David Maxim Micic

Bilo IV

Self Released (2022)
Α να χαθείς παλιόπαιδο, μας συγκίνησες πάλι
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Ας ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα: θεωρώ το Bilo III ένα από τα σπουδαιότερα μουσικά έργα της προηγούμενης δεκαετίας, και τον David Maxim Micic (DMM) ένα αστέρι που έλαμψε όσο ελάχιστα στο χώρο του djent. Ακούγοντας το σερί Bilo I-ΙΙΙ, αντιλαμβάνεσαι ότι στόχος δεν είναι ούτε ο εντυπωσιασμός (που εντυπωσιάζει), ούτε η εμμονή με το είδος (που ωστόσο παραμένει djent). Η μουσικότητα και ο λυρισμός που ξεχειλίζουν αυτά τα έργα είναι αστείρευτα, και η έμπνευση που εκπέμπουν μοιάζει αποστομωτική. Μάλιστα, οι τυπικές μανιέρες του είδους - που γρήγορα μπαγιάτεψαν αν με ρωτάτε - έμπαιναν στο παρασκήνιο, γεγονός που λειτουργούσε αναζωογονητικά και εμφυσούσε νέα πνοή σε ένα genre που έμοιαζε να μην μπορεί να κατασκευάσει πολλές ιστορίες με το λεξιλόγιο που επινόησε.

Μετά το τρίτο μέρος της σειράς των "Bilo", ο Σέρβος βιρτουόζος κιθαρίστας στράφηκε σε ελαφρώς διαφορετικές κατευθύνσεις, κυκλοφορώντας το 2015 το δίδυμο "Eco"/"Ego" με ένα τόνισμα της ηλεκτρονικής μουσικής, και το 2017 επανήλθε με το πρώτο του LP (α ναι, ξέχασα να αναφέρω ότι όλα τα προηγούμενα ήταν ευμεγέθη ΕPs!). Εδώ είχαμε ένα τραυματικό στραβοπάτημα, με το μετριότατο και χιλιογυαλισμένο "Who Bit the Moon?" να ακούγεται σαν μια γενικόλογη κόπια της bedroom-prog προσωπικότητας που ονομάζεται Plini. Ήταν, λοιπόν, τρομερός ο ενθουσιασμός μου όταν έμαθα πως εννιά χρόνια μετά επιστρέφει στη σειρά "Bilo", παράλληλα, όμως, ανησυχούσα μήπως είχαμε μία ακόμη απογοητευτική κυκλοφορία που θα επιχειρούσε να κεφαλαιοποιήσει τα μεγαλεία του παρελθόντος.

Ευτυχώς, ο νεαρός κιθαρίστας δεν παίζει με την εμπιστοσύνη μας. Η επιστροφή του έχει νόημα και φέρει το επιπρόσθετο συναισθηματικό βάρος της γέννησης του παιδιού του (το πανέμορφο εξώφυλλο προϊδεάζει σχετικά). Το "Bilo IV" είναι μία πολύχρωμη καλλιτεχνική πρόταση, που σφύζει από ζωηράδα και αγγελικές μελωδίες, χωρίς να χάνει την ευκαιρία για djentοειδή ξεσπαθώματα μια στο τόσο. Οι ορχηστρικές στιγμές είναι στο επίκεντρο, και είναι τέτοια η ποικιλία ήχων, που μοιάζει σαν να παρακολουθούμε τα τοπία και τις κουλτούρες της Κεντρικής Ευρώπης, των Βαλκανίων και ύστερα της Εγγύς Ανατολής (αλλά και της Άπω, με κάποιες προσθήκες του παραδοσιακού έγχορδου Gu Zheng, και περάσματα από κλίμακες που μυρίζουν Ασία) από το παράθυρο του Orient Express.

Εκεί που στα προηγούμενα άλμπουμ είχαμε το πολύ έξι συνθέσεις, εδώ αγγίζουμε την εντεκάδα, κι αυτό δεν είναι απαραιτήτως καλό. Το πρώτο μισό του δίσκου - μιλάμε για σχεδόν μισή ώρα μουσικής - αποτελείται κυρίως από μικρής έκτασης συνθέσεις, μικρές βινιέτες απαράμιλλης ομορφιάς και ιδιοφυούς ενορχήστρωσης, που ωστόσο γέρνουν επικίνδυνα το ζύγι προς τη λογική του soundtrack. Οι μεταβάσεις είναι αδιόρατες, φυσικά, ακόμη κι έτσι όμως υπάρχει μία αίσθηση αναμονής σε έναν παραδεισένιο μεν, άδειο δε κήπο. Το ψαχνό βρίσκεται στο "Dx2 Is Me" και στο "Itch_ˈnʌθɪŋ_", δύο υποδειγματικές συνθέσεις που δυστυχώς χάνονται λίγο μέσα στη ροή, και αντί να λειτουργούν αντιθετικά με τις παύσεις, χάνουν τη δυναμική τους εξαιτίας αυτών.

Το "Bilo IV" είναι οπισθοβαρές, με το δεύτερο μισό να αποτελείται από μόλις τέσσερις συνθέσεις. Μέσα σ’ αυτό το μισάωρο θα ακούσουμε και τις περισσότερες αναφορές στο παρελθόν, είτε με παραλλαγμένες μελωδίες και στίχους, είτε με samples, που υπονοούν την συνέχεια αλλά και την εξέλιξη μέσα στην τελευταία δεκαετία - που υπερθεματίζεται και με την ηχογράφηση οικογενειακών στιγμών στα τελευταία δευτερόλεπτα. Ραχοκοκαλιά του δίσκου αποτελούν τα "Cry" και "Wedding", με συνολική διάρκεια κάπου στα είκοσι λεπτά. Στο μεν πρώτο θα ξαναβρούμε τις γνώριμες φωνές του Vladimir Lalic (φέτος τον συναντήσαμε κι εδώ) και της Aleksandra Djelmash, και θα ακούσουμε στακάτα ρυθμικά στην κιθάρα με μία πολύ αναγκαία οξύτητα. Το δε "Wedding" ξεκινάει με μία γλυκόπικρη μελωδία και γρήγορα οι ψυχρές και μασίφ κιθάρες μπουκάρουν μαζί με μία tribal χορωδία και Balkan τσαχπινιές, πολυρυθμίες, και πνευστά, για να μας δείξουν πώς γίνεται ένα djent γαμήλιο τελετουργικό.

Η προσοχή και η επιμέλεια στις λεπτομέρειες γίνεται αισθητή, και το τελικό αποτέλεσμα ακτινοβολεί ποιότητα. Το "Bilo IV" μπορεί να άργησε, όμως είναι έργο υψηλής τεχνικής και αισθητικής, πρότυπο για το είδος και μία άξια συνέχεια στο προσωπικό μύθο του δημιουργού του. Το γεγονός ότι συνυφαίνεται με την προσωπική ζωή του το κάνει ακόμη πιο σημαντικό και τρυφερό, και δείχνει ότι ο David Maxim Micic κρατά την τέχνη του πολύ κοντά στην καρδιά του. Πέντε χρόνια εργαζόταν πάνω σ’ αυτό το project, και ο κόπος και η προσπάθειά του ανταμείβονται με ένα δίσκο που φέρει μέσα ατόφιο το όραμα του δημιουργού. Όπως συμβαίνει, καμιά φορά, με τα μεγαλεπίβολα και χρονισμένα δημιουργήματα, το "Bilo IV" θα μπορούσε να καταρρεύσει υπό το βάρος των προσδοκιών - καλλιτέχνη και κοινού - και της υπερεπένδυσης, αλλά ευτυχώς κάτι τέτοιο δεν επαληθεύεται. Σίγουρα υπάρχουν κάποιες ατασθαλίες στη ροή, που το καθιστούν βραδυφλεγές και άνισο, που μας συγκρατούν από το να πέσουμε μούρη-γόνατα στην τυφλή λατρεία, όμως παραμένει το πιο ολοκληρωμένο έργο του από το 2013. Τούτων λεχθέντων, η επιστροφή της μουσικής διάνοιας από τη Σερβία με έναν τέτοιο δίσκο δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία αφορμή για γιορτή.

YouTube Stream
Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET