Helloween

Keeper Of The Seven Keys Part II

Noise (1988)
Από τον Σπύρο Κούκα, 01/08/2019
Η δημιουργία των εφτά κλειδιών του ευρωπαϊκού power metal ολοκληρώνεται μεγαλοπρεπώς, λίγο πριν αυτά διασκορπιστούν και ξαναβρεθούν μελλοντικά από λίγους κι εκλεκτούς
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Με αφορμή τη συμπλήρωση 31 χρόνων από την κυκλοφορία του, οι flashback παρουσιάσεις επανέρχονται με ένα άλμπουμ που στην εποχή που κυκλοφόρησε έκανε πάταγο, δημιουργώντας, μαζί με τον προκάτοχο του, ένα ολόκληρο μουσικό υποϊδίωμα κι ένα στρατό από μιμητές του ήχου του, με άλλοτε συναρπαστικά και άλλοτε σχεδόν τραγελαφικά αποτελέσματα.

Αφότου η ιδέα για ένα διπλό άλμπουμ είχε απορριφθεί από την εταιρεία τους και έχοντας κυκλοφορήσει τον αμέσως προηγούμενο χρόνο το αλαβάστρινο "Keeper Of The Seven Keys Part I", γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία, το συγκρότημα, που εκείνη την εποχή απαρτίζονταν από τους Michael Kiske (φωνή), Kai Hansen (κιθάρα), Michael Weikath (κιθάρα), Markus Grosskopf (μπάσο) και Ingo Schwichtenberg (τύμπανα) αποφασίζει να μπει ξανά στο Horus Sound Studio του Αμβούργου για την δημιουργία του δεύτερου μέρους. Οι ηχογραφήσεις, που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου του 1988 και με την παραγωγή τους να αναλαμβάνεται από τους Tommy Hansen και Tommy Newton, κύλισαν εύκολα, καθώς η μπάντα, έχοντας το μεγαλύτερο μέρος του υλικού έτοιμο από το προηγούμενο έτος, πρόσθεσε απλά τις τελευταίες πινελιές κατά τη διάρκεια τους.

Βεβαίως, ιδιαίτερης αναφοράς χρίζει η κατανομή των συνθέσεων στους δύο αυτούς δίσκους, καθώς έτσι μπορούμε να διακρίνουμε την επιρροή των δύο κύριων συνθετών της μπάντας σε ό,τι αφορά τον ήχο της. Έτσι, ενώ στο πρώτο μέρος η συνθετική μερίδα του λέοντος ανήκει στον Kai Hansen, με έξι κομμάτια να φέρουν την υπογραφή του και τον ήχο να παρουσιάζεται συγκριτικά ελαφρώς πιο τραχύς κι επιθετικός, στο δεύτερο είναι ο Michael Weikath που ορίζει το υλικό, με πέντε δικές του συνθέσεις και σαφώς πιο μελωδικό ύφος. Μάλιστα, η συγκεκριμένη επιλογή στο tracklist των δύο δουλειών πιστώνεται στον τελευταίο, μιας και θεώρησε πως χρειαζόταν περισσότερο χρόνο για να ολοκληρώσει και τελειοποιήσει τις περισσότερες από τις δικές του συνθέσεις, συμπεριλαμβανομένου και του ομότιτλου, επικής διάρκειας και απαράμιλλης ομορφιάς, τραγουδιού της διλογίας.

Το άλμπουμ κυκλοφόρησε την πρώτη μέρα του Αυγούστου του ίδιου έτους, και αποτέλεσε το τελευταίο πραγματικά μεγαλειώδες άλμπουμ των Γερμανών, που θα μπορούσε να τους έχει κάνει τεράστιους, αν δεν ακολουθούσαν λανθασμένες επιλογές από τους ίδιους, καθώς και αλλαγές βασικών μελών μα και ύφους. Η εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία του, όσο αναμενόμενη κι αν ήταν, αφού ουσιαστικά το άλμπουμ «πατούσε» στο πρώτο μέρος ραφινάροντας, ωστόσο, περισσότερο τον ήχο του, ήταν τρομακτική, με ορισμένους να φτάνουν σε σημείο να τους συγκρίνουν ευθέως με τους Iron Maiden, ενώ και η περιοδεία που ακολούθησε για την προώθηση του ήταν άκρως πετυχημένη, αν και τα πρώτα προβλήματα δεν άργησαν να φανούν. Έτσι, μετά το τέλος του ευρωπαϊκού σκέλους της περιοδείας αποχώρησε ο εκ των βασικών συνθετών Kai Hansen, λόγω προσωπικών προβλημάτων με το πιεσμένο πρόγραμμα περιοδειών της μπάντας, όσο και λόγω προστριβών με ορισμένα από τα υπόλοιπα μέλη. Η υπόλοιπη περιοδεία ολοκληρώθηκε επιτυχώς με τον Roland Grapow (πρώην Rampage) να αναπληρώνει το κενό, αν και τα πράγματα από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα δεν θα ήταν ξανά τα ίδια.

Helloween - Keeper Of The Seven Keya Part II

Σε ό,τι αφορά το δίσκο καθεαυτό, έχουμε να κάνουμε με ένα από τα αρτιότερα δείγματα ευρωπαϊκού power metal και σίγουρα το άλμπουμ, που μαζί με τον προκάτοχο του, "Keeper Of The Seven Keys Part I" και τις δουλειές των συντοπιτών τους, Running Wild, την ίδια περίοδο και των Rage, αποτέλεσαν την απαρχή για την δημιουργία του συγκεκριμένου παρακλαδιού και το ηχητικό πρότυπο για τα συγκροτήματα που το ακολούθησαν, με τον ήχο τους να δανείζεται στοιχεία από Judas Priest, Iron Maiden και κλασική μουσική, μεταξύ άλλων. Ξεκινώντας με ένα συμφωνικό ιντερλούδιο που διαρκεί κάτι περισσότερο από ένα λεπτό, όπως και στο προηγούμενο άλμπουμ, η κυρίως τραγουδοποιία εισβάλλει ακολούθως με ένα από τα πλέον αναγνωρισμένα τραγούδια του ιδιώματος, μια ωδή στην αισιοδοξία, το "Eagle Fly Free". Γενικότερα, αυτό το πνεύμα ψυχικής ανάτασης και χαράς διακατέχει ολόκληρο το δίσκο, τόσο μουσικά, όσο και στιχουργικά, όπου και το χιούμορ του συγκροτήματος διαφαίνεται μέσα από συνθέσεις όπως το "Rise & Fall" και το κλασικό, πλέον, "Dr Stein". Η μπάντα βρίσκεται στο απόγειο της δημιουργικότητας της και ακούγεται καλύτερη από ποτέ, με την παράσταση σε ένα σύνολο από πρωταγωνιστές να κλέβει ο εικοσάχρονος, τότε, Michael Kiske και με τις ερμηνείες του να προκαλούν ρίγη και να συναγωνίζονται άνετα εκείνες των Bruce Dickinson (Iron Maiden), Geoff Tate (Queensryche) μα και άλλων ήδη φτασμένων ερμηνευτών στο χώρο. Οι συνθέσεις είναι η μία καλύτερη από την άλλη, με την μελωδία να κυριαρχεί, και σε ένα σύνολο κορυφών οριακά ξεχωρίζουν, πέραν των προαναφερθεισών, το προσωπικά αγαπημένο "We Got The Right", η επιτομή του power metal hit, "I Want Out", μα και το δεκατριών λεπτών ομώνυμο έπος που κλείνει το άλμπουμ.

Δυστυχώς, ακολούθησε μια δύσκολη περίοδος για την μπάντα, καθώς πέραν της αποχώρησης του Kai Hansen (ο οποίος προχώρησε στην δημιουργία των Gamma Ray) που διέκοψε την ανοδική τους πορεία, υπήρξαν προβλήματα τόσο με την εταιρεία τους, με συνέπεια την κυκλοφορία νέου δίσκου τρία ολόκληρα χρόνια μετά (και το αμφιλεγόμενο "Pink Bubbles Go Ape"), μα και ανάμεσα στα μέλη της μπάντας, ξανά, που οδήγησαν στην αποχώρηση του Ingo Schwichtenberg (ο οποίος λίγο καιρό αργότερα αυτοκτόνησε) και κυρίως του Michael Kiske, έπειτα από την κυκλοφορία του αποπροσανατολισμένου "Chameleon" το 1993. Ακολούθησε η πρόσληψη του Andi Deris (ex-Pink Cream 69) στα φωνητικά (αλλά και του ιδιαίτερα καταρτισμένου Uli Kusch στα τύμπανα) και έτσι με πυρήνα αυτόν και τους εναπομείναντες από την κλασσική σύνθεση Weikath και Grosskopf, η μπάντα θα κυκλοφορούσε μια σειρά από πραγματικά αξιόλογα άλμπουμ, αποκαθιστώντας την θέση της στο μεταλλικό χάρτη, δίχως ωστόσο να φτάσει πλήρως το επίπεδο των τεσσάρων πρώτων (συμπεριλαμβάνοντας και το EP του ’85) κυκλοφοριών τους, που εν πολλοίς καθόρισαν το πώς θα ακούγεται ένα μεγάλο μέρος του heavy metal την δεκαετία του '90, αλλά ακόμη και σήμερα.

YouTube

  • SHARE
  • TWEET