"...And The Engine Is Still Running" - Πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ για τους Last Drive

Ουσιαστικό αλλά χωρίς προσωπικότητα ντοκιμαντέρ για μία ξεχωριστή στιγμή ενός ξεχωριστού συγκροτήματος

Από τον Κώστα Σακκαλή, 08/02/2016 @ 10:16

Το ότι ήδη αριθμούμε δύο ντοκιμαντέρ για τους Last Drive, δηλαδή δύο παραπάνω από ότι μπορούν να υπερηφανεύονται τα περισσότερα ελληνικά συγκροτήματα, καταδεικνύει την σημασία τους για την ελληνική rock σκηνή σε όλα τα επίπεδα. Από την άλλη δημιουργεί και το ερώτημα τι έχει αυτό το δεύτερο που δεν κάλυψε το πρώτο. Εν συντομία μπορούμε να πούμε ότι το "And The Engine Is Still Running" παίρνει αφορμή από τις πρόσφατες επετειακές συναυλίες για τα 30 χρόνια των Last Drive και εμπνεόμενο από τους καλεσμένους που μαζεύτηκαν για να γιορτάσουν μαζί τους θέλει να χτίσει γύρω τους την εικόνα του συγκροτήματος. Το αποτέλεσμα; Δυστυχώς μέτριο.

Ο σκηνοθέτης Σέργιος Βαφειάδης φαίνεται πως είχε απεριόριστη πρόσβαση στα των συναυλιών αυτών αφού εμφανίζονται στην ταινία πλάνα από τη σκηνή, τα παρασκήνια αλλά και τις πρόβες, ενώ οι περισσότεροι προσκαλεσμένοι λένε δύο λέξεις για το συγκρότημα. Ένα πρώτο πρόβλημα που έγινε άμεσα αντιληπτό ήταν η κακή ποιότητα του ήχου που, ε, όταν μιλάμε για μουσική, παίζει ρόλο. Δεν ήταν σαφές αν έφταιγε η ταινία ή ο κινηματογράφος (Ταινιοθήκη της Ελλάδας), πάντως το αποτέλεσμα έβγαινε μέτριο στο αυτί. Ένα δεύτερο θέμα ήταν ότι υπό τη γνώση ότι υπήρχαν μαγνητοσκοπημένα τα τραγούδια των εμφανίσεων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη θα περίμενε κανείς ότι η μουσική θα έπαιζε πρωταρχικό ρόλο στο ντοκιμαντέρ, ενώ στην πραγματικότητα ήταν μάλλον απούσα. Το μόνο, αν δεν κάνω λάθος, εκτεταμένο πλάνο που είδαμε από τις βραδιές αυτές ήταν το "It's Ok" μαζί με τους Dead Moon. Κρίμα και για το κοινό stage diving στο "Execute" με τους Deus Ex Machina που είναι από τις πιο όμορφες στιγμές στην ιστορία των εν Ελλάδι rock συναυλιών και παρουσιάζεται, μεν, αποκομμένο, δε, από το υπόλοιπο τραγούδι οπότε και δεν δημιουργεί το ίδιο impact.

The Last Drive

Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα δεν είναι κανένα από τα δύο, αφού το ένα είναι τεχνικό θέμα που ίσως δεν έχει καν να κάνει με την ταινία καθεαυτή, το άλλο μία στρατηγική-καλλιτεχνική επιλογή που τελικά οφείλει να γίνει σεβαστή. Βασικότερο όλων είναι ότι αυτό που προσπαθεί να πει σε όλη του τη διάρκεια το φιλμ, γίνεται μεν κατανοητό, αλλά δεν εκφράζεται ποτέ με έναν συναρπαστικό τρόπο. Το κεντρικό νόημα είναι ότι οι Last Drive υπήρξαν οι σημαιοφόροι μίας σκηνής. Σημαιοφόροι και όχι σημαίες, αφού ήταν κι αυτοί στρατιώτες, μέλη της κοινότητας, αποδεκτοί ως ξεχωριστοί αλλά και ως «κάποιοι από εμάς». Αυτό προσπαθούν να διατυπώσουν όλοι οι guest της ταινίας, αυτό απέδειξαν και οι επετειακές συναυλίες, αυτό είναι και το κεντρικό μοτίβο του "And The Engine Is Still Running", απλά ποτέ δεν εμφανίζεται με έναν τρόπο καλλιτεχνικά ελκυστικό ή με κάποιον τρόπο διασκεδαστικό. Ακόμα και τα περιστατικά που συνήθως σε τέτοιου είδους ταινίες αποκαλύπτονται είναι τετριμμένα και το μόνο που ξεχωρίζει είναι ένα που διηγείται ο Argy των Nightstalker (φυσικά και δεν θα σας το πω). Ίσως να φταίει λοιπόν και η αδυναμία των ίδιων των μουσικών των άλλων συγκροτημάτων που κλήθηκαν να μιλήσουν για τους Last Drive και τη σχέση τους μαζί τους και με την '80s και '90s σκηνή γενικά, να αποτυπώσουν τα συναισθήματά τους με έναν πειστικό τρόπο, ειδικά όταν τελικά αυτός που δίνει την καλύτερη εικόνα είναι ο (σχετικά) «νέος» Στέφανος Φλώτσιος μέσα από την αδυναμία του να προσδιορίσει το συναίσθημα και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα πίσω από αυτό το κάλεσμα και τη συγκέντρωση των παλιόφιλων.

The Last Drive

Δεν είναι όλα άσχημα στην ταινία φυσικά και το αποτέλεσμά είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από κουραστικό. Τα υλικά από τα οποία αντλεί είναι από μόνα τους συναρπαστικά και μόνο η παρουσίασή τους κάνει τη θέαση του ντοκιμαντέρ ενδιαφέρουσα. Οι ίδιοι οι Last Drive, ειδικά τα τρία παλιά μέλη, μιλάνε σε μία ιστορική και συναισθηματικά έντονη για αυτούς στιγμή και έχει πάντα αξία αυτό να αποτυπώνεται. Οι guests είναι κι αυτοί από μόνοι τους μία ολόκληρη ιστορία ο καθένας. Η DIY λειτουργία των δημιουργών είναι σημαντικός λόγος να δεις πιο θετικά την όλη προσπάθεια. Και φυσικά η μουσική, όσο ακούγεται, είναι αυτό που εξαρχής δημιούργησε όλο αυτό το περιβάλλον.

Ισορροπώντας ανάμεσα σε αυτό που είδαμε και αυτό που περιμέναμε να δούμε, θα λέγαμε τελικά ότι η ταινία μάλλον στέκεται χωρίς προσωπικότητα απέναντι στο ίδιο της το θέμα. Δεν της λείπει τίποτα, αλλά δεν έχει και προστιθέμενη αξία, παρουσιάζει όλα όσα έπρεπε, αλλά είναι ταυτόχρονα και δεκπεραιωτική. Ως αυτόνομη ύπαρξη είναι ουσιαστική αλλά όχι απαραίτητη. Ο καλύτερος ρόλος της θα ήταν ως το δεύτερο bonus DVD σε ένα μουσικό DVD με τις εν λόγω βραδιές. Πετάω ιδέες εγώ τώρα και πού ξέρει κανείς...

  • SHARE
  • TWEET