Arena

The Theory Of Molecular Inheritance

Verglas Music (2022)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 03/11/2022
Ο Damian Wilson αποδεικνύει στην πράξη ότι είναι μεταγραφή από το πάνω ράφι και καταφέρνει να δώσει το κάτι παραπάνω σε μια μπάντα που πάντα ήταν καλή και αξιόπιστη σε αυτό που πρεσβεύει
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Κοιτάζοντας σχεδόν τριάντα χρόνια πριν όταν οι νεοσύστατοι τότε Arena χαρακτηρίζονταν ως μια neo-prog μπάντα, καταλαβαίνεις ότι μερικές ταμπέλες στη μουσική δεν λειτουργούν πολύ καλά. Εν έτει 2022, άντε να εξηγήσεις σε κάποιον που δεν είναι μιας κάποιας ηλικίας ότι όταν ο πληκτράς των Pendragon, Clive Nolan και ο εκ των ιδρυτικών μελών των Marillion drummer, Mick Pointer έφτιαχναν τους Arena στα μέσα της δεκαετίας του '90, ο όρος neo-prog που θεωρητικά συνδύαζε το '70s prog των Genesis, με το '80s prog των Marillion, προσθέτοντας στοιχεία από symphonic και hard rock έβγαζε κάποιο νόημα. Μην το κουράζουμε περαιτέρω με μάλλον ανούσιες αναλύσεις: οι Arena ήταν και συνεχίζουν να είναι μια καθαρά progressive και μάλιστα πολύ βρετανική rock μπάντα!

Ποτέ δεν θυμάμαι να τους συνοδεύουν μεγάλα λόγια, μα περισσότερο να μιλούν για αυτούς τα έργα τους και κυρίως να τους χαρακτηρίζει συνέπεια, τόσο στον ρυθμό όσο και στην ποιότητα των κυκλοφοριών τους. Ως αποτέλεσμα αυτής της συνέπειας είναι σε αυτήν την εικοσιπενταετή πορεία να έχουν να επιδείξουν μια σειρά από εξαιρετικά άλμπουμ, εκ των οποίων προσωπικά αγαπημένα είναι το "Contagion" του 2003, το "Pepper’s Ghost" του 2005 και το "The Seventh Degree Of Separation" του 2011, με το τελευταίο να είναι το άλμπουμ που μας σύστησε τον τραγουδιστή Paul Manzi. Κατά γενική ομολογία, η δυναμική της φωνής και της έκφρασης του Manzi ανέβασε επίπεδο το συγκρότημα, με τα "Unquiet Sky" (2015) και "Double Vision" (2018) να αποτελούν δυο ακόμα πολύ δυνατές κυκλοφορίες, οι οποίες εδραίωσαν ακόμα περισσότερο το όνομα των Arena ψηλά στη συνείδηση των φίλων του παραδοσιακού progressive rock. Προφανώς, δεν είναι ότι οι Άγγλοι έκαναν κάποιου είδους breakthrough έξω από τα όρια του ιδιώματος, αλλά εντός αυτού δεν είναι δα και άγνωστοί.

Μάλλον αναπάντεχα, το 2020 ο Manzi αποχώρησε από τις τάξεις τις μπάντας, αλλά πριν τα φίδια ζώσουν τους οπαδούς του συγκροτήματος ανακοινώθηκε πως αντικαταστάτης του θα είναι ο πολύς Damian Wilson, ο οποίος έχει δώσει (και με το παραπάνω) τα διαπιστευτήριά του με τους Threshold, τους Headspace, τους Ayreon και τους Star One. Ειδικά, κάποιες παράλληλες γραμμές που μπορούν να τραβηχτούν μεταξύ των μουσικών προσεγγίσεων των Arena και των σχημάτων του Arjen Lucassen δημιουργούσαν την αίσθηση πως αυτή η συνεργασία μπορεί να έχει καλή χημεία. Κάπως έτσι, η πρόσληψη του Wilson έμοιαζε με κίνηση από το πάνω ράφι για τα δεδομένα των Arena και ευτυχώς για όλους οι προσδοκίες επιβεβαιώνονται στην πράξη, στο "The Theory Of Molecular Inheritance".

Το γεγονός ότι ο Wilson έρχεται να διαδεχθεί έναν τόσο καλό τραγουδιστή όσο ο Manzi και καταφέρνει να ανεβάσει κι άλλο το επίπεδο της μπάντας αποτελεί ένα εύσημο για τον ίδιο, ενώ και το ότι οι Arena καταφέρνουν να διατηρούνται σε τόσο σταθερά καλό επίπεδο αποτελεί με τη σειρά του ένα εύσημο για τη συνθετική τριάδα των Nolan, Pointer και John Mithcell. Ειδικά ο τελευταίος είναι απορίας άξιο πως καταφέρνει να βρίσκεται σχεδόν κάτω από κάθε βρετανική progressive rock πέτρα, είτε με τους δικούς του Lonely Robot, είτε με τους Frost*, είτε με τους It Bites, είτε φυσικά με τους Arena, αλλά και με άλλα σχήματα/project κατά καιρούς. Σε αυτό το άλμπουμ, μάλιστα, έχει προσδώσει ένα ελαφρώς πιο βαρύ και σχετικά σύγχρονο χαρακτήρα με τις κιθάρες του, οι οποίες ισορροπούν στο προσκήνιο με τα πάντα εμφατικά πλήκτρα του Nolan. Την ίδια στιγμή, είναι εντυπωσιακό πόσο ευκρινές, στιβαρό κι εν τέλει σημαντικό είναι το παίξιμο του rhythm section που συντελούν οι Mick Pointer και Kylan Amos.

Και μόνο από τον τίτλο και το εξώφυλλο του "The Theory Of Molecular Inheritance" καταλαβαίνει κάποιος ότι πρόκειται για concept άλμπουμ, το οποίο σε όλη τη βρετανικά prog αίγλη του καταπιάνεται με θέματα γύρω από τη μοριακή επιστήμη, τη βιοηθική και γενικώς όχι με τη θεματολογία που συναντά συνήθως κάποιος σε στα cool, επιτυχημένα τραγούδια των charts, σε περίπτωση που ακόμα δεν έχει καταλάβει κάποιος για τι είδους μπάντα μιλάμε. Περισσότερο, πάντως, θα έλεγα πάντως πως η θεματολογία ορίζει το πλαίσιο και την ατμόσφαιρα του δίσκου, δίνοντας μια συνοχή στο συνολικό αποτέλεσμα, παρά δένει τα επιμέρους τραγούδια μεταξύ τους μουσικά, καθένα εκ των οποίων μια χαρά στέκεται αυτόνομα και μόνο του.

Τα εναρκτήρια "Time Capsule" και "The Equation" (The Science Of Magic)" δεν είναι μόνο χαρακτηριστικό της εν δυνάμει αυτονομίας των τραγουδιών, αλλά και ένα ξεκάθαρο statement από πλευράς Damian Wilson ότι δεν εντάχθηκε στους Arena για να κολλήσει μερικά επιπλέον ένσημα, αλλά για να κάνει τη διαφορά. Και την κάνει, με τις ερμηνείες και τα μεγάλα ρεφρέν που συνεισφέρει! Το σύνολο των συνθέσεων έχει διάρκεια γύρω στα πέντε-έξι λεπτά - με εξαίρεση το όμορφο, δίλεπτο ιντερλούδιο του "Confession" - με τους mid-tempo ρυθμούς να επικρατούν, ενώ έχουν όλα τα layer, τα περίεργα μέτρα και τα μπαχάρια που θέλει ένας οπαδός του prog ιδιώματος. Την ίδια στιγμή, όμως, διατηρούν διακριτές τις μελωδίες για να αφήνουν κάτι χειροπιαστό στον ακροατή και να προσδίδουν μια απαραίτητη ισορροπία. Από το ατμοσφαιρικό "Twenty-One Grams" στο μεστό "The Heiligenstadt Legacy" κι από τα '70s, proggy πλήκτρα του "Integration" ως τις πιο βαριές κιθάρες του "Part Of You" και το κλείσιμο του "Life Goes On" με το υπέροχο κιθαριστικό σόλο, το "The Theory Of Molecular Inheritance" είναι γεμάτο στιγμές που θα ικανοποιήσουν τους υφιστάμενους οπαδούς και πιθανόν να τραβήξουν την προσοχή κάποιων νέων.

Δεν είναι ότι άλλαξε κάτι τόσο ριζικά, ούτε ότι με αυτό το άλμπουμ οι Arena αναμένεται να κάνουν κάποιο break έξω από τα όρια του progressive rock χώρου. Πάντα ήταν και παραμένουν μια πραγματικά καλή μπάντα σε αυτό που πρεσβεύουν και με το σετ δεξιοτήτων που προσδίδει η προσθήκη του Damian Wilson πίσω από το μικρόφωνο καταφέρνουν να γίνουν ακόμα πιο θελκτικοί. Αν άξιζαν ήδη μια μεγαλύτερη αναγνώριση βάσει της προγενέστερης πορείας και δισκογραφίας τους, την αξίζουν ακόμα περισσότερο με το "The Theory Of Molecular Inheritance".

  • SHARE
  • TWEET