Antioch

Antioch VI: Molten Rainbow

Iron Shield Records (2023)
Από τον Πάνο Ζαρκαδούλα, 13/07/2023
Δε χωράνε πλέον δικαιολογίες παντός τύπου για να μην αναγνωρίζονται, από τη στιγμή που οι Καναδοί συνεχίζουν να παραδίδουν πρωτοκλασάτο heavy metal
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Αποστολή για αποκατάσταση αλήθειας και απόδοση δικαιοσύνης: πόσοι γνωρίζετε τη συγκεκριμένη μπάντα και τα έργα της; Δε βλέπω πολλά χέρια στον αέρα και με πιάνει η καρδιά μου. Πλείστα συγκροτήματα εντυπωσιάζουν δισκογραφικά, εκτιμώνται και ακούγονται από λίγους, με ορισμένα εξ αυτών κάποια στιγμή να εισέρχονται στην κατηγορία obscure. Τοποθετώ το συγκεκριμένο παρέα με αυτό, αμφότερα αξίζουν την προσοχή μας και μια συγκρατημένη αποθέωση. Τις κέρδισαν με το σπαθί τους, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Έφτασαν αισίως στην έκτη τους προσπάθεια, όπως υποδηλώνει και η λατινική αρίθμησή τού "Molten Rainbow", συμπεριλαμβάνοντας και τα EP τους ανάμεσα σε αυτές.  Η ποιότητα στο heavy metal που αποδίδουν, καλά κρατεί όλα αυτά τα χρόνια, ούσα και η κύρια αιτία για να ασχοληθεί κάποιος μαζί τους. Οι συνθέσεις τους κουβαλάνε κάτι εθιστικό πάνω τους, τις διακατέχει μια φρεσκάδα και ξαναγυρνάς σε αυτές ακόμα και μετά από καιρό. Αντέχουν στο πέρασμα του χρόνου, με πιο πρόσφατο παράδειγμα το προπέρσινο EP. Αδύνατον να λησμονηθούν συνθέσεις όπως τούτη.

Οι Καναδοί δεν κρύβουν την αδυναμία τους για το ευρωπαϊκό heavy metal. Δεινοσαυρικό θα το έλεγαν μερικοί, καθώς οι ρίζες του εντοπίζονται σε Αγγλία, Γερμανία και ειδικότερα σε Judas Priest & Accept. Με το φετινό τους πόνημα μπαίνει έντονα στο κάδρο άλλη μία τευτονική και πάλαι ποτέ η πειρατική υπερδύναμη του χώρου, με τις αναφορές σε Running Wild να αναπτύσσονται με χάρη και πειθώ: hoist the sails! Διαθέτουν δύο μεγάλα προσόντα και χάρη σε αυτά αποφεύγουν τον σκόπελο της μίμησης, ξεχωρίζοντας ταυτόχρονα ανάμεσα σε «ομόθρησκους» καλλιτέχνες.

«Μέτρον άριστον» είπε κάποτε ένας σοφός, μακριά από υπερβολές ή ακρότητες, ώστε το αποτέλεσμα να είναι το ευκταίο, το επιθυμητό. Τηρείται με ευλαβική προσήλωση από το λαρύγγι του Nicholas Allaire, οι τσιρίδες του (φέρνουν στον νου τον Cam Pipes) δεν κατακλύζουν το άκουσμα, αλλά συνεισφέρουν σε αυτό και ισορροπούν με την κανονική του χροιά. Ο ακροατής δεν κουράζεται, εκτιμά και απολαμβάνει την ερμηνεία, στο τρελό κέφι πιάνει και ο ίδιος το φανταστικό του μικρόφωνο. Μεγάλο προσόν η αυτοσυγκράτηση και η χρήση του μέτρου.

Το έτερο προσόν τους είναι και αυτό που χαρακτηρίζει τις συνθέσεις τους συνολικά: όσο οικείες και να ακούγονται αρχικά, υπάρχουν ανατροπές εντός τους ή αλλιώς εμφανίζεται η προσωπικότητα της μπάντας και κάπως έτσι τις καθιστούν συναρπαστικές. Υπάρχει το απρόβλεπτο και το στοιχείο της έκπληξης (μόνο τυχαίο δεν είναι που εκτιμούν απεριόριστα τον Devin Townsend), θα το συναντήσουμε συχνά με την εναλλασσόμενη ριφολογία τους και την αυξομειούμενη ένταση.

Το σερί τους με ποιοτικές κυκλοφορίες δε σπάει, παρά τους εδραιώνει στη συνείδησή μας, με την ελπίδα να τους ανακαλύψει περισσότερος κόσμος. Δεν είναι δα και δύσκολο, η «μούρλια» του "Temple Of Black Fire" και το γεγονός ότι με το "Hold My Heart" οι power μπαλάντες γίνονται εκ νέου προσθήκη στα προσωπικά μας playlist, έρχονται ως χείρα μεγίστης βοηθείας για τον οποιοδήποτε αποφασίσει να συνδεθεί μαζί τους. Οδηγίες χρήσης δίνουν πάντως και οι ίδιοι: «Ξεκινήστε από τον τελευταίο μας δίσκο και ακούστε τα τραγούδια από το τέλος ως την αρχή. Συνεχίστε κατά τον ίδιο τρόπο μέχρι να φτάσετε στην πρώτη μας κυκλοφορία». Τρελόπαιδα.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET