Joe Bonamassa

Royal Tea

Provogue (2020)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 12/11/2020
Με μικρές διορθωτικές κινήσεις που κάνουν την ειδοποιό διαφορά, ο Joe κυκλοφορεί το καλύτερο άλμπουμ του εδώ και μια δεκαετία
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Δεν θα έχω κανέναν λόγο να διαφωνήσω με όποιον μου πει ότι ο Joe Bonamassa έχει υπάρξει ο πιο σημαντικός εκπρόσωπος της εξάχορδης Θεάς για την τρέχουσα χιλιετία. Δουλεύει και παράγει άοκνα τα τελευταία είκοσι χρόνια, έχοντας φτάσει να κυκλοφορεί το 14ο προσωπικό του άλμπουμ και ενώ παράλληλα έχει στις αποσκευές του τέσσερεις ακόμα δίσκους με τους Black Country Communion, τρείς σε συνεργασία με την Beth Hart, δυο-τρεις ακόμα μέσα από άλλα project και συνεργασίες, καμιά ντουζίνα live άλμπουμ και αμέτρητες guest συμμετοχές. Και, κυρίως, έχει καταφέρει να αποτυπώσει έναν ήχο, φιλτραρισμένο μεν μέσα από τις πολλές επιρροές του μεν, αλλά στο τέλος της ημέρας αναγνωρίσιμα δικό του.

Όμως, η αλήθεια είναι πως μετά από ένα σερί καταπληκτικών δίσκων την περίοδο 2007-2010, όπου κυκλοφόρησε τα "Sloe Gin" (2007), "The Ballad Of John Henry" (2009), "Black Rock" (2010) και "Black Country Communion" (2010) θεωρώ ότι επήλθε ένας μικρός κορεσμός. Τουλάχιστον εγώ έγκωσα, που λένε και στο χωριό μου. Ο ίδιος συνέχισε να διατηρεί την ποιότητα των δουλειών του σε ένα σχετικά ικανοποιητικό επίπεδο, προσφέροντας κυρίως κάποια εξαιρετικά μεμονωμένα τραγούδια, αλλά ομολογώ πως δεν κατάφερα να κρατήσω ιδιαίτερη επαφή. Φερ' ειπείν, δεν θυμάμαι να περνάω άσχημα ακούγοντας το τελευταίο του στούντιο άλμπουμ "Redemption" πριν δυο χρόνια, αλλά επίσης δεν θυμάμαι και τίποτα άλλο.

Όπως κάνουν οι πραγματικά ικανοί, ο Joe (με όλο το επιτελείο που τον ακολουθεί προφανώς) εντόπισε αυτή την ανάγκη για ανανέωση και τη μετέτρεψε σε ευκαιρία. Και κάνοντας μερικές διορθωτικές κινήσεις, μας προσφέρει το καλύτερο στούντιο άλμπουμ του εδώ και μια δεκαετία, με το "Royal Tea".

Πρώτα απ' όλα, αποφάσισε να πάει πίσω στο σημείο που ξεκίνησαν όλα και επέστρεψε στις μνήμες των μουσικών που τον ενέπνευσαν να πιάσει κιθάρα στα χέρια του όταν ήταν παιδί: στους Led Zeppelin, στους Cream, στον Jeff Beck, στον Eric Clapton και τον John Mayall, ήτοι στο βρετανικό blues rock. Έπειτα, έβγαλε το μπλοκάκι με τα πράγματα που είχαν μείνει ανεκπλήρωτα στη bucket list του και έκλεισε τα διάσημα Abbey Road studios στο Λονδίνο για να γράψει και να ηχογραφήσει εκεί το νέο του άλμπουμ. Μπήκε, λοιπόν, στο αεροπλάνο παρέα με τους μουσικούς της μπάντας του, Anton Fig (drums), Michael Rhodes (μπάσο) και Reese Wyans (πλήκτρα) και φυσικά τον μέντορα/παραγωγό του, τον σπουδαίο Kevin Shirley, προσγειώθηκαν στο Heathrow και τράβηξαν για St. John's Wood.

Όμως, ο Joe δεν έμεινε σε αυτές τις κινήσεις, καθώς ήθελε να μπολιάσει τη δική του αμερικάνικη οπτική με περισσότερο βρετανικό στοιχείο και στο κομμάτι της σύνθεσης. Έτσι, τον βρίσκουμε να συνεργάζεται με τον «πολύ» Bernie Marsden (Whitesnake), τον στιχουργό των Cream, Peter Brown και τον πολύ γνωστό παρουσιαστή Jools Holland που είναι και jazz πιανίστας μεταξύ άλλων στη σύνθεση των τραγουδιών. Η αρχική σκέψη «πως σαν να μαζεύτηκαν πολλοί σεφ στην κουζίνα» δεν λαμβάνει υπόψη της τον παράγοντα Kevin Shirley, ο οποίος είναι εμφανές ότι είχε τεράστια συνεισφορά στο εν τέλει καταπληκτικό τελικό αποτέλεσμα.

Από την αρχή κιόλας φαίνεται το πράγμα. Το "When One Doors Open" είναι από τα πιο πλήρη και εντυπωσιακά τραγούδια που έχει γράψει ο Bonamassa, με έναν υπέροχα ζεστό ήχο, εντυπωσιακή ενορχήστρωση, τρομερές κιθάρες και εξαίρετες μελωδίες από τον Joe. Αργό, συναισθηματικό αλλά και πειστικό όταν δυναμώνει και ξεσπάει με το Jeff Beck συνταγής riff του. Ίδιας αξίας και τεχνοτροπίας είναι το εξίσου φανταστικό "Why Does It Take So Long To Say Goodbye", ενώ ενδιάμεσα το ομότιτλο "Royal Tea" ενισχύεται από τα background γυναικεία φωνητικά και είναι κι αυτό μέσα στις συνθέσεις που ξεχωρίζουν μονομιάς, συνθέτοντας μια εξαιρετική τριπλέτα εκκίνησης.

Από εκεί και πέρα, κάθε σύνθεση έχει κάτι ωραίο, κάτι αξιοσημείωτο, κάτι που βγάζει γούστα. Είτε μιλάμε για πιο groovy συνθέσεις σαν το "Lookout Man!", που η προσέγγιση των φωνητικών μου έφερε στο μυαλό τον Brent Smith των Shinedown (εύσημα για αυτό στον Joe για αυτό), ή το "I Didn't Think She Would Do It" με το απολαυστικό Cream-y κιθαριστικό μέρος στη μέση του, είτε μιλάμε για το trademark μπαλαντοειδές "Beyond The Silence" που είναι το φόρτε το Joe ερμηνευτικά, είτε για το mid-tempo του μελωδικού "A Conversation With Alice" ακόμα και για το πιο «αμερικανέ» "Savannah" υπάρχει σε όλες τις συνθετικές προσεγγίσεις κάτι που σε κερδίζει. Άλλοτε το πιάνο, άλλοτε η ερμηνεία του του Joe, άλλοτε αυτός ο υπέροχα ζεστός και ισορροπημένος ήχος του Shirley, σχεδόν πάντα ο ήχος της και το παίξιμο κιθάρας. OK, το bluesy "High Class Girl" και το jazzy "Lonely Boy" δεν εντυπωσιάζουν τόσο, αλλά δεν ενοχλούν κιόλας στη ροή του δίσκου.

Χωρίς να παρουσιάζει απαραίτητα κάτι τόσο διαφοροποιημένο, αλλά σίγουρα χωρίς να αναμασάει μια από τα ίδια, ο Bonamassa καταφέρνει να επιστρέψει στις πολύ δυνατές στουντιακές δουλειές μετά από χρόνια και να ξεφύγει από το «σταθερό μεν, απλά καλό δε» επίπεδο των τελευταίων αρκετών δίσκων. Το "Royal Tea" περιλαμβάνει μαεστρικά τοποθετημένα κάμποσα από τα υλικά που κατέστησαν το rock μιας άλλης εποχής αειθαλές και κλασσικό, χωρίς όμως να ακούγεται ρετρό με την κακή έννοια. Βάλε τσαγάκι και αφήσου στη ζεστασιά του ήχου του...

  • SHARE
  • TWEET