«A Beginner's Guide»: Ευρωπαϊκό Power Metal - Part I

Μια εισαγωγή στον μαγικό κόσμο του πιο μελωδικού κι ανατατικού heavy metal παρακλαδιού

Ευρωπαϊκό power metal. Ένα ιδίωμα - μια ιστορία που κατά καιρούς έχει συνοδευτεί από πάμπολλους χαρακτηρισμούς, θετικούς ή αρνητικούς, και που τα τελευταία πολλά χρόνια μοιάζει να έχει επέλθει σε δυσμένεια, ποιοτική κι εμπορική. Γεγονός αναντίρρητο, ωστόσο, παραμένει πως το συγκεκριμένο μεταλλικό ιδίωμα, το οποίο έφτασε στο αποκορύφωμα του εντός των '90s, αποτελεί ακόμη ένα καθ'όλα ενεργό παρακλάδι του κλασικού heavy metal, το οποίο αποζητά την επιστροφή στις παλιές, ένδοξες μέρες, με ένα revival ικανό να γαλουχήσει μια νέα γενιά ακροατών όπως κάποτε.

Ποιες είναι, όμως, οι απαρχές του είδους που έμελλε να χαρίσει κάποιες από τις σπουδαιότερες και πιο αγαπητές μπάντες του metal οικοδομήματος; Βάσει των ιδιαίτερων ηχητικών χαρακτηριστικών του, αλλά και των δηλωμένων επιρροών των σημαντικότερων μουσικών που το απαρτίζουν, οι πρώτοι European power metal σπόροι πρέπει να αναζητηθούν στα ένδοξα '70s, με τους Rainbow, Queen και Judas Priest καταρχάς, και τους Scorpions και Riot σε δεύτερο - μα όχι λιγότερο σημαντικό - χρόνο, να καθορίζουν με τα έργα τους τη γενιά μουσικών που θα τους ακολουθούσε κατόπιν.

Η μπάντα του Ritchie Blackmore είναι κι εκείνη που ευθύνεται για τα περισσότερα χαρακτηριστικά του ιδιώματος που θα εμφανιζόταν επισήμως στο δεύτερο μισό των '80s με τη μορφή που το γνωρίζουμε, καθώς πρωτοεισήγαγε πληθώρα από εκείνα με τις πρώτες τρεις δουλειές της. Οι υπέροχοι, fantasy oriented στίχοι του Ronnie James Dio φαντάζουν το πιο προφανές από αυτά, με την εκτεταμένη χρήση πολύπλοκων ενορχηστρώσεων (βλέπε "Gates Of Babylon"), την ταχύτητα, τη μελωδία και τις δομές πολλών τραγουδιών τους ("Kill The King", "A Light In The Black", "Stargazer") να είναι εξίσου ενδεικτικά της επιρροής τους.

Την ίδια στιγμή, η πολυφωνικότητα, οι αρμονίες και το ιδιαίτερο κιθαριστικό ηχόχρωμα των Queen, ιδίως στα δύο πρώτα τους άλμπουμ αλλά αντικειμενικά μέχρι και το "News Of The World", μα και η ασύλληπτης έντασης και χαρισμάτων φωνή του Freddie Mercury, υπήρξαν καθοριστικά στοιχεία για τη γέννηση και την εξέλιξη του είδους, με τα "Ogre Battle" και "Seven Seas Of Rhye" να θεωρούνται δικαίως από τα πρωταρχικά, proto-power metal τραγούδια της ιστορίας. Από άποψης εικόνας, πάντως, αλλά και άμεσης συγγένειας με τον ήχο, οι Βρετανοί Ιεράρχες φαντάζουν ο πλέον εμφανής πρόγονος των περισσοτέρων σχημάτων του ιδιώματος, αλλά κι εκείνοι που το καθόρισαν όχι μονάχα μία (με τα όσα σπουδαία προσέφεραν τόσο μέσα στα '70s, όσο και στο πρώτο μισό των '80s), αλλά δύο φορές (με το "Painkiller").

Η περίπτωση των λαοφιλών Γερμανών hard rockers δεν διαφέρει ιδιαίτερα από τα προαναφερθέντα, με την εξέλιξη του ήχου τους στα "Virgin Killer" και "Taken By Force" άλμπουμ τους, μα και την παρουσία του κιθαριστικού μάγου Uli Jon Roth στις τάξεις τους, να αποτελούν παράγοντες που δεν πέρασαν απαρατήρητοι από ακροατήριο της εποχής που σύντομα θα βρισκόταν στις επάλξεις του χώρου και από το πόστο του μουσικού. Άλλωστε, "Pictured Life", "Sails Of Charon" και "He's A Woman She's A Man" αποτελούν ενδεικτικά τραγούδια που επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές, έχοντας διασκευαστεί, στουντιακά ή συναυλιακά, ουκ ολίγες φορές μέσα στα χρόνια από μπάντες του εν λόγω χώρου.

European Power Metal

Σημαντική υπήρξε και η συνεισφορά της μπάντας του Mark Reale σε αυτό που γνωρίζουμε πλέον ως ευρωπαϊκό power metal, καθώς οι Αμερικάνοι ήδη από το ντεμπούτο τους φλέρταραν με τις proto-speed/early power metal φόρμες, καθώς το "Warrior" έθετε τα όρια της ταχύτητας σε νέα βάση εντός των '70s.

Καθώς, όμως, το ευρωπαϊκό power metal, ως αναγνωρίσιμος ήχος, προέκυψε πρακτικά στο δεύτερο μισό των '80s, βρίσκοντας την επίσημη έναρξη του στο πρώτο "Keeper Of The Seven Keys" των Helloween, το πρώτο μισό της εν λόγω δεκαετίας λειτούργησε εξίσου - αν όχι περισσότερο - επιδραστικά με τα όσα προαναφέρθηκαν, έχοντας αυτή τη φορά - και πέραν των ήδη αναφερθέντων Judas Priest - ως ακλόνητους δημιουργικούς φάρους έμπνευσης τους Iron Maiden, Accept, Mercyful Fate, Dio και Yngwie J. Malmsteen, αλλά και το ρεύμα του NWOBHM των αρχών της δεκαετίας.

Η Σιδηρά Παρθένος, ως η ηγετική heavy metal δύναμη της εποχής, καθόρισε τις εξελίξεις και στις δύο όχθες του Ατλαντικού, αφού, αν το "Piece Of Mind" όρισε τον US power metal ήχο, το "Powerslave" έκανε το ίδιο για το ευρωπαϊκό power metal. Την ίδια στιγμή, οι Accept προσέφεραν σε ταχύτητα ("Fast As A Shark"), τραχύτητα και κλασικίζουσες αναφορές ("Metal Heart"), ενώ οι Mercyful Fate των απρόβλεπτων συνθετικών μανιέρων, των δισολιών και του κυρίαρχου της ανατριχιαστικής τσιρίδας King Diamond αποτελούν μια κατηγορία μόνοι τους - όπως, άλλωστε, και οι δουλειές του τελευταίου με το προσωπικό του σχήμα.

Ως ξεχωριστή περίπτωση στέκεται και ο Σουηδός βιρτουόζος της εξάχορδης, καθώς το ασυγκράτητο νεοκλασικό του παίξιμο, σε συνδυασμό με το απαράμιλλο συνθετικό του ύφος που ουσιαστικά πήγαινε πολλά βήματα παραπέρα τα όσα είχε παρουσιάσει ο δάσκαλος Blackmore με τους Deep Purple και Rainbow, αποτέλεσε τη βάση εξέλιξης για πολλές μπάντες του είδους, προεξεχόντων των κορυφαίων Stratovarius του Timo Tolkki. Οι τελευταίοι, μάλιστα, δεν αρκέστηκαν στην κιθαριστική και δημιουργική επιρροή που τα "Rising Force", "Marching Out" και οι λοιπές εντυπωσιακές δουλειές του Σουηδού προσέφεραν, αλλά υποδέχτηκαν με χαρά στις τάξεις τους τον Jens Johansson, keyboard-ίστα των Rising Force στα '80s.

Έτσι, με την ουσιαστική απαρχή του είδους να βρίσκεται στο 1987 και το ρηξικέλευθο "Keeper Of The Seven Keys Pt I", τότε που οι Helloween επέλεξαν να ραφινάρουν τον τραχύ και ταχυδύναμο ήχο του "Walls Of Jericho" και να δώσουν τη θέση πίσω από το μικρόφωνο στο αηδόνι Michael Kiske (με τον Ralf Scheepers να αρνείται σε πρώτο χρόνο τη θέση αυτή), το ιδίωμα γρήγορα ξέφυγε των γεωγραφικών ορίων που υπονοεί η ονομασία του, αποτελώντας πλέον περισσότερο έναν προσδιορισμό με καθαρά ηχητικά κριτήρια, με πρώτο και κυριότερο εκείνο της μελωδίας. Με αυτά κατά νου, και με το δεύτερο μέρος του οδηγού να ακολουθεί σύντομα και να εστιάζει στην άνοδο και την πτώση που ακολούθησε ο ήχος, καλύπτοντας την περίοδο από το 1998 κι έπειτα, παρακάτω παρουσιάζεται, σε καθαρά χρονολογική σειρά, η πρώτη δεκαπεντάδα των πιο σημαντικών και χαρακτηριστικών (και όχι απαραίτητα καλύτερων ή πιο δημοφιλών) δίσκων που καθόρισαν τι πραγματικά σημαίνει ο όρος ευρωπαϊκό power metal... [Σ.Κ.]


Helloween - Keeper Of The Seven Keys Part II
(Noise, 1988)

Helloween - Keeper Of The Seven Keys Part II

Συνήθως, όταν επιχειρείται μια καταγραφή των σταθμών ενός μουσικού ιδιώματος, αναζητούνται συγκεκριμένα πράγματα. Οι δίσκοι - προπομποί, οι δίσκοι - δημιουργοί, οι δίσκοι - απάτητες κορυφές, οι δίσκοι - εμπορικό επιστέγασμα, οι επιδραστικότεροι δίσκοι, οι δίσκοι - οπαδικές αδυναμίες, οι δίσκοι - αδιαμφισβήτητες σημαίες. Σε διαφορετικές δοσολογίες, οι Helloween, το 1988, σφυρηλάτησαν αυτά τα επτά κλειδιά, σε ένα ανυπέρβλητο άλμπουμ, που ορίζει το (ευρωπαϊκό) power metal. Η συνθετική δεινότητα των Weikath (πρωτίστως) και Hansen (μιλάμε για τον δίσκο με το "I Want Out" μέσα), οι αδιανόητες ερμηνείες του Kiske, απογειώνουν τη γερμανική μπάντα στη στρατόσφαιρα ολάκερου του heavy metal στα χρόνια της ηχητικής του παντοδυναμίας. Το "Keeper Of The Seven Keys Part II", δεν ξεπερνά απλά τον άριστο προκάτοχό του, δεν είναι απλά τέλειο ή επιδραστικό. Είναι κλασικό. Το βάρος του, αν και δεν το άντεξαν οι συντελεστές του, είναι ένα βάρος που όλοι ανεξαιρέτως οι μετέπειτα σφετεριστές του θρόνου προσπάθησαν να επωμιστούν, διότι δεν υπήρχε εναλλακτική. [Α.Ζ.]


Running Wild - Death Or Glory
(Noise, 1989)

Running Wild - Death Or Glory

Με τις speed metal μέρες τους να βρίσκονται στο παρελθόν και το πειρατικό να έχει βάλει πλώρη για να κατακτήσει τον πρώιμο ευρωπαϊκό power metal κόσμο ήδη από το "Under Jolly Roger", η αρμάδα του Rock 'N' Rolf Kasparek δεν χρειάστηκε παρά δύο ακόμη δίσκους κατόπιν, ώστε να θεωρείται εκ των δημιουργών και ηγετών του ιδιώματος. Όσο, δε, για το αποκορύφωμα των προσπαθειών τους, το "Death Or Glory" δεν είναι απαραίτητα καλύτερο από το εξίσου θρυλικό "Port Royal", μα ο πέμπτος Running Wild δίσκος αποτελεί εν πολλοίς μια δήλωση υπεροχής, μια ασυγκράτητη μουσική λαίλαπα του δεν παίρνει αιχμαλώτους στο διάβα της, όταν ακόμη ο όρος pirate metal ήταν ολόδικος τους (και όχι συνώνυμο της κακόγουστης kitsch-ίλας). Δίχως περιστροφές, μέχρι και τα μέσα των '90s, κάθε δίσκος των Γερμανών αποτέλεσε ένα ακόμη διαμάντι στο στέμμα του είδους, γεγονός που τους δίνει συγχωροχάρτι εσαεί για την «απόφαση» τους να περπατούν στη σανίδα της μετριότητας τα τελευταία πολλά χρόνια... [Σ.Κ]


Viper - Theatre Of Fate
(Estudio Eldorado, 1989)

Viper - Theatre Of Fate

Ο Andre Matos στέκεται ως μια από τις σπουδαιότερες φυσιογνωμίες αυτού που γνωρίζουμε ως ευρωπαϊκό/μελωδικό power metal, με την ιδιαίτερη υποσημείωση της βραζιλιάνικης καταγωγής του κορυφαίου ερμηνευτή να μην επηρεάζει στο ελάχιστο την παρουσία του σε ετούτο το αφιέρωμα. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να συμβεί κάτι το διαφορετικό, όταν ο πρόωρα αδικοχαμένος μουσικός άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του όχι με ένα, αλλά με δύο σχήματα, ήδη από τα late '80s/early '90s; Με τους Viper, δε, η επίδραση των Helloween δεν αφορούσε μονάχα τις «δανεικές» φωνητικές γραμμές του ομότιτλου κομματιού του "Theatre Of Fate" από το "Walls Of Jericho" (και το "Judas" από το ομότιτλο single), αλλά μετέτρεψε μια άγουρη heavy metal μπάντα με προοπτικές (όπως αυτή διαφαίνεται στο "Soldiers Of Sunrise"), σε ένα σχήμα που αγκάλιασε εξίσου τη μελωδία και τις επιρροές από την κλασική μουσική, για να δημιουργήσει ένα άλμπουμ σχεδόν αυτόφωτο, δεδομένα power metal-ικό και, σίγουρα, απαραίτητο. [Σ.Κ.]


Gamma Ray - Heading For Tomorrow
(Noise, 1990)

Gamma Ray - Heading For Tomorrow

Kai Hansen. Ένα όνομα συνυφασμένο με αυτό που αποκαλείται (ευρωπαϊκό) power metal. Είτε θεωρηθεί ο νονός, είτε απλά μια καθοριστική φυσιογνωμία, το μέγεθος της υπερβολής είναι μικρό. Όταν κατά την περιοδεία του "Keeper Of The Seven Keys Part II", αποχωρούσε από την μπάντα με την οποία μεγαλούργησε, όλοι περίμεναν το επόμενο του βήμα, που θα ήταν οι Gamma Ray. Το ντεμπούτο τους, με τον Ralph Scheepers (Tyran' Pace και μετέπειτα Primal Fear), να αναλαμβάνει τα φωνητικά, αποτελεί την προσωπική του απάντηση. Ο Hansen υλοποιεί δίχως περιορισμούς το όραμά του, που μπορεί αργότερα (δείτε παρακάτω) να πήρε διαφορετικές διαστάσεις, εδώ όμως, με τις αναλογίες με το πρώτο "Keepers.." να δίνουν και να παίρνουν, αποτελεί επιστέγασμα του μοναδικού του ύφους. Ο Scheepers παραδίδει (μερικές από) τις μεγαλύτερες ερμηνείες της καριέρας του, και το αποτέλεσμα είναι, το αποτύπωμα ενός ιδιώματος που αναζητούσε διακαώς τότε δίσκους με υψηλότατα ποιοτική ποικιλομορφία όσο το "Heading For Tomorrow". [Α.Ζ.]


Heavens Gate - Livin' In Hysteria
(Steamhammer, 1991)

Heavens Gate - Livin' In Hysteria

Στον προσωπικό μου μικρόκοσμο, το δεύτερο άλμπουμ των παραγνωρισμένων Heavens Gate, υπολείπεται στις συγκρίσεις μονάχα του δεύτερου "Keeper Of The Seven Keys" σε ό,τι αφορά τα άλμπουμ που αναφέρονται στο παρόν αφιέρωμα, αν όχι γενικότερα. Άλλωστε, η μπάντα που μας πρωτοσύστησε το πλούσιο μουσικό ταλέντο του πολυπράγμονα Sascha Paeth δεν είχε να ζηλέψει απολύτως τίποτα από τους υπόλοιπους της power metal συνομοταξίας, έχοντας στη φαρέτρα της υλικό για να υποστηρίξει τον τίτλο της πλέον αδικημένης μπάντας του ιδιώματος. Με το δίδυμο των Paeth/Bilski στις κιθάρες να σμιλεύει μονάχα σπουδαία riff και lead, συνεπικουρούμενο από τη φωνάρα του Thomas Rettke, το υπέροχο και τόσο ευδιάθετο εξώφυλλο και αυτήν τη «δεν παίρνουμε τον εαυτό μας και τόσο στα σοβαρά» αίσθηση της στιχουργικής προσέγγισης, το "Livin' In Hysteria" είναι ο δίσκος που αν κάποιος οπαδός του ήχου δεν έχει ακόμη ακούσει, πρέπει να το κάνει χθες κιόλας. [Σ.Κ.]


Angra - Angels Cry
(Rising Sun Productions, 1993)

Angra - Angels Cry

Αν υπάρχει ένας και μόνος λόγος που σε αφιέρωμα για το «Ευρωπαϊκό» power metal αποφασίσαμε να συμπεριλάβουμε και μη ευρωπαϊκές μπάντες, αυτός είναι το "Angels Cry". Διότι, πολύ απλά, το ντεμπούτο άλμπουμ των Βραζιλιάνων Angra δεν γίνεται να απουσιάζει από αυτό. Μπορεί ο Andre Matos να είχε ήδη δείξει λίγη από τη λάμψη του με τους Viper νωρίτερα, μπορεί με το "Holy Land" να ξεπέρασαν τα όρια τους αλλά και του (power) metal γενικότερα, αλλά στο "Angels Cry" απλά κατέθεσαν τον τέλειο power metal δίσκο. Ή έστω έναν από τους λίγους τέτοιους. Με θεϊκά φωνητικά, με ένα από τα καλύτερα κιθαριστικα δίδυμα στην ιστορία της metal μουσικής,με υπέροχα πλήκτρα και με πραγματικά εμπνευσμένες ενορχηστρώσεις. Αλλά κι με ένα εξώφυλλο-κόσμημα για τις δισκοθήκες μας. Όπως συμβαίνει με κάθε σπουδαίο έργα τέχνης, έτσι και το "Angels Cry" διαμόρφωσε με τον τρόπο του την αισθητική μας τότε. Κι ακόμα μιλάει στην καρδιά μας, έστω κι αν έχει προστεθεί μια χροιά θλίψης πλέον… [Χ.Κ.]


Rage - The Missing Link
(Noise, 1993)

Rage - The Missing Link

Οι Rage είναι από τις περιπτώσεις συγκροτημάτων που δεν είναι εύκολο να κατατάξεις ακριβώς: ήρθαν μάλλον από τον thrash χώρο, για χρόνια αποκαλούνταν speed metal ενώ από τα μέσα των '90s αφίχθησαν σε ένα κλασικό metal ήχο. Αν όμως το power metal είναι συνυφασμένο με την τέχνη του καλού ρεφρέν, ο Peavey Wagner κι οι συνοδοιπόροι του έχουν κατοχυρωμένη θέση στη λίστα! Βρισκόμενο ανάμεσα στα επίσης εξαιρετικά "Trapped" και "Black In Mind", το "The Missing Link" είναι ένα φλογισμένο άλμπουμ που μοιάζει να συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο τον παλιό και το νεότερο χαρακτήρα τους, κυρίως όμως περιέχει μόνο άριστα τραγούδια. Με τραχύ ήχο κι ακόμα ως τρίο, η μπάντα παραδίδει μερικούς από τους πιο διαχρονικούς τους ύμνους ("Firestorm", "Refuge", "The Pit And The Pendulum" ανάμεσα σε άλλα), μπολιάζει στο ορμητικό τους στυλ γερές δόσεις μελωδίας και δεν κάνει ποιοτικές εκπτώσεις ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Ένα εξαιρετικό metal άλμπουμ που συν τοις άλλοις ωριμάζει όμορφα! [Α.Κ.]


Helloween - Master Of The Rings
(Castle Communications, 1994)

Helloween - Master Of The Rings

Σε μια παλιότερη συνομιλία με τον Andi Deris, συζητώντας για τα είκοσι χρόνια που έκλεινε τότε στους Helloween μου είχε ξεχωρίσει ως πιο ξεχωριστή στιγμή της ως τότε καριέρας του την αποδοχή που είχε το "Master Of The Rings" όταν κυκλοφόρησε. Και η πραγματικότητα είναι πως αυτό το άλμπουμ δεν σήμανε μόνο εκκίνηση για τη δεύτερη ζωή των Γερμανών αλλά έδωσε (εμπορική) πνοή σε όλο το ιδίωμα, τοποθετώντας ξανά τους Helloween στην ηγετική τους θέση. Ως εκ τούτου, χωρίς να είναι κατ' ανάγκη το καλύτερο άλμπουμ της εποχής του Deris στη μπάντα, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το πιο σημαντικό αυτής, αλλά και ένα πολύ κομβικό για όλο το Euro-Power. Βέβαια, με τραγούδια σαν τα "Sole Survivor", "Where The Rain Grows", "Why?" και τη (απαραίτητη) μπαλάντα "In The Middle Of A Heartbeat" είναι ξεκάθαρα ένα σπουδαίο άλμπουμ όπως και να το κάνουμε, το οποίο ακόμα και σήμερα ακούγεται φρέσκο και δυναμικό. [Χ.Κ.]


Gamma Ray - Land Of The Free
(Νoise, 1995)

Gamma Ray - Land Of The Free

Όπως έχει καταστεί σαφές, η συμβολή του Hansen στην εξέλιξη του ευρωπαϊκού power metal, ήταν κομβική. Οι Gamma Ray όμως, προορίζονταν να μνημονεύονται για πολλά περισσότερα από τα αρχικά, εξαιρετικά δείγματα γραφής τους. Ο τέταρτος δίσκος της μπάντας, βρίσκει τον Hansen να αναλαμβάνει εξ' ολοκλήρου τα φωνητικά μετά τη φυγή του Scheepers, για πρώτη φορά στο πόστο από τις απαρχές των Helloween, και αποτελεί, το καλλιτεχνικό, ανεπανάληπτο, magnum opus του. Η ποικιλία, οι δομές, ο υμνητικός και θεατρικός χαρακτήρας των συνθέσεων, από τη μυθική εναρκτήρια δυάδα των "Rebellion In Dreamland" και "Man On A Mission" μέχρι την κατάληξη με το "Afterlife", στη μνήμη του αυτόχειρα Ingo Schwichtenberg, οι συμμετοχές των Kiske και Kursch, αλλά κυρίως, η ανάταση ψυχής που εκπνέεται κάθε στιγμή, υπήρξαν καταλυτικές στην κατακόρυφή αποδοχή του. Αν η πατρίδα μας είναι οι αναμνήσεις μας, αν η ύψιστη μορφή ελευθερίας είναι η ψυχική ευδαιμονία, τότε, βγάλτε διαβατήριο και επισκεφθείτε το "Land Of The Free". [Α.Ζ.]


Grave Digger - Tunes Of War
(GUN, 1996)

Grave Digger - Tunes Of War

The clans are marching 'gainst the law - Bagpipers play the tunes of war. Ένα δίστιχο από το δίσκο που με τον καιρό έγινε σήμα κατατεθέν της αρμάδας του Chris Boltendahl, αλλά εν πολλοίς καθόρισε και την υπόλοιπη πορεία της κατόπιν - είτε αυτό εκληφθεί θετικά, είτε αρνητικά. Ένα χρόνο πριν το εν λόγω άλμπουμ, το (πιθανόν καλύτερο, μα σίγουρα πλέον αγαπημένο του υπογράφοντα) "Heart Of Darkness", αλλά συγχρόνως και η παρουσία του blockbuster "Braveheart" στους κινηματογράφους, είχαν δείξει το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσουν οι Γερμανοί, ώστε να αλλάξουν επιτέλους επίπεδο, με τις συγκυρίες αλλά και την ικανότητα τους να βρίσκουν στόχο στο διψασμένο για ανάλογους ήχους κοινό της εποχής. Υπερ - ατού του υλικού, οι über-heavy κιθάρες του Uwe Lulis (πλέον στους - πατέρες του συγκεκριμένου ήχου - Accept), οι οποίες άνοιξαν το δρόμο ώστε τα τόσο χαρακτηριστικά φωνητικά του Boltendahl να υμνήσουν την επανάσταση των Σκωτσέζων ενάντια στον αγγλικό ζυγό, συνεχίζοντας στο ίδιο ιστορικό/ηχητικό μοτίβο και στα επόμενα, "Knights Of The Cross" (δισκάρα) και "Excalibur" (ομοίως), άλμπουμ που ακολούθησαν. Αν έλειπαν και τα κατοπινά sequel… [Σ.Κ.]


Morgana Lefay - Maleficium
(Black Mark Productions, 1996)

Morgana Lefay - Maleficium

Οι Morgana Lefay είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα της σουηδικής power metal σχολής, όπου το heaviness είναι προαπαιτούμενο και οι κιθάρες απαραιτήτως κοφτερές. Αυτά τα στοιχεία ήταν εμφανή στα τρία (και πιθανόν παραγνωρισμένα) θαυμάσια πρώτα άλμπουμ της μπάντας, το "Maleficium" όμως αποτέλεσε το σημείο ωρίμανσης και breakthrough τους. Κοινή συνισταμένη σε όλες τις δουλειές τους, η ανατριχιαστική φωνή κι οι ψυχωμένες ερμηνείες του Charles Rytkonen, ένας ακατέργαστα ταλαντούχος τραγουδιστής που μπορούσε να ακούγεται thrashy κι επικός ταυτόχρονα. Όντας γεμάτο από σκοτεινές mid-tempo συνθέσεις, βαριά riffs, βαθιά χορωδιακά μέρη και αραχνιασμένες μελωδίες, το "Maleficium" του ταίριαζε γάντι κι η θεματολογία του άλμπουμ - μεσαίωνας, ιερά εξέταση, μαγεία - έμοιαζε να φέρνει όλα τα φαντάσματα ξανά στη ζωή, πάντα μέσα από ένα δυναμικό power metal πρίσμα. Δυστυχώς, σύντομα θα έρχονταν οι διχασμοί και οι τσακωμοί, γεγονός όμως παραμένει ότι οι Morgana Lefay πρόλαβαν να χαράξουν ένα προσωπικό και ποιοτικό metal μονοπάτι που έχει δικαίως θέση σε αυτόν τον οδηγό. [Α.Κ.]


Stratovarius - Visions
(Noise, 1997)

Stratovarius - Visions

Σημείο αναφοράς. Για τους Φινλανδούς, αλλά και για το ιδίωμα ολόκληρο. Τόσο μελωδικό, τόσο φορτισμένο, τόσο έξυπνο, τόσο προσεγμένο. Μία από εκείνες τις σπάνιες στιγμές που τα κομμάτια του παζλ πέφτουν όλα ακριβώς εκεί που πρέπει. Σπάνιες για τους περισσότερους, καθώς ο Timo Tolkki και η παρέα του είχαν ήδη πατήσει κάμποσες κορυφές στη μέχρι τότε πορεία τους. Εδώ απλά (που λέει ο λόγος) συνέχισαν να κοιτάνε μπροστά, χωρίς να αφήνουν να φανεί ούτε παραμικρή υποψία αδυναμίας. Οι Jens Johansson και Jörg Michael είχαν δέσει για τα καλά. Οι ερμηνείες του Timo Kotipelto συνέχισαν να ανεβαίνουν και να τραβάνε ακόμα ψηλότερα τα τραγούδια· και τι τραγούδια. Ο δίσκος μπαίνει με "The Kiss Of Judas" και "Black Diamond", κι από εκεί και πέρα δεν κοιτάζει πίσω. Πραγματικό αριστούργημα. [Α.Μ.]


Hammerfall - Glory To The Brave
(Nuclear Blast, 1997)

Hammerfall - Glory To The Brave

Κοιτώντας πίσω, οι Hammerfall είναι από τις ελάχιστες μπάντες που κράτησαν σταθερά ψηλά τη σημαία του ορθόδοξου power στις περασμένες δύο δεκαετίες. Η παρέα από το Gothenburg ποτέ δεν έπιασε κοινό με μέγεθος αντίστοιχο εκείνου που είχαν κάποια από τα υπόλοιπα ονόματα τούτου του αφιερώματος. Ίσως ούτε με εκείνο κάποιων από τους συνεχιστές του ύφους. Αυτό όμως δεν αφαιρεί κάτι από την αξία τους. Κλασική περίπτωση τίμιου στρατιώτη, από όποια πλευρά κι αν το κοιτάξει κανείς, με μεγάλη υποσημείωση ότι στο βιογραφικό τους υπάρχουν και δισκογραφικές κορυφές. Το ντεμπούτο από μόνο του φτάνει και περισσεύει. Το μέταλλο, η ένταση, οι μελωδίες, η φωνάρα του Joacim Cans, οι κιθάρες του Oscar Dronjak. Ένα διαμάντι ευρωπαϊκής κοπής power, από το πρώτο χτύπημα του "The Dragon Lies Bleeding" ως το τελευταίο σβήσιμο του ομώνυμου εφτάλεπτου έπους. [Α.Μ.]


Rhapsody - Legendary Tales
(Victor, 1997)

Rhapsody - Legendary Tales

Μπορεί τα τελευταία πολλά χρόνια η περίπτωση των Rhapsody και των αμέτρητων project νυν και πρώην μελών τους που φέρουν παρεμφερή ονομασία να μοιάζει ως ένα κακόγουστο αστείο, αλλά το γεγονός πως οι Ιταλοί αποτελούν ένα από τα κεφάλαια του ευρωπαϊκού power metal ήχου δεν αλλάζει. Όσο, δε, για το πολυδιαφημισμένο την εποχή του και μοναδικό στην αλυσίδα της πλέον χαώδους Rhapsody-related δισκογραφίας ντεμπούτο τους, εκείνο στάθηκε ως ένας ισχυρός πόλος έλξης ακροατών προς το συνεχώς ανερχόμενο τότε ιδίωμα του power metal, την περίοδο (mid/late '90s) της πραγματικής του ακμής. Όχι άδικα, βέβαια, αφού είτε λόγω concept, είτε (και πολύ περισσότερο) λόγω αυτού του μοναδικού ταιριάσματος συμφωνικού/νεοκλασικού και heavy metal με μια πραγματικά σπουδαία φωνή να πρωτοστατεί, μας χάρισε ένα δίσκο που στέκεται ίσως ψηλότερα και από την ίδια την μπάντα που τον δημιούργησε πλέον. [Σ.Κ.]


Blind Guardian - Nightfall In The Middle-Earth
(Virgin, 1998)

Blind Guardian - Nightfall In The Middle-Earth

Στη θέση του θα μπορούσε να είναι, κάλλιστα, το "Imaginations From The Other Side". Αμφότερα, κορυφές της δισκογραφίας των σπουδαίων Γερμανών, αλλά και ολάκερου του power metal. Υπάρχει κάτι όμως στο "Nightfall In The Middle-Earth", που το κάνει πιο μεγαλειώδες, πιο μυστικό και μαγευτικό. Κάτι, που το καθιστά έναν από τους πιο ξεχωριστούς δίσκους του ιδιώματος, ακόμη και αν δεν είναι ο πλέον αντιπροσωπευτικός της μπάντας. Ελαφρώς κυνικά, αυτό μπορεί να έγκειται στην τεράστια επιτυχία που γνώρισε στις Η.Π.Α.. Σίγουρα, αυτό έγκειται στην εμπνευσμένη εκμετάλλευση του "Silmarillion" του Tolkien ως θεματική βάση. Θέλει θράσος, αλλά και μια εσωτερική καλλιτεχνική αίγλη, για να επιτευχθεί ένα τέτοιο συμπαγές και θεατρικό κομψοτέχνημα. Οι Blind Guardian με αυτό το δίσκο, υπερέβησαν το ιδίωμα, χάριν του τρόπου που ανέπτυσσαν τις συνθέσεις, των πολυσχιδών φωνητικών (μεγάλη η χάρη των Queen), των μεγαλειωδών μελωδιών, των εκπληκτικών (ναι, ακόμη και αυτά), ιντερλουδίων, της ατμόσφαιρας, που, εξαιτίας της, για 66 λεπτά, "Time Stands Still". [Α.Ζ.]

  • SHARE
  • TWEET