Ο ριζοσπαστικός δρομέας του σουηδικού progg κινήματος

ProgSession #73: Blå Tåget

Από τον Σπύρο Κούκα, 14/02/2023 @ 14:30

Σε ένα παρελθόν που όσο κοντινό φαντάζει, τόσο μακρινό είναι στην πραγματικότητα, οι περιπτώσεις δημιουργών και των έργων τους που παρέμειναν στις σκιές της λησμονιάς φαντάζουν αμέτρητες. Τα γρανάζια της μουσικής βιομηχανίας ανταποκρίνονται κυρίως στη φήμη και το χρήμα, με το ταλέντο και τη σκληρή δουλειά να μην αρκούν για τη μακροημέρευση των καλλιτεχνών και συγκυρίες να ορίζουν το μέλλον τους. Ωστόσο, με το χρόνο ως αντικειμενικότερο κριτή, τα μουσικά πονήματα των αφανών ηρώων υπάρχουν, περιμένοντας να αποκαλύψουν τη μαγεία τους σε αυτούς που θα τα ανακαλύψουν.

Έτσι, αποδεχόμενοι τη δική μας «διαστροφή» και αναλαμβάνοντας τον ρόλο του ανήσυχου ρέκτη, θα παρουσιάζουμε ανά τακτά (ή και όχι τόσο) χρονικά διαστήματα, μέσω μίας στήλης που διόλου τυχαία επέλεξε να παίξει με τις λέξεις progress και obsession, το έργο ενός δημιουργού από το ευρύτατο φάσμα και την κληρονομιά του progressive rock, που - συνήθως - δεν κατάφερε να ξεφύγει ενός cult συλλεκτικού επιπέδου.

Days of progressive past Vol. 73:

Η άνθηση του σουηδικού progg κινήματος

Οι δεκαετίες των ‘60s και ‘70s αποτέλεσαν μια περίοδο συνεχιζόμενων κοινωνικοπολιτικών μεταβολών ανά τον κόσμο, με τη μουσική κοινότητα της εποχής να συμμετέχει με τον δικό της τρόπο σε αυτές τις αλλαγές από χώρα σε χώρα. Έτσι, αν η Γερμανία είχε το krautrock και χώρες όπως η Αργεντινή και η Χιλή το έντονα πολιτικοποιημένο προοδευτικό rock κίνημα τους, στη Σουηδία αναδείχθηκε το progg, ένα αντι-εμπορικό κίνημα αριστερής ιδεολογίας και μουσικού προοδευτισμού.

Βρίσκοντας το αποκορύφωμα του το 1975, μια χρονιά που η Σουηδία θα φιλοξενούσε τη Eurovision, το progg υπήρξε μια αναντίρρητη πολιτική-καλλιτεχνική δήλωση, δίχως όμως μια συγκεκριμένη πολιτική γραμμή, καθώς κύριο μέλημα του υπήρξε η ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης και οι αποστάσεις αυτής από την βιομηχανοποίηση της μουσικής δημιουργίας. Με την πεποίθηση ότι η μουσική είναι ένα δημιουργικό πεδίο δίχως όρια και περιορισμούς που προωθούνται από την εμπορευματοποίηση του άλμπουμ ως προϊόν κατανάλωσης, η γενιά των proggare υπήρξε ριζοσπαστική, ενστερνιζόμενη την πραγματική ουσία της δημιουργικής διαδικασίας της σύνθεσης (και, κατ' επέκταση, ακρόασης) της μουσικής.

Ουσιαστική αφετηρία του κινήματος πιθανόν πρέπει να θεωρηθεί το Gardet festival στη Στοκχόλμη, το καλοκαίρι του 1970. Ένα φεστιβάλ το οποίο διεξήχθη παρανόμως, καθώς καμία άδεια δεν πάρθηκε για την τέλεση του στη συγκεκριμένη περιοχή και περίοδο, κι ενώ η ανεξάρτητη δισκογραφική Silence κυκλοφόρησε μια συλλογή από τις εμφανίσεις των σχημάτων του φεστιβάλ ως πρώτη της κυκλοφορία· μια καθόλα αρμόζουσα εκκίνηση για ένα τέτοιο κίνημα. Έτσι, διασχίζοντας ολόκληρη τη δεκαετία του '70 και απέχοντας από ένα συγκεκριμενοποιημένο πεδίο έκφρασης - καθώς η στάση του υπήρξε αντικαπιταλιστική και αντιεμπορική, αλλά όχι απαραίτητα ενστερνιζόμενη ομοιογενώς μια έκφανση της αριστερής ιδεολογίας - το progg υπήρξε ρηξικέλευθο και σμίλευσε με το δικό του τρόπο τη συνείδηση και τον τρόπο σκέψης όσων ήρθαν σε επαφή μαζί του. Η στήλη, λοιπόν, αποτίνει το δικό της φόρο τιμής σε εκείνη τη γενιά, απασχολούμενη αυτή τη φορά με τους Blå Tåget, ένα σπουδαίο αρτιστικό όχημα εντός των πολύπλευρων progg χωραφιών.

Από τους Gunder Hägg στους Blå Tåget

Μια από τις εμβληματικότερες μπάντες του συγκεκριμένου μουσικού σιναφιού υπήρξαν οι Bla Taget, εκκινώντας τη μουσική τους περιπλάνηση υπό την ονομασία ενός από τους σπουδαιότερους Σουηδούς δρομείς των παρελθόντων χρόνων. Ίσως ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα του πραγματικού progg πνεύματος, καθώς το σχήμα διατηρούσε ακέραια τη νοοτροπία του «όποιος θέλει να παίξει μουσική, μπορεί», είτε εκείνος έχει στοιχειώδεις μουσικές γνώσεις, είτε όχι, οι Bla Taget ξεπρόβαλαν κατευθείαν από την καρδιά των Τεχνών της Στοκχόλμης, αποτελώντας έναν από τους πιο ανήσυχους εκφραστές τους.

Μουσικά παράδοξοι και με την πλειονότητα των μελών τους να είναι αρχάριοι στο χειρισμό ενός μουσικού οργάνου όταν πρωτοξεκίνησαν, οι Bla Taget άλλαξαν μερικά ονόματα (βλ. Tjalles Horisont, Sound Of Music) προτού καταλήξουν σε εκείνο του περίφημου συμπατριώτη τους δρομέα - μέχρι να το αλλάξουν κι αυτό. Στιχουργικά, πραγματεύονταν με ένα εύρος θεμάτων αριστερών αποχρώσεων, που περιελάμβαναν από μαρξιστικές αναλύσεις, προσκλήσεις σε επανάσταση ενάντια στο κατεστημένο και έντονες κριτικές απόψεις περί τέχνης, μέχρι πιο κοινά θέματα της καθημερινότητας, ενώ υπήρξαν ξεκάθαρα κατά της συμφωνίας Saltsjöbaden, ένα συντηρητικό μοντέλο ανάμειξης του σοσιαλισμού με τον καπιταλισμό. Ως σημαντικότερο τους έργο θα πρέπει να θεωρηθεί το άλμπουμ που παρουσιάζεται παρακάτω, το οποίο τους έβρισκε στο αποκορύφωμα των δημιουργικών τους αρετών, να διαδίδουν με τον πλέον εμφατικό τρόπο τις ιδέες τους στο ακροατήριο.

Blå Tåget - Brustna Hjärtans Hotell (MNW, 1972)

Είναι εντυπωσιακό, αν το σκεφτεί κανείς, πώς και πόσο εξελίχθηκε αυτή η συνομοταξία μουσικών από δίσκο σε δίσκο. Ξεκινώντας από το ωμό “Tigerkaka” του 1969 (ακόμη ως Gunder Hägg), το οποίο είναι ένα παράφρον, ασύνδετο σύνολο ας-πούμε-συνθέσεων που παλαντζάρουν από τη jazz στη ψυχεδέλεια και κάνοντας στάση σε οποιοδήποτε ενδιάμεσο ιδίωμα κατά το δοκούν, η μπάντα είναι συγκινητικά ασυνεπής στο τί θέλει και τί μπορεί να παίξει. Λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι τα περισσότερα μέλη της υπήρξαν αυτοδίδακτα, μαθαίνοντας «επί τω έργω» να χειρίζονται το εκάστοτε όργανο τους, με κάκιστη εκφορά των όποιων αγγλικών στίχων υπήρχαν, με τις ίδιες τις συνθέσεις να χαρακτηρίζονται κολακευτικά ερασιτεχνικές και με χίλια δύο ακόμη θέματα, αν κριθεί αυστηρώς μουσικά.

Στο τελευταίο, ας πούμε, εστίασε ο Mikael Wiehe και σχημάτισε την Hoola Bandoola Band ως αντίδραση στη μουσική ανεπάρκεια των Gunder Hägg, ώστε να δείξει πως γίνεται σωστά αυτό που προσπαθούσαν να κάνουν. Από την άλλη, το “Tigerkaka” πρέπει να κριθεί ως αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή μια δήλωση πως ο καθένας μπορεί να κάνει αυτό που θέλει, ακόμη κι αν στερείται εξειδίκευσης. Με μια τέτοια εκκίνηση, δεν πρέπει να προξενεί εντύπωση πως η μπάντα υπήρξε περισσότερο μια κολεκτίβα δημιουργών παρά ένα αυστηρώς μουσικό σχήμα, γεγονός που επιβεβαιώνεται και με διάφορα «παράδοξα» γεγονότα που διαδραματίστηκαν και καθόρισαν τα επόμενα δύο άλμπουμ τους (όπως η «ετσιθελική» συμμετοχή του Carl Johan de Geer - και του τρομπονιού του - στο “Vargatider”). Φτάνοντας, όμως, στο “Brustna Hjärtans Hotel” η μπάντα ήταν ήδη τέσσερα χρόνια ενεργή, με προσωπικότητες που είχαν διαμορφώσει το δικό τους όραμα καλλιτεχνικής έκφρασης και με τις ικανότητες τους πλέον σαφώς πιο ανεπτυγμένες.

Έτσι, το τέταρτο τους άλμπουμ - ή πρώτο με την νέα ονομασία - θα έμελλε να είναι διπλό, να παρουσιάσει το πιο ολοκληρωμένο μουσικό τους πρόσωπο και να φιλοξενήσει τη δημοφιλέστερη σύνθεση τους, μια σύνθεση που θα γινόταν γνωστή από τη διασκευή που πραγματοποίησε μια μεταγενέστερη punk μπάντα. Το “Den Ena Handen Vet Vad Den Andra Gör”, περί ου ο λόγος, θα αποτελούσε επιλογή των Ebba Grön να το παρουσιάσουν ξανά ως “Staten Och Kapitalet”, δείχνοντας πως το progg rock των Blå Tåget και το punk είχαν ξεκάθαρες κοινές συνισταμένες, ως αντιδραστικές μουσικές ερεβουργίες ενάντια στο σύστημα.

Άλλωστε, και μουσικά, δεν μπορεί κανείς να πει πως η κληρονομιά των Blå Tåget υπήρξε δαιδαλώδης ή πολυσύνθετη με την επικρατούσα prog έννοια, γεγονός εν πολλοίς αναμενόμενο αν συλλογιστούμε πως ο στίχος και το μήνυμα είχαν πολύ μεγαλύτερη σημασία για τις περισσότερες progg μπάντες, από την ίδια τη μουσική. Η παραδοξότητα των Blå Tåget υπήρχε στην ευμετάβλητη φύση των συνθέσεων τους λόγω των ικανοτήτων των μελών τους, αφού καθένας που ήταν στην μπάντα έπαιζε ή εκφραζόταν φωνητικά, πολλές φορές και δίχως το - με τη στενή σημασία του όρου - ταλέντο ή την κατάρτιση να το κάνει. Αυτό, όμως, ήταν από μόνο του σαφώς πιο φιλοπρόοδο και ανατρεπτικό από κάθε τεχνικά άρτιο, αλλά δημιουργικά «κενό» βιρτουόζο των ωδείων επέλεξε να εκφραστεί υπό την ευρύτερη progressive rock μαρκίζα.

Τί ακολούθησε;

Ακόμη ένα άλμπουμ κυκλοφόρησε η μπάντα, μέχρι την πρώτη διάλυση της, το 1975. Σε αυτό, το αίσθημα της υποχρέωσης αντανακλάται εντονότερα από το πάθος της δημιουργίας, γεγονός που μάλλον αναγνώρισε και η μπάντα - προς τιμήν της - και μπήκε στον πάγο για μερικά χρόνια. Αρκετές απόπειρες επανένωσης έγιναν κατόπιν, οι οποίες κι ευοδώθηκαν και σφραγίστηκαν με τη δημιουργία νέων άλμπουμ, με την τελευταία κυκλοφορία της μπάντας να χάνεται 18 χρόνια πίσω, ακριβώς στο μέσο των ‘00s. Παρόλα αυτά, η κληρονομιά των Blå Tåget κρίνεται ανεκτίμητη, καθώς αντανακλά μια εποχή αχαλίνωτου προοδευτισμού και εναντίωσης στο εγκαθιδρυμένο σύστημα (είτε μιλώντας κοινωνικοπολιτικά, είτε στα πλαίσια των νορμών της μουσικής βιομηχανίας), μακριά από το regressive-is-progressive που εν τέλει επικράτησε σε ένα μεγάλο τμήμα της prog σκηνής.

Spotify  

  • SHARE
  • TWEET