MammothFest: Napalm Death, Virgin Steele, Tiamat κ.ά. @ Soul, 03-05/10/25
Συνεχίζει να ανεβαίνει το metal στον Βορρά
Δεν έχει σημασία αν το Mammothfest σήμανε την λήξη της καλοκαιρινής σεζόν ή την έναρξη της χειμερινής. To τόλμημα να φιλοξενηθεί φέτος για πρώτη φορά στον ανοιχτό χώρο του Soul περιείχε ένα ρίσκο. Τα καιρικά φαινόμενα είχαν τις διαφωνίες τους αλλά η διοργάνωση είχε προνοήσει και μετέφερε εγκαίρως το τριήμερο festival στον εσωτερικό του χώρο. Το Soul ήταν για μας ούτως ή αλλως μια νέα εμπειρία και έτσι κατά την πρώτη μέρα είχαμε την περιέργεια για το τι θα συναντήσουμε.
Μετά από τα δυο χρόνια στο Ακόντισμα και την περσινή μεταφορά στην Θεσσαλονίκη, αυτό που έγινε αρκετά φανερό ήταν η τάση του festival να κινηθεί σε πιο metal ήχους, διατηρώντας όμως ταυτόχρονα μια πολύ ενδιαφέρουσα ποικιλομορφία. Μεγάλα ονόματα του παρελθόντος ήρθαν να συναγωνιστούν με μερικές από τις πιο δυνατές μπάντες του σήμερα αλλά και ορισμένα συγκροτήματα που με τα πρόσφατα δείγματα γραφής τους έχουν δείξει ότι θα μας απασχολήσουν πολύ στο άμεσο μέλλον. Αυτή η διορατικότητα της διοργάνωσης ήταν ξεκάθαρη τα προηγούμενα χρόνια (με αποκορύφωμα την περσινή χρονιά) και συνεχίστηκε και φέτος.
Πρώτη μέρα λοιπόν και εμείς φτάσαμε στον χώρο από νωρίς αλλά όχι αρκετά νωρίς ώστε να προλάβουμε τους νικητές του διαγωνισμού συγκροτημάτων The Pot. Γενικότερα το χρονοδιάγραμμα έκανε τα πράγματα λίγο δύσκολα για το τριήμερο και έτσι εμείς οφείλουμε να απολογηθούμε προς τα συγκροτήματα που δεν προλάβαμε να παρακολουθήσουμε. Ακόμα μεγαλύτερη η λύπη μας αφού τις περισσότερες μέρες το ξεκίνημα της μέρας γινόταν με πολύ δυνατά και αξιόλογα ονόματα της εγχώριας (και μη) σκηνής.
Μετά από μια σύντομη περιήγηση στο περιβάλλοντα χώρο όπου βρήκαμε μπαρ,merch των συγκροτημάτων και του festival, ορισμένα σταντ με δίσκους και άλλα συναφή καθώς και έναν πολύ ζεστό χώρο για χαλάρωμα ανάμεσα στα συγκροτήματα. Ο εσωτερικός χώρος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ασυνήθιστος αλλά εξυπηρετούσε το κοινό ώστε να παρακολουθεί εύκολα, περιμετρικά της σκηνής. Θετική εντύπωση προκάλεσε η εξαιρετική ποιότητα του ήχου η οποία διατηρήθηκε σε όλα τα συγκροτήματα του τριημέρου.
Το «βιομηχανικό» ύφος του χώρου ήρθε να δέσει απόλυτα με τον δυστοπικό ήχο των Kvadrat. Πέρσι είχαμε εντυπωσιαστεί με την εμφάνιση των Ulcerate στο ίδιο festival, όπως είχαμε εντυπωσιαστεί και με το "The Horrible Dissonance Of Oblivion" των Kvadrat. Με συνοπτικές διαδικασίες έχουν καταφέρει να εκτοξευτούν στις κορυφαίες θέσεις του εγχώριου ακραίου ήχου με μουσική αλλά και στιχουργική θεματολογία που ταιριάζει απόλυτα στην Ελλάδα του 2025. Συμπαγής ατμόσφαιρα ικανή να σε ταξιδέψει και να σε «πλακώσει» ταυτόχρονα. Εξαιρετικές ιδέες στις κιθάρες και ανελέητο drumming κέρδισαν εύκολα τους λάτρεις του extreme ήχου οι οποίοι είχαν προσέλθει στον χώρο από νωρίς για την μπάντα αυτή.
Όταν ο Jus Osborn των Electric Wizard σε έχει επιλέξει ως μια από τις αγαπημένες του κυκλοφορίες ("Ι'm Heroin", 2017) τα πράγματα ήταν λίγο πολύ ξεκάθαρα για το τι περιείχε η συνέχεια. Οι Mephistofeles από την Αργεντινή έχουν δημιουργήσει ένα ισχυρό fanbase στην Νότια Αμερική και το ίδιο επιθυμούν να πετύχουν και στην Ευρώπη με συνεχείς συναυλίες και την ενσωμάτωση τους στην Heavy Psych Records. «Βρωμιά», ψυχεδέλεια, creepy στίχοι και doomy ρυθμοί. Ο ήχος τους δεν ήταν και ο πιο ταιριαστός με τα υπόλοιπα σχήματα της μέρας αλλά το Mammothfest ανέκαθεν περιείχε το συγκεκριμένο ιδίωμα και έτσι οι doom ακόλουθοι βρήκαν την ευκαιρία να απολαύσουν το set των Mephistofeles.
Ενω το πρόγραμμα τηρούταν κατά γράμμα, η συνέχεια άνηκε στους Varathron. Η ιστορική black metal μπάντα συντηρεί εδώ και χρόνια ένα cult status παραμένοντας ταυτόχρονα ζωντανή και ενεργή με αξιόλογες κυκλοφορίες όπως το, σχετικά, πρόσφατο "The Crimson Temple". Τα κομμάτια του δίσκου, όπως το εναρκτήριο "Hegemony Of Chaos", έγιναν αποδεκτά με ενθουσιασμό ενώ το κοινό απέδειξε για ακόμα μια φορά ότι αγαπά και στηρίζει τις εγχώριες black metal μπάντες. Από την majestic ατμόσφαιρα στο ακόμα πιο σκοτεινό μακρινό παρελθόν με κομμάτια από το θρυλικό ντεμπούτο "His Majesty At The Swamp". Στο κέντρο της σκηνής ο Stefan Necroabyssious ο οποίος έχει καταφέρει να χτίσει ένα σφιχτοδεμένο σύνολο με μέλη τα οποία τα περισσότερα μετρούν ήδη δυο δεκαετίες στην μπάντα. Ιδανικό κλείσιμο μιας επιβλητικής εμφάνισης το "Genesis Of Apocryphal Desire" το οποίο έδειξε ξεκάθαρα ότι οι Varathron δεν ξεχνούν ποτέ το ιστορικό παρελθόν τους.
Μιλώντας για ιστορία, η συνέχεια περιείχε μπόλικη από δαύτη. Καλά και όμορφα όλα τα ακραία συγκροτήματα της ημέρας αλλά, μερικές φορές, σαν το παραδοσιακό heavy metal δεν έχει. Σεμνοί, ταπεινοί και χαλαροί αφού ξεκάθαρα δεν έχουν τίποτα να αποδείξουν, ο John Mortimer και οι συνοδοιπόροι του ανέβηκαν στην σκηνή και έδειξαν ότι απολαμβάνουν την μουσική το ίδιο με το κοινό. Τα κομμάτια του ιστορικού "The Nightcomers", του δίσκου δηλαδή που τοποθέτησε τους Holocaust στο πάνθεον του new wave of british heavy metal, διαδέχονταν το ένα το άλλο. Απάτητες κορυφές το "Death Or Glory", το "Small Hours" ( που ως γνωστόν διασκεύασαν οι Metallica το 1987) και φυσικά ο αιώνιος ύμνος "Heavy Metal Mania" κατά το οποία οι φωνές του κοινού δόνησαν το Soul. "I've got heavy metal music in my blood, and i'd like to give it to you if i could". Το είπαν, το έπραξαν και αποχώρησαν θριαμβευτές.
O χώρος ήταν εδώ και ώρα κατάμεστος στην, ξεκάθαρα, πιο επιτυχημένη απο πλευράς προσέλευσης ημέρα. Είχε φτάσει η ώρα των Napalm Death. Οι παλιότεροι γνωρίζαν πολύ καλά τι θα ακολουθούσε ενώ οι νεότεροι ανυπομονούσαν εξίσου να ζήσουν την εμπειρία μιας ζωντανής εμφάνισης αυτής της ιστορικής μπάντας.
Παρακολουθώντας τον ήρεμο Barney στο πλάι της σκηνής λίγο πριν ανέβει στην σκηνή και σαρώσει τα πάντα στο περασμά του, δημιουργείται ένα τεράστιο κοντράστ συναισθημάτων. «Ταύρος εν υαλοπωλείω», αλώνιζε το stage σαν συμμετέχων σε punk moshpit ενώ ταυτόχρονα έβγαζε τα εσώψυχά του σε κάθε στίχο. Στο παρελθόν έχουμε δει πολύ περισσότερο «ξύλο» σε συναυλίες των Napalm Death αλλά η ενέργεια και η φιλοσοφία της μπάντας δεν έλειψαν από τον χώρο. Από πλευράς setlist, οι Napalm Death τίμησαν σχεδόν όλοκληρη την πλούσια δισκογραφία τους, από το ιστορικό "Scum" μέχρι το πρόσφατο "Throes Of Joy In The Joy Of Defeatism" και από το groovy "Necessary Evil" μέχρι την κλασική διασκευή στο "Nazi Punks Fuck Off" των Dead Kennedys ενώ φυσικά αποθεώθηκε το κλασικό "You Suffer". Κάθε ατάκα του αγέραστου frontman ανάμεσα στα κομμάτια ήταν γεμάτα νόημα θίγοντας θέματα όπως η διαχείριση της εσωτερική οργής, τα κακώς κείμενα των οργανωμένων θρησκειών και φυσικά ο φασισμός. Όπως είπαμε και εκείνη την στιγμή, το metal έχει ανάγκη από περισσότερους Barney.
Σάββατο, ημέρα δεύτερη και εμείς φτάσαμε στον χώρο γύρω στις 19:00 χάνοντας έτσι δυο πολύ αξιόλογες εγχώριες μπάντες, τους Black Soul Horde και τους Leatherhead. Ταυτόχρονα έγινε ξεκάθαρη η διαπίστωση ότι μεγάλη μερίδα του κοινού έφτασε επίσης στον χώρο πολύ αργότερα από μας δείχνοντας ότι οι οπαδοί των Virgin Steel και Rhapsody Of Fire δεν γνωρίζουν ή δεν ενδιαφέρονται για πολύ ελπιδοφόρα συγκροτήματα όπως οι Vigilhunter και οι The Night Eternal.
Ενώ οι Ιταλοί ήταν έτοιμοι να ανέβουν στην σκηνή, για λίγα λεπτά «έπεσε» το ρεύμα αλλά ευτυχώς για όλους μας, το πρόβλημα λύθηκε άμεσα και δεν επανήλθε ποτέ. Οι Vigilhunter έχουν κυκλοφορήσει έναν από τους καλύτερους heavy metal της χρονιάς και το ομώνυμο ντεμπούτο τους προφητεύει «μεγάλα πράγματα» για το μέλλον. Οι απόψεις αυτές επισφραγίστηκαν με μια εντυπωσιακή ζωντανή εμφάνιση γεμάτη ενθουσιασμό, ενέργεια, υπέροχη σκηνική παρουσία και εξαιρετικα φωνητικά από τον frontman Alexx Panza. Οι παλιοί Crimson Glory, Fates Warning και Queensryche ήταν εδώ και το παλιό αμερικάνικο heavy metal βρήκε άξιους συνεχιστές στο πρόσωπο των Ιταλών Vigilhunter. Ελπίζουμε με όλη μας την καρδιά η μπάντα αυτή να έχει αντίστοιχη συνέχεια.
Συνέχεια με τους The Night Eternal από το Essen της Γερμανίας οι οποίοι επίσης είναι ξεκάθαρα μια από τις πολλά υποσχόμενες μπάντες του σήμερα. Ένας πολύ ιδιαίτερος συνδυασμός heavy metal με gothic στοιχεία όπως τον μάθαμε στους δυο εξαιρετικούς δίσκους τους αλλά και στην εμφάνιση των Sonja στο περσινό Μammothfest. Επιβλητική παρουσία από τον frontman Ricardo Baum αλλά και από το πολύ δυνατό κιθαριστικό δίδυμο. Η κουβέντα μας με τον Robert Richter για τον Richie Sambora αλλά και τους Alien (!!!) το προηγούμενο βράδυ έκανε ξεκάθαρο το, ευχάριστα, «ποζεράδικο» παίξιμό του. Το "Prince Of Darkness" αφιερώθηκε στον μεγάλο Ozzy Osbourne ενώ στο σύνολό τους οι The Night Eternal (μαζί με τους Vigilhunter), για το προσωπικό μας γούστο, ήταν ξεκάθαρα οι πιο ενδιαφέρουσες μπάντες της δεύτερης μέρας.
ΜΙλώντας για προσωπικά γούστα, τόλμησα να «κολακεύσω» τους Vigilhunter λίγο αργότερα ότι ήταν η καλύτερη ιταλική μπάντα της ημέρας. Για να προλάβω κακοπροαίρετα σχόλια όμως οφείλω να παραδεχτώ ότι δεν έχω τίποτα αρνητικό να αναφέρω για την εμφάνιση των Rhapsody Of Fire. Αν και η συγκεκριμένη μπάντα δεν ήταν ποτέ του γούστου μου ( ακόμα και όταν οι πρώτοι δίσκοι των, τότε σκέτο, Rhapsody αποθεώνονταν από τους πάντες) από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή, οι Rhapsody Of Fire παρουσίασαν ένα αψεγάδιαστο σετ με εξαιρετικό ήχο, απόλυτα επαγγελματικό παίξιμο και γενικότερα μετέφεραν μια ευχάριστη και ενθουσιώδη ατμόσφαιρα που έγινε διάχυτη στον χώρο. Αν δε το συγκρίνουμε με την συνέχεια της βραδιάς, οι Rhapsody Of Fire λειτούργησαν ως ουσιαστικοί headliners αφού τόσο λόγο της αγάπης του κοινού όσο λόγο της απόδοσής τους, η επιτυχία θεωρούταν σίγουρη.
Για να είμαστε ειλικρινείς, πολλά έχουν ακουστεί για την κατάσταση των Virgin Steele, δη του David DeFeis αλλά μην έχοντας προσωπική εμπειρία κράτησα μια συγκρατημένη αισιοδοξία.
Η κακή μέρα από το πρωί φαίνεται και οι Virgin Steele ήταν η μοναδική μπάντα του festival που εμφανίστηκε με ουσιαστική καθυστέρηση. Η Lynn Delmato βρισκόταν ήδη στα πλήκτρα και προσποιούταν αμήχανα ότι έπαιζε τα προηχογραφημένα μέρη. Όταν έφτασε η ώρα και ο David DeFeis ανέβηκε στην σκηνή, ο ενθουσιασμός του ήταν έντονος, γεγονός που δεν άλλαξε κατά την συνέχεια. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, με απόλυτη ειλικρίνεια, προσπαθούσα να καταλάβω τι συνέβαινε. Για πρώτη, ίσως, φορά δεν κατάφερνα να διαπιστώσω τι ακριβώς με ενοχλούσε. Το μόνο που ήταν σίγουρο ήταν ότι αυτό που παρακολουθούσα, δεν ήταν καλό.
Φυσικά και θα ήταν προτιμότερο να υπήρχε μπάσο στην σκηνή αλλά θεωρώ πως δεν ήταν αυτό το πρόβλημα. Ο ήχος ήταν «περίεργος» αλλά με σιγουριά δεν ευθύνεται ο χώρος ή οι υπεύθυνοι αφού όλα ήταν αψεγάδιαστα σε όλες τις υπόλοιπες μπάντες του τριημέρου. Η απουσία ορισμένων «τρανταχτών» κομματιών ίσως να έπαιξε τον ρόλο του αλλά αυτό που γινόταν ξεκάθαρο ήταν το γεγονός ότι ο David DeFeis (ο οποίος στουντιακά έχει προκαλέσει ουκ ολίγες ανατριχίλες) δεν μπορεί να αποδώσει επί σκηνής. Ο προαναφερθέν ενθουσιασμός του έκανε τα πράγματα ακόμα πιο ενοχλητικα αφού έδειχνε έναν άνθρωπο που δεν καταλάβαινε (ή αδιαφορούσε για το γεγονος) ότι τίποτα δεν πήγαινε καλά. Αυτός ήταν και ο λόγος που μεγάλη μερίδα του κοινού αποχωρούσε σταδιακα, απογοητευμένο ή και εκνευρισμένο. Οι Virgin Steele παρ'ολα αυτά βρήκαν την διάθεση και τον χρόνο να παρουσιάσουν ένα μακροσκελές setlist αλλά εμείς, επηρεασμένοι από τις συγκεκριμένες συνθήκες, αποχωρήσαμε λίγο πριν το τέλος τοποθετώντας την συγκεκριμένη εμφάνιση στις υψηλότερες θέσεις, κακών εμφανίσεων.
Ημέρα τρίτη και παρά την προσπάθειά μας, δεν καταφέραμε να φτάσουμε στον χώρο από την αρχή της ημέρας. Χάσαμε έτσι τους πολύ αξιόλογους Calyces αλλά και τους ιδιαίτερους Βρετανούς Five The Hierophant των οποίων η εμφάνιση χαρακτηριζόταν εντυπωσιακή από τους παρευρισκόμενους με τους οποίους συνομιλήσαμε.
Για τους The Temple τα έχουμε πει στο παρελθόν, αφενός γιατί είναι η μπάντα που συμμετείχε για τρίτη φορά στο Μammothfest αφετέρου διότι οι εμφανίσεις τους είναι πάντα απολαυστικές για το doom κοινό. Κλασική αρχή με "To Λύχνο Του Αστρου" από το "Αξιον Εστί", κηροπήγια, θυμιατά και σπαθιά αλλά πάνω από όλα, τα υπέροχα πένθημα τραγούδια από τις δυο κυκλοφορίες τους. Εντυπωσιασμένοι ήμασταν όταν κυκλοφόρησε το "Of Solitude Triumphant" και το συναίσθημα παραμένει το ίδιο, τρία χρόνια αργότερα.
Αν οι παλιότεροι είχαν έρθει την τρίτη μέρα του Mammothfest για τους Tiamat, οι νεότεροι περίμεναν, δικαιολογημένα, τους Tribulation. Οι Σουηδοί έχουν καταφέρει με την, μέχρι στιγμής, πορεία τους να στεφθούν άξιοι συνεχιστές της σκηνής που κάποτε ονομάζαμε «ατμοσφαιρικο metal» ξεκινώντας, όπως τα περισσότερα συγκροτήματα της 90s σκηνής, με πιο ακραίους ήχους και συνεχίζοντας σε μια gothic rock/metal κατεύθυνση. Αφού δεν είχα την ευκαιρία να τους παρακολουθήσω προ επταετίας με τους Insomnium, δεν γνώριζα τι να περιμένω αλλά η σκοτεινή αύρα που τους περικλείει προκαλούσε μονάχα αισιοδοξία για μια αξιόλογη εμφάνιση.
Λάθος πρόβλεψη αφού οι Tribulation ήταν πραγματικά εξαιρετικοί από κάθε άποψη. Θεατρικότητα και άριστα φωνητικά από τον frontman Johannes Andersson και ισάξια απόδοση από τα υπόλοιπα μέλη που αλώνιζαν με ζωντάνια την σκηνή. Δεν ξέρω αν έχουν επηρεαστεί από την παρουσία του Joseph Toll (κάποτε στους Enforcer) αλλά το τελικό αποτέλεσμα ήταν απόλυτα ξεσηκωτικό. Μεγαλύτερη βαρύτητα δόθηκε στο πρόσφατο "Sub Rosa In Aeternum" και γενικότερα στο πρόσφατο υλικό, κίνηση που κρίνεται απόλυτα δικαιολογημένη. Φυσικά θα επιθυμούσαμε και κάτι από τους υπόλοιπους δίσκους αλλά στο στενό πρόγραμμα ενός festival συχνά αυτό δεν είναι εφικτό. Οι Tribulation πάντως αποτέλεσαν μια από τις κορυφαίες μπάντες του τριημέρου και για αρκετούς η καλύτερη της Κυριακής.
Για άλλους, όμως, ήταν αυτή των Riot City που ακολούθησαν. Αταίριαστοι με τις υπόλοιπες μπάντες της ημέρας αλλά δεν υπήρχε δυνατότητα να γίνει διαφορετικά αφού οι Καναδοί είχαν προγραμματισμένη εμφάνιση στο Keep It True Festival την προηγούμενη μέρα. Τελικά η πτήση τους από Σουηδία ακυρώθηκε και οι Riot City έφτασαν στην Θεσσαλονική με όρεξη να γκρεμίσουν τα πάντα.
Έτσι και έγινε. Όσοι πιστοί οπαδοί του κλασικού heavy metal «στήριξαν» την ημέρα αυτή αποζημιώθηκαν με μια, γεμάτη ενέργεια, εμφάνιση που θα θυμόμαστε για καιρό. Η μπάντα, χαμογελαστή, δεν σταμάτησε να αλωνίζει πάνω στην σκηνή ενώ οι «τσιρίδες» του Jordan Jacobs έφταναν σε εξωφρενικά υψηλά επίπεδα. Με λίγα λόγια, οι Riot City απέδειξαν ότι το heavy metal παίζεται επί σκηνής και όταν παίζεται με αυτό τον τρόπο, η μουσική αυτή θα συνεχίσει να έχει μέλλον, ακόμα και στην πιο κλασική και old school μορφή του.
Πολλά τα αξιόλογα συγκροτήματα του τριημέρου αλλά αν είχαμε να διαλέξουμε ένα, αυτοί θα ήταν οι Tiamat. Ο «ντόπιος» Johan Edlund μπορεί να τριγυρνά εδώ και χρόνια στην πόλη μας αλλά δεν ανεβαίνει συχνά στην σκηνή. Το γεγονός αυτό έκανε την συγκεκριμένη εμφάνιση ακόμα πιο σημαντική.
Το ξεκίνημα ήρθε με τον καλύτερο τρόπο και μια τριπλέτα κομματιών από το "Clouds". «Γκολ από τα αποδυτήρια» όπως πιθανά να έλεγε ο ποδοσφαιρόφιλος Johan. Γενικότερα το σετλιστ περιείχε όσα, ρεαλιστικά, περιμέναμε με ιδιαίτερη βαρύτητα στο μοναδικό "Wildhoney". Δεν έλειψαν τα "hits" "Vote For Love" και "Cain", το "Messinian Letter" για πρώτη φορά ζωντανά, ενώ προσωπική αγαπημένη στιγμή αποτέλεσε το "Phantasma De Luxe" από το υποτιμημένο "A Deeper Kind Of Slumber". O Edlund στα πιο "gothic" φωνητικά έδειχνε να δυσκολεύεται κάπως αλλά το floyd-ικό solo του κομματιού έφερε τα πράγματα στην θέση τους.
Επί σκηνής ο Johan μοιάζει σχεδόν ευθραυστός γεγονός που δημιουργεί μια απόλυτα θεατρική περσόνα ενώ ταυτόχρονα η συμπεριφορά του μοιάζει με τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας. Συνδυασμός που φαντάζει ακατόρθωτος αλλά ο Edlund ως ιδιόμορφη και άκρως καλλιτεχνική φυσιογνωμία τα καταφέρνει. Αν σε αυτό προσθέσουμε τα συναισθήματα που προκαλούν τα μαγευτικά κομμάτια του παρελθόντος των Tiamat έχουμε να κάνουμε με μια εμφάνιση υπεράνω κριτικής. Μακάρι η επόμενη φορά να μην αργήσει.
Κάπως έτσι, το τέταρτο Mammothfest πέρασε στην ιστορία. Ένα τριήμερο γεμάτο ετερόκλητες μουσικές, συγκροτήματα από όλο το φάσμα της metal μουσικής από το μακρινό παρελθόν μέχρι το σήμερα και μια διοργάνωση η οποία δείχνει ότι βάζει τα δυνατά της ώστε να παραμείνει η πόλη μας στον συναυλιακό «χάρτη».
Φωτογραφίες: Γιάννης Βόλκας