Leprous

Melodies Of Atonement

Inside Out (2024)
Ο πιο μεστός δίσκος τους εδώ και χρόνια, που αποδεικνύει ότι η μέρα που το καλλιτεχνικό τους άστρο θα αρχίσει να δύει δεν έχει φτάσει ακόμη
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Μπορούμε να μιλήσουμε εκτενώς για τα όσα χρωστάει η progressive metal στους Leprous, όμως αυτό το έχουμε κάνει ήδη. Ας μπούμε, λοιπόν, στο ψητό, μιας και ένας δίσκος Leprous συνοδεύεται από πολλές προσδοκίες κι ερωτήματα. Ειδικά μετά το "Aphelion", που ήταν ένας σπουδαίος, αλλά άνισος δίσκος, ήταν εύκολο να ελπίζεις σε μία εξιλέωση, ειδικά όταν και το ίδιο το συγκρότημα έριχνε λάδι στη φωτιά, προλογίζοντας το "Melodies Of Atonement" ως τον καλύτερό τους δίσκο, ο οποίος μάλιστα είναι και πολύ πιο ευθύς και heavy. Ας αναρωτηθούμε, βέβαια, τι σημαίνει επιστροφή στα παλιά για ένα συγκρότημα που δεν έχει διατηρήσει το ίδιο ύφος για πάνω από δύο δίσκους (και αν).

Για να είμαστε ακριβείς, στο "Melodies of Atonement", τα ορχηστρικά, pop, και metal δεν μοιράζονται πλέον ανισοβαρώς μεταξύ των συνθέσεων όπως συνέβαινε στα δύο τελευταία τους άλμπουμ – αλλά και στο περσινό σόλο δίσκο του Einar Solbgerg, το απίστευτο "16". Δεν έχουμε από τη μία το pop τραγούδι, το πιο ατμοσφαιρικό, το ηλεκτρονικό, και το metal. Έχουμε λιγότερες ξεχού στιγμές, με τις διαφορές να μειώνονται και τις γωνίες να λειαίνονται, σ’ ένα ομοιογενές μείγμα απ’ το οποίο ναι μεν τα κομμάτια ξεχωρίζουν, αλλά δεν χάνονται στις αναλογίες. Απ’ αυτή την άποψη, οι Leprous στον νέο τους δίσκο ακούγονται πιο ώριμοι, «συνθέτοντας» στην κυριολεξία, θολώνοντας έτι περεταίρω τα διαχωριστικά όρια.

Πριν επαινέσουμε το δίσκο, ας τελειώσουμε γρήγορα γρήγορα με το ένα αρνητικό που έχω εντοπίσει, να φύγει από τη μέση νωρίς. Η πιο post rock δόμηση των τραγουδιών, με ήπια εισαγωγή, υφέρπουσα ένταση, και σταδιακό χτίσιμο, μπορεί για κάθε κομμάτι ατομικά να λειτουργεί άψογα, όμως αισθάνομαι ότι ο δίσκος στο σύνολό του χάνει λίγο απ’ αυτές τις αυξομειώσεις. Ο ρυθμός ανεβοκατεβαίνει σε κορυφές και κοιλάδες, κι ενώ κάθε κομμάτι μοιάζει έτσι με ολοκληρωμένη διαδρομή, λειτουργεί ανασταλτικά στο να απογειωθεί ο δίσκος σε μία πτήση με διάρκεια. Ε και αυτό ήταν. Αυτό έχει καταλήξει να είναι το μοναδικό μου παράπονο με τον δίσκο, ύστερα από πολλές ακροάσεις, κι ενώ στην αρχή ήμουν σκεπτικός. Ακόμη και το καταληκτικό "Unfree My Soul", που θεωρώ ότι δεν είναι πιο ταιριαστό για το τέλος από το αιθέριο "Self-Satisfied Lullaby", κατάφερε να με κερδίσει με την απλότητα της μουσικής του πρότασης.

Από εκεί και πέρα τι να πούμε; Για τα δύο singles που ήδη δοκιμάστηκαν με τρομερή επιτυχία σε ζωντανό πλαίσιο δεν μπορεί να υπάρχει παράπονο. Το μεν αργόσυρτο κήτος "Silently Walking Alone" με το ανάστατο μπάσο του και τις κιθάρες που στριγγλίζουν, σε μία σύμφυση ηλεκτρονικών και οργανικών ήχων, μοιάζει με την τυπική άρση της αυλαίας για έναν δίσκο Leprous, το δε "Atonement" λειτουργεί τέλεια στη ροή του δίσκου, με τα κιθαριστικά εφέ να υπερτονίζουν την αίσθηση κατεπείγοντος, δένοντας άψογα με το μεγαλειώδες ρεφραίν του. Κοντά σε αυτά θα έβαζα και το τρίτο κομμάτι, το "My Specter", στο οποίο νιώθω ότι ακόμη βρισκόμαστε σε ένα γενικό προθάλαμο για όσα θα ακολουθήσουν.

Αναφέρομαι στο σερί που ξεκινά με το "I Hear the Sirens". Εδώ θα βρούμε το ψαχνό του δίσκου, είτε πρόκειται για τα φαντάσματα του παρελθόντος που κάνουν σύντομες επισκέψεις, είτε για την ποικιλία ενορχηστρωτικών επιλογών. Άκου το "Limbo", για παράδειγμα, που επικοινωνεί με το "The Congregation" και δημιουργεί ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά όταν επιστρέφει το ρεφραίν μετά την κλιμάκωση, ή το "Faceless" με το κοντραμπάσο στη jazzy εισαγωγή, το slide guitar κιθαριστικό σόλο, και τις gospel παραφυάδες του. Ο ηχητικός πλούτος είναι ίσως εμφανέστερος στο πολυδιάστατο κι επιθετικό "Like a Sunken Ship", με τις τρομπέτες, τα cowbells, τα δεύτερα φωνητικά, και τα ηλεκτρονικά στοιχεία, που μέσα σε τέσσερα λεπτά καταφέρνει να χωρέσει όλη τη μεγαλοπρέπεια των Leprous. Το δε "Starlight" έχει την δική του σημασία, καθώς συναντούμε και μία απελευθερωμένη lead κιθάρα, η οποία παρά την συντομία των solos, ακούγεται τραχιά και ωμή, παρεμφερής με το solo του "The Sky Is Red" απ’ το "Pitfalls".

Σ’ αυτή την εξάδα κομματιών μέχρι το "Self-Satisfied Lullaby", πράγματι λάμπει κάθε μέλος του συγκροτήματος. Ο Solberg για άλλη μία φορά δείχνει πόσο σπουδαίος ερμηνευτής είναι, και το γεγονός ότι πλέον είναι υπεύθυνος για την πλειονότητα των στίχων τον κάνει ίσως και πιο συναισθηματικά επενδεδυμένο στην εκφορά τους, ειδικά αν συνυπολογίσουμε ότι καταπιάνεται με πολύ προσωπικά θέματα και δυσκολίες. Ανά στιγμές ακούγεται ντελικάτος όπως ο καπνός που ανεβαίνει από κάποιο μισόσβηστο τσιγάρο, αλλού θεριεύει όπως έκανε κάποτε, και αλλού βγάζει το γρέζι και την σιγουριά ενός τραγουδιστή που όχι μόνο συμβάλλει στον όγκο ενός τραγουδιού, αλλά δύναται και να το καθορίσει. Το κιθαριστικό δίδυμο των Tor Oddmund Suhrke και Robin Ognedal συνεχίζει να παίζει με διαφορετικά σενάρια για το πώς επικοινωνούν και αλληλοσυμπληρώνονται δύο κιθάρες, διευρύνοντας μάλιστα τον ρόλο της κιθάρας και μπολιάζοντας εμπνεύσεις από την ηλεκτρονική μουσική, ενώ ο Simen Børven είναι πιο παρών από ποτέ στον ήχο του δίσκου. Αν ο Baard Kolstad δεν μοιάζει το ίδιο θηριώδης με παλιά – εντάξει, λείπει πια και το στοιχείο του αιφνιδιασμού – είναι επειδή ο ρόλος του έχει πλέον περάσει σε μία συστηματική υποστήριξη των δυναμικών και των εντάσεων, προσθέτοντας στο κομμάτι μόνο εκείνα χωρίς τα οποία δεν θα λειτουργούσε, ενώ και πάλι τα γεμίσματά του μαγνητίζουν, όπως συμβαίνει προς το τέλος του "Self-Satisfied Lullaby".

Οι Leprous, λοιπόν, σε έναν δίσκο που γράφτηκε με μεγαλύτερη συγκέντρωση απ’ τον προκάτοχό του που αποτελούσε συλλογή κομματιών μαζεμένων σε διαφορετικές φάσεις, βρίσκονται και πάλι σε τρομερή φόρμα. Όσα λατρεύουμε τον ήχο τους και θαυμάζουμε αυτό που προσφέρουν εδώ και τόσα χρόνια, αγωνιώντας κρυφά μήπως και ξεθωριάσει, μπορούμε να παρασυρθούμε από το "Melodies of Atonement" με την ανακούφιση ότι η μέρα που το καλλιτεχνικό τους άστρο θα αρχίσει να δύει δεν έχει έρθει ακόμη. Για την ώρα, οι Νορβηγοί έχουν πετάξει το prog εγχειρίδιο απ’ το παράθυρο, και γράφουν το δικό τους, όπου δεν υπάρχουν ιερές συνταγές, ακλόνητες προσεγγίσεις, και σωστές σταθερές. Υπάρχουν μόνο μελωδίες, και μία τάση για καλλιτεχνική εξιλέωση.

Bandcamp | Spotify

  • SHARE
  • TWEET