Rockwave Festival: Savatage, Michael Schenker, Need, Leatherhead, Sirius @ Terra Republic, 28/06/25
Μέχρι την άκρη του κόσμου
Την τρίτη και τελευταία μέρα για το εγχείρημα της τέλεσης του Rockwave Festival στο βόρειο κομμάτι της χώρας μας οι Savatage κατάφεραν να τραβήξουν, φυσιολογικά, το μεγαλύτερο πλήθος για αυτή την έκδοση του φεστιβάλ. Είκοσι τρία χρόνια είναι πάρα πολλά για ένα συγκρότημα το οποίο έχει αγαπηθεί με τόσο πάθος στην Ελλάδα, οπότε ήταν απολύτως φυσιολογικό το να ταξιδέψει πολύς κόσμος είτε από κοντινά μέρη όπως η Θεσσαλονίκη, είτε από μακρυνότερα μέρη όπως η Αθήνα ή ακόμα και τα νησιά της επικράτειας. Η αναδρομή του κιθαριστικού γίγαντα Michael Schenker στα χρόνια του με τους U.F.O. και η εμφάνιση των σπουδαίων Need και των νέων Leatherhead και Sirius ήταν ευπρόσδεκτες, αλλά ο καθοριστικός παράγοντας ήταν ένα συγκρότημα που διεγείρει τα συναισθήματα όπως πολύ λίγα συγκροτήματα μπορούν.
Με το που φτάσαμε στον χώρο, μια διερευνητική βόλτα ήταν απαραίτητη για να εξοικειωθούμε εφόσον οι περισσότεροι τον επισκεπτόμασταν για πρώτη φορά. Εκείνη την ώρα το ένα και μοναδικό περίπτερο για μάρκες είχε αναμονή ελάχιστων λεπτών, οπότε (σοφά, όπως αποδείχτηκε) φορτωθήκαμε για όλη τη διάρκεια της βραδιάς, η οποία προμηνυόταν ότι θα έφτανε μέχρι περίπου τα μεσάνυχτα. Ο κόσμος αρχικά δεν ήταν πολύς και όλοι προσπαθούσαν να στριμωχτούν κάτω από κάποια σκιά, εφαρμόζοντας απαραιτήτως αντιηλιακή προστασία λες και ήμασταν σε παραλία. Το ελαφρύ αεράκι έδιωξε τα ενοχλητικά έντομα, αλλά και τα σύννεφα μαζί τον φόβο για καταστάσεις όπως αυτές της προηγούμενης μέρας, όπου οι Rotting Christ κουτσούρεψαν το set τους λόγω παροιμοιώδους μπόρας και κεραυνοπληξίας. Τίποτε δεν έμοιαζε ικανό να μας πτοήσει, για τους Savatage θα μπορούσαμε να φτάσουμε μέχρι την άκρη του κόσμου, γιατί άλλωστε όπως μας έχουν μάθει, όλες οι δυσκολίες μπορούν να ξεπεραστούν.
Κάτω από έντονο ακόμα ήλιο οι δικοί μας Sirius έλαβαν τις θέσεις τους ακριβώς στην ώρα τους (το πρόγραμμα τηρήθηκε στο έπακρο). Ενώ η μπάντα υπάρχει για πολλά χρόνια, ο πρώτος τους μεγάλος δίσκος κλείνει έναν χρόνο μόλις σε λίγο καιρό – και με συμμετοχή Tim “Ripper” Owens σε αυτόν, παρακαλώ. Μέσα στο heavy/power των Sirius μπορούσε κανείς να εντοπίσει και επιρροές από πιο επικά ακούσματα, ενώ οι κιθάρες flying V δε σταμάτησαν να φτύνουν riffs.
Ο περισσότερος κόσμος παρακολουθούσε από λίγο πιο μακριά, προσπαθώντας να προστατευτεί από τον ήλιο στη σκιά που έκανε ο πύργος με τα φώτα. Υπήρχαν όμως και ορισμένοι που αψήφησαν τις καυτές ακτίνες και χτυπήθηκαν μπροστά ακριβώς από τη σκηνή. Οι προσωπικοί οπαδοί των Sirius δεν υπάρχει περίπτωση να μην ευχαριστήθηκαν με την απόδοσή τους, ενώ σίγουρα έδωσαν αφορμή στους φίλους του ήχου που δεν τους ήξεραν, να τους ψάξουν.
Ακολούθησαν οι Λαρισαίοι Leatherhead, οι οποίοι ήταν ακριβώς τόσο ενεργητικοί και ορεξάτοι όσο και την προηγούμενη φορά που τους είχαμε δει. Μας πήραν από τα μούτρα ήδη από το εναρκτήριο “Dressed To Kill”, κερδίζοντας επευφημίες από τις πρώτες κιόλας νότες που έπαιξαν. Όπως ήταν αναμενόμενο, το set τους βασίστηκε στον περσινό ντεμπούτο δίσκο τους, αλλά αυτή τη φορά είχαμε την τύχη να πάρουμε και ένα νέο κομμάτι.
Οι ταχύτητες διατηρήθηκαν σε υψηλότατα επίπεδα καθ’ όλη τη διάρκεια της περίπου μισάωρης εμφάνισής τους και οι διμποτιές στα τύμπανα επίσης δε σταματήσανε. Οι Leatherhead φαίνονταν ειλικρινά χαρούμενοι που έπαιζαν στο φεστιβάλ, υποστήριξαν από μικροφώνου το γεγονός ότι γίνεται ένα τέτοιο φεστιβάλ στη βόρεια Ελλάδα και ευχαρίστησαν όσα «αλάνια» ταξίδεψαν από Αθήνα (και από άλλα μέρη της χώρας, θα συμπληρώσω εγώ). Και πάλι το κομμάτι που ξεχώρισε λίγο παραπάνω ήταν το “Leatherhead”, με το οποίο και μας αποχαιρέτησαν.
Dressed To Kill
House On The Left
Under Your Bed
Vampire's Kiss
V.H.S. (νέο κομμάτι)
Into The Werewolf's Lair
From Beyond
Equinox
The Awakening
Leatherhead
Οι Need είναι μια μπάντα που δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις από αυτήν εδώ τη ιστοσελίδα, μιας και τους ακολουθούμε και τους αγαπάμε εδώ και πολύ καιρό. Έχοντας πλέον αρκετή εμπειρία στις πλάτες τους και συναυλιακά χιλιόμετρα στα κοντέρ τους, δεν τους φάνηκε δύσκολο να δώσουν μια πολύ μεστή, δυνατή και αρχοντική εμφάνιση στην περίπου μία ώρα που είχαν στη διάθεσή τους. Το έκαναν να φαίνεται εύκολο, ενώ ξέρουμε όλοι μας ότι δεν είναι. Έχοντας δώσει πρόσφατα μία κι άλλη μία σύναυλίες στην Αθήνα όπου είχαν παίξει πάρα πολλά πράγματα από ολόκληρο τον κατάλογό τους, οι Need μας έκαναν τη χάρη και επισκέφθηκαν όλη τους του δισκογραφία, ξεκινώντας μάλιστα με το “Divine Drift” από το πρώτο τους demo.
Το δίδυμο των “Rememory” και “Alltribe” από το πολυαγαπημένο “Hegeiamas” χτύπησε κατ’ ευθείαν στο δόξα πατρί, με τον ήχο να είναι αρτιότατος μπροστά στη σκηνή που καθόμασταν με άνεση. Το “Mother Madness” μας θύμισε πόσο οριακός δίσκος ήταν το “Orvam”, το οποίο πιστεύω ότι ήταν αυτό που τους ανέβασε για πρώτη φορά επίπεδο. Ο Γιάννης προλόγισε με νοσταλγία το “Lie Before You Sleep” από τον πρώτο τους δίσκο και το κλείσιμο με το “Nemmoral” ήταν ακριβώς αυτό που έπρεπε. Το δέσιμό τους είναι όσο σφιχτότερο γίνεται, ο ζωντανός ήχος τους πολύ ωραίος, οι διφωνίες τους απολαυστικές, οι εκτελέσεις τους φοβερές. Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αυτή η μπάντα δεν έχει γίνει μεγαλύτερη.
Divine Drift
Rememory
Alltribe
Avia
Tilikum
Mother Madness
Lie Before You Sleep
Nemmortal
Με τον ήλιο πλέον να κρύβεται στους λόφους, όλα έμοιαζαν ιδανικά για το σετ του Michael Schenker, αποκλειστικά αφιερωμένο στα χρόνια του με τους UFO. Το γεγονός ότι στα μέρη μας δεν έχουμε χορτάσει τον 70χρονο Γερμανό κιθαρίστα, η σπουδαιότητα της προσωπικότητάς του, πιθανότατα στην δεκάδα με τους σημαντικότερους κιθαρίστες για την διαμόρφωση του hard rock και του heavy metal, αλλά και το setlist που δεδομένα θα ήταν τρομερό, συνέτειναν στην ισχυροποίηση μιας συναυλιακής ημέρας που ήδη γνωρίζαμε με σχετική βεβαιότητα ότι θα περάσει στην ιστορία.
Το ξεκίνημα ήταν κάπως μουδιασμένο, καθώς μετά τα πρώτα δευτερόλεπτα του φοβερού κατά τα άλλα "Natural Thing", ο Schenker σταματάει το τραγούδι λέγοντας ότι η κιθάρα του δεν είναι σωστά κουρδισμένη, ενώ στην επανεκκίνηση χάνουμε την πρώτη στροφή καθώς το μικρόφωνο δεν λειτουργούσε. Σιγά σιγά όμως όλα φαίνεται ότι βρίσκονται στο σωστό δρόμο και οι σολάρες του "Hot 'Ν' Ready" οδηγούν στο πρώτο μεγάλο highlight που δεν είναι άλλο από το τεράστιο "Doctor Doctor", συνοδευόμενο από το sing along που του αναλογεί και του ταιριάζει. Στο τρομερό "Lights Out" ξεχωρίζουμε λίγο παραπάνω το φρενάρισμα πριν την «ατέλειωτη» σολάρα, ενώ κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με την σολάρα στο φινάλε του πανέμορφου "Love Τo Love".
Ακολουθεί μια τριάδα «φωτιά» που θα απογειώσει το συνολικά 75λεπτο σετ. Η μαγική στιγμή στο μέσο του απόλυτου "Let It Roll" προκαλεί ανατριχίλες. Το "Can You Roll Her" είναι καταιγιστικό, ακριβώς όπως του αρμόζει, «αναγκάζοντας» το κοινό να φωνάξει το όνομα του Schenker. Η τριάδα κλείνει με ένα φανταστικό "Rock Bottom", που θα αφήσει τον κιθαρισταρά να ξεσαλώσει για μοναδική φορά. Ο επίλογος θα γραφτεί ιδανικά με το "Too Hot Τo Handle", που θα φέρει τον Gus G στη σκηνή ως καλεσμένο-έκπληξη. Πολύ περισσότερο από το άψογο σολάρισμα του Gus στο φινάλε, μας μένει η εικόνα να βλέπουμε δίπλα-δίπλα ένας από τους σημαντικότερους με έναν εκ των κορυφαίων εκπροσώπων της νεότερης γενιάς.
Κρίνοντας συνολικά και όσο πιο αντικειμενικά γίνεται την παρουσία του Michael Schenker, νομίζω δύσκολα θα περίμενε κανείς κάτι καλύτερο. Ο ήχος ήταν πάρα πολύ καλός και το βασικότερο αρκετά καθαρός. Η μπάντα φάνηκε έμπειρη και όσο δεμένη έπρεπε. Ο ίδιος ο Schenker δεν στάθηκε στο ρεπερτόριο. Παικτικά ήταν άψογος και δεν ξέφυγε από την ουσία, με εξαίρεση το "Rock Bottom", πράγμα απολύτως δεκτό και αναμενόμενο. Πάρα πολύ καλός ήταν ο Δημήτρης Λιαπάκης γεμίζοντας τα κενά του, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο ίδιος. Θεωρητικά αρκετοί θα προτιμούσαν να δουν τον χαρισματικό frontman Erik Grönwall. Εκ του αποτελέσματος όμως, η παρουσία του καταξιωμένου συμπατριώτη μας ήταν αψεγάδιαστη. Συνολικά η εμφάνιση του Michael Schenker ήταν απολύτως αντάξια της ιστορίας που κουβαλάει, και η συναυλιακή επιστροφή του στην χώρα μας το συντομότερο κρίνεται επιβεβλημένη.
Natural Thing
Only You Can Rock Me
Hot 'Ν' Ready
Doctor Doctor
Mother Mary
This Kid's
Lights Out
Love Τo Love
Let It Roll
Can You Roll Her
Rock Bottom
Shoot Shoot
Too Hot Τo Handle (με τον Gus G)
Η εξιστόρηση αυτής της ζωντανής εμπειρίας των Savatage, θα γίνει σε αυτό το σημείο και λίγο παρακάτω κάπως πιο προσωπική, όμως πιστεύω πως, διαβάζοντας την κανείς, θα καταλάβει το λόγο αυτής της επιλογής. Το 2002, ο Ηλίας και κάποιοι άλλοι άνθρωποι στήνουν αυτόν εδώ τον ιστοχώρο που ονομάζεται Rocking.gr, συμπτωματικά την ίδια χρονιά με την τελευταία μέχρι πρότινος, εμφάνιση των Savatage στην Ελλάδα. To 2003, εγώ γνωρίζω τη σκληρότερη μεριά της μουσικής και με κερδίζει για πάντα. Το 2007, επισκέπτομαι ένα προφίλ στην πλατφόρμα του MySpace όπου έπαιζε σε αυτόματη αναπαραγωγή το “Edge Of Thorns”. Ερωτεύομαι κεραυνοβόλα με τους Savatage. Το 2009, μια κοινή γνωριμία εμού και της φίλης μου της Ελένης, με συστήνει στη γωνιά του ίντερνετ που λέγεται Rocking Forum. Εκεί, γνωρίζω μερικούς ανθρώπους που δεκάξι χρόνια μετά, έχω τη χαρά να αποκαλώ αδερφούς, οικογένεια. Οι Savatage αποτελούσαν πάντα αναπόσπαστο κομμάτι του δεσίματός μας. Το 2023, η ζωή με βρήκε σε δύσκολο σημείο, αλλά και ταυτόχρονα ως μέλος της συντακτικής ομάδας του Rocking που κι αυτή στέκεται πια ως οικογένεια. Το 2025 τα φέρνει έτσι η ζωή που όλοι αυτοί οι άνθρωποι, θα βρισκόμασταν στο δρόμο για το νομό Πιερίας, για να παρακολουθήσουμε μια συναυλία που δεν θα πιστεύαμε πως θα ήταν εφικτή – τους Savatage πραγματικά μπροστά μας.
Θα κάνω εδώ μια παρένθεση. Παρένθεση όχι επειδή έχει μικρότερη σημασία, μα επειδή δεν πρέπει να κερδίσει το βάρος της εξιστόρησης το περιεχόμενό της. Το συναυλιακό κοινό στην Ελλάδα μερικές φορές μικραίνει, επειδή οι διοργανώσεις δεν το σέβονται όπως του αρμόζει. Είναι πολλά που πήγαν λάθος διοργανωτικά την τρίτη μέρα της βορειοελλαδίτικης εκδοχής του Rockwave Festival. Καλοκαιρινός μήνας χωρίς παρουσία σκιάς σε απόσταση χιλιομέτρων είναι παιχνίδι επικίνδυνο, όπως και η πορεία αρκετών μέτρων σε χωράφια χωρίς φως. Αυτό για όσους είχαν την ικανότητα να περπατήσουν κανονικά, γιατί άτομα με κινητικές δυσκολίες μάλλον δεν θα είχαν καν την επιλογή να πλησιάσουν χωρίς συνοδό. Η πληρωμή εισιτηρίου για ένα parking που δεν υπήρξε ήταν μια κατάσταση που δικαίως εκνεύρισε πολλούς που δεν κατανόησαν για ποιο λόγο δόθηκαν αυτά τα λεφτά. Κανείς δεν έχει πάρει και κάποια απάντηση εδώ που τα λέμε.
Ο μηδενικός έλεγχος στην πόρτα επέτρεψε την είσοδο αντικειμένων στο χώρο που υπήρξαν επικίνδυνα. Από την άλλη βέβαια οι τεράστιες ουρές στις μάρκες και τα μπαρ ίσως να έκανε πολλούς να σκεφτούν πως ευτυχώς μπορούσαν να φέρουν και μια μπύρα απ’ έξω. Στις ελάχιστες τουαλέτες δεν τολμήσαμε καν να πλησιάσουμε. Κάποια στιγμή, η εκμετάλλευση του πάθους του συναυλιακού κοινού της Ελλάδας για συγκεκριμένα συγκροτήματα πρέπει να σταματήσει και δεν είναι δουλειά του κοινού να αποφασίσει να «μαυρίσει» το αγαπημένο του συγκρότημα για να μην υποστεί πολύωρη ταλαιπωρία, αλλά της διοργάνωσης να φερθεί στο κοινό με αξιοπρέπεια, τούτη που αξίζει στον άνθρωπο που αποφάσισε να διασχίσει τη μισή Ελλάδα για να ενισχύσει την προσπάθεια της διοργάνωσής του. Δεν αρμόζει πλέον να κρύβεται κανείς πίσω από την απόδοση της μπάντας και πως τελικά η ταλαιπωρία «το άξιζε». Δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτό που είδαμε από τους Savatage πάνω στη σκηνή, για άλλη μια φορά μας έκανε να πούμε τη μαγική λέξη «χαλάλι». Κλείσιμο παρένθεσης. Επιστροφή στη μουσική, τις αναμνήσεις, το συλλογικό.
Η υπόσχεση πως ό,τι και να συμβεί, η παρέα θα ήταν εκεί αν είχαμε ποτέ την ευκαιρία να δούμε τους Savatage ζωντανά, τηρήθηκε. Με πολλές αγαπημένες επιπλέον παρουσίες τριγύρω. Από το φόρουμ από την Αθήνα, από τη μετέπειτα ζωή. “And the lights, turn them off my friend…”. Τα φώτα σβήνουν. Τα “The Ocean” και “Welcome” ανοίγουν ιδανικά την αυλαία για μια συναυλία που θα γινόταν σημείο αναφοράς της υπόλοιπης ζωής μας, ως πριν και μετά. Το μοναδικό πράγμα για το οποίο δεν υπήρξαν παράπονα ως προς τη μέριμνά του, ήταν ο εντυπωσιακός ήχος, συνοδεία των προσεγμένων visuals που συνόδευαν τις επιλογές κομματιών των Savatage με την πιο ταιριαστή εικονογραφία. Η φωνή του Zak Stevens, αναλλοίωτη στο χρόνο, προκαλεί ταχυπαλμία αδρεναλίνης. Το “Jesus Saves” μας δίνει πάσα για το ταξίδι στο “Streets…”. Όλοι γύρω τραγουδούν. Κομμάτι το κομμάτι, οι εκφράσεις των προσώπων στο κοινό μαρτυρούν την χαρά, τον ενθουσιασμό, την ευημερία που η μουσική παρακαταθήκη των Savatage γράφεται ως παρακαταθήκη των προσωπικών μας εμπειριών. Πόσο μάλλον τις στιγμές που οι Savatage γυρνούν στο κλασικό, ένδοξο παρελθόν, με πρώτο και καλύτερο δείγμα αυτών των στιγμών το “Sirens” από τον ομώνυμο πρώτο δίσκο.
Φυσικά όμως, η ύστερη πορεία των Savatage και ειδικά αυτή που χαρακτηρίζεται από τη φωνή του Stevens, έχει να μοιράσει κάτι ποιητικό, θεατρικό, λυρικό. Η έντονη παρουσία του “The Wake Of Magellan” στις επιλογές των κομματιών υπογράφει πως το συγκεκριμένο κομμάτι της καριέρας τους, αγαπήθηκε με το ίδιο πάθος. Το ομώνυμο, το “Another Way”, το “The Storm”, το “Morning Sun” μας ταξιδεύουν στους στοιχειωμένους ωκεανούς του Μαγγελάνου σε μια μουσική παλίρροια χωρίς επιστροφή. Ανάμεσά τους, το “This Is The Time” παρασύρει σε ανθεμικά sing-alongs – ήταν η σωστή στιγμή, για τον καθένα στο κοινό με τον τρόπο της. Κυρίως όμως η εκτέλεση του αγαπημένου μου “Strange Wings” σηκώνει το μεγάλο συναισθηματικό φορτίο του πρώτου μέρους της εμφάνισης των Savatage. Κόσμος αρχίζει να κλαίει, αγκαλιάζεται, φωνάζει στίχους κατά πρόσωπο με τον κολλητό του φίλο ή κάποιον άγνωστο σε στιγμές ανεξήγητης από κάποιον εξωτερικό παρατηρητή ευφορίας.
Οι καρδιές σφίγγονται. Οι πρώτες νότες του “Handful Of Rain” απλώνονται στωικές. Το κομμάτι στο γνωστό ξέσπασμά του, έχει παρασύρει τα πάντα στο διάβα του. Οι θύμησες του Chris Oliva ξυπνάνε τα φαντάσματα στις αρχαίες πεδιάδες της Πιερίας. Πνεύματα όμως καλόβολα, όχι από αυτά που στοιχειώνουν, μα από αυτά που προστατεύουν. Μετουσιώνονται στις μελωδίες του “Chance” και καταγράφονται νοητικά ως μια ανάμνηση – φυλαχτό από τις δύσκολες ώρες. Το medley “Starlight / I Am / Mozart and Madness” στο διάλογο με το επόμενο “Dead Winter Dead”, βάζουν στο επίκεντρο τους μουσικούς που σμίλευσαν την προσωπική μας ταυτότητα. Ο Chris Caffery στη μπάντα που πραγματικά ταιριάζει, ο Al Pitrelli ακούραστος κιθαριστικός συνοδός του και το ντουέτο Johnny Lee Middleton και Jeff Plate στα ρυθμικά να δικαιώνουν στο έπακρο τα απολύτως απαιτητικά κομμάτια που έχουν επιλεχθεί για το setlist της συγκεκριμένης περιοδείας, λάμπουν με τον τρόπο τους, ειδικά με τον Caffery να αναλαμβάνει και ρόλο φωνητικών. Το “The Hourglass”, μια από τις συγκλονιστικότερες συνθέσεις των Savatage, κρατά τις ισορροπίες εκτελεσμένο άψογα πριν αρχίζουν να συμβαίνουν το ένα «κακό» (στην ψυχοσύνθεση μας) μετά το άλλο.
Πράξη πρώτη, “Believe”. Στο video wall παίρνει τη θέση του το προηχογραφημένο video του Jon Oliva που δεν ήταν δυνατό να συμμετάσχει στην περιοδεία για λόγους υγείας. Ο άνθρωπος στον οποίο οφείλουμε και την αρχή των πάντων για την αγαπημένη μας μπάντα, αλλά και τη συνέχεια και την επιβίωσή τους μέχρι σήμερα. Οι υπόλοιποι επί σκηνής Savatage αρχίζουν σιγά σιγά να φέρνουν το κομμάτι στη ζωή. Στα μάγουλά μας παίρνουν τη θέση τους δάκρυα που προσπαθούμε να κρύψουμε. Σταματάμε κάθε προσπάθεια, όταν στην οθόνη αρχίζουν να παρελαύνουν φωτογραφίες του Chris Oliva. Διάολε, βουρκώνω και τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές. “All I ask of you is believe”. Ζούμε ακόμη, ή είναι όλα αυτά ένα τρελό όνειρο, όπως έγραψαν και οι ίδιοι οι Savatage;
Πράξη δεύτερη, “Gutter Ballet” και “Edge Of Thorns”. Ναι ζούμε. Και θα ζήσουμε να ακούσουμε δύο από τα μεγαλύτερα κομμάτια όλων των εποχών. Νομίζω πως κάθε στόμα στο συναυλιακό χώρο προσπάθησε να ακολουθήσει την αγέραστη φωνή του Zak Stevens σε δύο αγαπημένα κομμάτια. Τι και αν το πρώτο δεν γράφτηκε για τη φωνή του, και τα δύο γιγάντωσαν με την ακούραστη συμμετοχή μας να φωνάζουν στον ουρανό τους δύο ύμνους ζωής που μας χάρισαν τα αδέρφια Oliva. Στιγμές απόλυτης παραφροσύνης για το ζευγάρι Paulo Cuevas και Shawn McNair που πλαισιώνουν δεξιά και αριστερά της σκηνής, ακούραστοι στα πλήκτρα τους, το απαραίτητο συστατικό της μουσικογραφίας των Savatage, όσο εμείς ξεστομίζουμε και ξεφωνίζουμε το μεγαλύτερο στιχουργικό ψέμα που γράφτηκε ποτέ για να πείσει τον πληγωμένο εαυτό: “I don’t think about you anymore”.
Πράξη τρίτη, το encore. Εν μέσω ασταμάτητων επιφημιών, οι Savatage επιστρέφουν στη σκηνή με την καλύτερη έκπληξη που προσωπικά θα μπορούσαν να μου κάνουν, την εκτέλεση του “Taunting Cobras” από το “Handful Of Rain”. Κάποιοι δυσανασχέτησαν που αντικατέστησε τη θέση του “Power Of The Night” από τις πρότερες συναυλίες στο εξωτερικό, ωστόσο υπήρξε μια μοναδική ευκαιρία να ακούσουμε ένα συγκλονιστικό κομμάτι, κομμένο και ραμμένο ακριβώς πάνω στη φωνή του Zak. Μα είχαμε θάρρος για λίγο ακόμη. Ούτως ή άλλως, από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια. Το “Hall Of The Mountain King”, συνοψίζει την ουσία των Savatage. Εμπνευσμένα σε επίπεδα παραφροσύνης riffs, φωνητικά από την κόλαση, το γέλιο του Mountain King, ιστορίες βγαλμένες από δοξασίες και πραγματικότητα μπλεγμένα στην ασταμάτητη rock opera στην οποία σίγουρα ζει παγιδευμένο το μυαλό του Jon Oliva. Εμείς από κάτω, να κολλάμε λες και είναι ίωση την ίδια τρέλα. Κάπως έτσι και με την υπόσχεση της επιστροφής, δύο από τις καλύτερες ώρες της ζωής μας είχαν ολοκληρωθεί.
Μα δεν ήταν μόνο η μουσική. Ήταν αυτή η ανεξήγητη, μεταφυσική ενέργεια που μας ένωσε κάπως όλους το βράδυ του Σαββάτου. Η σπίθα στα μάτια μας. Οι χτύποι της καρδιάς του καθενός μας που σχεδόν ακουγόντουσαν ή και φαινόντουσαν. Οι συναισθηματικές ρωγμές που η μουσική των Savatage έχει προκαλέσει στα χειρότερά μας, στον καθέναν από εμάς είναι αυτό που μας ενώνει, δυσθυμικά, μαγικά σχεδόν. Με έναν τρόπο που ξέραμε όλοι, πως νιώθει ο διπλανός μας ακούγοντας την απόδοση αυτών των κομματιών, ακριβώς επειδή το νιώθαμε κι εμείς. Ξεκίνησα να γράφω πως, πολλοί άνθρωποι της ζωής μου βρέθηκαν στο σωστό σημείο, τη σωστή στιγμή, στη θέση του κοινού μπροστά από μια αγαπημένη μας μπάντα.
Για αρχή όλη μας η εδώ ομάδα. Ήξερα χωρίς να τους βλέπω πως ο Ηλίας και ο Χρήστος και ο Γιάννης, ένιωθαν πάλι έφηβοι. Ο Πάνος λίγο πιο πέρα έλεγε πως η σταγόνα στο μάγουλό του ήταν τσίπουρο. Ο άλλος Γιάννης, με την κάμερα στο χέρι, θυμόταν το τότε και το τώρα. Ο Παντελής που έχει δει περισσότερες συναυλίες από όσες θα μπορούσε να αντέξει άνθρωπος, έβαζε αυτή τη βραδιά πολύ γρήγορα στο τοπ του. Ο Θοδωρής να ξεχνιέται και να χάνεται στη μουσική ουσία μιας συναυλίας που τόσο περίμενε. Ο Αντώνης και ο Σπύρος και ο Βλάσης και ο Μάνος που δεν ήταν εκεί, κοιτούσαν σίγουρα συμπτωματικά την ώρα του “The Hourglass”, τον Ιρλανδικό, Αθηναϊκό και Κρητικό νυχτερινό ουρανό αντίστοιχα, και έσκασαν ένα χαμόγελο, σκεπτόμενοι που βρισκόμασταν εμείς. Και όλοι οι υπόλοιποι της ομάδας που μπορεί να μην μοιράζονται ακριβώς την ίδια τρέλα με εμάς για αυτό το συγκρότημα, καταλάβαιναν όμως 100% ότι όλοι εμείς, ζούσαμε μερικές από τις καλύτερες στιγμές της ζωής μας.
Και ύστερα όλοι εσείς. Από τον πιο κοντινό μέχρι τον πιο μακρινό φίλο, από τον αδερφό μέχρι τον εντελώς άγνωστο, δημιουργήσαμε όλοι μαζί μια στιγμιαία κοινότητα από αυτές που τελικά η μουσική και ελάχιστες άλλες άτρωτες δυνάμεις στον κόσμο είναι ικανές να συνθέσουν. Η μουσική των Savatage είναι εξωχρονική, οικουμενική και η ζωντανή της εμπειρία άφησε κάτι σε όλες τις γενιές ανθρώπων που την έχουν λατρέψει με όλο τους το είναι, που δεν πρόκειται να ξεχαστεί από κανέναν εκ των παρευρισκόμενων για το υπόλοιπο της ζωής τους. Το βράδυ του Σαββάτου, με τη δύναμη ενός συγκροτήματος που μας κράτησε ζωντανούς στις πιο δύσκολες προσωπικές μας νύχτες, ζήσαμε την πιο όμορφη συλλογική μας νύχτα, κι αυτό είναι μια ανάμνηση που κανείς δεν θα μπορέσει να μας αποσπάσει από τα μικρά στη σκέψη μα τόσο μεγάλα στη σημασία, κατορθώματά μας. Για όλους αυτούς τους λόγους, του καθενός η μικρή η τεράστια προσωπική ιστορία με τη μουσική των Savatage, είναι αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της ανάμνησης που θα μας βοηθά πάντα να βλέπουμε το φως έξω από κάθε τούνελ. “Cause in the dark, it’s easier to see…” [Ε.Τ.]
Φωτογραφίες: Γιάννης Βόλκας
The Ocean
Welcome
Jesus Saves
Sirens
Another Way
The Wake Of Magellan
This Is The Time (1990)
Strange Wings
The Storm
Morning Sun
Handful Of Rain
Chance
Starlight / I Am / Mozart and Madness
Dead Winter Dead
The Hourglass
Believe
Gutter Ballet
Edge Of Thorns
Encore:
Taunting Cobras
Hall Of The Mountain King