Converge

Bloodmoon: I

Epitaph Records/Deathwish Inc./Rockarolla (2021)
Από τον Αποστόλη Ζαμπάρα, 19/11/2021
Η σύμπραξη των Converge με την Chelsea Wolfe και τον Stephen Brodsky επεκτείνει και αναδιαμορφώνει κάθε εκφραστικό μέσο που φέρει τη σφραγίδα αυτών των δημιουργών
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Το 2009, το φανταστικό "Axe To Fall" των Converge με είχε εκπλήξει με το πώς δημιούργησαν ένα (ακόμη) ηχητικό κτήνος με έντονη προσωπικότητα. Ο λόγος ήταν, πως αυτός ο δίσκος περιελάμβανε μια πληθώρα συμμετεχόντων, των οποίων η συνεισφορά είχε ενσωματωθεί πλήρως στο ύφος του σχήματος από τη Μασαχουσέτη. Σε αυτό τον δίσκο βέβαια, υπήρχαν στοιχεία που μου επανήλθαν στο μυαλό όταν έμαθα για την άφιξη του "Bloodmoon: I".

Προηγηθέντος του άλμπουμ, και συγκεκριμένα το 2004, οι Converge είχαν συνεργαστεί σε ηχογραφήσεις με τους Cave In του Stephen Brodsky. Οι Verge In, όπως είχε βαπτιστεί άτυπα το project, δημιούργησαν τέσσερις συνθέσεις. Τα απόνερα τους ακούγονται στο "Plagues" του "No Heroes" του 2006, ενώ τα "Effigy", "Cruel Bloom" και "Wretched World" συμπεριλήφθηκαν, με τα μέρη των Cave In στο πρώτο αυτούσια, στο "Axe To Fall". Το τελευταίο, κλείνοντας τον δίσκο υπό την αιγίδα των Genghis Tron, ξεδίπλωνε εκ νέου το ατμοσφαιρικό ηχόχρωμα των Converge. Επιπρόσθετα, επικαλέστηκαν τον Steve Von Till, ώστε να μετατρέψει το "Cruel Bloom" σε μια στοιχειωτική εμπειρία.

Εκείνη την περίοδο μπήκαν τα θεμέλια για όσα διαδραματίστηκαν το 2016. Σε τέσσερις επιλεγμένες ευρωπαϊκές εμφανίσεις, με αποκορύφωμα το Roadburn του 2016, οι Von Till, Converge και Brodsky συνέπραξαν επί σκηνής με την Chelsea Wolfe και τον συνεργάτη της Ben Chisholm ως Blood Moon. Ο στόχος ήταν μια «πιο ambient και post-rock απόδοση» παραγνωρισμένων και «πιο αργών» κομματιών της μπάντας, συμπεριλαμβανομένων και προαναφερθεισών συνθέσεων. Ο σπόρος είχε ανθίσει και επέφερε καρπούς. Πέντε χρόνια αργότερα, οι Converge ανακοίνωσαν πως ο διάδοχος του σαγηνευτικού "The Dusk In Us" θα είναι το "Bloodmoon: I".

Ο συνεργατικός δίσκος, αποτελεί το καλλιτεχνικό τέκνο της επτάδας (πλην του Von Till). Την τελευταία δεκαετία οι ετερόκλητες συμπράξεις στον σκληρό και πειραματικό metal ήχο δεν είναι ασυνήθιστες. Είτε αναλογισθείς το "Mariner" και το "May Our Chambers Be Full", είτε βουτήξεις στα άδυτα του extreme metal, τα αποτελέσματα, ποικίλα, είναι ικανά να συγκλονίσουν υπέρ του δέοντος. Μπορεί όμως το "Bloodmoon: I" να περιοριστεί σε μια επιφανειακή σύνθεση ποιοτικότατων επιμέρους; Η απάντηση είναι αρνητική και η αιτιολόγηση κρύβεται στα ονόματα των συντελεστών. 20 χρόνια μετά την κυκλοφορία του μυθικού "Jane Doe", οι Converge, με τους ηχητικούς ωκεανούς που όρισαν και μας ξενάγησαν, με την πολυεπίπεδη επιρροή των μελών τους στη hardcore/metal σκηνή, και εν γένει με την ανεξίτηλη σφραγίδα τους, είναι ένα από τα ελάχιστα συγκροτήματα που φέρουν ένα τόσο πολυσήμαντο φορτίο.

Σχολιάζοντας το ανατριχιαστικό "All We Love We Leave Behind" στα πλαίσια του αφιερώματός μας στην προηγούμενη δεκαετία, υποστήριξα πως οι Converge είναι αναζητητές αυτού που ονομάζεται ακραία τέχνη. Η μοναδικότητα της καλλιτεχνικής τους θεώρησης, ήταν ο μονόδρομος τον οποίο θα διέβαιναν οι μετέχοντες σε μια τέτοια συνύπαρξη. Ο Brodsky ήταν αυτονόητο πως όχι απλώς θα ακολουθούσε κατά πόδας, αλλά θα εξωθούσε τους Bannon και Ballou στα συνθετικά τους άκρα, δεδομένης της χρόνιας χημείας τους. Η Chelsea Wolfe είναι μια προσωπικότητα που μετατρέπει σκοτεινά ηχοχρώματα σε καλειδοσκόπιο ενδυνάμωσης μέσω του τραύματος. Η ικανότητά της δε, υπό την αιγίδα των εκλεπτυσμένων παρεμβάσεων του Chisholm, να γαληνεύει με μεταφυσικές φωνητικές ερμηνείες το ηχητικό κατράμι, φωταγώγησε τον ηχητικό λαβύρινθο των Converge.

Το "Bloodmoon: I", με τη λατινική αρίθμηση να αφήνει μελλοντικές υποσχέσεις, βρίσκει κάθε πλευρά να εξερευνά τα όριά της. Θεμελιώνοντας μια πνιγηρή ατμόσφαιρα, απόρροια του πολυσχιδούς riffing του Ballou, το ρυθμικού δαμάσματος του κορυφαίου Koller, του θελκτικού όγκου του μπάσου του Newton, και της συγκινητικής ωρίμανσης των ερμηνειών του Bannon, συνέθεσαν ένα εύφορο υπόστρωμα. Η κόκκινη πανσέληνος τους κυρίευσε και ξεχύθηκαν αλυχτώντας προς πάσα κατεύθυνση. Ο δίσκος κοχλάζει από πολυφωνία ιδιωμάτων και διάλογο. Καθείς εκ των Bannon, Brodsky και Wolfe, δεν συμμετείχε απλώς στα φωνητικά, αλλά πέραν του να διαμοιράσει την κυριαρχία, έγραψε και στίχους για τους υπόλοιπους. Οι τρείς τους εναλλάσσονται διαρκώς σαν αερικά, με αποτέλεσμα οι συνθέσεις να διέπονται από απρόσμενες ερμηνευτικές τροπές.

Τα εγώ θυσιάστηκαν προς όφελος της δημιουργίας, το ανοίκειο κυριαρχεί, ενώ κάθε μια εκ των έντεκα συνθέσεων αποτελεί κατάθεση ψυχής. Αυτά τα 59 λεπτά χαρτογραφούν ένα κόσμο, εντός του οποίου περικλείεται ευρύ φάσμα του σύγχρονου σκληρού ήχου. Οι ευάλωτες ερμηνείες έρπονται ανάμεσα σε καταραμένη οργή και ονειρικό μεγαλείο, με περίσσεια άνεση. Η αίσθηση μένει ίδια, είτε το ανίερο d-beat του "Viscera Of Men" μετατραπεί σε γοτθικό τελετουργικό ελέω της Wolfe, είτε, όταν στο "Failure Forever" ο Brodsky τεμαχίζει την Cave In-ική ατμόσφαιρα με την ερμηνεία του. Οι Converge είχαν ανέκαθεν το χάρισμα να συμπυκνώνουν κυκεώνες ιδεών στους μικρόκοσμους των κομματιών τους.

Σχολιάζοντας το ισοπεδωτικό "Coil", ισχυρίστηκα πως ανοίγει το παράθυρο αυτού που μπορεί να είναι αυτή η σύμπραξη. Όσο και εάν τραγούδια όπως ο αποκρυφισμός του "Blood Moon", το "Flower Moon", ή η συγκινητική κορύφωση του "Crimson Stone" ηχούν μεγαλοπρεπή αποκυήματα πολυσυλλεκτικής έμπνευσης, με το τελευταίο να συμπυκνώνει την επεκτατικότητα της συνύπαρξης, αναλογιζόμενος τις πιθανότητες ήλπιζα στο απροσδόκητο. Και το παρέδωσαν. Στο "Tongues Playing Dead" η κολασμένη (αν και μινιμαλιστικά παρούσα) ακρότητα του συγκροτήματος ενσωματώνει grunge περάσματα δίχως να ρίξει παλμούς, με τις κιθάρες του φινάλε του να είναι οργιαστικές. Στο "Lord Of Liars" δε, η αλήτισσα η Wolfe αποφασίζει να δαμάσει το mathcore. Και το επιτυγχάνει ανατριχιαστικά.

Σε κάθε δευτερόλεπτο η μουσική διακατέχεται από μια φιλοσοφία σύνθεσης φαινομενικά ετερόκλητων αλλά ουσιωδώς πλησίων. Βλέμματα που γυαλίζουν, μουσικοί που κοιτούν μπροστά έχοντας ως σύμμαχο αυτογνωσία, συμπληρωματικότητα και δίψα. Η οποία ξεθυμαίνει μόνο αφότου στο "Scorpion’s Sting" η ιέρεια βγει μπροστά, με το, περιθωριακό σαν σε καμπαρέ, blues rock (Chisholm εσύ;) να εξηγεί τις αποχρώσεις του εξωφύλλου. Το "Bloodmoon: I" καλύπτεται από ένα πέπλο μυστηρίου και θρησκευτικής συλλογικότητας. Είναι ενδεδυμένο με το αίσθημα του οδυρμού και της απόγνωσης, με το αίνιγμα της ενδοσκόπησης. Είναι ένας δίσκος που μετασχηματίζει τα εκφραστικά μέσα των μουσικών τόσο διεξοδικά, ώστε να στέκει ταυτόχρονα αυτόνομος αλλά και τομή των δισκογραφιών τους.

Το πειραματικό κολλάζ του δίσκου είναι υπερβατικό. Καθώς η τριαρχία του "Daimon" παραλύει μυαλό και αισθήσεις, η ευθύτητα με την οποία εισχωρεί το "Bloodmoon: I" στο θυμικό, όσο και η εύθραυστη ισορροπία του, ανάγονται στην παραχώρηση εδάφους στους Wolfe, Chisholm και Brodsky να αποκωδικοποιήσουν τις δυνατότητες του μουσικού σύμπαντος των Converge. Ο κόσμος τους, που έχουμε την τύχη τόσα χρόνια να βιώνουμε, εδώ παρουσιάζεται απόμακρος μα φιλόξενος. Σε αυτό τον κόσμο λοιπόν, το σκοτάδι είναι ψυχρό. Το πορφυρό όμως ξημέρωμα, με το πέρας της ακρόασης θα σε κρατήσει ζωντανό. Άσε τα ηχοτοπία του δίσκου να σε επαναφέρουν, αφού η συναστρία αυτή δίνει παλμό στο κενό, ψιθυρίζοντας, «και οι επτά ήταν υπέροχοι».

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET