Joe Bonamassa

Time Clocks

Provogue Records (2021)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 29/10/2021
Ο Joe Bonamassa, σε συνέχεια της προηγούμενης δουλειάς του, μοιάζει να πραγματοποιεί ένα συνθετικό step up και κυκλοφορεί ένα ακόμα πολύ δυνατό άλμπουμ
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Αντιλαμβάνομαι ότι είναι δύσκολο πολλές φορές να κατανοήσουμε το work ethic κάποιων μουσικών όπως ο Neil Young, ο Neal Morse ή ο Joe Bonamassa, οι οποίοι μοιάζουν να μην σταματάνε ποτέ να γράφουν και να κυκλοφορούν νέες μουσικές, αλλά αυτό το work ethic τους είναι πολύ σημαντικός παράγοντας της διαχρονικής επιτυχίας τους. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν αποτελεί ακριβώς έκπληξη το ότι ο Bonamassa επανακάμπτει τόσο γρήγορα με το 15ο (αν δεν έχω κάνει λάθος στο μέτρημα) προσωπικό, στούντιο άλμπουμ του κι ενώ έχει κυκλοφορήσει περίπου άλλα τόσα, με διάφορα συνεργατικά σχήματα, την τελευταία εικοσαετία που δισκογραφεί.

Η αλήθεια είναι πως το περσινό "Royal Tea" το ευχαριστήθηκα δεόντως και αναζοπύρωσε το ενδιαφέρον μου για τον σπουδαίο αυτόν κιθαρίστα, μετά από μια περίοδο που ένιωθα πως είχα κορεστεί από τις συνεχείς κυκλοφορίες του. Επίσης, θεώρησα ότι τη διαφορά την έκαναν οι συνθήκες ηχογράφησης, και πιο συγκεκριμένα οι συνεργάτες που επέλεξε να έχει δίπλα του και φυσικά τα θρυλικά στούντιο στην Abbey Road. Απ' ό,τι αποδεικνύει, όμως, το "Time Clocks", δεν ήταν μόνο οι συνθήκες, αλλά μάλλον το ότι ο Joe βρίσκεται σε πολύ καλή φόρμα.

Σημαντικό ρόλο παίζει η βασική ομάδα γύρω από τον Bonamassa, η οποία είναι ίδια όλα αυτά τα χρόνια. Αφενός, υπεύθυνος για το καλλιτεχνικό/μουσικό κομμάτι είναι ο Kevin Shirley, αφετέρου για το managerial/business κομμάτι ο Roy Weisman κι αμφότεροι έχουν συνεισφέρει τα μέγιστα για να αποκτήσει ο Bonamassa το status που κατέχει σήμερα. Ειδικά ο Shirley έχει εν πολλοίς διαμορφώσει τον ήχο πολλών δουλειών του, καθώς ήταν αυτός που τον έφερε στη Σαντορίνη και έβαλε τα ελληνικά στοιχεία στο εξαιρετικό "Black Rock" κι ήταν αυτός που επιμελήθηκε τον καταπληκτικό, ζεστό ήχο του "Royal Tea", δίνοντάς του ηχητική ταυτότητα. Και παρά τις δυσκολίες που επέβαλε η πανδημία, είναι εμφανές ότι έχει συντελέσει σε κάποιες πολύ σωστές επιλογές στη νέα αυτή δουλειά.

Παρά το γεγονός ότι η βάση του Shirley είναι στην Αυστραλία κατάφερε να συντονίσει όλα τα τεχνικά μέσα και να επιμεληθεί εξ αποστάσεων την παραγωγή του "Time Clocks", το οποίο ηχογραφήθηκε στη Νέα Υόρκη, ενώ παράλληλα ανέθεσε τη μίξη στον Bob Clearmountain του οποίου το σπουδαίο βιογραφικό ζαλίζει, περιλαμβάνοντας ονόματα όπως οι The Rolling Stones, ο Bruce Springsteen, οι Bon Jovi και άπειρα ακόμα δημοφιλή ονόματα. Την ίδια στιγμή, κρατώντας την blues βάση των συνθέσεων, τις οδηγεί μαεστρικά σε μια πιο classic rock κατεύθυνση, φορτώνοντας της ενορχηστρώσεις τόσο με νέα στοιχεία, όσο και με layers ήχων, δίνοντας πχ στα γυναικεία background φωνητικά έναν σαφώς πιο εκτεταμένο και σημαντικό ρόλο. Με αυτό τον τρόπο βοηθά να αναδειχθούν οι πραγματικά καλές συνθέσεις που περιλαμβάνει το άλμπουμ.

Κι εδώ πάμε στο ζουμί, καθώς κι εδώ, όπως και στο "Royal Tea", οι συνθέσεις είναι από καλές έως εξαιρετικές. Κάποιες κρατάνε τις βάσεις τους στα blues, όπως το πρώτο single "Notches", το οποίο έγραψε με τον τραγουδιστή/κιθαρίστα/βασικό συνθέτη των Blackberry Smoke, Charlie Star, το πολύ όμορφο "The Heart That Never Waits" και το παιχνιδιάρικο "Questions And Answers". Όμως, εκεί που γίνεται το βήμα παραπάνω είναι σε πιο φορτωμένα ενορχηστρικά και συναισθηματικά, mid/slow tempo τραγούδια. Το ομότιτλο, έχει μια συνθετική αύρα από Jim Steinman στο ρεφραίν, ενώ στο verse θα μπορούσε να τραγουδάει ο (καλός κι ώριμος των 90s) Bon Jovi κι είναι απλά υπέροχο, αποτελώντας μαζί με το επίσης εξαιρετικό "Mind’s Eye" τις καλύτερες στιγμές του δίσκου. Από κοντά ακολουθούν το "Curtain Call", που έχει κάτι Kashmirικό/Zeppelinικό στην ενορχήστρωσή του και θα μπορούσε να ταιριάξει πολύ καλά στους Black Country Communion, καθώς και το πολύ δυνατό "The Loyal Kind" το οποίο συνυπογράφει ο Bernie Madsen.

Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να γίνει ειδική μνεία στο παίξιμο του Bonamassa ή εν γένει στο επίπεδο των μουσικών που συμμετέχουν στο άλμπουμ. Αυτό είναι μάλλον δεδομένο, τόσο λόγω ταλέντου, όσο και λόγω του work ethic που αναφέρεται στην αρχή αυτής της παρουσίασης. Αυτό στο οποίο ο Bonamassa δείχνει να πραγματοποιεί σταθερά βήματα μπροστά - τόσο με την προηγούμενη, όσο και με αυτή τη δουλειά - είναι στο συνθετικό κομμάτι κι αυτό είναι που κάνει εν τέλει την ειδοποιό διαφορά. Η ασταμάτητη δουλειά μοιάζει να αποδίδει καρπούς, μετατρέποντας τη μικρή χρονική απόσταση μεταξύ των δουλειών από δυνητικό μειονέκτημα σε πλεονέκτημα και εν τέλει αξίζει ένα thumb up τόσο στον Shirley, όσο και στον Bonamassa για το "Time Clocks".

  • SHARE
  • TWEET