Rockwave Nights: Opeth, Leprous @ Θέατρο Λυκαβηττού, 03/07/24
Σε μία ονειρική σύμπραξη, δύο μεγαλειώδη συγκροτήματα της εποχής τους εμφανίστηκαν επί σκηνής και μας έδωσαν μαθήματα συναυλιακής συνέπειας
Η Τετάρτη αυτή ήταν σημαδεμένη στο ημερολόγιο πολλούς μήνες τώρα. Εννιά χρόνια είχαν μεσολαβήσει από την τελευταία εμφάνιση των Σουηδών στη χώρα μας, και δεν θα γινόταν να χαθεί αυτή τη φορά, είδικά όταν θα εμφανίζονταν από κοινού με τους Leprous. Το γεγονός ότι θα απολαμβάναμε την όλη εμπειρία και στο προσφάτως ανοιχτό θέατρο Λυκαβηττού, έκανε την όλη βραδιά να μοιάζει ακόμη πιο κομβική.
Οι μήνες πέρασαν, η πόρωση αυξήθηκε, και η ώρα ήρθε να μετακινηθούμε προς την κορυφή του λόφου, όπου και περιμέναμε να δούμε δύο συγκροτήματα που έχουν γράψει (prog) ιστορία, και που με τον τρόπο τους έχουν αναδιαμορφώσει τόσο το metal σκηνικό, όσο και τους ίδιους τους εαυτούς τους, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σιγουριά για το τι μέλλει γενέσθαι πάνω στο σανίδι – εκτός κι αν είχαμε κρυφοκοιτάξει στις διαδικτυακές γωνίες που προδίδουν την κατεύθυνση που παίρνει το setlist στην περιοδεία. (Μ.Κ.Ο.)
To ότι οι Leprous είναι μια μπάντα που σε κερδίζει στις ζωντανές εμφανίσεις, το ξέραμε απο πρώτο χέρι. Πέρσυ μας είχαν αφήσει με τις καλύτερες εντυπώσεις, κάτι που αποτυπώθηκε από την πολύ θερμή υποδοχή του κοινού. Η ενημέρωση της τελευταίας στιγμής για τις ώρες εμφάνισης και το γεγονός ότι μιλάμε και για εργάσιμη μέρα, μας είχε κάνει να ανησυχήσουμε για την προσέλευση του κόσμου, δεδομένου και του μεγέθους του θεάτρου Λυκαβηττού. Έχοντας φτάσει από νωρίς για να μιλήσουμε και με τους Leprous (κάτι που θα δείτε σύντομα στο Rocking.gr οπότε μείνετε συντονισμένοι), μια ανησυχία για το πόσος κόσμος θα ήταν από νωρίς υπήρχε στο μυαλό μας. Παρόλα αυτά, με μια μικρή καθυστέρηση και τους απαραίτητους τελευταίους ελέγχους εξοπλισμού, οι Νορβηγοί ανέβηκαν στη σκηνή καταχειροκροτούμενοι από τον κόσμο που είχε αρχίσει να γεμίζει το χώρο, με τις πρώτες νότες του “Have You Ever?” να ακούγονται πολύ πιο εμφατικές ζωντανά σε σχέση με το δίσκο.
Το δυνατό χειροκρότημα αλλά και το sing-along που δε σταμάτησε σε όλο σχεδόν το live, έδειξε πως το δέσιμο της μπάντας με τον κόσμο έχει παγιωθεί για τα καλά. Στο “The Price”, το headbanging μαζί με τα (απαραίτητα) “ΑΑαααΑΑΑ” - σημα κατατεθέν, έκαναν τους Leprous να ανεβάσουν τα επίπεδα ενέργειάς τους επί σκηνής, και τον Einar να μας ευχαριστεί ξανά και ξανά, λέγοντας πως όντως το κοινό της χώρας μας είναι όσο καλό και θερμό το θυμόταν. Το να μιλήσουμε για απόδοση, ήχο και λοιπά τεχνικά, μοιάζει παράταιρο δεδομένης της αρτιότητας αλλά και του πάθους που είδαμε επί σκηνής.
Η προτίμηση στις πιο πρόσφατες συνθέσεις συνεχίστηκε με το “Out Of Here”, το οποίο και πάλι επιβεβαίωσε την εντύπωση που θέλει τις συνθέσεις του “Aphelion” να αποκτούν μια νέα πνοή με την ενέργεια της ζωντανής τους απόδοσης. Το “φρέσκο” “Silently Walking Alone” από το επερχόμενο “Melodies Of Atonement”, μοιάζει ήδη να έχει γίνει ένα από τα συναυλιακά hits της μπάντας, αφού ο κόσμος δίπλα μας τραγουδούσε τους στίχους, ενώ ο συντονισμός και η ενέργεια της μπάντας το απογείωσε, με τις κιθάρες “ξυράφια” να φέρνουν μαζί ένα παράδοξο (και παραφωνο πολλές φορές) sing-along από τους πιο παθιασμένους από μας.
Το στακάτο ξεκίνημα του “Illuminate” από το αγαπημένο “Malina” έφερε ενθουσιασμό και ακόμη μια προσπάθεια να χάσουμε τη φωνή μας προσπαθώντας να ακολουθήσουμε τον (άψογο) Einar σε απαγορευτικές συχνότητες. Κάπου εκεί ήρθε και η παρουσίαση του πληκτρά που συμπληρώνει το κουιντέτο, με τον Einar να του ζητά να πει με την χαρακτηριστική βρετανικη του προφορά τον τίτλο του “Atonement” για να καταλάβουμε την καταγωγή του. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τη συνεισφορά του ηχητικά, που απελευθερώνει και τον Einar ωστε να πάρει έναν ξεκάθαρο ρόλο frontman, αλλά και την προσέγγισή του που έμοιαζε περισσότερο σαν μέλος της μπάντας παρά σαν session μουσικός, τραγουδώντας πολλές φορές τους στίχους των κομματιών.
Η έκπληξη του υπέροχου “The Valley” - που προλογίστηκε ως ένα “παλιό” κομμάτι και μας έκανε να νιώσουμε ακόμη μεγαλύτεροι, ήταν κάτι παραπάνω απο ευπρόσδεκτη. Στο “From The Flame” πλέον η δική μας φωνή είχε αρχίσει να χάνεται, σε αντίθεση με την ενέργεια και την όρεξη των Leprous που ανατροφοδοτούνταν από τον κόσμο και τα έδιναν όλα επί σκηνής. Το “Slave”, επιβλητικό όπως πάντα, μας ισοπέδωσε, δείχνοτας ότι και η πιο σκληρή πλευρά τους όταν αφήνεται ελεύθερη μπορεί να γίνει μια σκοτεινή δίνη που δεν αφήνει τίποτα στο πέρασμά της.
Με τα χαμόγελα όλων των μελών της μπάντας να δείχνουν τη χαρά και την ευγνωμοσύνη τους για τον (πολύ πλέον) κόσμο που είχε έρθει απο νωρίς να τους δει, το κλείσιμο έφτασε χωρίς να το καταλάβουμε. Ο ουρανός βάφτηκε κόκκινος στο λόφο του Λυκαβηττού, και το “The Sky Is Red” που τείνει να γίνει το κλασσικό κλείσιμο της συναυλίας τους, ήταν γι ακόμη μια φορά για σεμινάριο. Ότι απομεινάρι ενέργειας είχε μείνει σε όλους, ήταν η κινητήρια δύναμη και το τελικό ξέσπασμα. Με τον συγκλονιστικό Baard στα τύμπανα όχι απλά να εκτελεί, αλλά ταυτόχρονα να αυτοσχεδιάζει, με τους υπόλοιπους σε έναν παρανοϊκό χορό και με μας απο κάτω να μην ξέρουμε αν πρέπει να θαυμάσουμε ή να κοπανηθούμε (κρατώντας ενέργεια και για τους Opeth), το φινάλε ήταν όπως περιμέναμε. Υποδειγματικό.
Έχοντας πλέον χτίσει μια σχέση αγάπης με τη μπάντα που συνεχίζει τόσο δισκογραφικά όσο και συναυλιακά να τραβάει το ενδιαφέρον μας και να καταθέτει ψυχή κάθε φορά, ήμασταν τυχεροί που τους απολαύσαμε και πάλι, σε σύντομο διάστημα, αλλά με πολύ περισσότερο κόσμο. Είμαι σίγουρος ότι και κόσμος που ίσως είχε έρθει χωρίς να τους ξέρει, θα μπει στη διαδικασία να ασχοληθεί σοβαρά μαζί τους. Μεχρι την επόμενη φορά, εις το επανιδείν.
Have You Ever?
The Price
Out Of Here
Silently Walking Alone
Illuminate
Atonement
The Valley
On Hold
From The Flame
Below
Slave
The Sky Is Red
Η ώρα είχε πάει λίγο μετά τις 21:30, όταν το κλασικό intro των Opeth, το “Seven Bowls” των Aphrodite’s Child, άρχισε να παίζει από τα μεγάφωνα. Το συγκρότημα βγήκε επί σκηνής, με το κοινό να το υποδέχεται θερμά. Ήταν και η πρώτη φορά που θα βλέπαμε τον νέο (κυριολεκτικά και μεταφορικά) Waltteri Väyrynen πίσω από το drum kit, ο οποίος βρίσκεται στο συγκρότημα τα τελευταία δύο χρόνια μετά την αποχώρηση του Martin Axenrot. Κι ενώ κρατούσαμε την ανάσα μας να δούμε ποια θα είναι η πρώτη νότα, μπαίνει μονομιάς το riff του “The Grand Conjuration”. Κι έπειτα, χάος εγένετο.
Ο ήχος ήταν από την αρχή πολύ καλός, κι ενώ υπήρξαν μικρομπουκώματα στα μπάσα και για λίγο η κιθάρα του Fredrik Åkesson στα καθαρά αρπίσματα δεν ακουγόταν, σταδιακά έφτασε να ακούγονται τα πάντα κρύσταλλο - και μιλάμε και για κομμάτια με μεγάλες αυξομειώσεις έντασης. Από τα ταμπούρλα και τα πλήκτρα του Joakim Svalberg, μέχρι τα μπάσα του «σοβαρού» Martin Lopez, μέχρι κάθε ψίθυρο και συριγμό του Mikael Åkerfeldt. Οι δυναμικές μας παρέσυραν, το κοινό τραγουδούσε – ή, μάλλον, φώναζε – κάθε riff, κι εκεί που δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε τι είχε μόλις γίνει, μπαίνει το “Demon of the Fall”, και ξαναγίνεται πανζουρλισμός, με το “silent dance with death” να βγαίνει από το σπηλαιώδες λαρύγγι του Mikael και να απλώνει ξανά ανατριχίλα.
Το στίγμα είχε δοθεί, λίγο πολύ, και πλέον καταλαβαίναμε ότι οι Opeth, χωρίς νέο δίσκο να περιοδεύσουν, πόνταραν σε μία επετειακή λογική, που αν ήταν η πρώτη φορά που τους έβλεπες ζωντανά, όπως συνέβαινε με εμένα, ήταν μάννα εξ ουρανού. Και πράγματι, μπορεί να ακούσαμε ένα τραγούδι από κάθε δίσκο, όμως πρόκειται για συγκρότημα που ό,τι και να παίξει, δύναται να αφήσει την καλύτερη επίγευση. Έτσι, με την γκρίζα μελαγχολία του “Drapery Falls”, τις bluesy στιγμές πριν την καταιγίδα στο “Face of Melinda”, και τον ογκόλιθο που ακούει στο όνομα “Heir Apparent”, δεν υπήρχε περιθώριο για παράπονο από μέρους μας.
Αν έχεις εξοικειωθεί με το τι εστί live Opeth, ακόμη και από διαδικτυακά ντοκουμέντα, τότε γνωρίζεις ότι ένα αναπόσπαστο κομμάτι είναι η επί σκηνής παρουσία του Mikael Åkerfeldt. Σε διαρκή επικοινωνία με το κοινό, που δεν μπορούσε να σταματήσει να ουρλιάζει πόσο τον αγαπάει, έκανε τα γνωστά του αστειάκια, με το κλασικο του ημιειρωνικό υφάκι, ενώ έλεγε ότι πράγματι πρόκειται για μία όμορφη βραδιά, με πολύ καλή ατμόσφαιρα. Δεν ξέρω πόσο αυθεντικό μπορεί να ήταν, ωστόσο έδειχνε χαλαρός και πρόσχαρος, αναγνωρίζοντας κι εκείνος πως οι διαθέσεις ήταν οι καλύτερες δυνατές. Ανάμεσα στα κομμάτια δεν παρέλειψε να μας μιλήσει για τον Ντέμη Ρούσο, τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και τους Aphrodite’s Child (καθώς και για τη συλλογή δίσκων της μάνας του), ενώ ξόδεψε και καμιά δεκαριά πένες που απλά τις πέταξε στο κοινό («Μπορεί να μην παίζω κιθάρα όπως ο Yngwie Malmsteen, αλλά πετάμε τις πένες με τον ίδιο τρόπο»).
Παράλληλα, φρόντισε να μας τσιγαρίσει λίγο με περάσματα απ’ το “Bleak” και αναφορές στο “Burden”, διαβεβαιώνοντάς μας ότι δεν πρόκειται να ακούσουμε κανένα από τα δύο [Αν ο Μαρίνης έπαιρνε εδώ το λόγο, το κείμενο θα ήταν κατά μία παράγραφο μεγαλύτερο]. Η χημεία κοινού και συγκροτήματος συνεχίστηκε και στο “In My Time of Need”, όπου τραγουδήθηκαν με μια φωνή τόσο οι «κομμένοι» στίχοι του, όσο και το πραγματικά πανέμορφο ρεφραίν του απ’ όλο το χώρο, σε μία από εκείνες τις στιγμές που αισθάνεσαι πως η μουσική που σε συντροφεύει τόσα χρόνια δεν έχει ξεθωριάσει μέσα σου ούτε στο ελάχιστο.
Το – για πολλούς βαμμένους οπαδούς, όπως προέβλεψε κι ο Åkerfeldt – highlight της βραδιάς, όμως, θα ερχόταν λίγο αργότερα, στην αναπάντεχη προσθήκη ολόκληρου του “Black Rose Immortal” στο setlist, ένα δωράκι που σκέφτηκε ότι άξιζε να μας κάνουν μιας και είχαν τόσα χρόνια να μας επισκεφτούν. Πράγματι για τα επόμενα είκοσι λεπτά, οι Opeth εκτέλεσαν άψογα ένα ιστορικό κομμάτι τους, το οποίο μπορεί να μην αποτελεί τομή συνθετικής ωρίμανσης για το συγκρότημα (ο Åkerfeldt αστειευόταν ρωτώντας αν όντως θέλουμε να το παίξουν, «because it’s a shitty song»), όμως πρόκειται για ένα deep cut που εσχάτως στην καριέρα τους βρήκε τη θέση του στη σκηνή, κι άρα όσα άτομα το βίωσαν ζωντανά έχουν ένα συναυλιακό «παράσημο», για να το πούμε κι έτσι. Ένα ολόκληρο μουσικό ταξίδι, με πολλά επεισόδια, φάσεις, τεχνικά περάσματα (αυτή η μπασογραμμή!), αλλά και τρομερές μελωδίες, το οποίο, ακόμη κι αν δεν το γνώριζες, ήταν σε θέση να σε μαγνητίσει και να σε ταξιδέψει.
Δυναμική επιστροφή στο παρόν, με το “Sorceress” να τα ισοπεδώνει όλα live, δείχνοντας πως, ό,τι κι αν λέμε μεταξύ μας, σε ζωντανό πλαίσιο είμαστε έτοιμοι να αγκαλιάσουμε κάθε κυκλοφορία των Σουηδών. Μπορεί οι Opeth να μην είναι πια το prog death συγκρότημα που μας μεγάλωσε, όμως δεν έχει πάψει να γράφει ύμνους, κι αυτό φάνηκε και στο “Eternal Rains Will Come”, το οποίο αποτελεί ένα από τα κορυφαία του συγκροτήματος, και στο οποίο κάπως τα στόματα έκλεισαν όταν τα πλήκτρα έκαναν τα μαγικά τους. Η ύστερη, πιο prog rock περίοδος μπορεί να υποεκπροσωπήθηκε (έλειψε πολύ το “Heritage” από το setlist), όμως και στις δύο φορές που έκανε την εμφάνισή της, αποθεώθηκε.
Το encore δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από το “Deliverance”, με το οποίο συνηθίζουν να κλείνουν τις συναυλίες τους. Το δεκακετράλεπτο έπος ήρθε στο τέλος κι έστειλε την αδρεναλίνη για άλλη μία φορά στην κορυφή με την ανυποχώρητη ορμή του, σ' ένα καταιγισμό από riffs, κοψίματα, δίκασες, και growls, που, μαζί με το κλασικό κλείσιμό του μας έστειλε να παραμιλάμε. Σ’ αυτό το σημείο το συγκρότημα μας αποχαιρέτησε με χαμόγελο και εγκατέλειψε οριστικά τη σκηνή, έχοντας πρώτα παραδόσει μαθήματα μουσικής ιστορίας αλλά και συναυλιακού επαγγελματισμού. Με πρώτο τον «αρχηγό» Åkerfeldt, που συγκεντρώνει πάνω του όλα τα βλέμματα κι είναι ο μοναδικός ο οποίος πραγματικά αλληλεπιδρά με το κοινό, πλαισιωμένο με εξαιρετικούς μουσικούς που έχουν αποδείξει τα διαπιστευτήριά τους τόσο σε δισκογραφικό όσο και σε ζωντανό επίπεδο, μιας και ο είκοσι εννιάχρονος ντράμερ φάνηκε να είναι ένας χαμογελαστός οδοστρωτήρας (η στιγμή που άργησε να μπει σε ένα από τα parts του “Black Rose Immortal” επειδή τα παλαμάκια του κοινού τον μπέρδευαν, είτε ήταν ένα αστείο, είτε μία πραγματικότητα, τον έκανε μεμιάς πιο συμπαθή στα μάτια μου).
Συνολικά, λοιπόν, μπορούμε να μιλάμε για μία αποστομωτική εμφάνιση, σε μία συνολικά πανέμορφη βραδιά, η οποία μπόρεσε να ικανοποιήσει προσδοκίες εκατέρωθεν. Και τα δύο συγκροτήματα ήταν σε τρομερή φόρμα, μας κέρασαν μουσικά καλούδια, και δεν θυμάμαι να ακούω το παραμικρό παράπονο στη διαδρομή της εξόδου. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν κάποια μικρά θέματα, τόσο στην επικοινωνία του χρονοδιαγράμματος εκ των προτέρων, όσο και στην τήρησή του, καθώς φαίνεται ότι η περίπου ενός δεκαλέπτου καθυστέρηση των headliners μάλλον μας στοίχισε ένα “Ghost of Perdition” από το setlist, ενώ ταυτόχρονα υπήρχαν περιθώρια βελτίωσης της οργάνωσης της ροής του κόσμου στα μπαρ, ώστε να μην μοιάζουν οι ουρές ακίνητες για ώρα, αποθαρρύνοντας την αγορά ακόμη και λίγο νερού. Το γεγονός αυτό αποτελεί γενικότερο θέμα στον χώρο του Λυκαββητού, καθώς τα μπαρ δεν τα διαχειρίζεται η εκάστοτε διοργανώτρια εταιρεία. Με αυτούς τους αστερίσκους στην άκρη, όμως, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι η χθεσινή βραδιά ήταν πλασμένη από το υλικό που φτιάχνονται οι οπαδικές ονειρώξεις, και θα χαραχτεί στη μνήμη ως ένα συναυλιακό γεγονός για κάθε λάτρη του progressive metal ήχου. (Μ.Κ.Ο.)
Φωτογραφίες: Μαρίζα Καψαμπέλη
Seven Bowls Intro (Aphrodite’s Child)
The Grand Conjuration
Demon Of The Fall
Eternal Rains Will Come
The Drapery Falls
In My Time Of Need
Face Of Melinda
Heir Apparent
Black Rose Immortal
Sorceress
Encore:
Deliverance