Dramachine: «Θέλουμε να βγάλουμε νόημα σε συνθήκες που τίποτα δεν βγάζει νόημα»
Το ανερχόμενο synthpunk trio από την Αθήνα λίγο πριν την πρώτη του ευρωπαϊκή περιοδεία μιλά στο Rocking.gr για την πορεία και τις επιρροές του
Μη Νομίζεις", θα σε πείσει για να κολλήσεις μια και καλή. Γεννημένοι στις αυτοοργανωμένες κοιτίδες πολιτισμού αυτής της ρημάδας της Αθήνας και λίγο πριν η πανδημία μας χτυπήσει για τα καλά, οι Dramachine είναι ένα σχήμα που αναπόφευκτα εμπνεύστηκε αλλά και επηρεάστηκε από αυτή τη συνθήκη. Σύγχρονοι ποιητές του δράματος και του αστικού burnout, οι Dramachine δεν ντρέπονται να σχολιάσουν τον περίγυρό τους ευθαρσώς, με περίσσια κούραση από την καθημερινότητα μα ακόμη περισσότερο αυτοσαρκασμό και πείσμα για συνέχεια.
Αν δεν σου έχει τύχει να χορέψεις αυθόρμητα, τυχαία ή επί σκοπού σε κάποια συναυλία των Dramachine, ίσως δυσκολευτείς να καταλάβεις την ανεξήγητη έλξη προς τη μουσική αυτού του σχήματος. Πιστεύω βέβαια πως μια δοκιμή και μόνο οποιασδήποτε σύνθεσής τους, και γιατί όχι και του ολόφρεσκου "Οι Dramachine και η αυθεντικότητά τους γρήγορα κέρδισε έδαφος μεταξύ οπαδών αλλά και ακόμη πιο έξω - πράγμα που τους φέρνει αυτή τη στιγμή σε θέση να ξεκινούν την πρώτη τους ευρωπαϊκή περιοδεία. Καρμικά και ειρωνικά, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές ταξιδεύουμε μαζί για την πρώτη τους στάση στο Amsterdam κι ενώ η ομάδα μας κατευθύνεται προς το Roadburn Festival. Οι Dramachine με αφορμή αυτή τη νέα εμπειρία άδραξαν την ευκαιρία να μας πουν πολλά για όλη τους την πορεία, λόγια πραγματικά ενδιαφέροντα για το πως εδράζεται και πορεύεται μια σύγχρονη μπάντα με κοινωνικοπολιτικές ανησυχίες και αγάπη για τη μουσική.
Καλησπέρα παιδιά και καλωσήλθατε στο Rocking.gr! Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά - ποιοι είναι οι Dramachine και τι σημαίνει το όνομά τους;
Καλησπέρα, χαιρόμαστε που είμαστε εδώ! Οι Dramachine γεννήθηκαν το 2019 από τρεις ανθρώπους: την Ελένη Μάκκα, τον Χάρη Ζαχαρόπουλο και τον Γιώργο Πάλλη. Έκτοτε συνεχίζουμε ακριβώς οι ίδιοι, λαμβάνοντας μέσα στα χρόνια πολύτιμες βοήθειες από συνεργάτιδες και συνεργάτες.
Όσο για το όνομα, προέκυψε μάλλον σαν λογοπαίγνιο της λέξης «drum machine» και της λέξης «Drama»: από το 2019 μέχρι και το 2021, τα συνθεσάιζερ οργανώνονταν γύρω από το KR-55, ένα από τα χαρακτηριστικότερα ρυθμικά μηχανήματα της Korg από το 1979, και ακολουθούσαν οι μελωδίες της κιθάρας και του μπάσου. Το drum machine λειτουργούσε λοιπόν ως κεφαλή, έπρεπε να ακολουθούμε το ρυθμό και τα μοτίβα του. Οι στίχοι ήταν εκείνοι που καθόρισαν όμως το τελικό όνομα, ο υπερβολικά δραματικός χαρακτήρας που απέδιδαν σε πράγματα που άλλοι θα μπορούσαν να θεωρήσουν τετριμμένα ή επουσιώδη: τις ερωτικές σχέσεις μεταξύ των millennials, το συλλογικό αίσθημα του να «μην έχεις καθόλου χρόνο», την κατασκευή του Εαυτού σαν κεφάλαιο.
Την περίοδο που μας έλεγαν με χίλιους δυο τρόπους πως το μόνο που επιτρέπεται είναι το να δουλεύουμε, εμείς είχαμε την ευκαιρία να παράγουμε κάτι για τους εαυτούς μας, τις φίλες και τους φίλους μας
Είστε ένα συγκρότημα που δημιουργήθηκε λίγο πριν ο κόσμος γύρω μας αλλάξει ριζικά μετά την πανδημία, το πρώτο σας EP μάλιστα κυκλοφόρησε λίγες μέρες προτού κλειστούμε σπίτια μας. Πέρα από το προφανές της κυκλοφορίας του δεύτερου, split EP σας με τον Electric Dispoiler με τίτλο "Covid-19", πως επηρέασε αυτή η κατάσταση τη δημιουργική σας διαδικασία;
Ήμασταν στα κάγκελα - κυριολεκτικά και μεταφορικά! Θυμόμαστε ακόμη ότι τη μέρα που ανακοινώθηκε το πρώτο «κρούσμα» στην Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη συγκεκριμένα, βρισκόμασταν καθ’ οδόν για το πρώτα μας LIVE: το πρώτο στη Σόφια, το αμέσως επόμενο στη συμπρωτεύουσα. Στη Θεσσαλονίκη λοιπόν, είχαμε βγει στη σκηνή με ιατρικές μάσκες, ξέρεις αυτές που έμελλε να γίνουν η τελευταία λέξη της μόδας του καιρού τους, θέλοντας βασικά να κοροϊδέψουμε την όλη κατάσταση. Δεν ξέραμε βέβαια τι θα επακολουθούσε!
Όπως και να ’χει, η περίοδος των εγκλεισμών μας καθόρισε - όπως καθόρισε βέβαια όλα τα σχήματα που αποτελούνται από ανθρώπους σαν εμάς. Έπρεπε να πηγαίνουμε στη δουλειά με χαρτάκι και να είμαστε πίσω στο σπίτι την καθορισμένη ώρα. Έπρεπε να είμαστε με το ζόρι απομονωμένοι, και η απομόνωση είναι μάλλον ο χειρότερος εχθρός κάθε συλλογικής δημιουργίας. Έπρεπε όμως και να επινοήσουμε νέους τρόπους, νέους όρους και νέους χρόνους για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε - αυτό ήταν το ζωντανό στοίχημα της περιόδου. Εκ των υστέρων, λέμε μεταξύ μας πως η όλη αυτή διαδικασία δούλεψε: στη μουσική μας, στον τρόπο με τον οποίο δημιουργούμε συλλογικά, διοχετεύσαμε ένα καθόλου ευτελές κομμάτι από τα νεύρα, τα ζόρια, την απογοήτευση και τη θλίψη που μας προκαλούσε η παρατεταμένη έκτακτη ανάγκη. Την περίοδο που μας έλεγαν με χίλιους δυο τρόπους πως το μόνο που επιτρέπεται είναι το να δουλεύουμε, εμείς είχαμε την ευκαιρία να παράγουμε κάτι για τους εαυτούς μας, τις φίλες και τους φίλους μας.
Κάτι που έχω μεγάλη απορία είναι γιατί τελικά από όλα τα κομμάτια, επιλέξατε να διασκευάσετε (ήδη από την πρώτη σας κυκλοφορία) το πασίγνωστο "Σαν Με Κοιτάς" του Γιάννη Φέρτη και της Αφροδίτης Μάνου;
Γιατί μας αρέσει τόσο πολύ το πρωτότυπο! Και γιατί σκεφτόμασταν πως, μολονότι είμαστε βεβαίως κομμάτι μιας ορισμένης σκηνής, θα ήταν μια επιλογή η οποία θα δημιουργούσε μια απόσταση ανάμεσα σε εμάς και τους απαράβατους κανόνες της, ένας εκ των οποίων λέει πως απαγορεύεται να αναζητούμε τις επιρροές μας σε νοσταλγικές εικόνες του παρελθόντος, αν βεβαίως αυτές οι εικόνες δεν τεκμαίρουν μια σκληρή, συμπαγή ταυτότητα. Πέρα από αισθητική επιλογή, ήταν λοιπόν κομμάτι μιας (αυτό)κριτικής, ενός διαλόγου που μπορεί να συνεχίζεται μέχρι σήμερα, αν και όχι δημόσια.
Ο Μπόρχες έλεγε: […]Γράφω για τον εαυτό μου και για τους φίλους μου. Γράφω, ακόμα, για να κάνω ευκολότερο το πέρασμα του χρόνου». Μας ταιριάζει πολύ μια τέτοια μοριακή οπτική της πολιτισμικής παραγωγής
Δεν άργησε εντός αυτής της συνθήκης να κυκλοφορήσει και ο πρώτος ολοκληρωμένος σας δίσκος, "Συγκινησιακή Πανούκλα". Οι συνθέσεις σας, κυρίως στιχουργικά, εκφράζουν σε μεγάλο βαθμό το υπαρξιακό άγχος της αστικής καθημερινότητας που κακά τα ψέματα μιας και είμαστε στην ίδια γενιά μπορώ να πω πως δημιουργούν για όλους εμάς μια αναπόφευκτη ταύτιση. Πώς βιώνετε ως μουσικοί αυτές τις καταστάσεις πριν, κατά τη διάρκεια αλλά και μετά την πανδημία;
Η "Συγκινησιακή Πανούκλα" ήταν τέκνο του ανταγωνισμού που περιγράψαμε παραπάνω: από τη μία πλευρά οι επιταγές της πανδημικής περιόδου -και όχι μόνο αυτής- και από την άλλη οι δικοί μας τρόποι για να μην ασφυκτιούμε, για να βγάλουμε ένα νόημα μέσα σε έναν κόσμο όπου τίποτα δεν βγάζει νόημα. Ο Μπόρχες έλεγε: «Δεν γράφω για μια εκλεκτή μειοψηφία, που δεν σημαίνει τίποτα για μένα, αλλά ούτε και για εκείνη τη χιλιολιβανισμένη πλατωνική κατηγορία που είναι γνωστή ως "οι μάζες". Δυσπιστώ και στις δύο αυτές αφαιρέσεις τις τόσο προσφιλείς στους δημαγωγούς. Γράφω για τον εαυτό μου και για τους φίλους μου. Γράφω, ακόμα, για να κάνω ευκολότερο το πέρασμα του χρόνου». Μας ταιριάζει πολύ μια τέτοια μοριακή οπτική της πολιτισμικής παραγωγής. Εμείς λοιπόν, όπως και οι φίλες και οι φίλοι μας, ζούμε πράγματι σε αφιλόξενες πόλεις, είμαστε μονίμως αγχωμένοι και αγχωμένες, διαρκώς απασχολημένες, ανίκανοι να απολαύσουμε τη ζεστασιά της παλιάς καλής βαρεμάρας.
Ποιοι ήταν υπεύθυνοι γι’ αυτό το καταπληκτικό εξώφυλλο;
Ο Disco Suicide, άνθρωπος με πολλές ταυτότητες και εμμονές, επιμελήθηκε το εξώφυλλο τόσο της Πανούκλας όσο και του πρώτου μας EP. Τον ευχαριστούμε για μια ακόμη φορά, για χίλιους δυο λόγους!
Είναι, άλλωστε, μάλλον σημείο των καιρών μας τα κομμάτια που αφηγούνται ένα εύρος συναισθημάτων που ταυτοποιούνται ως «αρνητικά» να γνωρίζουν όλο και περισσότερη «εμπορική επιτυχία»
Εντός του δίσκου θα βρούμε και το κομμάτι σας "Δεν Έχει Μείνει Τίποτα" όπου γνώρισε μια ξαφνική και μεγάλη επιτυχία, ή και αναγνώριση αν θέλετε. Πως επηρέασε αυτό την πορεία σας και πως σαν κάνει να νιώθετε να έχετε ένα πολύ γνωστό κομμάτι τώρα που πιθανόν να μπορείτε να το δείτε κάπως αποστασιοποιημένα;
Το "Δεν Έχει Μείνει Τίποτα" ήταν το όγδοο κομμάτι του δίσκου, το τελευταίο κατά σειρά που γράψαμε δηλαδή. Ενδεχομένως η επιτυχία του, όπως λες, να οφείλεται ακριβώς σε αυτό το γεγονός: γράφτηκε κάπως αβίαστα στο βαθμό που ο δίσκος είχε σχεδόν ολοκληρωθεί και το αποτέλεσμα μας ικανοποιούσε ήδη. Είχαμε, λοιπόν, την ευκαιρία να εξομολογηθούμε κάτι απολύτως προσωπικό, ένα αίσθημα γενικής απογοήτευσης για το παρόν και ανησυχίας για το μέλλον. Είναι, άλλωστε, μάλλον σημείο των καιρών μας τα κομμάτια που αφηγούνται ένα εύρος συναισθημάτων που ταυτοποιούνται ως «αρνητικά» να γνωρίζουν όλο και περισσότερη «εμπορική επιτυχία». Το "Δεν Έχει Μείνει Τίποτα" επιβεβαιώνει μάλλον αυτόν τον γενικό κανόνα. Από την άλλη πλευρά, όπως έχουν εξηγήσει με ξεκαρδιστικό τρόπο οι KLF στο διάσημο βιβλιαράκι "Πώς να κάνετε μια νούμερο ένα επιτυχία", όταν ένα τραγούδι σου ξεφύγει λιγάκι από τα στάνταρ και ανοιχτεί σε ένα ευρύτερο κοινό, το χειρότερο και πιο μάταιο πράγμα που έχεις να κάνεις είναι να προσπαθήσεις να αντιγράψεις τη συνταγή.
Η κριτική μας είναι σε μεγάλο βαθμό και αυτοκριτική, στοχεύει στο να αποτελέσει ένα ελάχιστο κομμάτι στο μωσαϊκό της προοπτικής ανασύνταξης των ανεξάρτητων σκηνών
Μετά από λίγα χρόνια δισκογραφικής ησυχίας, κυκλοφορήσατε διαδοχικά ανά έτος τα κομμάτια "Το Όνομά Μου Είναι Άγχος", "Λένορμαν" και "Μη Νομίζεις" με τη Sci-Fi River, που κινούνται στους σύνηθες ήχους σας απλά αυτή τη φορά δανείζονται και λίγο από τα 80s αλλά σας βρίσκουν και κάπως πιο οργισμένους. Κινούμαστε προς έναν νέο δίσκο Dramachine;
Πράγματι, το "Λένορμαν" και το "Μη Νομίζεις" είναι στιγμιότυπα από τον επερχόμενο δίσκο μας, τον οποίο φιλοδοξούμε να κυκλοφορήσουμε εντός του 2025. Αν υπάρχει κάτι κοινό σε αυτά τα δύο τραγούδια το ότι επιχειρούν να φωτίσουν μια περιοχή όπου κατοικείται από τον ελέφαντα στο δωμάτιο: τις νέες τάσεις της παλιάς βιομηχανίας της κουλτούρας, τις πλατφόρμες ακρόασης και το κυνήγι του streaming, το ρόλο των εφοπλιστικών ιδρυμάτων στα πολιτισμικά δρώμενα των ημερών μας. Δεν κουνάμε, βέβαια, το δάχτυλο σε κανέναν∙ η κριτική μας είναι σε μεγάλο βαθμό και αυτοκριτική, στοχεύει στο να αποτελέσει ένα ελάχιστο κομμάτι στο μωσαϊκό της προοπτικής ανασύνταξης των ανεξάρτητων σκηνών.
Μουσικά λοιπόν, κινείστε σε έναν πολύ ενδιαφέρων ήχο όπου τα synthesizers μπλέκονται με το (post) punk. Τι σας ώθησε σε αυτή τη δημιουργική επιλογή;
Ήταν μία από τις μουσικές με τις οποίες μεγαλώσαμε, ένας κοινός τόπος και για τα τρία μέλη της μπάντας και μία βασική κατεύθυνση για τη μουσική που θέλαμε να γράψουμε παρέα.
Το ρετρό κατοικεί στη ζωντανή μνήμη κάποιου, συνήθως στην παιδική του ηλικία, ενώ η νοσταλγία κατευθύνεται προς ένα παρελθόν αυθεντικότητας, ένα παρελθόν που το υποκείμενο δεν έζησε ποτέ, θα ήθελε όμως πολύ να το είχε ζήσει
Είναι βέβαια οι συγκεκριμένες μουσικές που τα τελευταία χρόνια έχουν δει άνθιση. Όπως το βλέπω εγώ, από την δημοφιλία που γνώρισε η κουλτούρα του Retrowave από το 2010 κι έπειτα αλλά και η πρόσφατη αναβίωση του post punk (όχι πως πέθανε ποτέ αλλά ήρθε περισσότερο στο προσκήνιο), οι ήχοι αυτοί βρήκαν ανταπόκριση ακόμη και σε μικρότερες ηλικίες. Εσείς ως καλλιτέχνες στον ήχο πως το βιώνετε;
Όπως έχει εξηγήσει περίφημα ο βρετανός μουσικοκριτικός Σάιμον Ρέινονλτς, υπάρχει μια μάλλον βασική διαφορά ανάμεσα στη ρετρό και τη νοσταλγική αναβίωση: το ρετρό κατοικεί στη ζωντανή μνήμη κάποιου, συνήθως στην παιδική του ηλικία, ενώ η νοσταλγία κατευθύνεται προς ένα παρελθόν αυθεντικότητας, ένα παρελθόν που το υποκείμενο δεν έζησε ποτέ, θα ήθελε όμως πολύ να το είχε ζήσει. Αυτή η διάκριση έχει μάλλον μεγάλη σημασία για τη συζήτηση που ανοίγεις, στο βαθμό που καθορίζει διαφορετικούς τρόπους εμπλοκής αναλόγως της ηλικίας κάποιου ανθρώπου. Λειτουργεί, λόγου χάριν, διαφορετικά για μία γυναίκα 45 ετών που ενδεχομένως να είχε δει ζωντανά τους South Of No North στο Ρόδον το 1989 και για έναν άντρα 20 ετών που ακολουθεί post-punk λογαριασμούς στο Tik-Tok. Αν υπάρχει κάτι κοινό, αυτή είναι μια δυσφορία απέναντι στο παρόν και μια αδυναμία μελλοντολογικής φαντασίας, συνεπώς μια επιστροφή στο παρελθόν. Οπότε, μολονότι αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας σαν κομμάτι της κουλτούρας των αναβιώσεων, φιλοδοξούμε -έστω καταστατικά, έστω στο μέλλον- και ανυπομονούμε να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε μουσική που να εμπνέεται, πρώτα και κύρια, από το παρόν και το μέλλον, γεγονός που θα καθοριστεί από την κοινωνική κίνηση η οποία θα επιβάλλει μια τέτοια στροφή.
Υπάρχει και μια μεγάλη τάση αλλά και προϊστορία στην Ελλάδα βέβαια με αυτόν τον ήχο έτσι; Από πρότερα χρόνια και τη Λένα Πλάτωνος μέχρι τους underground χώρους και τους Οδός 55 αλλά και πολύ πιο σύγχρονα ονόματα, κάτι συμβαίνει με την αστική απομόνωση της Αθήνας και τα σύνθια. Πως βλέπετε τη σκηνή του σήμερα εντός κι εκτός συνόρων; Είναι κάποιοι καλλιτέχνες που ξεχωρίζετε;
Ναι, πράγματι κάτι συμβαίνει! Ίσως να μην αφορά μόνο την Αθήνα αλλά την ελληνική επικράτεια συνολικά, αυτό το «μεταίχμιο μεταξύ Ανατολής και Δύσης», αλλά και το δομικό συντηρητισμό της ελληνικής κοινωνίας, εντός της οποίας άνθισαν -στα ’70s, τα ’80s και τα ’90s- σαν ατύχημα ένα σωρό πρωτοποριακά σχήματα. Η κληρονομιά αυτή βαραίνει προφανώς τους καλλιτέχνες και τις μπάντες του σήμερα. Είναι όμως πολλές και πολλοί εκείνες και εκείνοι που ξεχωρίζουμε και δεν θέλουμε να αδικήσουμε κανέναν παραλείποντάς τον.
Ποιοι καλλιτέχνες σας επηρέασαν για τη δημιουργία των Dramachine;
Το 2020, στα πλαίσια μιας συνέντευξης που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, είχαμε δώσει την εξής απάντηση - νομίζουμε είναι ενδεικτική των επιρροών μας εκείνη τη χρονική στιγμή:
«Οι De Ambassade, οι EYE, οι Ventre De Biche, οι Komplikations, οι Pisse, οι Γεμάτος Αράχνες ρε Φίλε!, οι The Dreams, οι La Femme, η Κλάρα Ρόκμορ, οι Stranglers, οι Lost Bodies, ο Felix Kubin, οι Ομίχλη».
Θέλαμε κυρίως να παίξουμε με τα είδη, να αναμείξουμε τις -ούτως ή άλλως διακριτές- επιρροές μας
Είστε παράλληλα μιας που αγγίξαμε τον underground χώρο ένα συγκρότημα που ξεκίνησε τις εμφανίσεις του κυρίως στα πλαίσια αυτοοργανωμένων χώρων και εκδηλώσεων. Ποια είναι η σημασία αυτής της πτυχής των Dramachine για εσάς;
Ασφαλώς και είμαστε, συνεχίζουμε να αποτελούμε κομμάτι αυτής της παράδοσης, να την υποστηρίζουμε με όλους τους δυνατούς τρόπους και να εργαζόμαστε για αυτήν. Οι καλύτερες μας συναυλίες, αυτές που απολαύσαμε περισσότερο, δεν περιείχαν μόνο performance στη σκηνή: είχαν συναντήσεις, κανονίσματα, αφισοκολλήσεις, κουβάλημα, στήσιμο, ξεστήσιμο και άλλα πολλά.
Τι ήταν αυτό που τελικά σας οδήγησε να κινηθείτε προς διαφορετικού τύπου σκηνές και σας έδωσε και την ευκαιρία να εμφανιστείτε μαζί με πολλούς καλλιτέχνες από εδώ κι από έξω, όπως για παράδειγμα οι Home Front, ο Billy Woods, η εμπειρία σας στο New Long Fest και πολλά ακόμη;
Νομίζουμε, και με βάση τα όσα λέγαμε παραπάνω αυτό προκύπτει, πως όταν φτιάξαμε τη μπάντα δεν θέλαμε να ακολουθήσουμε απλώς την ποστ-πανκ πεπατημένη, θέλαμε κυρίως να παίξουμε με τα είδη, να αναμείξουμε τις -ούτως ή άλλως διακριτές- επιρροές μας, να παράξουμε πράγματα τα οποία δεν ακούγαμε ως τέτοια εκεί έξω. Στη "Συγκινησιακή Πανούκλα" μπορείς να ακούσεις αρκετούς διαφορετικούς ρυθμούς, πολλές μετατοπίσεις στο τέμπο, ένα βαλς που ακολουθείται από ένα χιπ-χοπ κομμάτι (με τη συμμετοχή της Sci-Fi River) και άλλα πολλά παράδοξα. Προσπαθήσαμε, λοιπόν, με τα ελάχιστα που ξέραμε, να επιχειρήσουμε κάποιες ασκήσεις πάνω σε διάφορα είδη, just for fun. Καταλαβαίνεις λοιπόν πόσο μας χαροποιεί όταν όλο αυτό παίρνει σάρκα και οστά, επιτρέποντάς μας να συμμετέχουμε ταυτόχρονα σε μέταλ, πανκ και χιπ-χοπ συναυλίες.
Οι συναυλίες, ως καταστάσεις λιγότερο ή περισσότερο αγχωτικές, ενέχουν πάντοτε το στοιχείο της αυτενέργειας, μπορεί κάποιο μέλος της μπάντας να κάνει κάτι που δεν το έχει ξανακάνει, ίσως να μην το έχει σκεφτεί και ποτέ
Ζωντανά τείνετε να δικαιώνετε το όνομά σας, με πολύ χορό και πολύ δράμα, κάτι που προσωπικά διασκεδάζω πολύ. Είναι καλλιτεχνική επιλογή τελικά αυτό ή δική σας εσωτερική ανάγκη έκφρασης;
Σε ευχαριστούμε πολύ! Πράγματι, ο νευρικός χορός και η υπερβολή στην περφόρμανς είναι μια προσπάθεια να σωματοποιήσουμε με έναν τρόπο το στιχουργικό περιεχόμενο και τον dramatic χαρακτήρα μας συνολικά. Πολλές φορές συμβαίνει και με μια δόση αυτοσαρκασμού φυσικά. Οι συναυλίες, ως καταστάσεις λιγότερο ή περισσότερο αγχωτικές, ενέχουν πάντοτε το στοιχείο της αυτενέργειας, μπορεί κάποιο μέλος της μπάντας να κάνει κάτι που δεν το έχει ξανακάνει, ίσως να μην το έχει σκεφτεί και ποτέ. Μετά τη συναυλία, συνήθως συζητάμε τι μας άρεσε και τι όχι, τι ήταν αμήχανο και τι θα μπορούσε να πάει καλύτερα. Κάπως έτσι δουλεύουμε τη σκηνική παρουσία συλλογικά.
Είναι δύσκολο τελικά να παίζεις ζωντανά ως Dramachine με drum machine;
Το drum machine είναι ο καλύτερος φίλος των Dramachine.
Πλησιάζει μάλιστα και μια αρκετά μεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία, η πρώτη σας αν δεν κάνω λάθος, μαζί με τον Larsovitch από τη Γαλλία. Πως νιώθετε γι’ αυτό;
Είμαστε πολύ χαρούμενοι για αυτό! Έχουμε παίξει κάποιες φορές στο εξωτερικό, κυρίως στα Βαλκάνια που τα λατρεύουμε, αλλά είναι η πρώτη μας περιοδεία, πράγματι. Ο Larsovitch είναι φίλος μας, γνωριστήκαμε τον Νοέμβριο σε μια συναυλία που παίζαμε παρέα στο Τορίνο και αμέσως κουμπώσαμε. Πέραν της περιοδείας, θα δουλέψουμε και κάποια άλλα πράγματα παρέα με τον Théo, για τα οποία επίσης ανυπομονούμε.
Ποια ήταν η πιο δυνατή συναυλιακή σας εμπειρία ως τώρα που θυμάστε είτε λόγω της απόδοσης σας είτε λόγω όσων συνέβησαν πριν και μετά;
Συνήθως μετά τις συναυλίες μας συμβαίνουν διάφορα πολύ αστεία πράγματα, κατά κάποιο τρόπο γνωστά αλλά και άγνωστα, τα οποία όμως δυστυχώς δεν μπορούμε να εξομολογηθούμε. Η αγαπημένη μας συναυλιακή πόλη είναι πάντως τα Γιάννενα, εκεί έχουμε ζήσει τις καλύτερες μας στιγμές.
Σύμφωνα με το βιογραφικό σας, προσπαθείτε να επιβιώσετε μεταξύ κάποιων τρομακτικών πραγμάτων - τι είναι όμως χειρότερο: νυχτερίδες που τρώνε φίδια, πρώην γκόμενοι, ακραίες καιρικές συνθήκες, οι παθιασμένοι με την αυτοβελτίωση ή οι χαμηλοί μισθοί;
Είναι ο συνδυασμός όλων των παραπάνω, η εποχή μας δηλαδή.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για το χρόνο σας, μπορείτε να κλείσετε αυτή τη συνέντευξη όπως εσείς θέλετε!
Εμείς σε ευχαριστούμε, είπαμε πολλά για μία μέρα!