Bent Knee
Twenty Pills Without Water
Γονατίζουμε μπροστά σ’ ένα απ’ τα πιο ενδιαφέροντα συγκροτήματα της γενιάς του
Οι Bent Knee δεν είναι πια αυτοί που αγαπήσαμε. Με τον Ben Levin να αφήνει το συγκρότημα μαζί με την Jessica Kion δύο χρόνια πριν, εξαντλημένοι απ’ τον κύκλο των περιοδειών, το συγκρότημα απ’ τη Μασαχουσέτη κλήθηκε να συνεχίσει χωρίς δύο βασικά του μέλη - τόσο βασικά, που το όνομα της μπάντας είναι μία κωδικοποίηση του "Ben" και της "Courtney" (Swain, πλήκτρα/φωνή) που έβαλαν τα θεμέλια του εγχειρήματος. To "Frosting" (2021) ήταν μία κρίση ταυτότητας, εντάξει, το παραδεχόμαστε. Απ’ τις art-prog τελειότητες του "Land Animal" (2017) και του "You Know What They Mean" (2019) δεν πας έτσι απλά στη avant-garde hyper-pop χωρίς κάτι να χαθεί στην πορεία.
Όμως οι Bent Knee ξέρουν πού είναι τα δυνατά χαρτιά τους (πείτε το αν θέλετε «συντηρητικοποίηση μετά το στραπάτσο»), κι έτσι στο "Twenty Pills Without Water" επιστρέφουν στα γνώριμα καλντερίμια ενός πιο γήινου indie ήχου, για να μιλήσουν τόσο για τα πράγματα που αλλάζουν, όσο και για την αδυναμία να επιστρέψεις κάπου άπαξ και η ζωή σ’ έχει προχωρήσει παρακάτω. Σκληρές αλήθειες που διαπιστώνονται με τα χρόνια, δυσκολοχώνευτες σαν να κατεβάζεις είκοσι χάπια χωρίς νερό.
Η τεχνική κατάρτιση του συγκροτήματος, που αλλού μπορεί να είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού, εδώ πάει πίσω για να εξυπηρετηθούν τα κομμάτια. Πολύ λιγότερο progressive με τον τρόπο που μπορεί να χρησιμοποιείται συνήθως ο όρος, ο δίσκος έχει έναν indie rock λυρισμό, ηλεκτρονικές παραφυάδες, και art pop κομμάτια, που σίγουρα θα ενδιαφέρουν το κοινό της progressive rock, αλλά δεν είναι χτισμένο απ’ τα αγαπημένα της υλικά. Γι’ αυτό είναι κι απ’ τα πιο εύπεπτα άλμπουμ τους, παρ’ όλο που δεν υπάρχει τίποτα γραμμικό και επίπεδο στις συνθέσεις.
Το άλμπουμ χωρίζεται στη μέση, και αναπτύσσεται αντιδιαμετρικά: αφήνοντας τα intro/outro στην άκρη, έχουμε δύο σύντομα και ανεβαστικά κομμάτια στο πρώτο μισό ("I Like It" και "Illiterate"), απέναντι σε δύο μακροσκελή και μελαγχολικά ("Drowning" και "Lawnmower") στο δεύτερο μισό. Αυτά τα τέσσερα, μαζί με το "Big Bagel Manifesto", αποτελούν και τις καλύτερες στιγμές του δίσκου. Τα μεν δύο πρώτα διότι είναι πρώτης τάξεως συνθέσεις με εξαιρετικό ρυθμό, που χωρίς να ξύνουν τις ηλεκτρονικές εμπνεύσεις της τελευταίας περιόδου, τις ενσωματώνουν στον ήχο πολύ πιο οργανικά, με τα κλασσικά έγχορδα να προσθέτουν folky χρώματα, και τις επεξεργασμένες κιθάρες και τα μπάσα να παίζουν με μελωδίες αρκετά χαζοβιόλικες, κερδίζοντας όμως το ενδιαφέρον με τον έξυπνο τρόπο που ντύνονται. Τα δε "Drowning" και "Lawnmower" αποτελούν συναισθηματικούς αντίποδες: αργόσυρτα, γεμάτα ατμόσφαιρα και σκοτάδι, αντλώντας από μία trip hop και folk κατήφεια αντιστοίχως, με μουσική ντελικάτη και ευγενική που μπορεί να σε συγκινήσει με την ειλικρίνεια του συναισθήματός της, και το οποίο φροντίζουν και τα δύο κομμάτια να εκτονώσουν.
Ωστόσο, τίποτα νομίζω δεν μπορεί να αγγίξει το "Big Bagel Manifesto". Θα περίμενε κανείς ότι ένα τραγούδι με τόσο γελοίο τίτλο δεν θα μπορούσε να είναι παρά κάτι τρελιάρικο και χοροπηδηχτό (ίσως βέβαια φταίνε οι συνειρμοί με τους Streetlight Manifesto). Κι όμως, πρόκειται για ένα απ’ τα πιο συγκινητικά κομμάτια που έχω ακούσει φέτος, πράγμα εντελώς χαζό αν σημειώσουμε ότι οι στίχοι δεν βγάζουν κανένα νόημα, και δεν φταίει κάποια ποιητική αδεία: απλά δεν έγραψαν ποτέ σοβαρούς στίχους, και έμειναν με τους πρόχειρους που έγραψαν για να δουλέψουν τις φωνητικές γραμμές. Χάρη στην υπέροχη φωνή της Courtney Swain, όμως, αυτές οι μπαρούφες ακούγονται σαν ευαγγέλιο απ’ τους ουρανούς, με μία αίσθηση art μεγαλοπρέπειας που με έστειλε κατευθείαν στην Weyes Blood. Από την προσεκτική μουσική επένδυση, ως την κορυφή με τις χορωδιακές προσθήκες, το λακωνικό αλλά σπαραξικάρδιο σόλο, και το βαρύ breakdown, πρόκειται ίσως για ένα απ’ τα πιο όμορφα κομμάτια της χρονιάς.
Όμως, αυτό είναι ίσως και το πρόβλημα στον τελικό απολογισμό, ότι ο πρέσβης μας κακόμαθε για τα καλά, και έτσι τα υπόλοιπα κομμάτια κάπως ωχριούν μπροστά τους. Το "Forest" είναι όμορφο κομμάτι, το συγκρότημα τα κάνει όλα τέλεια, κι ειδικά η Swain δίνει τα ρέστα της, κι όμως δεν είναι στο ίδιο επίπεδο των προηγούμενων. Ταυτόχρονα, το "Never Coming Home" και "DLWTSB", παρ’ όλο που φέρουν την ίδια σφραγίδα ποιότητας, δίνουν και μία εντύπωση αυτόματου πιλότου. Παράλληλα, αισθάνομαι πως και τα διάφορα μουσικά καραμελάκια που τριγυρίζουν το tracklist δεν προσφέρουν απολύτως τίποτα, με αποκορύφωμα το "Cowboy", που πραγματικά με ενοχλεί εκεί που είναι, και μετανιώνω εγώ για χάρη του συγκροτήματος που δεν το κράτησε ως hidden track. Αν έλειπαν τα αδιάφορα ambient διαλείμματα δεν θα μιλούσαμε σε καμία περίπτωση για έναν δίσκο φτωχότερο, αλλά μάλλον για έναν πιο μεστό και στεγνό, που δεν θα είχε ανάγκη να φουσκώσει τη διάρκειά του παρεμβαίνοντας στη ροή του.
Δεν θέλω σε καμία περίπτωση να εξαντλήσω την αυστηρότητά μου στο "Twenty Pills…". Πρόκειται για μία καλοδεχούμενη επιστροφή σε ένα πιο σίγουρο στυλ για τους Βοστονέζους, το οποίο μάλιστα κρύβει πραγματικά διαμάντια που δύσκολο να θαμπώσουν απ’ το αρνητικό feedback. Εξακολουθούν να συναρπάζουν ακόμη και τώρα, χωρίς τις περιπετειώδεις και στρυφνές ιδέες του Levin, ρίχνοντας το βάρος τους στην πυκνή ενορχήστρωση και το συναισθηματικό ξεγύμνωμα. Εξάλλου, συνυπολογίζοντας τα πολλά καντάρια μουσικής που κατέχουν τα εναπομείναντα μέλη, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε ότι έφυγε ο σημαντικότερος συνθετικός κρίκος. Δύο δίσκους μετά την κατά ένα τρίτο συρρίκνωσή τους, οι Bent Knee παραμένουν καίριοι, υπενθυμίζοντάς μας πως πρόκειται για ένα απ’ τα πιο ενδιαφέροντα συγκροτήματα εκεί έξω, με πραγματικό καλλιτεχνικό αποτύπωμα. Εμείς μπροστά σ’ αυτό, κλίνουμε το γόνυ, κι ευελπιστούμε ο απρόβλεπτος ρους του χρόνου να μας κρατάει σταθερά κοντά στη μουσική τους.