Rock Culture #25: Γιατί ο Μάκης Μαλαφέκας είναι ο συγγραφέας που πρέπει να μάθεις

«Το rock δίνει απαντήσεις, η jazz γεννάει ερωτήματα και σε αφήνει να κρέμεσαι εκεί»

Από τον Κώστα Σακκαλή, 09/11/2022 @ 21:44

Εγώ δεν ήξερα τίποτα από ελληνικά αστυνομικά.

Εντάξει, αυτό δεν είναι ακριβές. Στην πραγματικότητα, η σχέση μου με την ελληνική αστυνομική λογοτεχνία ήταν μία σχέση ελεγχόμενης απογοήτευσης. Όσο κι αν έψαξα, δεν βρήκα κάποιον συγγραφέα που να νιώθω ότι μιλάει πραγματικά σε εμένα, καθαρά υποκειμενικά πάντα. Κάποιον που, όπως αρκετοί διεθνείς συγγραφείς κάνουν, να χειρίζεται την αστυνομική υπόθεση και να ελίσσεται μέσα της, παρά να περιορίζεται από αυτήν. Μέχρι που ένας καλός φίλος μού συνέστησε τα δύο βιβλία του Μάκη Μαλαφέκα, το "Δε Λες Κουβέντα" και το "Μεσακτή" (αμφότερα εκδόσεις Μελάνι). Δύο βιβλία με τον ίδιο ήρωα, τον συγγραφέα Κρόκο, έναν χαρακτήρα που τον έχω δει, είναι «αληθινός», έχει βρεθεί στην παρέα μου, είναι εγώ, αλλά ταυτόχρονα είναι πιο ενδιαφέρων από όλους μας, όπως οφείλει να είναι για να γίνει αρκετά ελκυστικό το ανάγνωσμα ώστε να μην αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου. Το πρώτο, όπως και ο τίτλος έξυπνα υπονοεί, μιλάει για κρυμμένα μυστικά και την Ντοκουμέντα, την έκθεση σύγχρονης Τέχνης που έγινε στην Αθήνα το 2017. Το δεύτερο ασχολείται με τις διάφορες «φυλές» του καλοκαιριού, ιδιαίτερα στην Ικαρία.

Η χαρά μου για την ανακάλυψη των δύο αυτών βιβλίων αυξήθηκε όταν συνειδητοποίησα ότι υπάρχει και ένα άλλο βιβλίο του ίδιου συγγραφέα που επίσης χτυπάει στο κέντρο των ενδιαφερόντων μου, αυτή τη φορά τη μουσική και δη τον Miles Davis. Το "Εκτός Κλίμακας" (επίσης εκδόσεις Μελάνι) είναι μία φανταστική (και με τις δύο έννοιες αν θέλετε) βιογραφία του μεγαλύτερου μουσικού του 20ου αιώνα και αποτέλεσε και την δικαιολογία που χρειαζόμουν, ως μουσικό site, για να καλέσουμε τον συγγραφέα του στο Rocking.gr και να μιλήσουμε και για τα τρία αυτά βιβλία.

Μάκης Μαλαφέκας

Ας ξεκινήσουμε με μία μουσική ερώτηση γιατί είμαστε και τέτοιο site, παρότι θα παίξουμε και στα δυο ταμπλό, μουσική και λογοτεχνία. Το βιβλίο σου για τον Miles Davis μου άρεσε πολύ. Δεν είναι ακριβώς βιογραφία, παρότι βρίσκει αφορμές και σχολιάζει με το δικό του τρόπο πολλές από τις κομβικές στιγμές στη ζωή του. Σε ποιον αναγνώστη πιστεύεις ότι απευθύνεται; Σε κάποιον γνώστη της μουσικής του ή σε κάποιον που θα γοητευτεί και θα εξερευνήσει μετά από αυτό;

Eίναι πιο πολύ το δεύτερο, αλλά και ο γνώστης δεν θα το σνομπάρει. Καταρχήν, το γράφω το βιβλίο αυτό ως μη γνώστης εγώ, κι αυτό μετράει πάρα πολύ για τον αναγνώστη. Στην ουσία είναι ένας διθύραμβος σε αυτό το άτομο, κατά μία έννοια μια παρανοϊκή, ολική προσχώρηση σε οτιδήποτε είναι αυτός και σε οτιδήποτε κάνει. Ξεκινάμε λοιπόν απ' αυτή την ιδέα. Τώρα, θα μπορούσε να μην είναι καν μουσικός, θα μπορούσε να είναι ένας ζωγράφος ή κάτι άλλο. Έτυχε να είναι αυτός, με τον οποίο εκείνη την περίοδο είχα, ας πούμε, ερωτευτεί. Και το γράφω χωρίς να είμαι ούτε μουσικός, ούτε μουσικολόγος, ούτε και ιδιαίτερα βαθύς γνώστης της jazz. Ξέρω πράγματα, αλλά, θέλω να πω, δεν είμαι σαν αυτούς που δούλευαν ας πούμε στον Jazz FM που μπορούν να σου πούνε χιλιάδες πληροφορίες, που έχουν μια πελώρια δισκοθήκη, κ.λπ. Δεν είμαι καθόλου τέτοιο άτομο. Ακούω πολλή jazz, και έχω αφομοιώσει πολλά πράγματα. Αλλά το βιβλίο ήταν για αυτή τη συγκεκριμένη μορφή που ονομάζεται Miles Davis σαν ένα πρόσωπο σχεδόν μεταφυσικό. Και δεν είναι βιογραφία, εξάλλου δεν θα είχε νόημα κάτι τέτοιο. Η αυτοβιογραφία του είναι από μόνη της ένα καταπληκτικό βιβλίο (σ.σ. κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Σέλας) και έχουν γραφτεί άλλες βιογραφίες επίσης υπερπλήρεις. Είναι όμως μια φανταστική βιογραφία. Βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, αλλά βάζει μέσα εμβόλιμα δικές μου «στομαχικές» ερμηνείες. Μπαίνω πολλές φορές στη θέση του, σκέφτομαι και δρω ως αυτός... Δίνω, ας πούμε, μια τελείως δική μου θεωρία, που δεν την είδα κάπου, για το "Sketches of Spain". Πώς ένας παράλληλος έρωτας με τη γυναίκα και με την ερωμένη του, τον οδήγησε να γράψει, να κατασκευάσει την «Ισπανία» στο κεφάλι του και να τη φτιάξει μουσικά. Και διάφορα άλλα, τέλος πάντων, εντελώς δικά μου, όμως αυτό είναι η βασική ιδέα. Ξεκινάει από τη μουσική αλλά με μια φιλοσοφική διάθεση, δεν είναι ένα βιβλίο για τη μουσική.

Αυτό που μου έδωσε σαν αίσθηση, και θέλω να μου επιβεβαιώσεις αν ισχύει, είναι ότι έχει μια γραφή που στα ελληνικά θα την έλεγα κάπως παραληρηματική, σαν μετάφραση του «stream of consciousness». Δημιουργεί μία ψευδαίσθηση ότι το έγραψες σε μια μέρα. Ότι κάθισες και έβγαλες από μέσα σου ό,τι συναίσθημα σου δημιουργήθηκε, αμέσως αφού διάβασες την αυτοβιογραφία του.

Κάποια ισχύουν και κάποια όχι, αλλά σίγουρα το αποτέλεσμα που ήθελα να δώσω είναι αυτό που λες. Προφανώς ένα βιβλίο τέτοιο το οποίο είναι, ας το πούμε, χειμαρρώδες, έχει και στοιχεία παραληρήματος μέσα του. Όταν περιγράφω τι μου συμβαίνει εμένα όταν ακούω το "Bitches Brew" ή τι μου συμβαίνει όταν ακούω το "Tutu", ναι, αναγκαστικά μπαίνουμε σε μια σχεδόν ψυχεδελική διάθεση αυτού που γράφει. Από την άλλη, είναι ένα πολύ δομημένο βιβλίο με δώδεκα κείμενα, που είναι σχεδόν ίδιας έκτασης. Ξεκινάει από κάπου και πάει κάπου. Έχει μια χρονολογική σειρά, απ' τη γέννηση ως τον θάνατο. Αυτά και μόνο το κάνουν να μην μπορεί να είναι παραλήρημα. Και, όχι, δεν το έγραψα σε μια μέρα, ήταν ένα ολόκληρο καλοκαίρι, κι αυτό που είχα κάνει είναι ότι διάβαζα την αυτοβιογραφία του Miles και διάφορα άλλα βιβλία γι' αυτόν. Όχι πολλά, τα αναφέρω στο τέλος του βιβλίου, είναι πέντε-έξι. Θα μπορούσαν να είναι πενήντα, το τι υπάρχει για τον Miles Davis είναι ασύλληπτο. Εγώ επέλεξα να ασχοληθώ με αυτά τα πέντε-έξι και κυρίως να φτιάξω μια playlist η οποία θα είναι οτιδήποτε μπορώ να βρω από τον Miles Davis. Όχι μόνο τα άλμπουμ, όχι μόνο όλα τα live και τις ηχογραφήσεις που θα μπορέσω να βρω, αλλά και όλες του τις συνεντεύξεις που κυκλοφορούν από δω κι από κει, για να ακούω τη φωνή του. Φτιάχνω λοιπόν ένα πράγμα που διαρκεί, αν θυμάμαι καλά, πάνω από 48 ώρες και το βάζω να παίζει συνέχεια, επαναληπτικά, σε trance. Αυτό συνέβη για τρεις μήνες, μέχρι τρέλας. Υπάρχει, ας πούμε, ένα μικρό θεατρικό στο βιβλίο που συμβαίνει όταν ο Davis είναι στα πρόθυρα του θανάτου, εκεί στη σκληρή περίοδο της ηρωίνης που όλοι πίστευαν ότι είχε πεθάνει, πέντε χρόνια είχε εξαφανιστεί. Φτιάχνω ένα θεατρικό όπου τον επισκέπτονται όλα τα φαντάσματα των διάφορων φίλων του μουσικών που έχουν πεθάνει. Ο Adderley, o Chet Baker, o Coltrane, κ.λπ. Αυτό το έγραψα ενώ είχα λαλήσει, είχα πάθει μια ηλίαση και πρέπει να είχα πυρετό την επόμενη νύχτα και το ονειρεύτηκα, όλο το θεατρικό που υπάρχει μέσα. Έσβησα ένα ολόκληρο κεφάλαιο που υπήρχε και που δεν δούλευε και τόσο, και το αντικατέστησα μ' αυτό το θεατρικό που απ' την αρχή ως το τέλος είναι στην ουσία ένα όνειρο.

Όνειρο δικό σου και όνειρο του Miles ταυτόχρονα.

Ακριβώς. Το είδα ως ο Miles, ότι είμαι αυτός.

Έχω κρατήσει δυο αποσπάσματα, τα οποία βρίσκω εξαιρετικά και είναι γενικότερα για τη μουσική και την Τέχνη. Βρήκα πολύ ενδιαφέρον όταν, περιγράφοντας το πώς οι rock μουσικοί έκαιγαν, έσπαγαν τις κιθάρες, τα όργανα κλπ, πετάς μια φοβερή ατάκα που λέει το «rock είναι μια Βάρκιζα που η jazz δεν υπέγραψε ποτέ». Εξαιρετικό!

Σε ευχαριστώ. Μου το έχουν ξαναρωτήσει πολλές φορές αυτό, είχε εντυπωσιάσει φαίνεται αυτή η φράση γιατί το φέρνει κάπως και στα δικά μας δεδομένα: τελικά δηλαδή τι είναι και η Βάρκιζα, τι όντως έγινε εκεί, τι άλλο θα μπορούσε να είχε γίνει, κ.λπ. Είναι μια φράση που προκύπτει στο φινάλε ενός ολόκληρου συλλογισμού, και τελικά έχει να κάνει με τα όπλα και την ηθική της μάχης. Προηγουμένως, υπάρχει ένας άλλος συλλογισμός που λέει ότι ένας ζωγράφος δεν μπορεί ποτέ να σπάσει τα πινέλα του. Μπορεί ενδεχομένως να καταστρέψει τους πίνακές του, αλλά δεν νοείται να καταστρέψει αυτά με τα οποία φτιάχνει την Τέχνη του. Είναι μαλακία, είναι καραγκιοζιλίκι. Εκείνη τη στιγμή καυτηριάζω λοιπόν το rock ως μία συμβατική συνθήκη τελικά, έναν κωλοπαιδισμό που φτάνει στο απόγειό του με το σπάσιμο της κιθάρας. Φυσικά, ξέρω ότι υπάρχει εκεί μέσα το τεράστιο πρόβλημα που ονομάζεται Hendrix, που δεν μπορείς να το στείλεις από κει που 'ρθε γιατί είναι μία φοβερή καλλιτεχνική δήλωση. Το λύνω το πρόβλημα αυτό, λίγο πιο μετά στο κείμενο, στο θεατρικό που σου είπα, στο οποίο εμφανίζεται και ο Hendrix. Όλο αυτό έχει να κάνει τελικά με το τι ήταν η jazz. Ήταν μία γλώσσα. Μια νέα γλώσσα που εφήυραν οι μαύροι της Αμερικής διότι [η προηγούμενη] τους είχε αφαιρεθεί. Και έφτιαξαν μία ιδιοφυή γλώσσα που προέρχεται από τα gospel και τα negro spirituals, και που έβαλε τα πράγματα στη θέση τους γλωσσικά. Μέσα από τον καλλιτεχνικό θρίαμβο που ονομάζεται «φτιάχνω μία νέα γλώσσα γιατί μου έχουν πάρει τη δική μου», ουσιαστικά εκπολιτίστηκε όλη η Αμερική. Μετά, τον πολιτισμό αυτόν, τον πήρε και τον τεμάχισε σε τεταρτημόρια καθησυχαστικά, όπου ήδη από το δεύτερο τεταρτημόριο του ήχου ξέρεις τι θα γίνει στο τέταρτο, και το οποίο ονομάστηκε rock 'n’ roll. Είχε τις φοβερές στιγμές του. φυσικά, αλλά γενικά ήταν μία μουσική ένταξης και εφησυχασμού σε σύγκριση με αυτό που σου έδινε η jazz. Αυτό προσπαθώ να πω εδώ, και να το φέρω και στα μέτρα του έλληνα αναγνώστη για να τον προβληματίσω λίγο.

Αν καταφέρεις να αποδώσεις λογοτεχνικά την περίεργη ιδέα που έχεις στο κεφάλι σου , τότε αναγκαστικά ισχύει όσο τραβηγμένη κι αν είναι. Αυτή είναι η συνθήκη της λογοτεχνίας

Το κάψιμο της κιθάρας από τον Hendrix έχει όμως και κάτι το φυλετικό; Θεωρείται μάλιστα ότι ήταν αντίδραση στη σκηνική παρουσία των Who που είχε προηγηθεί. Υπάρχει το «θα διεκδικήσω αυτό που εσείς οι λευκοί μας πήρατε» και το «ως μαύρος μου ανήκει αυτή η μουσική και θα βγάλω όλες τις αφρικανικές καταβολές κάνοντας μία ιεροτελεστία».

Έχει από voodoo της Καραϊβικής, την ιερή εκδίκηση, λίγο απ' τη μαγική διάσταση αυτής της κουλτούρας. Προφανώς δεν μπορούμε να αποκλείσουμε όλα αυτά που λες. Κι αν θες και το βιβλίο αυτό είναι μία διαρκής υπόθεση. Ότι εγώ υποθέτω ότι κάτι έγινε έτσι, υποθέτω τι συνέβαινε στο κεφάλι του Miles Davis αλλά και άλλων, υποθέτω ότι ο Gillespie είναι ένας σάτυρος μες στο κεφάλι του. Οπότε αυτό που λες τώρα είναι βάσιμο, αρκεί να μπορούμε να το πούμε σωστά. Γιατί τελικά αυτή είναι και η συνθήκη της λογοτεχνίας. Δηλαδή αν καταφέρεις είτε μουσικά, είτε λογοτεχνικά να αποδώσεις αυτή την περίεργη ιδέα που έχεις στο κεφάλι σου, τότε αναγκαστικά αυτή ισχύει, όσο τραβηγμένη κι αν είναι. Κι εγώ πιστεύω ότι δεν είναι καν τραβηγμένο, αυτό, ότι κάπως έτσι θα το σκέφτηκε γιατί είναι τέτοια η εποχή, αν θέλεις, το τέλος της δεκαετίας του '60. Είναι μία εποχή που ο καλλιτέχνης πιστεύει ότι αυτό που κάνει θα παίξει έναν ρόλο άμεσο, ότι θα αλλάξει ο κόσμος, ότι αλλάζει αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Εκείνη την εποχή, κάθε έξι μήνες γίνεται μία νέα επανάσταση. Στην Αφρική, στην Νότιο Αμερική... Υπάρχει γενικά η πεποίθηση ότι θα συμβεί κάτι άμεσα, ότι θα ενωθεί ο κόσμος. Θα ενωθούν οι διανοούμενοι με τους καλλιτέχνες, τους φοιτητές, τους εργάτες... Οποιαδήποτε πράξη λοιπόν κάνει ο καλλιτέχνης - που είναι και επηρμένοι άνθρωποι αυτοί, έτσι; - με φοβερά ταλέντα, και άρα κατά μία έννοια δικαιολογημένα με τεράστιο ναρκισσισμό, σίγουρα πιστεύει ότι σου φέρνει κάτι παραπάνω από ένα «μηνυματάκι».

Συνεχίζοντας στο μουσικό κομμάτι και τη φράση από το βιβλίο σου, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο σπόρος της «συνθηκολόγησης» του rock, αν συμφωνήσουμε ότι υπάρχει τέτοια - το λέω έχοντας στο μυαλό μου τη Βάρκιζα - ήταν ήδη κρυμμένος στις πιο επαναστατικές του ημέρες;

Ναι. Προσωπικά δεν πίστεψα ποτέ στο rock, ακόμα και στις πιο ωραίες στιγμές του. Δεν νομίζω ότι είναι κάτι στο οποίο αξίζει να «πιστεύεις». Και το λέω ενώ είμαι από μια γενιά που έφαγε την κουλτούρα pop/rock με το κουταλάκι, από το MTV κ.λπ., και που, κατά τύχη, μια μέρα στα 22 μου, ακούγοντας έναν jazz σταθμό στο Παρίσι ένιωσα σαν να μπήκε φως στο δωμάτιο. Τύπου: «τι ακούς τόσο καιρό!». Προφανώς θα συνεχίσεις να τα ακούς γιατί είναι ωραία τα τραγούδια αυτά, αλλά από τα γενοφάσκια του το rock έχει μία αποστολή «ασπρίσματος». Να ασπρίσουμε κάτι που είναι μαύρο. Έχει και διαμάντια μέσα βέβαια. Εγώ, δηλαδή, όταν ακούω progressive ή όταν ακούω punk λέω «οκ, κάτι συμβαίνει εδώ πέρα, αυτό είναι κάτι άλλο». Δηλαδή προσπάθησε το ίδιο το rock να αναγεννηθεί και να κάνει κάτι διαφορετικό. Αλλά είναι επειδή πατούσε πάνω σε μια άλλη δυναμική, πάνω σε μαύρους ώμους γιγάντων, πάνω σε μια ασύλληπτα μεγάλη καλλιτεχνική προσφορά που καταληστεύθηκε. Πεθαίνει ο Little Richard και περνάει ως δέκατη είδηση ενώ είναι πρώτη είδηση ο θάνατος κάποιου λευκού pop star της σειράς. Αυτό είναι κομμάτι μιας αδικίας που συνεχίζεται ακόμα, και από την οποία πρέπει να απαλλαγούμε.

Έχω ένα τελευταίο απόσπασμα από αυτό το βιβλίο που με εντυπωσίασε, και δεν έχω ακριβώς ερώτηση, περισσότερο σχόλιο είναι. Λες κάπου «ό,τι είναι απελευθερωτικό, είναι αναγκαστικά και σεξουαλικό». Μου αρέσει πολύ και το βλέπω σαν μία ελεύθερη μετάφραση του free your mind and your ass will follow. Και εξηγεί και διάφορα πράγματα στο μυαλό μου, όπως π.χ. γιατί το heavy metal δεν το έβλεπα ποτέ απελευθερωτικό, ίσως δεν είναι σεξουαλικό.

Κι αυτό είναι σεξουαλικό, αλλά έχει περισσότερο να κάνει με τον αυνανισμό (γέλια). Όχι, το headbanging έχει μία γοητεία, τι να πω. Αλλά όταν μιμούνται το solo της ηλεκτρικής κιθάρας στο heavy metal, ότι είναι στην πώρωση, είναι πραγματικά σαν να την παίζουν. Είναι δηλαδή σεξουαλικό αλλά κατά μία minor έννοια. Ας δούμε λοιπόν αυτή τη θέση: Έχει να κάνει με τη σχέση σώματος και πνεύματος. Δηλαδή, τελικά, μια καλλιτεχνική πράξη τι είναι; Είναι προφανώς και σωματική και πνευματική πράξη, δεν μπορούμε να τα διαχωρίσουμε. Δεν είναι απλώς και τα δύο, είναι το ίδιο πράγμα. Δεν βάζεις πρώτα το μυαλό να σκεφτεί και μετά το χέρι ή το μάτι κάνει ό,τι είναι να κάνει. Ο δικός μας πολιτισμός είναι ένας πολιτισμός διαχωρισμού, με κούτες και κουτάκια. Θέλει να σου το εξηγήσει αναλυτικά το θέμα. Το οποίο φαίνεται στο rock, για να επιστρέψουμε σε αυτά που λέμε. Το rock είναι μία επεξηγηματική μουσική, που δίνει απαντήσεις υποτίθεται. Ενώ η jazz είναι μία μουσική που γεννάει ερωτήματα. Που σε αφήνει να κρέμεσαι εκεί, μες στα ερωτήματα. Η απελευθέρωση του νου και του σώματος είναι το ίδιο πράγμα και είναι γενεσιουργός διαδικασία, δηλαδή ξαναφτιάχνεσαι διαρκώς εσύ ο ίδιος. Και προφανώς έχει να κάνει με το σεξ, όπως η γέννηση, ο πόνος, η μανία, η ηδονή... Αυτό είναι ένα κομμάτι του βιβλίου στο οποίο παίρνω διάφορους τζαζίστες και εξηγώ μέσα από τον τρόπο που παίζουν και την έκφραση του προσώπου τους γιατί αυτό που βλέπουμε είναι στην ουσία σεξουαλικό. Κι αυτό ήταν πολύ προβληματικό για την Αμερική του '50, του Eisenhower και του Elvis, που είναι μία εξαιρετικά συντηρητική εποχή. Το πόσο σεξουαλικό ήταν αυτό που παρήγαγε διαρκώς η jazz, ήταν πρόβλημα. Πολιτικό πρόβλημα. Προκαλούσαν έναν διαρκή ερωτισμό. Όχι έναν ερωτισμό έλξης, προς τη γυναίκα ή τον άντρα που θέλεις ας πούμε, αλλά έναν ερωτισμό διάχυτο για τα πάντα, ένα ολιστικό πράγμα που «έπρεπε» να περιοριστεί οπωσδήποτε, που ήταν επικίνδυνο σε φιλοσοφικό επίπεδο.

Πάντως το «ό,τι» στη φράση αυτή («ό,τι είναι απελευθερωτικό είναι και σεξουαλικό») με έβγαλε από τη μουσική, με πήγε παντού. Υγεία, καύλα και επανάσταση λέμε, ας πούμε, και είναι και τα δύο μέσα. Και η καύλα και η επανάσταση.

Είναι βασικά στοιχεία της ζωής αυτά, ο κοινός παρονομαστής είναι η ζωή. Δεν μπορείς να ζήσεις σαν άνθρωπος αν δεν προσπαθήσεις, έστω, να απελευθερωθείς από αυτά που σε περιορίζουν και σε καταδυναστεύουν, και δεν μπορείς να ζήσεις ανθρώπινα χωρίς να ερωτεύεσαι, να δίνεσαι και να παίρνεις. Είναι η φυσική κατάσταση του ανθρώπου. Αυτό αναζητούμε μέσα από την Τέχνη, την φυσική μας κατάσταση, την πρώτη μας λάμψη. Και από όλες τις καλλιτεχνικές επαναστάσεις του 20ου αιώνα, η jazz αυτή την αναζήτηση την πήγε πιο μακριά. Και φυσικά είναι πρόσωπο-κλειδί ο Miles Davis σε αυτό. Όταν κάτι γινόταν λίγο καθεστωτικό, όταν κάθιζε και μούχλιαζε, έφευγε από αυτό και πήγαινε σε κάτι άλλο. Το έκανε πέντε φορές.

To pulp δεν είναι λογοτεχνικό είδος: είναι τρόπος γραφής. Έχει μία έντεχνη φτήνια

Περνώντας στα αστυνομικά βιβλία, να πω σαν κοινή παρατήρηση και για τα δύο ότι, παρότι έχουν το στοιχείο του noir, νομίζω εσύ τα ονομάζεις pulp, είναι ηλιόλουστα. Δεν είναι η κλασική ατμόσφαιρα της βροχής, της καμπαρντίνας κ.λπ. Ίσως μάλιστα είναι και πιο σκοτεινά, ακριβώς επειδή όλα γίνονται κάτω από έναν πολύ έντονο ήλιο. Τα βάζω κάπως σε μία οικογένεια μαζί με το "Chinatown" ή το "Angel Heart".

Α πολύ ωραία! Εγώ θα έβαζα και τον De Palma μέσα, ειδικά για την "Μεσακτή" που είναι ένα σχόλιο πάνω στο "Body Double" - δηλαδή είναι ένα «σχόλιο πάνω στο σχόλιο» αφού κι αυτή η ταινία ήταν ήδη ένα σχόλιο πάνω στον Hitchcock. Είναι όπως το λες. Οι κατηγορίες αυτές, τι είναι noir, τι είναι αστυνομικό, τι είναι pulp, έχουν νόημα μόνο στο στόμα κάποιων ειδικών ή αυτών που κάθονται και ασχολούνται σε ποιο ράφι πρέπει να το βάλουν. To pulp δεν είναι λογοτεχνικό είδος: είναι τρόπος γραφής. Έχει μία έντεχνη φτήνια. Και μερικές φορές ούτε καν έντεχνη. Θα έλεγα, αν θέλεις, ότι είναι κοινωνικά μυθιστορήματα αν και η διάθεση του noir είναι σαφώς εκεί στα δύο αυτά βιβλία του Κρόκου, και στο τρίτο που γράφω τώρα. Είναι γραμμένα σε ένα στυλ του '30 και του '40, του αμερικανικού pulp, που με βόλευε διότι έχει να κάνει με την Κρίση. Έχει να κάνει με μια κοινωνία που έχει μόλις δεχτεί ένα τρελό σοκ, το κραχ του ’29, και το οποίο έχει διαλύσει και έχει ξαναφτιάξει όλη την κοινωνική πραγματικότητα. Όλοι οι χαρακτήρες έχουν αλλάξει και όλα τα τραβηγμένα από τα μαλλιά σενάρια δικαιολογούνται. Πριν το ’29, δεν δικαιολογούταν να πεις «μπήκα σ' ένα ταξί κι ο οδηγός ήταν αστροφυσικός». Αυτό αλλάζει τα πάντα, αλλάζει τη λογοτεχνία: δεν χρειάζεται να εξηγείς πράγματα. Είσαι σε μία κοινωνία άναρχη. Όχι αναρχούμενη, δυστυχώς, απλά άναρχη. Αυτό προσπάθησα να το προσαρμόσω και να το αποδώσω στη σύγχρονη πραγματικότητα της Ελλάδας, στην Ελλάδα της κρίσης και «μετά» την κρίση, ένα μεταθανάτιο σκηνικό που πλήττεται από διάφορα φαινόμενα. Στο "Δε Λες Κουβέντα" εξερευνώ τη σύγχρονη Τέχνη και την επίσκεψη της Ντοκουμέντα στην Αθήνα το 2017, μιας πενταετούς έκθεσης από τη Γερμανία. Στο "Μεσακτή", το ελληνικό καλοκαίρι και τις φυλές του - και συγκεκριμένα την Ικαρία. Επειδή, προφανώς, και τα δύο εκτυλίσσονται το καλοκαίρι, είναι ηλιόλουστα. Αλλά, όπως λες, αυτό δημιουργεί και ισχυρές σκιές. Ο καλοκαιρινός ήλιος φτιάχνει τις ισχυρότερες σκιές.

Μάκης Μαλαφέκας

Εμμέσως απάντησες και στη επόμενη ερώτησή μου, που ήταν γιατί επιλέγεις το αστυνομικό μυθιστόρημα ως όχημα να μιλήσεις για τα πράγματα που σε απασχολούν.

Δεν είναι αμιγώς αστυνομικό. Ακριβώς όπως και το βιβλίο για τον Miles Davis δεν το έγραψα ούτε ως μουσικολόγος, ούτε ως βαθύς γνώστης της jazz, έτσι κι αυτά δεν είναι αμιγώς αστυνομικά αρχικά γιατί ο ήρωας δεν είναι ούτε μπάτσος, ούτε ιδιωτικός ντετέκτιβ. Είναι συγγραφέας, και μπλέκει κατά λάθος. Η δομή έχει δάνειο από το αστυνομικό. Έχει το McGuffin (σ.σ. έτσι ονομάζεται στα αστυνομικά το αντικείμενο που ξεκινάει και ωθεί την πλοκή), όπως είναι ας πούμε το γεράκι της Μάλτας στο "Γεράκι Της Μάλτας". Το «υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο τα όνειρα» (σ.σ. τελευταία φράση στην ομότιτλη ταινία του 1941 που υπονοεί ότι το αντικείμενο καθεαυτό δεν έχει αξία, και που προέρχεται από το "Tempest" του Shakespeare). Έχει στιγμές ποίησης μέσα το pulp αλλά πρέπει και να είναι τραβηγμένα τα πράγματα, δεν πρέπει να χάσεις χρόνο δικαιολογώντας γιατί συμβαίνει ό,τι συμβαίνει, ή γιατί οι χαρακτήρες μοιάζουν επιφανειακοί αλλά είναι πολύ πιο βαθείς από όσο φαίνεται. Δεν θα δώσεις ποτέ το οικογενειακό background ενός ήρωα στο pulp. Υπάρχουν αστυνομικά τα οποία όντως ασχολούνται με αυτά. Ας πούμε, η Agatha Christie πρέπει να σου πει, ποιος κληρονόμησε ποιον και γιατί, ποιος ζήλευε ποιον, τι έγινε πριν είκοσι χρόνια, ποια ήταν η θεία κάποιου και ποιον παντρεύτηκε... Στο pulp αυτό καταργείται μαζί με την πίστη στους θεσμούς, αν θες. Στο θεσμό που ονομάζεται Αστυνομία ή Δικαιοσύνη. Στην Agatha Christie, γενικά στα Whodunit (σ.σ. βιβλία και ταινίες όπου το κεντρικό ερώτημα και ο στόχος είναι να βρεθεί ο ένοχος για κάποιο έγκλημα), υπολογίζεις ότι αν βρω ποιος το έκανε είναι πάντα στο δωμάτιο εκεί ένας αστυνομικός ή ένας εισαγγελέας και αυτοί είναι καλοί και ηθικοί άνθρωποι και θα τον συλλάβουν και θα τον τιμωρήσουν - είναι δηλαδή αυτά μια απαραίτητη προϋπόθεση της πλοκής. Το οποίο είναι η μεγαλύτερη οφθαλμαπάτη του κόσμου. Στην Ελλάδα, π.χ., ξέρουμε πάρα πολύ καλά ποιοι είναι οι κακοί αλλά δεν γίνεται να τους πιάσεις. Το θέμα μας δεν είναι «ποιος είναι ο κακός», «ποιος το έκανε», αυτό είναι ένα ψευδές ερώτημα τελικά.

Μου αρέσει πολύ για όλους αυτούς του λόγους που είπες ότι ο πρωταγωνιστής δεν είναι μπάτσος ή ντετέκτιβ. Αυτό όμως που ήθελα να σε ρωτήσω επί τούτου, είναι ένα καθαρά πρακτικό θέμα. Η ευκολία που σου δίνουν αυτοί οι ρόλοι είναι ότι είναι λογικό το γιατί μπλέκουν συνέχεια σε κάποιες περιπέτειες. Ο συγγραφέας όμως, όπως είναι ο ήρωάς σου, είναι έξω από τη λογική να του συμβαίνει συνέχεια κάτι. Το ερώτημα λοιπόν είναι: είναι αυτό σημαντικό για τον αναγνώστη ή με τον ίδιο τρόπο που ο Τάιμπο ανασταίνει τον νεκρό ήρωά του γιατί απλά μπορεί, με την ίδια λογική ο αναγνώστης των βιβλίων του Κρόκου πρέπει απλά να δεχθεί ότι για τον οποιοδήποτε λόγο κάθε χρόνο ο Κρόκος θα μπλέκεται σε κάτι;

Όχι, το αντίθετο, θα έλεγα ότι ο αναγνώστης είναι αναγκασμένος να μην το δεχτεί. Πρέπει κάθε φορά να έρχεται ως έκπληξη, αλλιώς δεν λειτουργεί. Αν το δεχτεί τότε έχει δεχτεί και ότι «εντάξει, λέει ότι δεν είναι μπάτσος, αλλά στην ουσία είναι». Το οποίο δεν πρέπει να συμβεί. Πρέπει να υπάρχει πάντα η τυχαιότητα, και πρέπει να το δουλέψεις αυτό. Βασικό ζητούμενο αυτών των βιβλίων, και γι' αυτό και η ανάνγωσή τους γίνεται πάρα πολύ γρήγορα, είναι να σε πείθει ότι σε κάθε βήμα του, περπατάς μαζί του. Και για να περπατάς μαζί του πρέπει να καταλαβαίνεις και γιατί το κάνει. Άμα δεν καταλαβαίνεις σε απόλυτο βαθμό γιατί το κάνει, τότε γίνεται ένα άλλο βιβλίο. Σεβαστή και αυτή η λογοτεχνία, αλλά προς το παρόν δεν ασχολούμαι εγώ με αυτήν. Ασχολούμαι με τη λογοτεχνία που είσαι με τον ήρωα μέχρι αηδίας. Το πρόβλημα που λες, και είναι πολύ καλή ερώτηση, τίθεται έντονα στο βιβλίο που γράφω τώρα. Γιατί ο Κρόκος θα κληθεί να μπλεχτεί σε μία υπόθεση αρκετά άμεσα και όχι «κατά λάθος». Κι αυτό πρέπει να το εξηγήσω και θα το κάνω ακριβώς με τη συνθήκη της λογοτεχνίας. Μάλιστα αυτό γράφω αυτές τις ημέρες: ότι ο ήρωας πρέπει να βρει υλικό για το βιβλίο του γιατί έχει πολύ καιρό να γράψει. Είναι μία από τις ιδέες που τρέχουν στο βιβλίο, μαζί με την ελληνική Alt-Right με μία φιγούρα υβρίδιο μεταξύ Μπογδάνου-Κυρανάκη και δύο-τριών άλλων, το μοτίβο του revenge porn, και κάποιες άλλες που δε θα σου πω ακόμα. Αλλά ναι, σχεδόν οικειοθελώς θα βουτήξει σε μία σαπίλα γιατί έχει αυτή την υπαρξιακά αυτοκτονική τάση, πρέπει να του συμβούν πράγματα για να τα ξαναφτιάξει.

Ο Κρόκος λοιπόν είναι ένας συγγραφέας, μένει στο Παρίσι, έχει γράψει ένα βιβλίο για τον Coltrane, είναι από την Ικαρία. Οι ομοιότητες με τη ζωή σου είναι εμφανείς. Είναι κίνδυνος ή ίσως επιδίωξη ότι οι απόψεις του, ο τρόπος που εκφράζεται και τα πάντα γύρω του, θα ταυτιστούν με τα του συγγραφέα του;

Είναι δηλωμένο alter ego μου, δεν υπάρχει θέμα. Αλλά ελπίζω ότι δε θα συμβεί, αρχικά γιατί τον έχω φτιάξει να είναι λίγο πιο σκληρός από εμένα. Είναι λίγο πιο μεγάλος από εμένα, δυο-τρία χρόνια, λίγο πιο μπαρουτοκαπνισμένος, λίγο πιο λαϊκός. Δε θα διστάσει να παίξει μπουνιές, αν και δεν είναι βίαιο άτομο, ίσα ίσα. Αλλά θα υπερβεί την πραγματικότητά του. Το έχω φροντίσει με διάφορους τρόπους. Ας πούμε, το ότι αυτός γράφει για τον Coltrane ενώ εγώ για τον Davis. Υπάρχει ένα σχόλιο στο "Εκτός Κλίμακας", στο σημείο που φεύγει ο Coltrane από το σχήμα του Davis για να πάει προς τη free jazz κι ο Miles δεν έχει πειστεί καθόλου για την free. Του λέει, είναι μαλακία αυτό που εσύ και όλοι εσείς πάτε να κάνετε. Και είναι κάτι που δεν μπορώ να σου πω ότι το ενστερνίζομαι 100%, αλλά καταλαβαίνω πώς το λέει. Παρόλα αυτά ο Κρόκος, που δεν είναι ο Μαλαφέκας, γράφει βιβλίο για τον Coltrane όντας πεπεισμένος ότι η κίνηση free jazz είναι σωστή κι ότι αυτό προχώρησε τον Coltrane παραπέρα. Οπότε με κάποια τέτοια τεχνάσματα τον φτιάχνω διαφορετικό από εμένα. Το’17-’18, όταν έγραφα το "Δε λες κουβέντα" το πρόβλημα αυτό είχε τεθεί πολύ βίαια. Σε κάποια φάση έγραφα πέντε σελίδες την ημέρα, πήγαινε πάρα πολύ γρήγορα το βιβλίο και στην ουσία ετοιμαζόμουν να το εκδώσω πριν τελειώσει η Ντοκουμέντα. Να το βγάλω εν μέσω της έκθεσης ώστε να κάνει και τον ανάλογο θόρυβο. Και πίστευα ότι θα γίνει αυτό, ότι δεν με σταματάει τίποτα. Ένας φίλος μου εκδότης μου είχε πει τότε: «Κοίταξε να δεις, θα σου συμβεί ένα ατύχημα όπως πας, κάποια στιγμή θα βρεθείς αναγκαστικά σ' ένα σημείο όπου αυτός θα πρέπει να κάνει κάτι που εσύ δεν θα έκανες, και εκεί δεν θα ξέρεις τι να κάνεις. Οπότε κάτσε και σκέψου τα από τώρα». Εγώ δεν κατάλαβα ακριβώς τι μου είπε και συνέχισα χωρίς να δώσω σημασία. Και συνέβη ακριβώς όπως μου το είπε. Στο 1/3 του βιβλίου, σε ένα ανύποπτο σημείο, όπως περπατάνε με μια κοπέλα σ' έναν πεζόδρομο των Εξαρχείων, απλά τον χάνω. Δεν τον «έβλεπα». Και σταμάτησα το βιβλίο για έναν μήνα, είπα «δεν θα το γράψω, τελείωσε». Και το έλυσα με μία τελείως δική μου έμπνευση όπου τον έβαλα να ακούσει από ένα μπαλκόνι μια μουσική, το "Insomnia" των Faithless, και να φανταστεί ότι εκεί πάνω είναι ένας άλλος συγγραφέας ο οποίος ξενυχτάει γράφοντας, σε αντίθεση με αυτόν. Δηλαδή, στην ουσία τον έκανα να φανταστεί τον Μαλαφέκα, και έτσι αναγκαστικά διαχωρίστηκαν μέσα στο κείμενο. Και μετά προχώρησε.

Μάκης Μαλαφέκας

Μια που περάσαμε στο βιβλίο αυτό, και χωρίς να έχω τις πολλές γνώσεις ή να είμαι ακριβώς μέσα στο χώρο της σύγχρονης τέχνης, αναγνωρίζω πάρα πολλές φιγούρες, στέκια, φράσεις, συνήθειες, μαγαζιά και την Ύδρα ως πεδίο δράσης του χώρου αυτού. Πόσο κοντά ήσουν σε αυτό για να μπορέσεις να το αποδώσεις; Ποια είναι η σχέση σου με τον χώρο αυτό, όχι τόσο ως χώρο παραγωγής Τέχνης αλλά προβολής και συναλλαγής, αν αυτή είναι η κατάλληλη λέξη;

Ναι πολύ καλά κάνεις και τα διαχωρίζεις, διότι πρέπει να καταλάβουμε ότι όταν μιλάμε για την τέχνη και όταν μιλάμε για τον κόσμο της Τέχνης μιλάμε για δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Δεν έχει να κάνει σχεδόν καθόλου το πώς φτιάχνεται ένα έργο, το τι είναι ο καλλιτέχνης ο ίδιος, με το τι συμβαίνει μετά. Το τι είναι το σύστημα της Τέχνης, η αγορά της, όλη η φιλολογία, ο δημόσιος λόγος περί Τέχνης, δεν έχουν καμία σχέση με το ίδιο το φαινόμενο που είναι ανεξάρτητο και είναι ανιστορικό. Δηλαδή συμβαίνει ούτως ή άλλως, ό,τι και να κάνουν οι άλλοι. Ή ενδεχομένως δεν συμβαίνει, αν δεν θέλει να συμβεί. Εγώ ξεκινάω το "Δε λες κουβέντα" με μία «αντιφράση». Λέει ο Κρόκος: «Εγώ δεν ήξερα τίποτα από σύγχρονη Τέχνη». Το οποίο δεν συμβαίνει με εμένα. Δεν είμαι κάποιος φοβερός ειδικός, πάντως σίγουρα δεν είμαι άσχετος. Δηλαδή, ιστορία της Τέχνης έχω σπουδάσει, εδώ και δεκαπέντε χρόνια δουλεύω στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, δημοσιεύω κείμενα περί Τέχνης και Αισθητικής, πάρα πολλοί και πολύ κοντινοί μου άνθρωποι είναι καλλιτέχνες, είναι μέσα στο σύστημα, γράφουν για την Τέχνη... Τον γνωρίζω τον κόσμο αυτό, αλλά ταυτόχρονα έχω και μια δυναμική απόσταση. Το θέμα δεν είμαι πόσο κοντά πρέπει να είσαι για να γράψεις για κάτι, αλλά πόσο κοντά και μακριά ταυτόχρονα. Είναι ένα equilibrium δηλαδή πολύ ιδιαίτερο, πολύ άρρωστο, το οποίο θεωρώ ότι το έχω για αυτόν τον κόσμο.

Στο μυαλό μου, οι άνθρωποι που μπορεί να διάβασαν αυτό το βιβλίο και τους οποίους η σκωπτική του διάθεση μπορεί να τσιμπήσει, από τη μία μπορεί να νιώσουν αυτό το τσίμπημα από την άλλη ακριβώς επειδή είναι Τέχνη, είναι λογοτεχνία, οφείλουν για να είναι πιστοί στην εικόνα τους να το καταπιούν. Και στη φαντασία μου υπάρχει η αντίφαση όπου από τη μία αναγνωρίζουν την ειρωνεία, αλλά ταυτόχρονα οφείλουν να το δεχτούν και να γελάσουν.

Είναι και μία αρχική μου σκέψη αυτή. Εγώ πηγαίνω να γράψω το βιβλίο τότε, με αυτήν την ιδέα στο μυαλό μου, όπως την είπες. Γι' αυτό μάλιστα και φτιάχνω ένα βιβλίο που είναι γενναιόδωρο, που έχει πλάκα. Δεν είναι απλώς μια καυστική σάτιρα για την Ντοκουμέντα, παρότι έχει και τέτοια στοιχεία. Δεν είναι αυτό το «θέμα». Είναι ταυτόχρονα και μία καυστική σάτιρα για την αντί-Ντοκουμέντα. Γιατί η Ντοκουμέντα προκάλεσε εδώ και μία υστερία εναντίον της από ανθρώπους που είχαν άλλη ατζέντα και άλλες σκέψεις. Λειτούργησε σαν μια συλλογική νεύρωση. Αποκάλυψε την άγνοια διαφόρων, ακόμα κι αυτών που υποτίθεται ότι ξέρουν. Ήταν ένα γεγονός αποκαλυπτικό, μέσα σε έναν μικρόκοσμο βέβαια. Δημοσίως, στο επίπεδο των ανθρώπων της τέχνης, υπήρξε μόνο ένα κείμενο, νομίζω, που μίλησε για το βιβλίο. Κατά τα άλλα, υπήρξε μία φοβερή σιωπή. Του τύπου «ασ’ το, ας μην το συζητήσουμε αυτό το βιβλίο, είναι ως μη γενόμενο». Κι έχει πλάκα γιατί τώρα βγαίνει και στα γαλλικά, σε πολύ καλή μετάφραση μάλιστα (σ.σ. κυκλοφόρησε μέσα Οκτωβρίου, λίγες ημέρες μετά από τη συνέντευξη) και θα το παρουσιάσω στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού οπότε θέλω να δω για πόσο αυτή η περίεργη σιωπή θα κρατηθεί στην Ελλάδα. Μάλλον θα κρατηθεί. Κατ’ ιδίαν, όμως, είχα μόνο ανθρώπους που ερχόντουσαν και με αγκάλιαζαν, και μου έλεγαν «μαλάκα, τα είπες και τα είπες ωραία, σωστά!» Κι ακόμα έρχονται. Αλλά μόνο κατ’ ιδίαν. Εντάξει, κάπου το καταλαβαίνω.

'Όχι, το θέμα τώρα πια δεν είναι οι γκρούβαλοι. Δεν έχω θέμα με τους γκρούβαλους. Ποτέ δεν είχα, να σου πω. Το θέμα είναι οι φασαίοι. Λαπτοπάκι κρυφά στο αντίσκηνο, Καρέλια κασετίνα και καλά, ή και σακουλίτσα χύμα καπνό Αγρινίου μη σου πω, να βρούμε την πιο ερημική παραλία, το πιο «authentic» χωριουδάκι, το «ωραίο το καφενείο σ' εκείνη την πλατεία με τη μουριά», και να το πήξουμε, να το γαμήσουμε στη «φάση» και στο Ίνσταγκραμ με το σωστό χάσταγκ, και στο σωστό ποτό στο σωστό μέρος με το σωστό ψάθινο καπέλο, να το αποφύγουμε μετά γιατί τώρα πια «γαμήθηκε η φάση», το «γάμησαν» - γιατί αυτός τώρα πια είναι λόκαλ, κατάλαβες; -, και «πάμε ν' αράξουμε αλλού». Αυτοί είναι η πανούκλα. Το τέλος του νησιού. Στο λέω. Θα το δεις. Θες άλλο καφέ;’

(Απόσπασμα από το "Μεσακτή", Εκδόσεις Μελάνι)

Περνώντας στο επόμενο βιβλίο, τη "Μεσακτή", είναι ένα απόσπασμα που έχει συζητηθεί πολύ. Το απόσπασμα που αναφέρεται ο μπάρμαν στους φασαίους και τους γκρούβαλους. Είναι πολύ αστείο γιατί είναι και πολύ αληθινό. Στο μυαλό μου, έχοντας rock καταβολές, έχω πολύ ξεκάθαρο το ποιοι είναι ποιοι. Έχω μπροστά μου το πώς ντύνονται, πού συχνάζουν, τη μουσική που ακούνε... Αναρωτιέμαι αν εσύ αποδίδεις τα ίδια χαρακτηριστικά, αλλά και εν τέλει αν οι γκρούβαλοι και οι φασαίοι είναι κάποιοι που κάθε χώρος έχει και είναι απλά μια εξέλιξη του πώς οι άνθρωποι εντάσσονται και ασχολούνται με έναν χώρο.

Το θέτεις πολύ σωστά με την έννοια του χώρου. Όλα αυτά έχουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι είναι χωροκατακτητικές ταυτότητες. Δηλαδή χρειάζονται έναν χώρο όπου «συμβαίνουν πράγματα», ένα χώρο που μας «αρέσει». Να πάμε εκεί και να υπάρξουμε ως πρωτογενής παράγοντας, ως βασικό στοιχείο. Αυτό το έχουν και οι γκρούβαλοι και οι φασαίοι και οι χιπστεράδες. Στο απόσπαμα αυτό παρουσιάζεται λίγο μία μάχη. Ιδιαίτερα στην Ικαρία, υπήρξε το θέμα με τους γκρούβαλους, ότι έρχονται τώρα αυτοί εδώ και «το γαμάνε» ρε παιδί μου, το αλλοιώνουν το πανηγύρι. Όμως με τα χρόνια και τις διαδοχικές γενιές των γκρούβαλων, αφομοιώθηκαν και έγιναν λίγο Ικαριώτες, καθώς και οι Ικαριώτες έγιναν λίγο γκρούβαλοι. Δηλαδή ως ταυτότητα αυτό ακόμα ήταν λίγο απορροφητικό, λίγο διάτρητο. Οι φασαίοι, αντίθετα, είναι μία απολύτως μη απορροφητική ταυτότητα. Έρχεται και απαιτεί να αποτυπώσει μια κατάσταση ως μία «καλή φάση». Να την παγώσει και να την σπάσει. Δεν προσπαθούν να απορροφηθούν κάπου, να γίνουν κάτι. Θα πάρουν απλώς τα (συμβολικά) λάφυρα. Θα πάρουν το ταβερνάκι, θα το διαλύσουν και θα φύγουν γιατί μετά «γαμήθηκε η φάση». Βέβαια αυτοί που τη γάμησαν είναι οι ίδιοι, αλλά δεν θα το δουν ποτέ.

Μάκης Μαλαφέκας

Το οποίο έχει και έναν μεγάλο συντηρητισμό μέσα του.

Είναι η εποχή που γίνεται πιο συντηρητική και οι νέες ταυτότητες φαίνονται όλο και πιο συντηρητικές. Αλλά για την εποχή τους και οι γκρούβαλοι ήταν συντηρητικοί γιατί κι αυτοί ήθελαν να επιβάλλουν κάτι άλλο. Έχει να κάνει με την καβάτζα. Η καβάντζα σαν σκέψη είναι liberal (σ.σ. χρησιμοποιείται εδώ με την ευρωπαϊκή έννοια, όχι την αμερικάνικη). Είναι το «να φτιάξω τώρα την κατάστασή μου». Μάλιστα, στο ελεύθερο camping, που είναι υποτίθεται η αποθέωση της ελευθεριακότητας, ισχύει ακριβώς ο νόμος της αγοράς στην καθαρή μορφή του. Είναι χρηματιστήριο. Πραγματικά, μετράει το ποιος και με ποιους όρους θα έχει το καλύτερο σημείο. Να έχει την καλή σκιά, να είναι κοντά στο νερό, να είναι δίπλα στα ωραία γκομενάκια… Είναι φοβερή η διαδικασία του «πρέπει να βολευτώ τώρα εγώ». Κι αυτό σαν στάση ζωής είναι ενίοτε αναγκαίο αλλά είναι μια στάση ζωής όπου θα επικρατήσει τελικά ο ισχυρότερος ή ο πιο προσαρμοστικός. Έχει πολλά από τα στοιχεία της νεύρωσης του καπιταλισμού, παρότι υποτίθεται ότι είναι το ακριβώς αντίθετό του, ότι είναι εναλλακτικό.

Είναι καθήκον μας να πάρουμε πίσω τη γλώσσα μας. Γιατί τελικά αυτά που λέμε και αυτά που σκεφτόμαστε, επειδή σκεφτόμαστε με λέξεις και με φράσεις, μας έχουν επιβληθεί

Η τελευταία ερώτηση αφορά στη γλώσσα, στο ύφος του κειμένου. Στο ίδιο βιβλίο υπάρχει ένας διάλογος ανάμεσα στον Κρόκο και τον εκδότη του , όπου ο τελευταίος τού λέει ότι «ρε παιδί μου, πώς εκφράζεσαι έτσι» και του πετάει ο Κρόκος ένα σωρό «καθώς πρέπει» εκφράσεις οι οποίες είναι γελοίες όταν τις ακούς στο μυαλό σου. Ήθελα να σε ρωτήσω αν υπήρξε κάποια στιγμή μια δική σου εσωτερική διαβούλευση πάνω σε αυτό το θέμα ή μια εξωτερική παρέμβαση.

Υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση: το δεύτερο. Έχει να κάνει με μια λογοτεχνική κριτική που βγήκε σε μεγάλη εφημερίδα, από γνωστό κριτικό λογοτεχνίας, ο οποίος αφιέρωσε μία ολόκληρη σελίδα στη σαββατιάτικη έκδοση, με πορτρέτο μου και εικόνα εξωφύλλου του "Δε Λες Κουβέντα" λέγοντας ότι εντάξει, καλό είναι, καινοτόμο, με ρυθμό, παρόλα αυτά δεν το εγκρίνουμε γιατί ποιος πιστεύει ότι οι νέοι σήμερα μιλάνε έτσι; Και το έγραφε αυτό ένας 75χρονος, κυριολεκτικά. «Γιατί λέει διαρκώς 'πάω να κατουρήσω’; Το κάνει για να εντυπωσιάσει», ξέρω 'γω. Και αναρωτιέμαι, αυτός ο άνθρωπος, όσων χρονών κι να είναι, λέει «πάω να ουρήσω»; «Πάω να κάνω πιπί μου»; Τι λέει, κυρίως, μέσα στο κεφάλι του - αυτό είναι το θέμα. Διότι ο εσωτερικός μονόλογος, ο μονόλογος της αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο, λέει αυτά που σκέφτεσαι. Και δεν λειτουργεί έτσι η σκέψη. Είναι καθήκον μας να πάρουμε πίσω τη γλώσσα μας. Γιατί τελικά αυτά που λέμε και αυτά που σκεφτόμαστε, επειδή σκεφτόμαστε με λέξεις και με φράσεις, μας έχουν επιβληθεί. Το βασικό πράγμα που προσπαθώ να κάνω μέσα από τη σειρά αυτή των βιβλίων του Κρόκου, είναι να επιτελέσω αυτή την αποστολή της λογοτεχνίας. Να πάρει ο καθένας τη δική του γλώσσα πίσω, την ιδιαιτερότητά του, το πώς ο ίδιος βλέπει και ακούει τα πράγματα. Κολλάει και με τη συζήτηση που κάναμε πριν για την jazz. Οι δικές σου φράσεις είναι αυτό που είσαι εσύ. Και όσο λέμε π.χ. για κάτι που καίγεται «κρανιού τόπος» ή «παρανάλωμα του πυρός», φράσεις προκατασκευασμένες, που ακούς στην τηλεόραση, θα πει ότι δεν είσαι ο εαυτός σου μέσα στο ίδιο σου το σώμα. Ο βασικός μοχλός που με ωθεί να κάνω ό,τι κάνω στη λογοτεχνία είναι η επανοικειοποίηση της γλώσσας μου. Ένα τελείως εγωιστικό, προσωπικό πράγμα στο οποίο καλώ τον οποιονδήποτε να ακολουθήσει, μέσω της ανάγνωσης. Το τραβηγμένο σενάριο είναι αφορμή ακριβώς για αυτό: σε θέτει σε καταστάσεις, ως ήρωα, που δεν ήξερες πριν και αυτό απελευθερώνει και τη γλώσσα. Διότι αναγκαστικά θα τα περιγράψεις εσύ για πρώτη φορά στον εαυτό σου, καθώς δεν σου έχουν ξανασυμβεί, ούτε είχες φανταστεί ότι μπορούν να σου συμβούν, οπότε αναγκαστικά φτιάχνεις μια γλώσσα εκείνη τη στιγμή, που είναι εξ ορισμού δική σου. Ορίστε, αυτό είναι μία καλή περιγραφή του pulp.

  • SHARE
  • TWEET