Modern Metalcore: 2010-2024
Μια αναδρομή στην εξέλιξη του ήχου που έφερε τους σημερινούς headliners
Ο όρος metalcore έχει χρησιμοποιηθεί για πολλά και πολύ διαφορετικά μεταξύ τους παρακλάδια στο χώρο της σκληρής μουσικής, αρχής γενομένης μάλλον με τους Integrity, τους Converge και λίγο αργότερα τους Hatebreed. Κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 2000 όμως εμφανίστηκε μια νέα γενιά συγκροτημάτων με φρέσκια ματιά που το οδήγησε στην πιο μελωδική, εμπορική του μορφή, αυτή που τελικά συνδέθηκε περισσότερο από κάθε άλλη με τον όρο. Το κύμα αυτό άντλησε έμπνευση από δύο βασικές πηγές: το melodic death του Γκέτεμποργκ, των At The Gates και των In Flames, και τη mainstream pop της εποχής.
Έχτισε πάνω σε επιθετικά riff, ακραία φωνητικά αλλά και πολύ μελωδικά, πιασάρικα ρεφρέν. Κύριοι εκφραστές του ήταν οι Atreyu, οι Killswitch Engage, οι Trivium, οι Avenged Sevenfold, οι As I Lay Dying, οι All That Remains και πολλοί, πολλοί άλλοι, πιάνοντας όμως κορυφή, από κάθε άποψη, το 2005 με το "Poison" των Bullet For My Valentine. Λίγο μετά αρχίζει να αναπτύσσεται και μια πιο ακραία εκδοχή, το λεγόμενο deathcore, με τους All Shall Perish, τους Suicide Silence αλλά και τους Bring Me The Horizon που στο δεύτερο ειδικά δίσκο τους, "Suicide Season", καταφέρνουν να τραβήξουν πολλά αυτιά προς το δικό τους, πιο αντισυμβατικό, μέρος.
Και ερχόμαστε στην αλλαγή της δεκαετίας, το ρεύμα αυτό των '00s έχει ήδη χάσει μεγάλο μέρος της δυναμικής του, ο υπερκορεσμός έχει οδηγήσει σε παρακμή και ο χώρος ψάχνει σανίδα σωτηρίας. Κάπου εκεί λοιπόν έρχεται το σημείο μηδέν, οι Bring Me κυκλοφορούν το "There Is A Hell Believe Me I’ve Seen It. There Is A Heaven Let's Keep It A Secret" και όλα αλλάζουν. Το core μεταμορφώνεται, εγκαταλείποντας τις βασικές του καταβολές και μπαίνει σε μια νέα φάση, ξεδιάντροπα εμπορική και προκλητικά μελωδική που σήμερα ονομάζουμε modern metalcore.
Δεκαπέντε χρόνια μετά ήρθε η ώρα να περπατήσουμε μαζί την πορεία του με ένα αφιέρωμα στο χώρο και την εξέλιξή του. Ο κανόνας απλός, κάθε χρονιά δυο δίσκοι, ένας «βασικός» και ένας «συμπληρωματικός», με μόνο όρο ότι κάθε μπάντα θα συνεισφέρει το πολύ έναν δίσκο, ώστε να υπάρχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εκπροσώπηση. Πάμε.
Avenged Sevenfold - Nightmare
(Warner Records, 2010)
Ορόσημο. Απλά, λιτά κι απέριττα. Για τη μπάντα. Για το ύφος. Για τον σκληρό ήχο γενικότερα. Η στροφή από τις φόρμες που οι πιστοί στρατιώτες της σκηνής πάλευαν να κρατήσουν άσπιλες είχε ήδη αρχίσει κάποια χρόνια πίσω, με όχι ανήκουστα «ένας οπαδός γκρινιάζει, άλλος ένας αποχωρεί, είκοσι έρχονται» αποτελέσματα. Η εκτόξευση προς το πάνθεον είχε ξεκινήσει. Ο πρόωρος χαμός του Jimmy 'The Rev' Sullivan έσκασε σα βόμβα από το πουθενά. Μέσα στην παγωμάρα και τη μαυρίλα, η απόφαση των φίλων και συνοδοιπόρων του να μην το βάλουν κάτω έμοιαζε εξίσου φιλόδοξη και δύσκολη. Η παρουσία του Mike Portnoy πίσω από τα ντραμς πρόσθεσε το θαυμαστικό για να το πάρουν απόφαση και στην τελευταία γραμμή. Το "Nightmare", από την εισαγωγή του επικού ομώνυμου μέχρι το τελευταίο 'tonight we all die young' του "Save Me", ήταν κλασικό από την πρώτη στιγμή.
Honourable mention: Το ντεμπούτο των Of Mice & Men ήρθε μια περίοδο που το metalcore έψαχνε ανάσες φρεσκάδας. Με ξεκάθαρη επιρροή από Bring Me The Horizon του "Suicide Season", πολύ μελωδία, σούπερ κιθάρες, κατάφεραν αμέσως να ξεχωρίσουν. Φυσικά βοήθησαν τα τεράστια hit "Second & Sebring" και "They Don't Call It The South For Nothing", αλλά συνολικά το ομότιτλο άλμπουμ είναι γεμάτο κομματάρες. Η φωνή του Carlile, μια από τις καλύτερες σχισμένες της γενιάς του, ισοπεδώνει τα πάντα σοκάροντας με την σκληρή της εκφραστικότητα. Από τις μπάντες που έδωσαν πνοή στον χώρο, και με το δεύτερο άλμπουμ τους ανέβηκαν ακόμα περισσότερο, εμπορικά και ποιοτικά.
Trivium - In Waves
(Roadrunner Records, 2011)
Άντε τώρα να διαλέξεις, τη χρονιά που θα βασιλέψουν οι Trivium. Τι πιο λογικό ωστόσο, από το να επιλεχθεί ο δίσκος που σηματοδότησε τον ήχο τους για τα τελευταία δέκα και πλέον χρόνια. Μετά τους πειραματισμούς με παραδοσιακότερες metal φόρμες στα "Shogun" και "The Crusade", οι Trivium εγκαινιάζοντας τη νέα δεκαετία κυκλοφορούν το "In Waves", επιστρέφοντας στην πιστή, χρυσή τομή τους μεταξύ metalcore και heavy metal, εμποτίζοντας την με σταγόνες καλογυαλισμένης, σύγχρονης παραγωγής που δημιουργεί βάσεις για τόσες και τόσες κυκλοφορίες στο εγγύς μέλλον του ήχου. Τι κι αν η κυκλοφορία του "In Waves" τους βρίσκει πάνω στην αποχώρηση του αρχικού τους drummer, Travis Smith, η παρουσία του Nick Augusto προσφέρει μια νέα πνοή με την παρουσία black beats, ενώ φυσικά το πηγαίο μουσικό ταλέντο του Matt Heafy διαγράφει μια όπως φάνηκε, λαμπρή πορεία για τους Trivium τη δεκαετία που ακολούθησε. Κι αυτό το "Built To Fall", χαλαρά ένα από τα καλύτερα κομμάτια που έχει συνθέσει το συγκρότημα.
Honourable mention: Ο τέταρτος δίσκος των The Devil Wears Prada δύσκολα χαρακτηρίζεται τυπικό metalcore. Είναι αρκετά τα νέα στοιχεία για το χώρο, όπως τα instrumental post περάσματα, before it was super-cool, αλλά ο ωμός, σκληρός, ήχος ακουμπάει σε old school και hardcore βάσεις. Η επιρροή των At The Gates είναι αδιαμφισβήτητη χωρίς, ευτυχώς, να μονοπωλεί τη μουσική. Μια βουτιά στη μαυρίλα της post-hardcore αισθητικής τους κάνει να διαφοροποιηθούν, ενώ τα καλύτερα κομμάτια του, "Mammoth", "R.I.T.", "Constance", "Holdfast" και το έπος "Born To Lose", να ξεχωρίσουν. Το "Dead Throne" στέκεται στη δισκογραφία τους κάτω μόνο από το πολύ διαφορετικό τελευταίο τους άλμπουμ, και αν.
Parkway Drive - Atlas
(Epitaph Records, 2012)
Οι Αυστραλοί μεγαλώνουν σταθερά και συνέχεια. Μετά το ντεμπούτο χτυπούν ανελέητα στη σειρά με "Horizons", "Deep Blue", "Atlas", "Ire" και "Reverence". Το να επιλέξεις το καλύτερο από αυτά τα πέντε είναι πραγματικά δύσκολο πρότζεκτ που αν το αναθέσεις σε πενήντα οπαδούς παίζει πολύ σοβαρά να πάρεις εξηνταεφτά διαφορετικές απαντήσεις. Το "Atlas" έχει κάθε δικαίωμα να διεκδικεί την άτυπη και οριακή κορυφή της λίστας, γιατί καταφέρνει να δώσει περισσότερες πτυχές του ταλέντου των Αυστραλών με μεγαλύτερο πλουραλισμό ιδεών, συνθέσεων αλλά και κατευθύνσεων. Υπάρχουν κομμάτια που εμφανίζονται πιο σκοτεινοί και μελωδικοί, όπως το τρομερό "The River" ή το ομώνυμο, κομμάτια με απίστευτη ενέργεια και ριφάρες, βλέπε ας πούμε "Old Ghosts/New Regrets" και "Swing" μα και τεράστιες χιτάρες όπως το "Dark Days" και φυσικά το πασίγνωστο και ανάμεσα στα κορυφαία του χώρου τα τελευταία χρόνια, "Wild Eyes". Οι Parkway είναι μια από τις πιο αγαπημένες μπάντες, στο χώρο του σύγχρονου metal, και κάθε φορά που τους βλέπουμε live διψάμε περισσότερο για την επόμενη.
Honourable mention: Στην άτυπη λίστα των υποψηφιοτήτων για τον τίτλο της πιο what-if παρουσίας του αφιερώματος, η εγγραφή υπό το όνομα The Agonist αναμφίβολα και πανάξια έχει κερδισμένη μία θέση ψηλά. Οι προειδοποιητικές βολές των δύο πρώτων άλμπουμ ήταν κάθε άλλο παρά διακριτικές. Στο "Prisoners", διατηρώντας στο απόλυτο την τεχνικότητα και την αιχμηρότητα του στυλ του, το συγκρότημα από τον Καναδά έδειχνε να έχει όλα όσα χρειάζονταν για να μπει στα μεγάλα σαλόνια. Η σιγή ιχθύος που ακολούθησε περίπου ένα χρόνο αργότερα ήταν δύσκολο σημάδι. Το ανακάτεμα της τράπουλας μετά την φυγή της Alissa White-Gluz ήρθε αναμενόμενα κι επιβεβλημένα.
Bring Me The Horizon - Sempiternal
(RCA Records, 2013)
Είναι ευρέως γνωστό πως το 2013 κυκλοφόρησαν μερικοί από τους πιο σημαντικούς δίσκους της μουσικής που ακούμε. Η μουσική στόφα του "Sempiternal" των Bring Me The Horizon για τη δεκαετία των 10s είναι αδιαμφισβήτητη. Για πρώτη φορά, το metalcore γίνεται τόσο pop. Τόσο ευαίσθητο. Έχει τόσα καθαρά φωνητικά. Ο Oliver Sykes ως υπόδειγμα frontman της γενιάς του παραδίδει ερμηνείες που τελικά σε αφήνουν με ένα δίσκο γεμάτο hits τόσο δυνατά, που η σημερινή γενιά του Tiktok μνημονεύει ως τα κλασσικά τους metal jams, κάπως όπως εμείς μνημονεύαμε στην εφηβεία μας τους Metallica. Τραγούδια που αφήνουν πίσω τους στίχους συνθήματα όπως τα "you can’t drown my demons, they know how to swim" του "Can You Feel My Heart", "Should I sink or swim, or simply disappear" από το "Sleepwalking", "There will be no peaceful revolution, no war without blood" στο "Antivist". Για να μην μιλήσουμε για το συναυλιακό τσουτσούριασμα όταν τα σκάει το "This is sempiternal" στο "Shadow Moses". Όσοι ήσασταν εκεί το περσινό καλοκαίρι, γνωρίζετε. Δίσκος σύμβολο της δεκαετίας του.
Honourable mention: Το βασίλειο μου για ένα άλογο – ή αλλιώς, πως οι Heaven Shall Burn κυκλοφόρησαν το "Antigone" της νέας δεκαετίας. Το "Veto", αγαπημένο από το πανέμορφο εξώφυλλό του μέχρι και τις εκπληκτικές συνθέσεις στο εσωτερικό του, κρατά την σουηδική melodeath προσέγγιση του metalcore σε μια απόλυτα φρέσκια πνοή, με την παραγωγή του που το εξυψώνει σε ένα πραγματικό διαμάντι. Τα χαρισματικά, ακραία φωνητικά του Marcus Bischoff παρέα με τις ταχύτητες του Matthias Voigt στα κρουστά κρατούν την απόλυτη ισορροπία με τις γάργαρες μελωδίες των Alexander Dietz και Maik Weichert στις κιθάρες, κρατώντας τα μπόσικα για μια σχολή του metalcore που άρχισε να βουλιάζει εντός της επαναληψιμότητας της. Όχι όμως αυτοί.
Monuments - The Amanuensis
(Century Media, 2014)
Η ερώτηση αν το djent μπορεί να θεωρηθεί metalcore δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία όταν μιλάμε για ένα άλμπουμ σαν το "The Amanuensis". Η αστείρευτη έμπνευση του John Browne με τα αδιανόητα riffs του, οι κοφτοί ρυθμοί που θέλοντας και μη σε παρασύρουν σε αδιάκοπο headbanging, οι μελωδίες (αλλά και τα screams) του Chris Baretto, όλα συνεισφέρουν σε ένα αψεγάδιαστο αποτέλεσμα. Η θεματολογία που περιστρέφεται γύρω από την έννοια της αναγέννησης και του κύκλου της ζωής, αντλώντας έμπνευση από το μυθιστόρημα "Cloud Atlas" του David Mitchell, και δημιουργεί μια συνεκτικότητα στο όλο σύνολο. Με κομμάτια όπως το "Origin Of Escape", "Atlas" και "The Alchemist", παραδίδουν σεμινάριο για το πως η βαρύτητα συνδυάζεται με την περιπλοκότητα, αλλά ταυτόχρονα ακούγεται διαβολεμένα πιασάρικη.
Honourable mention: Τσιτωμένα κουπλέ. Πεντακάθαρα ρεφραίν. Αίμα, δάκρυα και θάλασσα. Στιχάκια τόσο γλυκόπικρα που μπορούν να σηκώσουν την emo ταμπέλα ακόμα κι αν το ηχητικό δεν περνάει ούτε απέξω. Αίσθηση καρφί από τα σπλάχνα των zeroes. Παραγωγή γυαλισμένη στα όρια του δυνατού. Το "Let The Ocean Take Me" πιστώνεται στους The Amity Affliction ως χρυσή τομή ανάμεσα στην core εποχή και την πιο εμπορική πορεία που ακολούθησε, κι εν τέλει πίσω από την υπεραπλούστευση, η δόση αλήθειας παραμένει. Η συναυλία στα μέρη μας λίγο πριν το κλείσιμο εκείνου του κύκλου, παραμένει ένα από τα πιο «κι όμως συνέβη» πραγματάκια του τόπου.
Bullet For My Valentine - Venom
(Sony Music, 2015)
Μετά από πειραματισμούς με πιο εμπορικούς ήχους και το αμφιλεγόμενο "Temper Temper", οι Bullet For My Valentine επέστρεψαν στις ρίζες τους με το πέμπτο άλμπουμ τους. Ο δίσκος αποτελεί μια ωμή έκρηξη ενέργειας. Riffs από το πρώτο ράφι, μελωδίες και διπλές κιθάρες που κεντάνε, ρεφραίν που μένουν κολλημένα στο μυαλό. Το "Venom" επανέφερε μια κλασσική προσέγγιση στο metalcore στο προσκήνιο, δείχνοντας ότι η συνταγή δε θέλει πολλά υλικά για να δέσει. Η εξέλιξη είναι καλοδεχούμενη όταν δεν είναι επιτηδευμένη. Στο "Venom" οι Bullet επέλεξαν να κάνουν αυτό που ξέρουν, και να το υλοποιήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Βγαλμένο από τα '00s αλλά με φρέσκο αέρα, απέδειξε γιατί αυτή η μπάντα άφησε το στίγμα της στο χώρο.
Honourable mention: Οι August Burns Red αποτελούν ένα από τα συγκροτήματα στο χώρο του metalcore που αργά και σταθερά, κυκλοφορούσαν τη μία καλή κυκλοφορία μετά την άλλη, μένοντας πάντα πιστή στην ουσία του ήχου. Τη συγκεκριμένη χρονιά, το "Found In Far Away Places" ήρθε για να αποδείξει πως το συγκρότημα ήταν ικανό να πιάσει απάτητες κορυφές. Η χιτάρα "Identity" καταφέρνει να κερδίσει μέχρι και υποψηφιότητα για Grammy, ο δίσκος ελκύει συμμετοχές από τους Jeremy McKinnon των A Day To Remember στο "Ghosts" και Paul Waggoner των Between The Buried And Me στο "Everlasting Ending" ενώ παράλληλα, η προσβάσιμη μελωδικότητα του το καθιστά ίσως, το magnum opus τους, μέχρι το επόμενο.
Asking Alexandria - The Black
(Sumerian Records, 2016)
Από τους λίγους δίσκους του χώρου που άξιζε να τραβήξει την προσοχή το 2016, και την τράβηξε, την τράβηξε πολύ, αλλά κυρίως για λάθος λόγους. Ο μοναδικός χωρίς την φωνάρα του Worsnop, ίντριγκα, ξεκατίνιασμα, κράξιμο από οπαδούς αλλά και πολλή καλή μουσική. Hot take incoming, είναι ο πιο αδικημένος δίσκος τους και υπάρχουν μέρες που θα τον ψηφίζαμε ως και κορυφαίο τους. Ναι, δεν παίζουν τίποτα live, οι στίχοι θα μπορούσαν να παίζουν σε πρωινάδικο φτηνής τηλεθέασης, τα φωνητικά δεν πλησιάζουν ούτε λίγο αυτά του Danny, αλλά, εδώ έχει το αλλά, έλα που έχει φοβερή μουσική. Τα "Let It Sleep", "The Black", "I Won't Give In" (πόσο έπος ρε), "The Lost Souls", "Here I Am" δεν αφήνουν σοβαρό αντίλογο για την ποιότητά του. Πολλοί το είδαν σαν πισωγύρισμα μετά το σαρωτικό προηγούμενο, αλλά με την ψυχραιμότερη ματιά του σήμερα η ουσία βρίσκεται στο πολύ δυνατό songwriting. Η επιστροφή του Danny μπορεί να το «έσβησε» από τη δισκογραφία τους, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι βρίσκεται ακόμα εκεί, και σπέρνει.
Honourable mention: Δεν ξέρω πόσο έχουμε αντιληφθεί το εκτόπισμα που έχει πλέον το όνομα I Prevail στο metalcore. Παρά το ότι όλοι, μα όλοι τους ξέραμε ήδη από την χιλιοπαιγμένη διασκευή στο "Blank Space" της Taylor Swift, η ταχύτητα με την οποία ανέβηκαν, και ανεβαίνουν, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο εξαιρετικό ντεμπούτο τους, "Lifelines". Πολύ καλογραμμένα τραγούδια γεμάτα hooks, μελωδίες που γράφουν για πλάκα πάνω σου, περάσματα από pop-punk σε metalcore, εμπορικά ρεφρέν, Linkin Park και πορωτικά nu grooves. Ναι, το "Trauma" είναι ένα σκαλί ακόμα πιο πάνω αλλά η ειλικρινής αποτύπωση είναι ότι οι I Prevail βγάλανε δύο δισκάρες back to back.
While She Sleeps - You Are We
(Arising Empire, 2017)
Εδώ είναι κύριοι, τον ψάχνατε ναι, αλλά δεν ξέρω αν τον ψάχνατε στα σωστά μέρη. Ο δίσκος που πρέπει να μελετά κάθε νέα μπάντα, για τουλάχιστον τρεις μήνες κλειδωμένη στο στούντιο, πριν καν αποφασίσει ότι θέλει να παίξει σύγχρονο, μελωδικό metalcore. Το "You Are We" είναι απλά άριστο, αψεγάδιαστο, υπέροχο. Γεμάτο δύναμη, ασύλληπτα κολλητικές μελωδίες, ριφάρες, αλλά ριφάρες όμως, φωνητικά με πάθος που σε σκίζουν στα δυο, τρομερές συνθέσεις, ανάπτυξη ιδεών, καταπληκτικά lead και πάνω απ' όλα ριφάρες, ΡΙ-ΦΑ-ΡΕΣ! Where is your heart, ξέρω γω κάπου την άφησα, κάτσε όμως θα την βρω μετά το pit. Σκεφτόμαστε να αραδιάσουμε τα highlights του δίσκου αλλά από πού να το πιάσεις και τί να αφήσεις; Δεν έχει περιττό δευτερόλεπτο. Όχι, μπορούμε και καλύτερα, δεν υπάρχει μισή στιγμή στο δίσκο που να θέλει τόση δα αλλαγή. Χμ, κάτσε άλλη μία, τελευταία. Σκοτώνει τα πάντα όλα. Δύο φορές το καθένα. Ναι.
Honourable mention: Είναι κι οι μπάντες, που λέτε, της κατηγορίας love and hate or hate to love, σαν τους Motionless In White. Πολύ επιτυχημένοι εμπορικά, με μεγάλες παραγωγές, show, υλικό που έχει φτάσει παντού και γουστάρεις να ακούς ή να το κράζεις. Ξεκινώντας από μια αισθητική που θα μπορούσε να τους χαρακτηρίσει Cradle Of Filth του metalcore, πρόσθεσαν industrial στοιχεία βρίσκοντας προσωπικό ήχο όταν αποφάσισαν να επενδύσουν περισσότερο σ’ αυτά. Στο δίδυμο "Reincarnate" και "Graveyard Shift" πιάσανε κορυφή συνθετικά, με το δεύτερο να κερδίζει στα σημεία καταφέρνοντας να αποτραβηχτεί κάπως από τις Manson επιρροές πηγαίνοντας ακόμα πιο θεατρικά.
Architects - Holy Hell
(Century Media, 2018)
Αναγέννηση. Μπορεί στην προηγούμενη τους κυκλοφορία οι Architects να παραδέχτηκαν πως οι θεοί μας εγκατέλειψαν, αυτή τη φορά όμως τους προσβάλλουν μέσα στα μούτρα με την τιτλάρα "Holy Hell". Γιατί δεν τους νοιάζει. Η παρέα χάνει τον κιθαρίστα τους, Tom Searle από τη σκατοαρρώστια, πλήρως αβέβαιη για το αν δύναται να συνεχίσει, πάνω εκεί που σε ένα σερί κυκλοφοριών είχε αρχίσει να αναδύεται σε σημαντική μουσική δύναμη. Κάτι όμως, τους ωθεί να κυκλοφορήσουν ένα κομμάτι που έμεινε στην απέξω από το προηγούμενο album. Κι ευτυχώς θα πούμε εμείς, μιας που είναι μάλλον το καλύτερο κομμάτι που έγραψαν ποτέ κι ενδεχομένως να γράφτηκε στον ήχο. Η κυκλοφορία αυτή, σηματοδοτεί το πιο ιστορικό ίσως συναυλιακό δεδομένο για το metalcore των 10s, αυτό της εμφάνισης των Architects στο χωρητικότητας 10.000 ατόμων στο Alexandra Palace, όπου η ερμηνεία του "Doomsday" μπορεί να κάνει και τον χειρότερο άνθρωπο να δακρύσει. Και μετά το "Holy Hell" γίνεται πραγματικότητα, πολεμώντας καθαρτικά το πένθος και κουβαλώντας έναν τόνο τραγούδια που συνοδεύουν τις δύσκολες στιγμές μας. Το ομώνυμο, "Hereafter", "Mortal After All", "Royal Beggars", "Modern Misery", και η λίστα πάει. Όταν θες να φωνάξεις κάθε στίχο κλαίγοντας, έχεις έναν απόλυτα επιτυχημένο metalcore δίσκο.
Honourable mention: Με τον Freddy, τον Jason και τα άλλα τα παιδιά. Το φλερτ του μεταλλικού κόσμου με τον κινηματογραφικό τρόμο πάει πίσω δεκαετίες. Οι Ice Nine Kills στο "The Silver Scream" απλά το πήγαν στο επόμενο επίπεδο. Κάθε τραγούδι και μία αφιέρωση σε κάποια αιματοβαμμένη ταινία. Κάθε στροφή και μία (τουλάχιστον) ηχητική ή στιχουργική αναφορά. Οι αδυναμίες που υπήρχαν στις μέχρι τότε απόπειρές τους πρακτικά εξαφανίζονται. Από τις ενορχηστρώσεις ως τις παραγωγές και τα συνοδευτικά οπτικά, τα πάντα μεγαλώνουν επικίνδυνα. Εκείνα τα απογεύματα λίγο πριν η κορώνα μας πάρει και μας σηκώσει παραμένουν σημείο σύγκρισης για κάθε opening act.
Thornhill - The Dark Pool
(UNFD, 2019)
Για την Αυστραλία τα έχουμε ξαναπεί, κάτι καλό γίνεται εκεί κάτω σε ό,τι έχει να κάνει με το metal γενικότερα. Η αλήθεια είναι πως τους Thornhill αργήσαμε να τους ανακαλύψουμε και να τους εκτιμήσουμε. Το "The Dark Pool" είναι ένα καλά κρυμμένο διαμάντι στο χώρο του τεχνικού, djenty metalcore. Διακατέχεται από μια σκοτεινή ατμόσφαιρα, και μια διάχυτη μελαγχολία που σε τραβά στον κόσμο του. Τα υφέρποντα πλήκτρα ντύνουν τα αλλεπάλληλα riffs που γκρουβάρουν ασύστολα, ενώ οι ερμηνείες του Jacob Charlton με το τρομακτικό εύρος τους ξυπνάνε καλά κρυμμένα συναισθήματα. Σαν μια διαρκής κορύφωση, το άλμπουμ κλείνει με δυο κομμάτια που θα έπρεπε να μνημονεύονται ως η επιτομή του μοντέρνου metalcore και της εκφραστικότητας που μπορεί να πετύχει. "Where We Go When We Die" και η ισοπέδωση έρχεται χωρίς ερωτηματικά. 'You speak of paradise - like it exists forever - they all made you believe - but I don't think I want to.'
Honourable mention: Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Tim Lambesis είναι μέγας κόπανος, όπως επίσης δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι As I Lay Dying είναι από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες μπάντες του μελωδικού metalcore των zeroes. Επιδραστικοί όσο λίγοι, έχασαν την ευκαιρία να ηγούνται, ακόμα και σήμερα, στο χώρο όχι λόγω υλικού. Το "Shaped By Fire" είναι ένα από τα πιο εμφατικά comeback της προηγούμενης δεκαετίας, γεμάτο σαρωτικές κιθάρες σε καταιγιστικούς ρυθμούς και μελωδίες που χτυπάνε κέντρο ασταμάτητα. Το "My Own Grave" μπαίνει άνετα στα καλύτερα κομμάτια που έγραψε ποτέ η μπάντα, αλλά δυστυχώς με τον frontman που της έλαχε φαίνεται ότι θα θαφτεί η ίδια εκεί μέσα.
Currents - The Way It Ends
(Sharptone Records, 2020)
Στις αρχές της δεκαετίας, η τάση του να βρίσκει το progressive στοιχείο πάρα πολύ χώρο εντός του metalcore μέσω της ανόδου και του djent ως ξεχωριστό υποϊδίωμα, μετουσιώθηκε σε πολλές τρομερά αξιόλογες κυκλοφορίες. Εντός της καραντίνας, θαυμάσαμε τη μουσική παραγωγή και το metalcore δεν πήγε πίσω σε αυτό. Οι σχετικά πρωτοεμφανιζόμενοι Currents με τον δεύτερο δίσκο τους, "The Way It Ends", συγκεντρώνουν τα βλέμματα παντρεύοντας πολλές αντιθέσεις. Σκληρός μα κι ευαίσθητος, μελωδικός μα και ακραίος, ο συγκεκριμένος δίσκος είναι το απόλυτο παράδειγμα της πορείας του σημερινού metalcore που αντλεί πλέον τη σκληράδα του από prog death επιρροές και την ευαισθησία του στα core ρεφρέν και τα καθαρά φωνητικά. Σηματοδοτώντας την τελική μορφή του σχήματος όπως υπάρχει και έως σήμερα, το "The Way It Ends" μας έχει χαρίσει ύμνους σαν τα "Monsters", "Better Days", "A Flag To Wave", "Kill The Ache", "Let Me Leave". Σίγουρα αποτελεί και σημείο αναφοράς για το πως προχώρησε η σύμπραξη με τα prog στοιχεία τα επόμενα χρόνια και, spoiler alert, δεν σταμάτησαν εκεί.
Honourable mention: Αν έπρεπε να χρησιμοποιηθούν δύο λέξεις για να περιγράψουν την πορεία των Bleed From Within από τα πρώτα τους βήματα στα τέλη της δεκαετίας του 2000 μέχρι σήμερα, αυτές πιθανότατα θα μπορούσαν να είναι «σταθερά ανοδική». Η παρέα από τη Γλασκώβη κοιτάζει πάντα μπροστά, χωρίς να λοξεύει. Η στροφή από το deathcore προς μια πιο μεταλλική προσέγγιση δεν έγινε σε μία νύχτα, ούτε στόχευε σε pop ακροατήρια. Σε περίπτωση που χρειάζεται απόδειξη, ο όγκος και τα σπασίματα του "Fractures" τη σερβίρουν μεγαλοπρεπώς. Όσες κι όσοι βρέθηκαν λίγα χρόνια μετά για μεσημεριανό πιτ στην Πλατεία Νερού, τη βίωσαν από πρώτο χέρι.
Spiritbox - Eternal Blue
(Pale Chord Music, 2021)
Οι Spiritbox είχαν τραβήξει την προσοχή του (ιντερνετικού κυρίως) κοινού, με μια σειρά από εξαιρετικά singles κι εξίσου εντυπωσιακά μουσικά βίντεο. Φέρνοντας μια φρεσκάδα με σαφές καλλιτεχνικό όραμα, και με πρωταγωνίστρια την Courtney LaPlante με την πολύπλευρη φωνή της, το hype για το "Eternal Blue" είχε μεγαλώσει πολύ. Αναμφίβολα το άλμπουμ περιέχει φοβερές συνθέσεις, από την άλλη πέφτει στην παγίδα να ακούγεται και λίγο σαν συλλογή επιτυχιών. Είναι κακό αυτό; Όχι απαραίτητα. Μπορεί οι δυσθεώρητες προσδοκίες να μην εκπληρώθηκαν πλήρως, αλλά το άλμπουμ έφερε τη μπάντα σε μια πρωταγωνιστική θέση στο μοντέρνο ήχο, με το όνομά τους πλέον να παίζει στα μεγάλα σαλόνια. Τραγούδια όπως το "Holy Roller" και το "Secret Garden" είναι βέβαιο πως θα παραμείνουν συναυλιακές σταθερές, και έθεσαν τη βάση για τη μετέπειτα ανοδική πορεία των Spiritbox.
Honourable mention: Οι Wage War προσπάθησαν πολύ να βγάλουν νόημα από τις πληθωρικές επιρροές τους, και όχι πάντοτε με επιτυχία. Όχι πια. Στο "Manic", βγαίνοντας μουρλαμένοι από την καραντίνα, ένας δίσκος με ρεφρενάρες, nu metal και hard rock επιρροές αλλά με την ουσία του αυστηρά προσανατολισμένη στο metalcore, παραδίδουν αυτό ακριβώς που ο τίτλος υπόσχεται. Κλαίνε στο "Circle The Drain", δαγκώνουν στο "Manic", δέρνουν και ταυτόχρονα μετανιώνουν στο "Relapse", σηκώνουν λάβαρο πολέμου στο "Death Roll". Δίσκος για αυστηρό κλωτσομπουνίδι μεν, προερχόμενο από ευαίσθητες ψυχές δε.
Bad Omens - The Death Of Peace Of Mind
(Sumerian Records, 2022)
Τρίτη και φαρμακερή. Ο τρίτος δίσκος των Bad Omens έμελλε να είναι το αντίθετο από το όνομά τους. To "The Death Of Peace of Mind" αποτελεί έναν εμβληματικό δίσκο για το ιδίωμα. Γεμάτος δεκαπέντε αξιομνημόνευτα κομμάτια, όλα ένα προς ένα, καταφέρνει να κάνει το metalcore να ακούγεται, ίσως για πρώτη φορά, ερωτικό. Κατεστραμμένο από συντροφικά και όχι υπαρξιακά προβλήματα αυτή τη φορά. Αυτό το επιτυγχάνει αξιοποιώντας πολύ την επιρροή του alt rock αλλά και πληθώρα ηλεκτρονικών στοιχείων που καθιστούν τις συνθέσεις εντός του χορευτικές. Τι να πρωτοθυμηθούμε από τις τραγουδάρες του: από τη χιτάρα "Just Pretend", στο σπαρακτικό ομώνυμο, το στρεσογόνο "Nowhere To Go", το σερί των "Like A Villain" και "Bad Decisions" που είναι ικανό να σου ανεβάσει πυρετό; Η κλασσική metalcore σύνθεση του "IDWT$" ή μήπως τα χαστούκια του "Artificial Suicide"; Πραγματικά εδώ μέσα δεν υπάρχει χαμένο δευτερόλεπτο, και η πλειοψηφία αυτών είναι ντυμένη με την φωνάρα του Noah Sebastian. To 2022, ξεκινήσαμε να χορεύουμε και να ερωτευόμαστε με metalcore ξεδιάντροπα, και το "The Death of Peace Of Mind" υπήρξε ο κύριος υπαίτιος, προσφέροντας στους Bad Omens την αναγνώριση που τους άξιζε πραγματικά.
Honourable mention: Φώτα χωρίς έλεος, ιδρώτας, μπάσα στα τέρματα και φωνές. Το "Obsidian" είναι μία ικανή heavy ηχητική αποτύπωση ενός τρελαμένου rave. Ναι, τα ηλεκτρονικά στοιχεία και το ψηφιακό περιτύλιγμα παίζουν το ρόλο τους. Όχι, προφανώς το πράγμα είναι συνολικό και δεν ευθύνονται μόνο αυτά. Είναι τα ρυθμικά που, εκεί που ουρλιάζουν για σπρωξίματα, ανοίγουν πίστα για χορό. Είναι τα μικρά κλεισίματα ματιού στα φανταστικά καθαρά του Marcus Bridge. Είναι ο τρόπος που χτίζουν οι συνθέσεις. Πολλοί ονειρεύονται την ιδανική ισορροπία ανάμεσα στη μελωδία και τη σκληράδα· οι Northlane εδώ τη βρήκαν και την κατέβασαν μονορούφι με χαμόγελο μέχρι τα αυτιά.
Sleep Token - Take Me Back To Eden
(Spinefarm Records, 2023)
Τυλιγμένοι σε μυστήριο, οι Sleep Token με το "Take Me Back To Eden" συνέχισαν να ορίζουν το δικό τους μοναδικό μουσικό σύμπαν, αψηφώντας κάθε είδους μουσικό στερεότυπο και ταμπέλα. Ακροβατώντας μεταξύ σκότους και μελαγχολίας, σε κάθε κομμάτι ξεδιπλώνουν ένα διαφορετικό μικρόκοσμο. Η απότομη έκρηξη δημοφιλίας που βοηθήθηκε από τα social media αλλά και τον επίκαιρο ήχο τους, τους έκανε να περιοδεύουν ακατάπαυστα μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ, και βρίσκονται πρώτο όνομα στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου. Η ουσία όμως του άλμπουμ παραμένει αναλλοίωτη. Μουσική περιπετειώδης και γεμάτη μνημειώδεις μελωδίες, τραγούδια που μιλάνε στην ψυχή. Μια νέα σχολή που ήδη έχει αρχίσει να βγάζει βλαστάρια μπολιασμένα με περιέργεια κι όρεξη για πειραματισμό. Το "Take Me Back To Eden" έχει φέρει τους Sleep Token σε δυσθεώρητα ύψη που μένει να δούμε αν θα μπορέσουν να ξεπεράσουν.
Honourable mention: Κι αν οι Architects πήγαν σε απλοποιημένα, πιο εμπορικά μονοπάτια, ο σπόρος που έβαλαν κάποτε έβγαλε καρπούς σε μπάντες σαν τους Invent Animate. Με τις κιθάρες τους για οδηγό, και τον Marcus Vik να βγάζει τα εσώψυχά του, το "Heavener" είναι μια συγκλονιστική δουλειά από την αρχή ως το τέλος. Δαιδαλώδεις συνθέσεις που θέλουν το χρόνο τους για να γίνουν οικείες, ντυμένες πάντα με έναν μελωδικό μανδύα. Κι αν η βαρύτητα γίνεται ασήκωτη σε στιγμές, κομμάτια σαν το "Without A Whisper" αποτελούν μάθημα για όλους όσους δραστηριοποιούνται στα δύσβατα μονοπάτια της σκληρής μουσικής, για το πως γράφεται ένα συγκλονιστικό τραγούδι. Από την άλλη το σκότος περικυκλώνει τα πάντα σε στιγμές, μην αφήνοντας περιθώριο ούτε για μια ανάσα. Το breakdown του "Immolation Of Night" ισοπεδώνει τα πάντα στο πέρασμά του. Το μέλλον του ήχου είναι εδώ.
Falling In Reverse - Popular Monster
(Epitaph Records, 2024)
Ο Ronnie Radke είναι από αυτές τις προσωπικότητες που προκαλούν μάλλον αποστροφή. Επιτηδευμένα edgy, προσπαθώντας πάντα να προκαλέσει και να τραβήξει την προσοχή. Αλλά, διάολε, ξέρει να γράφει φοβερά τραγούδια. Αυτό του το ταλέντο συγκέντρωσε στο "Popular Monster" που πρακτικά αποτελεί μια συλλογή από τα singles που άρχισε να κυκλοφορεί ήδη το 2019, με το ομότιτλο κομμάτι. Με ολοένα και πιο μεγαλεπήβολα βίντεο, εντυπωσιακές παραγωγές και την εξίσωση metal με rap να επιτυγχάνεται αξιοθαύμαστα, το άλμπουμ είναι γεμάτο με τρομερά κομμάτια. Η αυτοαναφορικότητα και η εγωϊστική προσέγγιση των στίχων κυμαίνεται από γραφική ως παιδαριώδης, παρόλα αυτά με κάποιο παράδοξο τρόπο τα περισσότερα κομμάτια έχουν αυτό το «κάτι» που κάνει εύκολο το να πατήσει κανείς το repeat. Η αλήθεια είναι πως παρά την αμφιλεγόμενη παρουσία του Radke (σε όλα τα επίπεδα), αυτό που κάνει το κάνει εξαιρετικά.
Honourable mention: H metal στροφή της Poppy είχε αρχίσει να διαφαίνεται από τις συνεργασίες με τους Knocked Loose και τους Bad Omens που τράβηξαν την προσοχή. Μέχρι τώρα, η metal πλευρά της αινιγματικής περσόνας έμοιαζε περισσότερο σαν ένα εργαλείο εντυπωσιασμού και άμβλυνσης αντιθέσεων. Στο "Negative Spaces" με το μαγικό χέρι του Jordan Fish (ex-Bring Me The Horizon), η αυτοπεποίθηση και η ενέργεια πηγάζει φυσικά κι ανεπιτήδευτα. Εκεί που τα screams και τα διπέταλα παίρνουν φωτιά, εκεί έρχονται οι σφαλιάρες με synth-pop στιγμές ("Crystallized"). Σε άλλες πάλι φάσεις σαν το "Nothing", το μοντέρνο metalcore ακούγεται καλύτερο κι απ’ ό,τι ηχούν φτασμένα ονόματα του χώρου. Αυτή η περιπετειώδης πλευρά της Poppy μας αρέσει και δείχνει μια καλλιτέχνη που ωριμάζει κι ανακαλύπτει ολοένα και περισσότερο τον εαυτό της. Σε αυτή την πορεία, θα ακολουθήσουμε με ενδιαφέρον, headbanging και χορό, χωρίς ενοχές.