Το RPI στο πανδοχείο των νεράιδων
ProgSession #81: Locanda Delle Fate
Σε ένα παρελθόν που όσο κοντινό φαντάζει, τόσο μακρινό είναι στην πραγματικότητα, οι περιπτώσεις δημιουργών και των έργων τους που παρέμειναν στις σκιές της λησμονιάς φαντάζουν αμέτρητες. Τα γρανάζια της μουσικής βιομηχανίας ανταποκρίνονται κυρίως στη φήμη και το χρήμα, με το ταλέντο και τη σκληρή δουλειά να μην αρκούν για τη μακροημέρευση των καλλιτεχνών και συγκυρίες να ορίζουν το μέλλον τους. Ωστόσο, με το χρόνο ως αντικειμενικότερο κριτή, τα μουσικά πονήματα των αφανών ηρώων υπάρχουν, περιμένοντας να αποκαλύψουν τη μαγεία τους σε αυτούς που θα τα ανακαλύψουν.
Είτε το όνομα της στήλης ερμηνευθεί ως ένα παιχνίδισμα των λέξεων prog και session, είτε - στην αρχική του πρόθεση - ως μια αφηρημένη ένωση των progress και obsession, ο δικός μας ρόλος, εκείνος του ανήσυχου ρέκτη, δεν αλλάζει. Έτσι, θα παρουσιάζουμε ανά τακτά (ή και όχι τόσο) χρονικά διαστήματα, το έργο ενός δημιουργού από το ευρύτατο φάσμα και την κληρονομιά του progressive rock, που - συνήθως - δεν κατάφερε να ξεφύγει ενός cult συλλεκτικού επιπέδου.
Days of progressive past Vol. 81:
A Change Of Seasons
Είναι γεγονός πως η στήλη έχει περάσει διάφορες ενσαρκώσεις ανά τα χρόνια, αντικατοπτρίζοντας τις σκέψεις και το ψυχισμό του γράφοντα στις εκάστοτε περιόδους. Φτάνοντας στο 80ο κείμενο, η τότε αίσθηση «φώναζε» πως έκλεινε ένας κύκλος, με δεδομένη την αβεβαιότητα αν μπορεί ή πρέπει να συνεχιστεί αυτό το μουσικό ταξίδι σε ξεχασμένους και παρελθοντικούς prog κόσμους.
Βλέπετε, το ProgSession υπήρξε, προσωπικά, πάντοτε κάτι παραπάνω από μια ακόμη μουσική στήλη, πεποίθηση που είχα από αναγνώστης της ακόμη, όταν ο Κώστας Σακκαλής ξεκινούσε αυτές τις πολύ ιδιαίτερες μουσικές «ανασκαφές». Συνεχίζοντας την αισίως από το 2017, πρώτο και κύριο μέλημα υπήρξε να γράφω με σεβασμό κι από καρδιάς, κάτι που τηρήθηκε στο ακέραιο και στα 41 κείμενα που υπέγραψα μέχρι σήμερα. Αυτή η αβεβαιότητα, λοιπόν, δεδομένα θα επηρέαζε μια στήλη που αισθάνομαι ως το πιο αβίαστο πεδίο έκφρασης, έχοντας καταφύγει σε εκείνη για να μιλήσω, εμμέσως ή ξεκάθαρα, για διάφορα γεγονότα που αντηχούσαν και μουσική επίδραση στη ζωή μου.
Έτσι, με το χρόνο να αφήνεται για να αποφασίσει τι μέλλει γενέσθαι, η απόφαση ήρθε απρόσμενα, σαν μια γνωριμία που ποτέ δεν περίμενες πως θα έκανες, αλλά ήρθε για να σου αλλάξει τη ζωή. Στην προκειμένη, αυτός ο παράγοντας Χ επανέφερε το πάθος και τη φλόγα και θύμισε πως είναι να είσαι ερωτευμένος· με τη μουσική, τη συγγραφή, ή την ίδια τη ζωή. Κι αν τα πάντα είναι στιγμές, οφείλουμε αυτές να τις εκμεταλλευτούμε με τον τρόπο, τις μουσικές και τους ανθρώπους που μας γεμίζουν την ψυχή, ώστε να αποκτήσει νόημα και χρώμα η γκρίζα καθημερινότητα.
Επανερχόμενοι, λοιπόν, με το 81ο κείμενο της στήλης, επιστρέφουμε στα αγαπημένα και οικεία χωράφια του Rock Progressivo Italiano, ανακαλώντας την ιστορία των Locanda Delle Fate κι εστιάζοντας στο αριστουργηματικό τους ντεμπούτο άλμπουμ. Μια επαναφορά που ορίζει ακόμη μια εκκίνηση για το ProgSession, περισσότερο συμβολική για τον ίδιο το γράφοντα, αφιερωμένη στη Μούσα της έμπνευσης και της αναζωπύρωσης του προαναφερθέντος - μέχρι πρότινος χαμένου στο θυμικό - πάθους.
Το Πανδοχείο των Νεράιδων
Η ιστορία ξεκινά στα μέσα των ‘70s, σε μια εποχή που το Rock Progressivo Italiano ζούσε την πιο δημιουργική του έξαρση. Premiata Forneria Marconi, Banco Del Mutuo Soccorso, Le Orme είχαν ήδη ανοίξει δρόμους, ενώ εκατοντάδες συγκροτήματα δοκίμαζαν να συνδυάσουν το συμφωνικό prog μεγαλείο με τη μεσογειακή, αισθαντική ευαισθησία, αποδεικνύοντας ότι η ιταλική μουσική παράδοση μπορούσε να σταθεί σχεδόν ισότιμα δίπλα στους Genesis ή τους Yes. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι Locanda Delle Fate έμοιαζαν σαν μια όψιμη αλλά ξεχωριστή άφιξη, αν και κάπως καθυστερημένη· και ίσως αυτό εξηγεί γιατί, παρά το αδιαμφισβήτητο ταλέντο τους, έμειναν στην αφάνεια, ως ένα hidden gem για λίγους.
Locanda Delle Fate - Forse Le Lucciole Non Si Amano Più (Polydor, 1977)
Σαν αλληγορία για την απώλεια της αθωότητας, για την παρακμή μιας εποχής όπου το φως του ονείρου έσβηνε μπροστά στο σκληρό ρεαλισμό, ο τίτλος του άλμπουμ μοιάζει ενδεικτικός του περιεχομένου του. «Ίσως οι πυγολαμπίδες δεν αγαπιούνται πια», σε μια χρονική συγκυρία που μόνο ιδανική δεν την έλεγες για το ιδίωμα (βλέπε άνοδος punk), το ντεμπούτο άλμπουμ των Ιταλών φαντάζει ως ένα εύθραυστο αριστούργημα μιας περιόδου που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Από τις πρώτες νότες γίνεται σαφές πως η μπάντα έχει συγκεκριμένο δημιουργικό όραμα. Επτά μουσικοί, με τον Leonardo Sasso στα φωνητικά και μια πληθώρα από δαντελωτά πλήκτρα, μελωδικές κιθάρες και φλάουτο, πλέκουν συνθέσεις που ανασαίνουν ελεύθερα, γεμάτες μελωδίες, αρμονίες και λυρισμό, φέροντας μια σχεδόν ποιητική μελαγχολία που ανακαλεί στο νου τον ιταλικό ρομαντισμό.
Το εναρκτήριο "A Volte Un Istante Di Quiete" είναι 14 λεπτά καθαρής prog μαγείας, με συνεχείς εναλλαγές, εύμορφες κιθάρες και κυριαρχικά πλήκτρα. Κάθε κομμάτι μοιάζει σαν μικρή σουίτα, με τις μελωδίες να αναπτύσσονται, να πάλλονται και επιστρέφουν με νέα μορφή, ενώ οι στίχοι -συχνά αλληγορικοί- μιλούν για αγάπη, όνειρα, αλλά και την απώλεια της αθωότητας.
Το αποκορύφωμα έρχεται με το ομώνυμο "Forse Le Lucciole Non Si Amano Più", ίσως την πιο τρυφερή και συνάμα δραματική στιγμή του άλμπουμ, όντας το δημιουργικό αποκορύφωμα μιας μπάντας που έλαμψε κι έσβησε σαν το διάττον φως μιας πυγολαμπίδας που φωτίζει για λίγο, αλλά όμορφα, το βαθύ σκοτάδι.
Τί ακολούθησε;
Ο δίσκος πέρασε απαρατήρητος τότε, και το συγκρότημα διαλύθηκε λίγα χρόνια αργότερα. Η Polydor δεν στήριξε ιδιαίτερα την κυκλοφορία και το συγκρότημα συνέχισε για λίγο ακόμη, κυκλοφορώντας δύο single στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, μακριά από το επικό, συμφωνικό ύφος του άλμπουμ. Σύντομα, όμως, η απογοήτευση και η έλλειψη προοπτικής οδήγησαν στη διάλυση, γύρω στο 1980.
Το 1993 κυκλοφόρησε ένα live album από το 1977, κι έναν χρόνο μετά επανεκδόθηκε το άλμπουμ με bonus tracks, αναζωπυρώνοντας το ενδιαφέρον για την μπάντα. Το 1999 κυκλοφόρησαν το "Homo Homini Lupus" σε έναν ήχο πιο σύγχρονο, λιγότερο συμφωνικό, με pop και AOR στοιχεία.
Το 2010, η νέα επανένωση έφερε ξανά κοντά αρκετά από τα ιδρυτικά μέλη, αυτή τη φορά με τον Leonardo Sasso στη φωνή, με συλλογές από ανέκδοτες ηχογραφήσεις, νέα κομμάτια και αρχειακό υλικό να κάνουν την εμφάνιση τους. Μια ύστατη παρακαταθήκη από μια μπάντα που άφησε το δικό της, μικρό μα βαρυσήμαντο αποτύπωμα στο χώρο του λυρικού, μαγευτικού Rock Progressivo Italiano.