Full Of Hell & Nothing

When No Birds Sang

Closed Casket Activities (2023)
Από τον Αποστόλη Ζαμπάρα, 06/12/2023
Μια πειραματική σύμπραξη προορισμένη να συμβεί, ένα γαλήνιο τοπίο που ξεπροβάλλει μέσα από τις εφιαλτικές παραμορφώσεις
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Οι δισκογραφικές κινήσεις των Full Of Hell φαίνεται πως καταντούν προβλέψιμα απρόβλεπτες. Το πολυσχιδές και ασταμάτητο καλλιτεχνικά σχήμα από το Maryland δεν σταματά, όχι απλά να κυκλοφορεί δίσκους, αλλά να πιέζει τον εαυτό του στο να εκτίθεται, να μετασχηματίζεται, να ξεπερνά τα όριά του, να δοκιμάζεται. Το πειραματικό noise/grindcore της μπάντας ανά τα χρόνια μπορεί να την έχει καθιερώσει εδώ και μια δεκαετία ως ένα από τα πλέον σημαντικά σχήματα της σύγχρονης, εξαιρετικής σκηνής, αλλά είναι οι συνεργασίες τους με ένα εντυπωσιακό εύρος μουσικών που έχουν αποκαλύψει την πραγματική τους δυναμική.

Από τους ηχητικούς εφιάλτες με τον Merzbow μέχρι τα απαιτητικά ηχοτοπία με τους The Body, και από το σφηνάκι με τους HEALTH στον φετινό ογκόλιθο με τους Primitive Man, τίποτα δεν σταμάτησε το συγκρότημα. Η χαμαιλεόντια φύση των Full Of Hell λοιπόν, ειδικά ως προς την εξερεύνηση του ηλεκτρονικού/ambient προσωπείου τους, θεωρώ πως νομοτελειακά θα τους έφερνε στο μονοπάτι των Nothing. To shoegaze σχήμα από τη Φιλαδέλφεια, έχει καταφέρει από το 2010 και μετέπειτα, να αναδειχθεί σε ένα από τα πλέον ουσιώδη σχήματα της αναβίωσης, επιχειρώντας με δίσκους όπως το σεμιναριακό "The Great Dismal" να «εκσυγχρονίσει» το ιδίωμα με εμφατικό τρόπο. Παράλληλα, οι ρίζες τους στην αμερικανική hardcore σκηνή, που διατηρούνται και στη στάση και τις ζωντανές τους εμφανίσεις, τους καθιστούν ιδιαίτερα αγαπητούς στην ευρύτερη εναλλακτική σκηνή.

Στο περσινό Roadburn Festival, οι Full Of Hell ήταν artists in residence, και όπως αναφέραμε στην ανταπόκρισή μας, δεν δυσκολεύτηκαν να κερδίσουν τις εντυπώσεις. Ανάμεσα στις εμφανίσεις τους, ήταν και η "Full Of Nothing" στην κεντρική σκηνή, ένα commissioned project από τη διοργάνωση ανάμεσα στους δύο καλλιτέχνες, που ήχησε, σε ζωντανό πλαίσιο, τουλάχιστον ενδιαφέρον. Εκεί, όπως έχει συμβεί πολλάκις τα τελευταία χρόνια στο σύγχρονο ακραίο πειραματικό ήχο, μπήκαν τα θεμέλια για το "When No Birds Sang". Η στουντιακή εκδοχή της σύμπραξης, εμφανώς δουλεμένη και αναβαθμισμένη σε σχέση με τη ζωντανή μεταφορά, βρίσκει τα δύο συγκροτήματα να εξερευνούν ηχοτοπία σε ένα άγνωστο μέσο.

Υπό μια έννοια, αν κάποιο είναι έστω και ελάχιστα εξοικειωμένο με τη δισκογραφία των εμπλεκομένων, το τελικό αποτέλεσμα δεν προκαλεί μεγάλη έκπληξη. Οι Full Of Hell στις συμπράξεις τους, ή ακόμη και σε ιδιαίτερες συμμετοχές στους δίσκους τους, ρίχνουν συχνά τις ταχύτητες και αντιμετωπίζουν τις post-metal πτυχές τους με ένα άκρως θορυβώδη και υποβλητικό τρόπο, καταφέρνοντας να θυμίζουν την ατμόσφαιρα αλλά όχι τα επιμέρους του είδους. Έτσι, τα 34 λεπτά του "When No Birds Sang" κινούνται κατά βάση σε mid-tempo ηχοτοπία, τα οποία μεταβαίνουν από εφιαλτικές καταδιώξεις σκληρού ambiance σε ονειρικές διαφυγές.

Φαινομενικά, οι ακροάσεις καταδεικνύουν ένα κέντρο βάρους μετατοπισμένο προς την ηχητική γλώσσα των Nothing, αλλά αυτό είναι μόνο μέρος των όσων διαδραματίζονται. Σίγουρα, στιγμές όπως το αποτελεσματικό και μελαγχολικό "Like Stars In The Firmament" επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές αλλά δεν λένε την πλήρη ιστορία. Όπως ξεδιπλώνεται στο εναρκτήριο "Rose Tinted World" και κυρίως συνοψίζεται στο εντυπωσιακό και λυτρωτικό φινάλε με το "Spend The Grace", το άλμπουμ παρουσιάζει μια εντυπωσιακά συγκροτημένη ηχητική πρόταση, η οποία βρίσκει στις έξι επιμέρους συνθέσεις τα ιδανικά κεφάλαια για να προβληματίσει θετικά και να κεντρίσει το ενδιαφέρον.

Κοινώς, όταν τα shoegaze leads των Nothing και δεύτερα φωνητικά του Domenic Palermo συναντούν τις κραυγές και τα εφέ του Dylan Walker και των συντρόφων του, εκλύεται μια υπέροχη ενέργεια. Ομολογουμένως, το "When No Birds Sang" δεν θα πάρει δύσκολες αποφάσεις ή ριψοκίνδυνες στροφές, και αφήνει ένα διαρκή αέρα, σε περίεργα άτομα σαν και του λόγου μου, ανεκπλήρωτων προσδοκιών. Πιθανώς όμως, αυτό να συμβαίνει γιατί το ευρύτερο rhythm section ηχεί, όπως συμβαίνει στο ομότιτλο κομμάτι, εντυπωσιακά στοιβαρό και τελετουργικό, πλαισιώνοντας ιδανικά τον πειραματικό μινιμαλισμό που επέλεξαν οι μπάντες για να εκφραστούν.

Οι "Full Of Nothing", με τη σύμπραξή τους, κυκλοφορούν ένα φορτισμένο συναισθηματικά δίσκο, που αναζητεί την απελευθέρωση. Έχουν ένα όραμα, και οδεύουν προς την επίτευξή του με καίρια και μετρημένα βήματα. Δεν αναζητούν την ασφάλεια του καλλιτεχνικού συμβιβασμού, αν και μου λείπει το δομημένο χάος των υψηλών ταχυτήτων των Full Of Hell, αλλά αλληλοσυμπληρώνουν πτυχές των εαυτών τους για να συνθέσουν ένα δίσκο που τους εκφράζει πλήρως. Γεγονός διόλου ευκαταφρόνητο, ή αυτονόητο. Το "When No Birds Sang" είναι ένα άλμπουμ που ενδέχεται να προσφέρει συναισθηματική πληρότητα αν αγκαλιαστεί, και αυτό αρκεί για να του δώσεις τη δέουσα προσοχή.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET