Opeth σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, 04-05/12/09

Από τον Βαγγέλη Ευαγγελάτο, 08/12/2009 @ 11:24
Το πρώτο Σάββατο του χειμώνα επιτέλους ήρθε και προμηνυόταν καλό από νωρίς, αφού φτάνοντας στο Fuzz στις 20:50 βρήκαμε θέση ακριβώς απ’ έξω! Στο μεταξύ, η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει, αναγκάζοντας την πλειοψηφία του κόσμου να μπει στο club κι έτσι όλα ήταν ήσυχα στο εξωτερικό του. Κακός λοιπόν ο καιρός, αλλά ό,τι πρέπει για μια συναυλία-μυσταγωγία των Opeth.

Έκτη φορά, λοιπόν, για τους Σουηδούς στη χώρα μας και μάλιστα η τρίτη σε διάστημα μόλις 17 μηνών! Η προσέλευση του κόσμου διόλου ευκαταφρόνητη για ακόμη μια φορά, μαρτυρά την μεγάλη αγάπη του ελληνικού κοινού για το συγκρότημα. Οι Opeth γνώριζαν ότι μας όφειλαν μία καλή εμφάνιση, καθώς στην τελευταία επίσκεψή τους ο ήχος ήταν τόσο κακός, που καθιστούσε πολύ δύσκολη την παρακολούθηση της συναυλίας. Εξ’ου και η ερώτηση-σπόντα του Åkerfeldt: ”How does it sound this time?”. Ευτυχώς, ο ήχος αυτή τη φορά ήταν τόσο καλός, ώστε να μπορέσουμε να απολαύσουμε τους Opeth σε όλο τους το μεγαλείο.



Το live ξεκίνησε λίγα λεπτά μετά την καθορισμένη ώρα έναρξής του, με το “Windowpane” να λειτουργεί πολύ θετικά ως εναρκτήριο, με την πανέμορφη μελωδία του να μας βάζει αμέσως στο κλίμα και τη μπάντα να το αποδίδει εξαιρετικά. Η συνέχεια ακόμη ιδανικότερη με “Ghost Of Perdition” και “The Lotus Eater” και το κοινό να έχει ζεσταθεί για τα καλά. Το συγκρότημα πλέον, μετά από τόσους μήνες περιοδείας, δείχνει ένα απίστευτο δέσιμο και παρουσιάζει την πολύπλοκη μουσική του με σχετική ευκολία. Η συγκίνηση ήρθε λίγο αργότερα με το “The Leper Affinity”, αλλά κυρίως με το “Face Of Melinda” να δημιουργούν μία πραγματικά μαγική ατμόσφαιρα. Ακολούθησαν κομμάτια που κάλυψαν την περίοδο από το “My Arms, Your Hearse” μέχρι και το “Watershed”, αφού, δυστυχώς για τους παλιότερους οπαδούς, οι Opeth έχουν πλέον να επιλέξουν ανάμεσα σε εννιά album, και διάλεξαν να αφήσουν τα δύο πρώτα έξω. Επιστρέφοντας για το encore, ο Åkerfeldt ρώτησε το κοινό ποιό θα ήθελε για τελευταίο κομμάτι, και εισπράττοντας ως απάντηση το “Bleak” από την πλειοψηφία, ξεκίνησαν να το παίζουν! Deja-vu, σκέφτηκα, αφού και την προηγούμενη φορά είχε γίνει ακριβώς το ίδιο σκηνικό. Τρία-τέσσερα λεπτά αργότερα προσγειωθήκαμε, αλλά για όσο κράτησε ήταν ωραία. Και το γεγονός ότι ήταν απροβάριστο είναι προς τιμήν τους. Γενικά, το setlist ήταν πολύ καλό, αν και θα μπορούσε να ήταν λίγο παραπάνω αλλαγμένο από αυτό του περασμένου Απριλίου, αφού πέντε από τα δέκα τραγούδια υπήρχαν και τις δύο φορές. Τουλάχιστον τώρα ακούστηκαν σωστά…



Ο Per Wiberg, που έχει γίνει ίδιος με τον δικό μας Σάκη (των Rotting Christ εννοώ, όχι τον serial killer) με τα μούσια που έχει αφήσει, χτυπιόταν περισσότερο από όλους πίσω από τα πλήκτρα του, ενώ έκανε και εξαιρετική δουλειά στα δεύτερα φωνητικά, προσθέτοντας στον ήδη πλούσιο ζωντανό τους ήχο. Ο Fredrik Åkesson απέδειξε ότι είναι ένας φοβερός κιθαρίστας (αυτή τη φορά ακούγαμε και τί έπαιζε), και ότι έχει πάρει επάξια τη θέση του Peter Lindgren, ενώ οι δύο Martin της μπάντας, Mendez και Axenrot, είναι πραγματικά η ραχοκοκαλιά, ένα από τα καλύτερα rhythm section του είδους. Και ο Mikael Åkerfeldt, αδιαμφισβήτητος ηγέτης, χαρισματικός frontman, αλλά και πολύ ομιλητικός, ίσως μάλιστα λίγο παραπάνω από ό,τι έπρεπε, αν και ο κόσμος δεν έδειξε να δυσαρεστείται και πολύ για τα μεγάλα κενά μεταξύ κάποιων κομματιών. Μεταξύ άλλων, μας θύμισε την αγάπη του για τις ελιές της Καλαμάτας, για το τζατζίκι που όπως είπε δεν το αλλάζει με τίποτα, μας έκανε αναπαράσταση από 80’s πόζες, μέσω Åkesson και Axenrot (πολύ γέλιο), μας εξέφρασε την άποψη του για την ανωτερότητα της metal σκηνής της Στοκχόλμης, έναντι αυτής του Γκέτεμποργκ («κοροϊδεύοντας» In Flames και λοιπούς), αλλά η κορυφαία του ατάκα ήταν όταν προλόγισε το “April Ethereal”: «Αυτό είναι ένα τραγούδι που είχε γράψει ο Björn Ulvaeus για τους ABBA, αλλά η ξανθιά γκόμενα με τον ωραίο, μεγάλο πισινό δεν μπορούσε να τραγουδήσει τα brutal φωνητικά, κι έτσι το έδωσε σε μας!»



Όσο για το Fuzz Club, τείνει να γίνει σταθερή αξία για live με καλό ήχο, αλλά και με κακό έως ανύπαρκτο εξαερισμό. Ενώ είναι πολύ ωραίος σαν χώρος, η σκηνή του είναι μεγάλη και άνετη, και ηχητικά αγγίζει, σε σημεία, μέχρι και το τέλειο, η ζέστη, ειδικά στο κάτω μέρος, είναι υπερβολική. Στον εξώστη οι συνθήκες είναι πολύ πιο ανθρώπινες, αλλά έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι πολύ μακριά. Αλλά δε μπορούμε να τα έχουμε και όλα…

Συνολικά ήταν μία πλούσια, αψεγάδιαστη συναυλία, η διάρκεια της οποίας άγγιξε τις δύο ώρες (βγάλε 20 με 25 λεπτά την πολυλογία του Åkerfeldt), και δεν άφησε κανέναν παραπονεμένο. Οι Opeth είναι εγγύηση για live υψηλού επιπέδου και όποιος δεν είχε ακόμα την τύχη να τους ζήσει από κοντά, ας το κάνει την επόμενη φορά, μετά και την δέσμευση του Mike να έχει στο setlist το “Bleak”, αλλά και το “Master’s Apprentices”, ύστερα από παλλαϊκή απαίτηση.

Setlist:
Windowpane
Ghost Of Perdition
The Lotus Eater
The Leper Affinity
April Ethereal
Hessian Peel
Face Of Melinda
Harlequin Forest
Hex Omega
-------------------
Bleak (half)
Deliverance

Βαγγέλης Ευαγγελάτος



Ακόμα μία εμφάνιση μέσα στο ίδιο έτος για τους Opeth και η περιέργεια για την ανταπόκριση του κόσμου ήταν πραγματικά μεγάλη. Ουσιαστικά προωθούσαν ακόμα το “Watershed” και υπήρχε ο φόβος για την αλλαγή ή όχι του setlist. Τελικά όλα πήγαν ικανοποιητικά καλά με τον κόσμο να απαντά και πάλι «ναι» στο κάλεσμα των Σουηδών.



Χωρίς support act ή νέα δουλειά μετά τον περασμένο Απρίλη που είχαν εμφανιστεί και πάλι στην πόλη, κατάφεραν να μαζέψουν 500 περίπου άτομα στην προτελευταία στάση της περιοδείας αυτής. Περίπου στις 22:00 ακούστηκαν οι πρώτες νότες του “Windowpane” το οποίο μελωδικά παρέσυρε τον κόσμο σε μουσικό λαβύρινθο. Και αυτό είναι ένα στοίχημα το οποίο κέρδισαν και θα το κάνουν πάντα. Απέχουν πολύ από μονότονες progressive μπάντες που επαναλαμβάνονται και καταντάν βαρετές, ιδιαίτερα σε ζωντανές εμφανίσεις.

Οι Opeth βρίσκονταν πραγματικά σε μεγάλη όρεξη και περισσότερο απ’ όλους ο άνθρωπος πίσω από τα πλήκτρα, ο Per Wiberg, ο οποίος δε σταμάτησε να επιδίδεται σε headbanging επαναλήψεις, ωθώντας έτσι και τον κόσμο να κάνει το ίδιο. Οι εκτελέσεις ήταν καταπληκτικές και ιδιαίτερα στα “Hex Omega”, “April Ethereal” και την έκπληξη της βραδιάς, το μεγαλειώδες “Face Of Melinda”. Κατά τ’ άλλα, χωρίς να αποτελεί απαραίτητα αρνητικό παράγοντα, οι επιλογές των κομματιών δεν είχαν μεγάλη διαφορά με αυτές του Απριλίου και ίσως δικαιολογημένα αφού και οι δύο συναυλίες ήταν στα πλαίσια της ίδιας περιοδείας.

Σε κάποιο σημείο ξεκίνησε ο Akerfeldt να παίζει το “Bleak”, το διέκοψε με το “The Drapery Falls” και μετά από μερικές εναλλαγές των δύο -και όχι μόνο-  σταμάτησε, αφήνοντας το κοινό να ξεροσταλιάζει. Τελικά πέρα από το “The Leper Affinity” δεν ακούστηκε κάτι άλλο από το “Blackwater Park”, άλμπουμ το οποίο αναμένεται να παρουσιάσουν στην ολότητά του σε επιλεγμένες πόλεις τον προσεχή Απρίλη σε συναυλίες με διπλό σετ, γιορτάζοντας έτσι τα είκοσί τους χρόνια. Κατά το encore ακούστηκε ένα υποτιθέμενο κιθαριστικό σόλο τριάντα δευτερολέπτων και στον επίλογο απολαύσαμε το “Deliverance” με τις αναμενόμενες αντιδράσεις από κάτω.

Οι πιστές αναπαραγωγές, το εκκεντρικό χιούμορ του Akerfeldt (μάθαμε και για το «πάθος» του για τους Motley Crue!) και το γενικότερο φιλικό κλίμα που επικρατούσε, συνέθεσαν ένα εξαιρετικό βράδυ 100 περίπου καθαρών λεπτών. Προφανώς η Θεσσαλονίκη δύσκολα θα τους βαρεθεί οπότε... εις τo επανειδείν.


Setlist:
Windowpane
Ghost Of Perdition
Lotus Eater
Lepper Affinity
April Ethereal
Hessian Peel
Face Of Melinda
Reverie / Harlequin Forest
Hex Omega
-------------------
Deliverance

Λάμπης Παρταλάς
  • SHARE
  • TWEET