ProgSession #47: Fantasy

Πινελιές φαντασίας σε μια εικόνα πέρα από τα σύνορα του χρόνου

Από τον Σπύρο Κούκα, 08/03/2018 @ 11:58

Υπάρχουν φορές που το δεδομένα ποιοτικό μένει στις σκιές της λήθης, καταφέρνοντας να βρει μονάχα μια μικρή μερίδα της απήχησης που πραγματικά θα δικαιούταν. Στη μουσική βιομηχανία τέτοιες περιπτώσεις είναι κάτι το σύνηθες, καθώς μονάχα το ταλέντο και η σκληρή δουλειά μοιάζουν να μην αρκούν πάντα. Ωστόσο, με το χρόνο να αποδεικνύεται ο αντικειμενικότερος κριτής, τα μουσικά έργα των αφανών ηρώων υπάρχουν, περιμένοντας να αποκαλύψουν την μαγεία τους σε αυτούς που θα τα ανακαλύψουν.

Στα πλαίσια αυτής της «διαστροφής», θα παρουσιάζουμε ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μέσω μίας στήλης που καθόλου τυχαία επέλεξε να παίξει με τις λέξεις progress και obsession, ένα δίσκο από το ευρύτατο φάσμα και την κληρονομιά του progressive rock, που δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει ενός cult συλλεκτικού επιπέδου.

Days of progressive past Vol. 47: 

Fantasy - Paint A Picture
(Polydor, 1973)

Fantasy - Paint A Picture

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, το μουσικό κίνημα του progressive rock βρισκόταν σε πλήρη έξαρση, έχοντας ήδη προσφέρει δίσκους- μνημεία για την μουσική και μπάντες με τεράστιο καλλιτεχνικό κι εμπορικό εκτόπισμα. Βέβαια, για κάθε Yes, Camel και Genesis υπήρχαν πολλές ακόμη περιπτώσεις συγκροτημάτων, που ενώ είχαν το ταλέντο για μια αξιόλογη καριέρα, τελικά δεν κατάφεραν να επιβιώσουν στο σκληρό κόσμο της μουσικής βιομηχανίας παρά ελάχιστα. Μέσα σε αυτόν τον αναβρασμό, μια νέα μπάντα από το βορειοδυτικό Kent, αποτελούμενη από τους Paul Lawrence (φωνή), David Read (μπάσο), David Metcalfe (πλήκτρα, κλαρινέτο), Peter James (κιθάρα) και John Webster (τύμπανα), έπειτα από ορισμένα rehearsals, ξεκινά την αναζήτηση δισκογραφικής στέγης, στέλνοντας το demo tape τους σε διάφορες γνωστές ή μη δισκογραφικές, μεταξύ των οποίων και η Decca με την  Polydor. Η τελευταία, απέσπασε την υπογραφή της μπάντας, προσφέροντας της αξιόλογους χρηματικούς πόρους για τις ηχογραφήσεις και ομάδα συνεργατών που δύσκολα θα έβρισκαν υπό διαφορετικές συνθήκες.

Ουσιαστικά, το σχήμα είχε αρχίσει να δρέπει τους καρπούς των προσπαθειών του από τις αρχές της δεκαετίας, έχοντας τότε την ονομασία Chapel Farm και κάνοντας ένα σχετικό όνομα στην τοπική σκηνή. Με διαφορετική σύνθεση ακόμη, η μπάντα θα βίωνε μια απρόσμενη τραγωδία με το θάνατο του τότε κιθαρίστα της, Bob Vann, λίγες ημέρες προτού ανοίξουν για την εμφάνιση των Argent στην περιοχή, αποφασίζοντας παρ’ όλα αυτά να συνεχίσουν και για χάρη του. Με νέα μέλη τους Peter James και John Webster, οι οποίοι αντικατέστησαν τον εκλιπόντα Vann και τον αποχωρήσαντα Brian Chatham αντίστοιχα, το σχήμα θα άλλαζε το όνομα του σε Firequeen και θα κατάφερνε να ανοίξει για μεγάλα ονόματα της εποχής όπως οι Pink Fairies και οι Edgar Broughton Band.

Έτσι, και με την αναζήτηση δισκογραφικής στέγης να τους επιφυλάσσει μια ανέλπιστη συνεργασία με την Polydor, η μπάντα θα ξεκινούσε τις διαδικασίες για τη δημιουργία του πρώτου της δίσκου, αφού εξωθούνταν σε ακόμη μια αλλαγή ονόματος, με το Fantasy ουσιαστικά να επιβάλλεται από την εταιρεία τους (μιας και τα προηγούμενα δύο ονόματα κρίθηκαν μη αντιπροσωπευτικά της μουσικής της) και το ντεμπούτο άλμπουμ "Paint A Picture" να βλέπει το φως της μέρας μέσα στο 1973.

Έχοντας επηρεαστεί βαθιά από τις δουλειές των Genesis, των Caravan και των Yes αλλά εμφανίζοντας κοινές συνισταμένες και με σχήματα του ιταλικού προοδευτικού χώρου σαν τους Premiata Forneria Marconi, το υλικό του δίσκου ουσιαστικά κατατάσσονταν στο ευρύτερο symphonic prog ιδίωμα, με λίγες ματιές στο εμπορικό rock της συνομοταξίας των Barclay James Harvest. Αρχικά, μάλιστα, το άλμπουμ ήταν να τιτλοφορηθεί "Virgin Of The Ridiculous", με την τελική ονομασία να προκύπτει αρκετά αργότερα, ενώ τα περιεχόμενα τραγούδια αποτελούσαν στο μεγαλύτερο μέρος τους το πρότερο συναυλιακό set της μπάντας.

Εμπορικά, ο δίσκος σημείωσε μια σχετική επιτυχία, χάρη και στην περιοδεία προώθησης του, όπου η μπάντα άνοιξε για ονόματα όπως οι Uriah Heep, οι Genesis, οι Free και οι Supertramp και με αποκορύφωμα μια τους εμφάνιση στο περίφημο Marquee μαζί με τον Robin Trower, το μέλλον της έμοιαζε αρκετά ελπιδοφόρο. Παρόλα αυτά, κι ενώ οι ηχογραφήσεις για το επόμενο άλμπουμ, που στόχος ήταν να κυκλοφορήσει την αμέσως επόμενη χρονιά, είχαν ολοκληρωθεί, η Polydor τους αποδέσμευσε, απορρίπτοντας να κυκλοφορήσει άλλη τους δουλειά. Οι λόγοι ποικίλουν, με το ανεπαρκές management, τις κακές σχέσεις με την εταιρεία (η οποία, κιόλας, τους κατηγορούσε για έλλειψη δέσμευσης λόγω του γεγονότος πως τα περισσότερα μέλη διατηρούσαν τις πρωινές δουλειές τους) και τις χαμηλότερες του αναμενομένου πωλήσεις να συμβάλλουν με τον τρόπο τους στην απόφαση. Έτσι, η μπάντα αποκαμωμένη οδηγήθηκε στην αναπόφευκτη διάλυση και όλα έδειχναν πως οι ηχογραφήσεις που προορίζονταν να αποτελέσουν το διάδοχο του ντεμπούτου τους θα χάνονταν στη λήθη του χρόνου.

Φτάνουμε στο έτος 1992. Το όνομα των Fantasy πλέον το γνωρίζουν μονάχα οι ψαγμένοι ρέκτες της προοδευτικής μουσικής των '70s, δίχως να υπάρχουν σημάδια επανάκαμψης από τους ίδιους, και με τις ηχογραφήσεις τους να μένουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Ή μήπως όχι;

Η Audio Recordings, μια μικρή εταιρεία με ειδίκευση στην κυκλοφορία χαμένων άλμπουμ, κατάφερε να εξασφαλίσει τα δικαιώματα των ηχογραφήσεων αυτών, κυκλοφορώντας τα υπό τον αυθεντικό τους τίτλο ("Beyond The Beyond") και με την προσθήκη ορισμένων επιπλέον συνθέσεων. Το υλικό καθεαυτό συνέχιζε σε παρόμοιο ύφος με το ντεμπούτο κι αποτελεί μια μικρή αποκάλυψη, μιας και παρουσιάζει μια μπάντα ακόμη πιο δεμένη, με συνθέσεις που δεν είχαν να ζηλέψουν σε τίποτα εκείνες του "Paint A Picture". Ανάλογου ύφους υπήρξε και το "Vivariatum", μια συλλογή ακυκλοφόρητων κομματιών τους που ανέτρεχαν μέχρι και στις πρώτες μέρες τους ως Chapel Farm και κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα, αποκαλύπτοντας και τα τελευταία συνθετικά απομεινάρια της ακμής τους και κλείνοντας μια και καλή το κεφάλαιο Fantasy, αφού οποιαδήποτε συνέχεια δεν υπήρξε και ούτε αναμένεται μελλοντικά.

Listen

  • SHARE
  • TWEET