Over the Wall Festival: Pagan Altar, Γυμνά Καλώδια, Anna KiAra, κ.α. @ Νυν & Αεί, Ηράκλειο, 22-24/08/25
Παγανιστικές τελετές, επικές συμφωνίες, και ελληνόφωνη κατάθεση ψυχής
Όπως και πέρυσι, έτσι και φέτος ήρθε η στιγμή για να επιστρέψω στο, μικρό αλλά με προοπτικές, φεστιβάλ του Ηρακλείου, το Over the Wall Festival. Η εδραίωσή του έχει να ανταπεξέλθει διάφορες δυσκολίες, μεταξύ των κυριότερων κι οι διαρκείς αλλαγές χώρου. Φέτος, η επιλογή του συναυλιακού κέντρου «Νυν & Αεί» μπορεί εν πρώτοις να κρίθηκε ανορθόδοξη, δεδομένων των πιο παραδοσιακών και έντεχνων σχημάτων που φιλοξενεί ο συγκεκριμένος χώρος, όμως εκ του αποτελέσματος δικαιώνεται αφού η δροσιά του χώρου, η τοποθεσία του, αλλά και η οργάνωση που προσέφερε σε θέματα bar και τουαλέτας, διευκόλυναν σημαντικά τα άτομα που προσήλθαν για το metal τριήμερο.
Warm Up Day - 22/08
Το φεστιβάλ φέτος ξεκίνησε φιλόδοξα, προγραμματίζοντας τρεις μέρες για πρώτη φορά στην ιστορία του. Στην πρώτη μέρα, τα πράγματα θα ήταν πιο χαλαρά, κι ίσως αναμενόμενα, αφού θα έπρεπε να δοκιμαστεί κι ο νέος χώρος. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα ακούγαμε ενδιαφέρουσες μουσικές, αφού ήδη απ’ την αρχή που βγήκαν οι Ρεθυμνιώτες Seih Sou τα πράγματα φάνηκαν να πηγαίνουν εξαιρετικά. Η νεοσυσταθείσα πεντάδα, που έβγαινε για την πρώτη της συναυλιακή εμφάνιση, θα μπορούσε ίσως να είναι λίγο πιο σφιγμένη, ωστόσο στο τέλος, με δικό τους ακυκλοφόρητο υλικό και μία ηλεκτρισμένη εκτέλεση μίας μείξης Voodoo Chile/Hey Joe, μπορούν να λένε ότι ζέσταναν για τα καλά το αρκετό κοινό που είχε ήδη μαζευτεί. Με εξαιρετικό κιθαριστικό feeling, πλήκτρα που θύμισαν Deep Purple, δυναμικό, σχεδόν μεταλλικό, drumming, και μία δουλεμένη bluesy φωνή, το νεαρό σχήμα άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις.
Λίγο μετά τις 19:45, ανέβηκαν στη σκηνή οι ντόπιοι Axeon, για να παίξουν πατροπαράδοτο heavy metal, με αρκετό όγκο, δισολίες, και δίκασες. Μπορεί να έχουν κυκλοφορήσει μόνο ένα demo, όμως για κάποια άτομα αυτό είναι και η αυθεντική, ανόθευτη φάση ενός συγκροτήματος. Με αρκετά καλή χημεία με το κοινό, οι τέσσερις Ηρακλειώτες θα έπαιζαν με στόφα headliner, κι εκ του αποτελέσματος θα ήταν ίσως καλύτερα αν είχαν τη θέση πρώτου ονόματος, για λόγους που θα εξηγήσω αργότερα. Ο ορυμαγδός των πρώτων κομματιών άναψε και τα πρώτα moshpit από το αρκετά ετερόκλητο ηλικιακά κοινό. Το Running Wild-ικό, όπως το προλόγησαν, "Pikenier" ξεκίνησε ένα πολύ καλό σερί, στο οποίο το συγκρότημα πρόσφερε απλόχερα τη heavy metal πραμάτια του, την οποία αφιέρωσε και σε τρία πρόσωπα που μας άφησαν νωρίς, με αποκορύφωμα το "Ragnarock". Το δε κλείσιμο με το cover στο "Too High" των Accept αποτέλεσε το εμφατικό κατέβασμα της αυλαίας ενός πυρακτωμένου setlist.
Έπειτα, τη συνέχεια θα αναλάμβαναν δύο σχήματα του εξωτερικού, και εδώ θα διαφαίνονταν μία ανάγκη διαφορετικής ίσως ιεράρχησης του line-up. Οι Ιταλοί Ironwill που ακολούθησαν θα κατέθεταν τη δική τους καλλιτεχνική πρόταση, την οποία οι ίδιοι έχουν ονομάσει "psychological metal", λόγω της ενασχόλησής τους με πιο εσωστρεφή θέματα, όπως η σταθερή τους ευαισθητοποίηση γύρω απ’ το bullying. Με τρεις δίσκους στο ενεργητικό τους, και με επίκεντρο τον κιθαρίστα Salvo Del’ Arte "Ironwill", οι Ιταλοί παίζουν ένα αμάλγαμα heavy και symphonic metal, με την τραγουδίστρια Sherrie Anne Grieve να τραγουδά με οπερατικό στυλ. Παρ’ όλο που το συγκρότημα έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε, τα φωνητικά ήταν ίσως το μοναδικό δυνατό χαρτί τους. Παράλληλα, υπήρχε κάτι που χανόταν στην επικοινωνία με το κοινό. Τα διάφορα κόλπα του συγκροτήματος για να τραβήξει την προσοχή φάνηκαν μάλλον βεβιασμένα και αταίριαστα, και λίγο η κακή χημεία, λίγο και η άγνοια του καταλόγου τους, οδήγησε αρκετό απ’ τον παρευρισκόμενο κόσμο να αποχωρήσει ή να στέκεται σχεδόν αδιάφορος για τα όσα διαδραματίζονταν πάνω στη σκηνή.
Δυστυχώς, το ίδιο φάνηκε να συμβαίνει και με το πρώτο όνομα της βραδιάς, την Anna KiAra, τη Ρωσίδα τραγουδίστρια και συνθέτρια, μαζί με την backing band της από την Ολλανδία. Παίρνοντας έμπνευση απ’ τη φωνητική ικανότητα της Simone Simons των Epica, τη μουσική των Kamelot, την pop ευαισθησία των Delain, και τη θεματική των Rhapsody of Fire, η Anna Kiara θα μπορούσε να είχε κάνει πολύ καλύτερη εντύπωση αν βρισκόταν σε διαφορετικό σημείο του line-up και δεν είχε να σηκώσει το βάρος του headliner σ’ ένα νέο ακροατήριο. Παρ’ όλο που το υλικό της ήταν πολύ πιο ολοκληρωμένο απ’ των Ιταλών, το κοινό μάλλον δεν εκτίμησε αρκετά το symphonic/power metal της, οπότε και έπρεπε να κάνει την υπέρβαση για να δημιουργήσει ένα ρυθμό και μία ατμόσφαιρα με λίγη στήριξη. Σίγουρα τα λάθη στον ήχο δεν βοήθησαν, αφού έθαψαν τα backing tracks που θα εμπλούτιζαν καταλυτικά τις συνθέσεις. Η ίδια, ως επαγγελματίας, όχι μόνο διατήρησε την απόδοσή της καθ’ όλη τη διάρκεια, αλλά δεν έπαψε να προσπαθεί να δημιουργήσει σχέση με το κοινό. Ακόμη κι έτσι, όμως, εγείρεται το ερώτημα για το αν αρκεί ένα συγκρότημα να έχει μεγαλύτερη πορεία για να αναλάβει να μπει πρώτο στη λίστα - διότι όντως, ο παλιός είναι αλλιώς, απ’ την άλλη, όμως, δάνειζε αλεύρι σ’ όποιον έχει το σιτάρι.
Ημέρα Δεύτερη - 23/08
Η δεύτερη μέρα μας βρήκε ξανά στο χώρο, για να προλάβουμε την νεανική μπάντα των Fallen Move, που παρουσίαζε το σπάνιο φαινόμενο του τραγουδιστή-ντράμερ. Μία τίμια αρχή για την πεντάδα απ’ το Ηράκλειο, που με covers σε κλασικά αγαπημένα του σκληρού ήχου (από Metallica, RATM, Judas Priest, κ.α.) Ο φόρος τιμής στους Black Sabbath και τον Ozzy Osbourne με το "Electric Funeral" δεν πέρασε απαρατήρητος, κι έτσι άνοιξαν την όρεξη για τα κυρίως πιάτα που θα έρχονταν στη συνέχεια.
Τη σκυτάλη ανέλαβαν οι Αθηναίοι extreme power metallers Desert Near The End, που έδειξαν και πρόσφατα τα διαπιστευτήριά τους σε ζωντανό πλαίσιο. Παρ’ όλο που ο συγκεντρωμένος κόσμος ήταν ακόμη λίγος, οι Αθηναίοι δεν πτοήθηκαν, και παρουσίασαν με ιδιαίτερη πειθώ το power/thrash υλικό τους, χωρίς να διστάσουν να αστειευτούν με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα opening acts να ζεστάνουν το κοινό. Ο τραγουδιστής Αλέξανδρος Παπανδρέου σε εκτελεστική φόρμα, μαζί με το κιθαριστικό δίδυμο των Βασιλάκη και Ιωακείμ, αναμείχθηκαν με τον κόσμο, και κατάφεραν μέχρι το τέλος της εμφάνισής τους να κερδίσουν το συναίσθημα, με τον οδοστρωτήρα του "Of Fire and Stars" απ’ το πιο ακραίο τέταρτο άλμπουμ τους να αποδεικνύεται καταλυτικός.
Σειρά των Evolucija να ανέβουν στην σκηνή. Το συγκρότημα που μοιράζεται μέλη απ’ τη Σερβία και την Ελβετία παίζει μία πιο μοντέρνα εκδοχή συμφωνικού metal, δανειζόμενο στοιχεία απ’ το είδος, αλλά χωρίς την ορχηστρική παρουσία να επιβάλλεται. Για περίπου μία ώρα, η παρέα των Evolucija θα μας εντυπωσίαζε θετικά με το υλικό της, που θα αποδεικνυόταν αρκετά πιο ταιριαστό την προηγούμενη μέρα πλάι στην Anna KiAra. Ακόμη κι έτσι, όμως, η Ελβετο-Σέρβικη ομάδα έδωσε μία αξιοπρόσεκτη συναυλία, με το κολλητικό "Seven Days of the Week" να αποτελεί και ένα απ’ τα highlights της βραδιάς. Παρ’ όλο που πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησαν το "Neću da pevam o ljubavi", επέλεξαν να εστιάσουν στο περσινό "The World is Full of Wrath", αφιερώνοντάς του τη μερίδα του λέοντος στο setlist. Προς το τέλος, ως κερασάκι στην τούρτα, έπαιξαν την δική τους εκδοχή του "Zombie" των Cranberries, με την τραγουδίστρια Ilana von Arx να ανταποκρίνεται τα μέγιστα στα απαιτητικά φωνητικά μέρη.
Pale Rider
Velvet Cage
The Earth is Full of Rats
Lonely
Inside the Whale
Rose With No Name
Am I the One?
Storm
Metamorphosis
Seven Days of the Week
Soul for Sale
Hunt
Zombie (The Cranberries Cover)
Η ώρα είχε πάει σχεδόν έντεκα, όταν ήρθε η στιγμή για την μεγάλη εμφάνιση της βραδιάς. Οι ιστορικοί Pagan Altar θα έκαναν την παρθενική τους εμφάνιση σε Κρητικό έδαφος, ευτυχώς όχι ως legacy act, αλλά έχοντας πρόσφατο στα μπαγκάζια τους το πολύ καλό "Never Quite Dead". Διότι πράγματι, ακολουθώντας τον τίτλο της τελευταίας τους κυκλοφορίας, οι Εγγλέζοι δεν ολοκλήρωσαν την ιστορία τους με τον θάνατο του Terry Jones, αλλά επανήλθαν δυναμικά έχοντας στο πλευρό τους τον χαρισματικό frontman Brendan Radigan (των Summerlands), ο οποίος και έσβησε κάθε αμφιβολία με την ερμηνεία του πίσω απ’ το μικρόφωνο.
Καλύπτοντας το σύνολο της δισκογραφίας τους, είχε ενδιαφέρον το μπρος πίσω παιχνίδι μεταξύ του "Volume 1/Judgment of the Dead" με την τελευταία κυκλοφορία, δείχνοντας ότι παρά τα περίπου σαράντα χρόνια που τα χωρίζουν, η ηχητική συνέπεια και ποιότητα έχουν μείνει αμετάβλητα. Στο "Night Rider", ο Denis Schneider στην ρυθμική κιθάρα φρόντισε να μας ενημερώσει ότι το κομμάτι «έχει να κάνει με μία Κρητικοπούλα», εννοώντας φυσικά το μύθο της απαγωγής της Περσεφόνης απ’ τον Άδη, που μυθολογείται πως έγινε στην Κρήτη. Το ένα κομμάτι διαδεχόταν το άλλο, κι ακόμη και με λίγο θαμμένη την ηλεκτρική του Alan Jones που σόλαρε ακατάπαυστα, το συνολικό ηχητικό αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό, ξεχωρίζοντας φυσικά και την μειλίχια φιγούρα του Diccon Harper στο μπάσο, που όποιο ενδιαφερόταν να δώσει προσοχή, θα καταλάβαινε ότι κεντούσε.
Ο Radigan αστειεύτηκε για το πόσα κομμάτια τους έχουν σχέση με χορό, για να ξεκινήσει το "Dance of the Druids", ενώ στο απόκοσμο "Rising of the Dead" οι σκοτεινές Sabbathικές, doom επιρροές ξεπετάχτηκαν απότομα, σε μία απ’ τις πιο καθηλωτικές στιγμές της βραδιάς. Η ώρα περασμένη, όμως η πεντάδα ακούραστη, και το κοινό μπορεί να ήταν ολιγάριθμο, αλλά παθιασμένο. Η τελική ευθεία έκρυβε δύο ακόμη throwbacks στο μακρινό τους ντεμπούτο, με "Judgement of the Dead" και "Black Mass". Στο τέλος, ο αεικίνητος Radigan, που είτε χόρευε, είτε αλληλοεπιδρούσε με τους υπόλοιπους, είτε επικοινωνούσε με το κοινό, ευχαρίστησε για την θερμή υποδοχή, μας βάπτισε όλους "Time Lords", και το συγκρότημα κάλυψε μία ακόμη ψηφίδα της δισκογραφίας του, απ’ το αντίστοιχο EP.
Σε μία απ’ τις σπάνιες εμφανίσεις των NWOBHM θρύλων - όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και γενικά - άφησαν τις καλύτερες εντυπώσεις, σ’ ένα ιστορικό λάιβ κλειστού κύκλου, που θύμιζε μία μυστική, παγανιστική τελετή. Σε απόλυτη φόρμα, η νέα εκδοχή του συγκροτήματος τίμησε στο έπακρο την κληρονομιά της, με τον Radigan να μας ζητά να χειροκροτήσουμε τον Alan Jones, που αποτελεί και τη μοναδική σύνδεση με το παρελθόν τους. Ακόμη κι έτσι, με το πρόσφατο άλμπουμ να τους ξαναφέρνει στον αφρό των σύγχρονων μουσικών δρώμενων, αλλά και με μία σύνθεση αποτελούμενη από εξαιρετικούς μουσικούς που όχι μόνο ιδρώνουν την φανέλα, αλλά δίνουν και πνοή στα κομμάτια, μπορούμε να μιλάμε για μία ανεπανάληπτη εμπειρία που άργησαν να εκπληρώσουν, αλλά ικανοποίησαν τις προσδοκίες μέχρι τέλους.
Pagan Altar
In The Wake Armadeus
Madame M’ Rachael’s Grave
Danse Macabre
Dance of the Vampires
Night Rider
The Dead’s Last March
Daemoni na Hoiche (Demons of the Night)
Saints and Sinners
Dance of the Druids
The Aftermath
Rising of the Dead
Lords of Hypocrisy
Judgement of the Dead
The Black Mass
The Time Lord
Ημέρα Τρίτη - 24/08
Έφτασε η τελευταία μέρα, αφιερωμένη αποκλειστικά στο ελληνόφωνο ροκ, το οποίο φαίνεται να ταιριάζει περισσότερο στο κοινό της πόλης αν κρίνουμε απ’ το βαθμό προσέλευσης. Πρώτοι βγήκαν οι Αφιλόξενο Σώμα απ’ τη Σητεία, στην Ανατολική Κρήτη, που με δύο άλμπουμ στο ενεργητικό τους είχαν αρκετό υλικό για να μας συστηθούν. Με πανκ διάθεση και πολιτικό στίχο ιδιαίτερης ποιητικότητας, που μίλησε μεταξύ άλλων για τον Γρηγορόπουλο ("Μια Φλόγα Γεννημένη στο Δρόμο") και την ψυχιατρική εμπειρία ("Χαρούμενα Χάπια"), θεωρώ αδιαμφισβήτητο ότι έφυγαν έχοντας δημιουργήσει νέους οπαδούς.
Τη σκυτάλη πήραν οι Αδαείς, οι οποίοι απ’ την αρχή έδειξαν τρομερή όρεξη και ενέργεια πάνω στη σκηνή. Με ένα σετ που ξεκίνησε δίνοντας έμφαση σε ακυκλοφόρητα κομμάτια (και ένα πέρασμα απ’ το "Paranoid" στο "Αρχίζεις Και το Χάνεις Αδερφέ", ή μήπως έχω αρχίσει και το χάνω εγώ;), οι Ηρακλειώτες κάλυψαν υλικό και απ’ τα δύο τους άλμπουμ, που κινούνται στο χώρο του ευρύτερου hard rock, και ενίοτε γίνεται ακόμη βαρύτερα. Ειδική μνεία στη φωνή του Τσιτσίμη, που χτύπησε πολλές χορδές μου, παραπέμποντας σε διάφορες διάσημες χροιές της ελληνικής σκηνής, λίγο από Σιδηρόπουλο, λίγο από Βασίλη Παπακωνσταντίνου, ακόμη και Άσημο, διατηρώντας, όμως, τη δική της αυτοτέλεια, ειδικά σε κομμάτια όπως το "Μοναχικά Πρωινά".
Διάλειμμα απ’ την όλη σκοτεινή και εσωστρεφή ατμόσφαιρα, όταν οι ΔΕΜΑΞΗΜΑΜ (απ’ το «Δε Μας Ξέρει η Μάνα Μας») ανέβηκαν στη σκηνή προς τέρψη του προσμένοντος κοινού, που είχε συγκεντρωθεί για να δει ένα απ’ τα ακριβοθώρητα πλην αγαπημένα συγκροτήματα του ελληνικού underground. «Είμαστε οι ΔΕΜΑΞΗΜΑΜ», λοιπόν, στο οποίο η σωστή απάντηση είναι μόνο το «ποιοι;», και κατευθείαν ο χώρος μπήκε σε λογική κολλεγιακού πάρτυ στους κάφρικους ρυθμούς τους. Τα πέντε αδέλφια που τα ξέχασε κι η μάνα τους η ίδια, με ενέργεια και χαβαλέ έκαναν το κοινό δικό τους χωρίς καμία δυσκολία, και αν το "Φασαρία" πήρε τα αυτιά μας, το "Ησυχία" μας έκανε να κουφαθούμε εντελώς - αλλά όχι να πάψουμε να κοπανιόμαστε σε moshpit! Το παλιό υλικό δεν λάθεψε, ενώ τα δύο νέα κομμάτια "Βουκεφάλας" και "Υπάλληλος του Μήνα" αποτέλεσαν το δώρο τους προς εμάς. Παρά τον αρχικό δισταγμό μου για τη μουσική τους κωμωδία, οι ενδοιασμοί ξεπεράστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, ώστε όταν τα κωλόχαρτα εκτοξεύονταν παντού στο "Έτσι το Σκατό Να Ρέει", και με το αναπάντεχο ας-το-πούμε-cover στο "Battle Hymn" των Manowar, το γέλιο ήταν αβίαστο και έρεε κι αυτό με τη σειρά του. Το συγκρότημα, που μετράει ήδη ένα τέταρτο του αιώνα και επανασυνδέθηκε πέρυσι, ανέβηκε, τα έφερε όλα τούμπα, και έφυγε σαφώς νικητήριο, σε μία απ’ τις πιο ηλεκτρισμένες και θερμές εμφανίσεις του τριημέρου.
Η αυλαία θα έπεφτε με τα Γυμνά Καλώδια, μία μπάντα με μακρά ιστορία στα ελληνικά δρώμενα και πλούσια δισκογραφία, αφού πέρυσι κυκλοφόρησαν τον έκτο δίσκο τους, "Χρόνος Σαν Άμμος". Παρ’ όλο που η αρχή έγινε δυναμικά με τα "Ελευθερία" και "Το Όνομά Μου", με εξαρχής τοποθέτηση για την πολύπαθη Παλαιστίνη που προκάλεσε χειροκροτήματα, μία προσωρινή αδιαθεσία του Χρήστου Καλογράνη οδήγησε σε ολιγόλεπτη παύση. Αφότου επανήλθε και αστειεύτηκε με το ότι θα γίνονταν viral αν είχε όντως πάθει κάτι, το τρίο ξεδίπλωσε ένα εξαιρετικό setlist, που εναρμόνισε κοινό και μουσικούς. «Υπάρχουν live που είναι απρόσωπα, και άλλα που έχουν πρόσωπο. Σας ευχαριστώ όλους που είστε εδώ, γιατί αυτό το live έχει πρόσωπο», μας είπε προς το τέλος ο Χρήστος. Πράγματι υπήρχε μία αίσθηση έντονης σύνδεσης καθ’ όλη τη διάρκεια, που κορυφώθηκε με το "Ακορντεόν" και το "Εδώ Πολυτεχνείο", όπου ανέβηκε για το ρεφραίν στη σκηνή κι ο Χάρης Δερμιτζάκης απ’ τους Αφιλόξενο Σώμα. Απ’ το αποστομωτικό "Οι Ποιήτριες της Γης" με το drum solo, πήγαμε στο ανεβαστικό "Ασκήσεις Υποταγής", για να κλείσει το σετ με μία αλλαγή της τελευταίας στιγμής: έναντι του "Στον Κ. Βάρναλη" που ήταν προγραμματισμένο, έπαιξαν το "Δέντρο", σε μία συγκινητική και φορτισμένη εκτέλεση, που έκλεισε το κεφάλαιο του φετινού Over the Wall Festival με κρεσέντο.
Ελευθερία
Το Όνομά Μου
Λεπίδα
Εαρινό
Βρέχει Κάλυκες
Έβαψα Μαύρο τον Ήλιο
Έχω Εδώ Κρυμμένο
Χρόνος Σαν Άμμος
Οι Ποιήτριες Της Γης
Ασκήσεις Υποταγής
Ακορντεόν
Εδώ Πολυτεχνείο
Άγιες Μέρες
Οι Μικροί Μας Ήρωες
Θέλω
Δέντρο
Έτσι περνάει στην ιστορία και η μορφή του φεστιβάλ για το 2025, προσφέροντας ξανά ευρεία γκάμα ήχων, με συγκροτήματα απ’ όλο το φάσμα του obscure, του underground, του νεόκοπου και του ιστορικού. Με τις όποιες ιδιοσυγκρασίες και του κοινού, που αποτελεί και το ήμισυ της συνολικής διαμόρφωσης μίας συναυλιακής εμπειρίας, μπορούμε να πούμε ότι φέτος μάλλον δεν δικαιώθηκαν όλες οι επιλογές της διοργάνωσης, ωστόσο είχαμε την ευκαιρία να δούμε από κοντά αξιόλογα ονόματα, τα οποία εξέπεμψαν το σήμα του σκληρού ήχου για άλλη μία φορά στην άνυδρη (κυριολεκτικά και μεταφορικά) πόλη του Ηρακλείου.