Arena

The Seventh Degree Of Separation

Verglas Music (2011)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 15/12/2011
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Αν ρωτηθεί το rock κοινό πόση ώρα αφιερώνει σε κάθε νέο μουσικό ερέθισμα, έχω την εντύπωση πως η πιο ειλικρινής απάντηση που θα δοθεί θα είναι «όλο και λιγότερη». Συμφωνώντας πως υπάρχουν μουσικά είδη και ακόμα περισσότερο συγκροτήματα που θέλουν το χρόνο τους, ίσως το παραπάνω εξηγεί εν μέρει το γιατί ακόμα και η πλειονότητα των οπαδών του progressive rock δεν έχει ουσιαστική άποψη για τους Arena, παρόλο που σχεδόν όλοι θα γνωρίζουν το όνομα και μάλιστα θα έχουν την πεποίθηση πως πρόκειται για τουλάχιστον αξιοπρεπή μπάντα του χώρου.

Πρόκειται για μια εξωφρενικά -σε σημείο αντιεμπορικό- τίμια μπάντα που ανέκαθεν στόχευε στην ποιότητα, αλλά δε μπορούσε να δαμάσει την ποσότητα και την πολύ-πραγματοσύνη των μουσικών που την απαρτίζουν. Βλέπετε, τέτοιοι μουσικοί είναι ο Clive Nolan, ένας από τους πιο σεβαστούς prog μουσικούς της γηραιάς Αλβιώνας, και ο John Mitchell, ένας ταλαντούχος μουσικός και παραγωγός με σειρά αξιόλογων συμμετοχών σε πολλά projects, ενώ αμελητέα δεν είναι η συνεισφορά του drummer Mick Pointer, που έχει περάσει από τους Marillion. Υπό τις διδαχές των Marillion υφίσταται -μεταξύ mainstream και underground- μια ομάδα βρετανικού prog rock α' διαλογής, στην οποία περιλαμβάνονται ονόματα όπως οι Pendragon, οι It Bites, οι Frost*, οι Kino και κάμποσοι ακόμα, συγκροτήματα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνδέονται με τα μέλη των Arena.

Μετά από έξι χρόνια απουσίας και έχοντας νέο τραγουδιστή στις τάξεις του συγκροτήματος τον άσημο Paul Manzi, η επιστροφή των Βρετανών σχεδόν εντυπωσιάζει. Διαδεχόμενο ένα αξιολογότατο άλμπουμ όπως το "Pepper's Ghost" (με το θαυμάσιο θεματικό χαρακτήρα και artwork), το "The Seventh Degree Of Separation" πραγματεύεται την τελευταία ώρα σε τούτη εδώ τη ζωή και την πρώτη στην επόμενη, όντας ξανά concept. Μουσικά, παρουσιάζεται σχετικά διαφοροποιημένο από το παρελθόν, αρκετά εστιασμένο στις μελωδίες αλλά και στις συνθέσεις, που, πέραν μιας, δεν ξεπερνούν τα πέντε λεπτά, φαινόμενο μάλλον περίεργο και σπάνιο για μπάντες όπως οι Arena. Κι όμως λειτουργεί απρόβλεπτα καλά, όπως απρόβλεπτα ικανοποιητικός είναι στο ρόλο του ο Manzi, που ερμηνεύει με εντυπωσιακή μεστότητα, καθώς το χρώμα της φωνής του ταιριάζει πολύ στις συνθέσεις του άλμπουμ.

Οι μεσαίες ταχύτητες και μια μυστικοπαθής ατμόσφαιρα κυριαρχούν σε όλη τη διάρκεια του άλμπουμ, με το εναρκτήριο "The Great Escape" να σε βάζει άμεσα στο κλίμα και την αισθητική που πρεσβεύει. Πολύ καλή κιθαριστική δουλειά, τόσο σε ήχο, όσο και σε φράσεις από τον Mitchel, όπως π.χ. στο "Rapture", ενώ τα πλήκτρα του Nolan γεμίζουν το μουσικό τοπίο, χωρίς να προσπαθούν σε καμία περίπτωση να κάνουν κατάχρηση. Το συναισθηματικό "One Last Au Revoir" και το πανέμορφο "Close Your Eyes" ξεχωρίζουν εύκολα, καθώς εξίσου δυνατές στιγμές αποτελούν το "What If?" και το κλείσιμο του "The Tinder Box" με το πιάνο και την πολύ καλή ερμηνεία. Ως συνολικό άκουσμα, το άλμπουμ παρουσιάζει μια αξιοπρόσεκτη ομοιογένεια που το κάνει easy listening από την αρχή ως το τέλος του, αλλά την ίδια στιγμή αυτή η ομοιογένεια το κάνει κάπως επίπεδο, στερώντας του εξάρσεις, κορυφώσεις και ξεσπάσματα που θα μπορούσαν να προσθέσουν το κάτι παραπάνω.

Ομολογώ πως δεν περίμενα κάτι νέο από τους Arena το 2011, πόσο δε να δημιουργήσουν ένα τόσο άρτιο άλμπουμ, αλλά το "The Seventh Degree Of Separation" είναι πραγματικά ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ που ακούω με ευχαρίστηση και πιστεύω πως αξίζει κάποιος να το απολαύσει όπως του αρμόζει, με booklet, προσοχή στην ιστορία και τις μουσικές λεπτομέρειες. Προτείνεται ανεπιφύλακτα στους οπαδούς του ήχου, αλλά μάλλον δύσκολα θα πείσει κάποιο νέο οπαδό να επενδύσει το χρόνο και τις ακροάσεις που απαιτεί. Αν και αυτό δεν είναι αποκλειστικά πρόβλημα των Arena, αλλά των περισσότερων συγκροτημάτων του prog rock κόσμου τούτου...
  • SHARE
  • TWEET