Η ιδεολογική και καλλιτεχνική επανάσταση του krautrock

ProgSession #64: Tetragon

Από τον Σπύρο Κούκα, 19/03/2021 @ 12:18

Σε ένα παρελθόν που όσο κοντινό φαντάζει, τόσο μακρινό είναι στην πραγματικότητα, οι περιπτώσεις δημιουργών και των έργων τους που παρέμειναν στις σκιές της λησμονιάς φαντάζουν πάμπολλες. Τα γρανάζια της μουσικής βιομηχανίας ανταποκρίνονται κυρίως στη φήμη και το χρήμα, με το ταλέντο και τη σκληρή δουλειά να μην αρκούν για τη μακροημέρευση των καλλιτεχνών και συγκυρίες να ορίζουν το μέλλον τους. Ωστόσο, με το χρόνο ως αντικειμενικότερο κριτή, τα μουσικά πονήματα των αφανών ηρώων υπάρχουν, περιμένοντας να αποκαλύψουν τη μαγεία τους σε αυτούς που θα τα ανακαλύψουν.

Έτσι, αποδεχόμενοι τη δική μας «διαστροφή» και αναλαμβάνοντας το ρόλο του ανήσυχου ρέκτη, θα παρουσιάζουμε ανά τακτά (ή και όχι τόσο) χρονικά διαστήματα, μέσω μίας στήλης που διόλου τυχαία επέλεξε να παίξει με τις λέξεις progress και obsession, το έργο ενός δημιουργού από το ευρύτατο φάσμα και την κληρονομιά του progressive rock, που δεν κατάφερε να ξεφύγει ενός cult συλλεκτικού επιπέδου.

Days of progressive past Vol. 64:

Με τη στήλη να συνεχίζει να προοδεύει και να είναι ανοικτή σε ιδέες και απόψεις από διαφορετικά πρόσωπα και χώρους, η νέα μας φιλοξενούμενη έρχεται να συνεισφέρει τα μέγιστα προς αυτήν την κατεύθυνση. Έτσι, η Ιωάννα Φυτοπούλου, μια ερασιτέχνης - με τη ρομαντική σημασία του όρου - φωτογράφος με πολύπλευρη δημιουργική ματιά, μας τιμά μοιραζόμενη μαζί μας ένα ταιριαστό δείγμα του έργου της, το οποίο και κοσμεί το μεγαλύτερο φωτογραφικό μέρος του παρόντος άρθρου.

Μια ιδεολογική και καλλιτεχνική επανάσταση ως φυσική αντίδραση ενάντια στην εποχή της

Τα late '60s/early '70s υπήρξαν μια περίοδος πειραματισμού και ανακαλύψεων, σχεδόν από όποια πλευρά κι αν το εξετάσει κανείς. Το ελευθεριακό κίνημα των hippies υπήρξε η μία όψη του νομίσματος, η οποία προέκρινε μια αντισυμβατική «αντικουλτούρα», αντίθετη με τα τότε διαμορφωμένα κοινωνικά πρότυπα. Η τάση προς την επιστροφή εγγύτερα στη φύση, η σεξουαλική απελευθέρωση και η εξερεύνηση εναλλακτικών συναισθημάτων και καταστάσεων υπήρξαν συνυφασμένες με το κίνημα, το οποίο εξαπλώθηκε με γοργούς ρυθμούς ανά την υφήλιο, επηρεάζοντας τόσο τον κοινωνικό, όσο και τον καλλιτεχνικό χώρο, με τον τελευταίο να μοιάζει ο κυριότερος εκφραστής του.

Προχωρώντας λίγο παραπέρα, μπορούμε να μιλήσουμε για μια ιδεολογική και καλλιτεχνική επανάσταση, η οποία αποτέλεσε μια φυσική αντίδραση ενάντια στην ίδια την εποχή της. Αναλογιστείτε πως βρισκόμαστε κάτι περισσότερο από δύο δεκαετίες κατόπιν του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος είχε αφήσει ανεξίτηλες πληγές στα εμπλεκόμενα κράτη, ενώ εντός των '60s ακόμη ένας πόλεμος, εκείνος στο Βιετνάμ, αποτέλεσε το έναυσμα για μεγάλες κοινωνικοπολιτικές αντιπαραθέσεις που καλά κρατούν μέχρι και τις μέρες μας.

Τα πράγματα, δε, για τη γερμανική πλευρά, η οποία είχε μπει σε μια δική της κατάσταση εσωστρέφειας, κατευθυνόμενη από τις δύο κυρίαρχες ψυχροπολεμικές δυνάμεις, δεν υπήρξαν ιδανικά. Με το παρελθόν να στοιχειώνει και το μέλλον να φαντάζει αβέβαιο, εκείνη η γενιά δεν είχε μεν εμπλοκή στα ιστορικά δεινά, αλλά έφερε το προγονικό βάρος στις πλάτες της, επιζητώντας τη διαφοροποίηση της από τα «πατροπαράδοτα» ήθη κι έθιμα εδώ και τώρα. Αποτελέσματα αυτής της «επανάστασης» είδαμε τόσο κοινωνικά, με το φοιτητικό κίνημα του 1968 να αποτελεί ορόσημο των αλλαγών που θα συντελούνταν, όσο και ιδεολογικά και καλλιτεχνικά, τομείς δηλαδή που μας ενδιαφέρουν εδώ περισσότερο.

Αναφερόμενοι, δε, στο περίφημο krautrock κίνημα, ας είμαστε εξ αρχής ξεκάθαροι. Ως ετυμολογικός χαρακτηρισμός ενός μουσικού δημιουργικού ρεύματος φαίνεται να έχει διασωθεί, παρά την αρχική του χιουμοριστική/υποτιμητική σημασία. Βλέπετε, ιστορικά, ο όρος krautrock έχει βρετανική προέλευση, με την πρώτη του αναφορά να βρίσκεται πιθανότατα στις σελίδες του περιοδικού Melody Maker - αν όχι να βγαίνει από το στόμα του διακεκριμένου John Peel - για να περιγράψει τα όσα συνέβαιναν μουσικά στη Δυτική Γερμανία, έχοντας, ωστόσο, έντονο το στοιχείο της εθνοτικής δυσφημίας. Οι ίδιοι οι μουσικοί του κινήματος απέρριπταν αυτόν τον χαρακτηρισμό, με τους Faust, μάλιστα, να δηλώνουν ενδεικτικά:

Όταν οι Βρετανοί ξεκίνησαν να μιλούν για εμάς και να μας χαρακτηρίζουν ως krautrock, θεωρήσαμε ότι απλά αστειεύονταν. Όταν, όμως, ακούσαμε για την περίφημη «Αναγέννηση του Krautrock», μας έκανε να πιστεύουμε πως όλα όσα κάναμε ήταν για το τίποτα

Έτσι κι αλλιώς, υπό τη σκέπη του krautrock συμπεριλήφθηκαν σχήματα που ελάχιστη μουσική σχέση είχαν μεταξύ τους, από avant-garde και psychedelic rock σχήματα, μέχρι progressive rock, techno και jazz καλλιτέχνες. Προφανώς της ιδίας εποχής, με κοινές συνισταμένες στην ιδεολογία και την τάση προς μουσική εξερεύνηση, αλλά ξεκάθαρα διαφορετικά ηχητικά, γεγονός που κατέστησε το krautrock ως έναν ποικιλόμορφο χώρο έκφρασης, ο οποίος διαφοροποιούταν αισθητά από ό,τι αντίστοιχο συνέβαινε σε παράλληλο χρόνο είτε στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, είτε στις υπόλοιπες περιοχές της Ευρώπης (βλέπε Ιταλία και RPI, Σκανδιναβία) και της Γηραιάς Αλβιόνας.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σκοπιά τόσο του documentary του BBC σχετικά, όσο και αυτή εκείνου του Vice, αποτελώντας μια υποτυπώδη μεν (ειδικά το δεύτερο), επαρκή κι επεξηγηματική δε, εισαγωγή για τα όσα συνέβησαν τότε. Για τους γνώστες της γερμανικής γλώσσας, το "Kraut & Rüben" φαντάζει πιο λεπτομερές κι αυθεντικό, βέβαια, οπότε και προτείνεται ανεπιφύλακτα. Σε ό,τι αφορά, όμως, την εδώ συνέχεια, αυτή έχει να κάνει με ένα ημιάγνωστο, σχεδόν «φυσιολατρικό» project από τα βόρεια της γερμανικής επικράτειας, με έντονο το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού...

Tetragon - Nature (Soma, 1971)

Tetragon - Nature

Η ιστορία μας ξεκινά με τους Trikolon, μια βραχύβια μπάντα της εποχής από το Osnabruck, η οποία δραστηριοποιήθηκε το 1969, κυκλοφορώντας σε ελάχιστα αντίτυπα το live ντεμπούτο της. Το "Cluster" ήταν ένα ιδιαίτερο άλμπουμ, μπλέκοντας τη rock ψυχεδέλεια με στοιχεία jazz και κλασικής μουσικής, δυστυχώς, όμως, η σύνθεση της μπάντας δεν θα μακροημέρευε, με τον ντράμερ Ralph Schmieding να αποχωρεί από τις τάξεις της.

Οι εναπομείναντες Hendrik Schapper (οργανίστας και τρομπετίστας) και Rolf Rettberg (μπασίστας), αφού έβρισκαν νέα μέλη, θα συνέχιζαν με διαφορετικό όνομα το δημιουργικό τους ταξίδι, με το Tetragon να επιλέγεται (και να φαντάζει φυσική συνέχεια του προηγούμενου). Με μουσικό προσανατολισμό ουσιαστικά να μην υφίσταται, αφού το κουαρτέτο αμφιταλαντευόταν σε οποιοδήποτε ύφος θεωρούσε αρεστό, οι Tetragon θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μονάχα από την ταμπέλα του jazz rock/fusion, έστω κι αν ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι απόλυτα ενδεικτικός των δυνατοτήτων τους.

Ηχογραφώντας σε μια παλιά φάρμα, με ερασιτεχνικό εξοπλισμό ηχογράφησης που συμπεριελάμβανε μερικά μικρόφωνα κι ένα συμβατικό tape recorder (συγκεκριμένα, ένα Revox A77), κάθε λάθος θα ήταν καταδικαστικό για την ποιότητα του τελικού αποτελέσματος, αφού η δυνατότητα αναπροσαρμογών κι επανηχογραφήσεων δεν υπήρχε. Καταλαβαίνει κανείς πως η εκτελεστική αρτιότητα φάνταζε απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή ολοκλήρωση του δίσκου, τομέας στον οποίο το κουαρτέτο δεν λάθευε.

Σε ένα υλικό άκρατα αυτοσχεδιαστικό, σχεδόν εξ ολοκλήρου instrumental (αφού έλάχιστα φωνητικά υπάρχουν μονάχα στο ομότιτλο τραγούδι του δίσκου), η συνολική αίσθηση του μιλά για ένα πρώιμο progressive rock έργο, με έντονα στοιχεία blues και κλασικής μουσικής και μια κυριαρχία των πλήκτρων έναντι των υπολοίπων ασυγκράτητων οργάνων. Ανά στιγμές, μάλιστα, δεν είναι αδόκιμο να έρθουν στο νου ενός λιγότερο εξοικειωμένου ακροατή οι εγκρατείς αυτοσχεδιασμοί της MKII σύνθεσης των Deep Purple, όπως εκείνοι έχουν αποτυπωθεί στα μυριάδες, επίσημα και όχι, live δείγματα που έχει αφήσει ως κληρονομιά εκείνη.

Θεματολογικά, δε, ο τίτλος του άλμπουμ είναι ενδεικτικός των προθέσεων της μπάντας. Σε ένα μάλλον «οικολογικό», σίγουρα φυσιολατρικό και πιθανότατα επηρεασμένο από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής "concept", οι ίδιοι προκρίνουν δίχως ιδιαίτερες τυμπανοκρουσίες μια εναντίωση στο σύγχρονο - τότε - τρόπο ζωής, ο οποίος επηρέαζε το αγαθό της φύσης. Κατά τα λοιπά, επεκτείνοντας την κουβέντα προς τις επιρροές του σχήματος, οι Soft Machine φαντάζουν ένα όνομα που οφείλει να αναφερθεί, ενώ η σκηνή του Canterbury πρέπει να θεωρηθεί συγγενής ηχητικά και βέβαιη πηγή έμπνευσης.

Τί ακολούθησε;

Η μπάντα συνέχισε να είναι δημιουργική, ολοκληρώνοντας ακόμη ένα δίσκο, ο οποίος θα περίμενε σχεδόν τέσσερις δεκαετίες για να κυκλοφορήσει επισήμως. Κανείς δεν γνωρίζει τα πραγματικά αίτια αύτης της απόφασης από πλευράς της τότε εταιρείας τους, μα το "Stretch" αποτελεί έναν εξαιρετικό διάδοχο του "Nature", ακόμη και σε αυτή την - ας πούμε - demo εκδοχή του. Παραμένοντας στο ίδιο μουσικό μονοπάτι, αλλά με το κλασικό στοιχείο να έχει υποχωρήσει, το jamming να συνεχίζει να αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη της κάθε σύνθεση και τον ήχο των πλήκτων να φαντάζει κινητήριος δύναμη του υλικού, στέκεται ως ένα εξαιρετικό δείγμα αυτοσχεδιαστικού rock, το οποίο λοξοκοιτάζει προς πάσα κατεύθυνση, είτε προς εκείνη των Colosseum, είτε προς αυτή των Doors και των blues.

Ακόμη ένα «άλμπουμ» θα ερχόταν στο φως το 2012, με το "Agape" να αποτελείται από ηχογραφήσεις της μπάντας από την περίοδο των early '70s, συμπεριλαμβανομένης μιας διασκευής μιας σύνθεσης των The Nice, αποτελώντας, πιθανότατα, και το κύκνειο άσμα αυτής της ικανής κολεκτίβας μουσικών, οι οποίοι παρά το πλούσιο ταλέντο και τις ανώτερες εκτελεστικές τους δεξιότητες, δεν κατάφεραν ποτέ να ξεπεράσουν τα όρια του βαθέος underground.

YouTube

  • SHARE
  • TWEET