ProgSession #48: Birth Control

Αντικομφορμισμός και κριτική σκέψη, σε ένα heavy prog ευθύ και προσιτό

Από τον Σπύρο Κούκα, 10/04/2018 @ 10:46

Υπάρχουν φορές που το δεδομένα ποιοτικό μένει στις σκιές της λήθης, καταφέρνοντας να βρει μονάχα μια μικρή μερίδα της απήχησης που πραγματικά θα δικαιούταν. Στη μουσική βιομηχανία τέτοιες περιπτώσεις είναι κάτι το σύνηθες, καθώς μονάχα το ταλέντο και η σκληρή δουλειά μοιάζουν να μην αρκούν πάντα. Ωστόσο, με το χρόνο να αποδεικνύεται ο αντικειμενικότερος κριτής, τα μουσικά έργα των αφανών ηρώων υπάρχουν, περιμένοντας να αποκαλύψουν την μαγεία τους σε αυτούς που θα τα ανακαλύψουν.

Στα πλαίσια αυτής της «διαστροφής», θα παρουσιάζουμε ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μέσω μίας στήλης που καθόλου τυχαία επέλεξε να παίξει με τις λέξεις progress και obsession, ένα δίσκο από το ευρύτατο φάσμα και την κληρονομιά του progressive rock, που δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει ενός cult συλλεκτικού επιπέδου.

Days of progressive past Vol. 48:

Birth Control - Hoodoo Man
(CBS, 1972)

Birth Control - Hoodoo Man

Το γερμανικό μουσικό κίνημα του krautrock, αν και σαφώς παραγνωρισμένο στις μέρες μας, έχει να προσφέρει θησαυρούς ανεκτίμητης ηχητικής αξίας σε όσους ασχοληθούν μαζί του. Εκεί όπου η τεχνική αρτιότητα συναντά το γερμανικό ψυχεδελικό λυρισμό, βρίσκονται ρηξικέλευθες και τόσο ετερόκλητες μεταξύ τους μπάντες που, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, δεν έτυχαν της αναγνώρισης που αρμόζει στο έργο τους. Αυτή τη φορά, λοιπόν, θα ασχοληθούμε με μια τέτοια περίπτωση, καθώς, παρά το cult status που έχει αποκτήσει, ποτέ δεν αναγνωρίστηκε στον βαθμό που της άρμοζε.

Ο λόγος, στην προκειμένη, γίνεται για το μουσικό σχήμα των Birth Control, οι οποίοι στην πρώτη δημιουργική δεκαετία τους προκάλεσαν το μουσικό κοινό τόσο με το εμπνευσμένο και ιδιαίτερο heavy prog τους, όσο και με την εκούσια προσπάθεια τους να εγείρουν την κοινή γνώμη, μέσω των χιουμοριστικών – κριτικών εκφάνσεων της ύπαρξης τους (βλέπε ονομασία, εξώφυλλα και τίτλους πολλών από τις συνθέσεις τους).

Έχοντας δημιουργηθεί στο Βερολίνο των late '60s, μέσα σε μια γενικότερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα διχασμού και ανασύνταξης της γερμανικής κοινωνίας (άλλωστε, μια εικοσαετία έπειτα το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου οι πληγές ήταν ακόμη νωπές - και όχι μόνο στο γεωγραφικό τμήμα της ευρύτερης Γερμανίας), ξεκίνησαν ως ένα jazz rock σχήμα που στην πρώτη του επίσημη κυκλοφορία έψαχνε τα πατήματα του κάπου ανάμεσα στο proto-prog των Nice και το heavy-psych της εποχής.

Το "Operation" του 1971, επόμενο σε σειρά κυκλοφορίας άλμπουμ της σχεδόν πεντηκονταετούς πορείας τους, για πρώτη φορά φανέρωνε τις πραγματικές δυνατότητες τους, έχοντας ένα από τα πιο «προκλητικά» εξώφυλλα του είδους και προετοιμάζοντας το έδαφος για τα ακόμη πιο σπουδαία που έρχονταν. Έτσι, μόλις ένα χρόνο έπειτα, το προκλητικά δημιουργικό "Hoodoo Man" θα έβρισκε μια θέση στα δισκοπωλεία, με το αντικομφορμιστικό (για ακόμη μια φορά) εξώφυλλο του να μην μειώνει στο ελάχιστο την απήχηση του στο κοινό της εποχής. Με την παρουσία των πλήκτρων να έχει ξεκάθαρα πρωταγωνιστικό ρόλο, όντας σε έναν άτυπο συναγωνισμό με τα κιθαριστικά θέματα, καθ’ όλη τη διάρκεια  βομβαρδιζόμαστε με ένα εντυπωσιακό δείγμα πρωτογενούς heavy prog , όντας αδύνατον να ξεχωρίσουμε το γενικό από το ειδικό. Συγχρόνως, η μπάντα είχε την τύχη να συνδυάζει την ηχητική προοδευτική πανδαισία με την εκτελεστική και στιχουργική παράνοια των συντελεστών της, με έντονο κοινωνικό στίχο διυλιζόμενο από ένα ψευδεπίγραφα χιουμοριστικό, μα εν τέλει ουσιαστικό, κριτικό σκοπό και δύο ετερόκλητες μεταξύ τους φωνές (των Frenzel και Noske) να εντείνουν τις αντιθέσεις.

Όσο για κάθε μία από τις συνθέσεις του άλμπουμ ξεχωριστά; Πραγματικά, είναι αδύνατον να μην τραβήξει την προσοχή το σπονδυλωτό εναρκτήριο "Buy!", το φιλοπρόοδο wannabe rock 'n' roll του "Suicide" και φυσικά το πασίγνωστο "Gamma Ray" (που πρακτικά βάφτισε και τους ομώνυμους power metal γίγαντες). Καθώς, όμως, αναφερόμαστε σε ένα αμιγώς progressive rock έργο, τελικά η συνολική εικόνα είναι που μετρά. Εκεί που στο πομπώδες κι εκτεταμένο των διαθέσεων τους δεν μοιάζει να περισσεύει ούτε νότα, δημιουργώντας έναν σχιζοειδή καμβά γεμάτο αντιφατικούς χρωματισμούς, μπλεγμένους μεταξύ τους με τη μαεστρία του κλασσικού.

Η συνέχεια για τους Βερολινέζους υπήρξε εξίσου σπουδαία στο υπόλοιπο της δεκαετίας του '70, με το "Plastic People" να τους βρίσκει ωριμότερους από ποτέ, να ξαναπιάνουν κορυφή και την συνολική '70s δισκογραφία τους να στέκεται σε δυσθεώρητα επίπεδα. Δίχως, όμως, να ξεφύγουν από το κύμα αλλαγής που «επέβαλε» στις μπάντες του σιναφιού τους να στραφούν σε άλλους εκφραστικούς δρόμους και ήχους, το "Titanic" του 1978 αποτέλεσε μια τεράστια απογοήτευση, ορίζοντας την έναρξη της πιο αμφιλεγόμενης δημιουργικά περιόδου τους.

Αναμενόμενα, σχεδόν, η πρώτη διάλυση θα έρθει το 1983, έπειτα από το χαμό του Bruno Frenzel, μοιάζοντας περισσότερο σαν λύτρωση για ένα σχήμα που είχε φτάσει να αποτελεί σκιά του εαυτού του, δίχως πραγματικά να πιστεύει στη μουσική που παρήγαγε πια.

Δέκα χρόνια αργότερα, ο Bernd Noske θα επανενεργοποιήσει το σχήμα με νέο line-up και αξιοπρεπέστατα δισκογραφικά αποτελέσματα, έστω κι αν οι καλές εποχές του έμοιαζαν αρκετά μακριά πλέον. Παρ' όλα αυτά, και με το θάνατο του τελευταίου το 2014 (κι ενώ προετοιμαζόταν η δισκογραφική τους επιστροφή έπειτα από μια περίπου δεκαετία) να αμφισβητεί για τα καλά τη βιωσιμότητα τους, φθάσαμε στο 2016 και το "Here And Now", ένα άλμπουμ-φόρος τιμής στον Noske, με παρόντα τα τελευταία ψήγματα του ταλέντου του. Για το μέλλον τους, δε, τα πάντα μοιάζουν αφηρημένα κι αβέβαια, δίχως να μπορούμε να γνωρίζουμε τι μας επιφυλάσσει ο τρίτος κύκλος της καλλιτεχνικής τους ύπαρξης, αν κι ακόμα κι έτσι, τη θέση τους στα σημαντικά κεφάλαια της prog ιστορίας την έχουν προ πολλού καπαρωμένη.

YouTube

  • SHARE
  • TWEET