο Barstow, στην άκρη της ερήμου. Ο πρωταγωνιστής του έργου που ταυτίζεται με τον Ξένο από το ομότιτλο έργο του Καμύ, αναγνωρίζει πως δεν ανήκει πλέον εκεί που βρίσκεται κι αποφασίζει να δώσει ένα πρόωρο τέλος σε όλο αυτό. Ένα τέλος που ισοδυναμεί με τον θάνατο του εγώ (βλέπε δράση 5-MeO-DMT) και ήδη είναι σαφές ότι κάτι πολύ ενδιαφέρον ως κι εντυπωσιακό λαμβάνει χώρα εδώ, σε όλα τα επίπεδα.

Στο "Mattel" (ναι, το όνομα είναι από την εταιρεία παιχνιδιών) που ακολουθεί ο πρωταγωνιστής μας ανακαλύπτει ότι τα πάντα είναι δυστυχώς πλαστά και στην επόμενη ζωή, όπου δεν βρήκε τα πράγματα ακριβώς όπως τα περίμενε. «Ίσως ακούγεται τρελό, αλλά μυρίζω τις πλαστικές μαργαρίτες» απολογείται κι ενώ στο μουσικό κομμάτι η εναλλαγή heavy κιθάρων και musical σημείων εντείνεται ακόμα περισσότερο πριν μπουν στην εξίσωση και μερικά επιπρόσθετα jazz στοιχεία, λες και σε κάθε στιγμή θέλουν να κρατάνε τον ακροατή (ή μήπως τους εαυτούς τους) σε εγρήγορση.

Συνεχίζοντας με "Nobody" τα πράγματα έχουν πλέον εισέλθει σε μια πιο σωστή διάσταση και είναι πιο εύκολο να παραδοθεί κάποιος στη δίνη που προκαλεί το βασικό riff και ο ρυθμός του, τα πολλαπλά ηχητικά layer και φυσικά το καταπληκτικό σόλο του Synyster Gates (του οποίου η κιθαριστική δουλειά συνολικά στο άλμπουμ είναι ως και συγκλονηστική). Αξίζει μια προσεκτική ακρόαση με ακουστικά, όπως αξίζει να επισκεφτεί κανείς το καταπληκτικό του video και να εντοπίσει τις σημειολογικές αναφορές που αναφέρθηκαν στα δυο προηγούμενα τραγούδια. Από την άλλη, το "We Love You" μάλλον ποτέ δεν θα ακουστεί «στρωτό», υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, αλλά κάπου ανάμεσα στις Mr. Bungle αναφορές, στα λυσσασμένα metal σημεία του και στο outro με την ακουστική και τη slide κιθάρα του, η αλήθεια είναι πως περιλαμβάνει ψήγματα ιδιοφυίας, όντας το πιο ιδιαίτερο και διαφορετικό τραγούδι που έχει γράψει ποτέ η μπάντα.

Σε αντίθεση με το πρώτο μισό του "Cosmic", το οποίο είναι ό,τι πιο κοντινό σε παλιούς Avenged Sevenfold θα βρει κάποιος στο άλμπουμ. Μια πανέμορφη (σχεδόν) μπαλάντα που έρχεται να αναδείξει την καταπληκτική χροιά και ερμηνευτική δεινότητα του M Shadows και να προσφέρει ένα ακόμα υπέροχο σόλο από τον Gates, πριν (με εμφανή τη συνεισφορά της ορχήστρας) το τραγούδι οδηγηθεί σε ένα ονειρικό σημείο και στη συνέχεια κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή του το vocoder του M Shadows. Στα 7μιση απολαυστικά λεπτά του είναι σίγουρα ένα από τα highlight του άλμπουμ.

Το πιο heavy κι αργόσυρτο "Beautiful Morning", διατηρεί τον proggy χαρακτήρα που χαρακτηρίζει συνολικότερα το άλμπουμ, με τις φωνητικές γραμμές του M Shadows και το "Dirt" ρεφραίν του να προσθέτουν μια πάντα ευπρόσδεκτη Alice In Chains πινελιά. Το μεσαίο σημείο αποτελεί έναν μικρό φόρο τιμής στον αδικοχαμένο The Rev, πριν το κλείσιμο με το πιάνο οδηγήσει τον ακροατή στο roller coaster της σχεδόν "Abbey Road"ικής, τελικής ευθείας του άλμπουμ...

Εναλλάξ heavy riff και στοιχεία από hip hop παραγωγές που οδηγούν σε funky μονοπάτια κι ενώ σε σημεία ξεπετάνε ήχοι από arcade παιχνίδια άλλης εποχής στο "Easier", μια τρομερή μίξη Dream Theater με Faith No More και γυναικείων φωνητικών (!) στο "G", μια υπέροχα χορευτική ωδή στους Daft Punk στο "(O)rdinary" και μια jazzy/soundtrack σύνθεση όπου ο M Shadows ντύνεται Frank Sinatra στο "(D)eath" συνθέτουν ό,τι πιο όμορφα παρανοϊκό θα ακούσετε πιθανότατα μέσα στην τρέχουσα χρονιά - κι όχι μόνο. Και σαν να μην έφταναν αυτά, το φινάλε βρίσκει τον Synyster Gates να φοράει το καπέλο του κλασσικού πιανίστα και να προσφέρει το ιδανικό φινάλε που θα μπορούσε να έχει μια τέτοια δουλειά, σε μια υπέροχη πιανιστική σύνθεση που φέρνει στο νου κάτι μεταξύ Chopin και Debussy και την οποία πιάνω τον εαυτό μου να ακούει ασυναίσθητα, ξανά και ξανά.

Είναι πιθανό - και λογικό - οι τόσες αναφορές και η τόση πληροφορία να αφήσουν κάποιον μπερδεμένο κατά τις πρώτες ακροάσεις του όγδοου άλμπουμ των Avenged Sevenfold. Πολύ σύντομα, όμως, όλη αυτή η δημιουργική και αυθεντική τρέλα που διακατέχει το "Life Is But A Dream…" βγάζει απόλυτο νόημα και το καθιστά έναν μικρό καλλιτεχνικό θρίαμβο, δικαιώνοντας απόλυτα τους δημιουργούς του. Πρόκειται για ένα πολυσυλλεκτικό άλμπουμ, φτιαγμένο από τρομερά ταλαντούχους μουσικούς, που αρνούνται να δουν την τέχνη τους διεκπεραιωτικά και που εδώ επιζητούν να διευρύνουν τα μουσικά τους όρια περισσότερο από ποτέ. Ένα προοδευτικό - με κάθε ορθόδοξη ή ανορθόδοξη έννοια του όρου - έργο, που προσθέτει καλλιτεχνικό ανάστημα στη μπάντα και θα ανταμείψει όσους δεν βλέπουν τη (metal) μουσική περιχαρακωμένη από στεγανά.

  • SHARE
  • TWEET