Fucked Up

Grass Can Move Stones Part 1: Year Of The Goat

Fucked Up Records / Tankcrimes Records (2025)
Καλωσήρθατε πάλι στον χορό του ζωδιακού κύκλου. Καθίστε αναπαυτικά όσο οι Fucked Up θα σας αφηγηθούν μία νέα ιστορία
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Η έννοια του concept album, όπου μία ενιαία ιστορία και θεματική εκφράζεται απ’ το σύνολο των κομματιών ενός δίσκου, είναι γνωστή στο σκληρό ήχο και πέρα απ’ τα heavy/power/prog παρακλάδια του. Στην περίπτωση του hardcore έχουμε επίσης εκπληκτικά δείγματα, όπως το "Ugly Organ" (2003) των Cursive τα "Holy Vacants" (2014) και "Astral Pariah" (2021) των Trophy Scars, όμως τίποτα δεν πλησιάζει τις progressive hardcore όπερες των Fucked Up, ούτε σε μέγεθος, ούτε σε προοπτική, ούτε σε ενορχήστρωση.

Αυτό που ξεκίνησε σαν τζαμαρίσματα και εδραιώθηκε ως σειρά EPs αφιερωμένων στα ζώδια του Κινεζικού ωροσκόπιου, κατέληξε πριν τέσσερα χρόνια σε έναν μουσικό και καλλιτεχνικό ογκόλιθο, το "Year Of the Horse", όπου ο Μάυρος Πύργος του Stephen King συναντούσε το hardcore και τον Morricone, σε μιάμιση ώρα οργασμικής μουσικής δημιουργίας, που έσκασε στην ομάδα του Rocking.gr σαν χαστούκι. Η ενασχόληση των Fucked Up με μικρότερης έκτασης δουλειές-προκλήσεις (EPs και δίσκους που γράφτηκαν σε μία μέρα) έμοιαζε με κίνηση εξισορρόπησης, και ανάλογα με το ποια πλευρά τους αγαπάς περισσότερο, την μαξιμαλιστική διάθεση της rock opera, ή το δρομίσιο attitude του NY hardcore, θα περίμενες και με ανάλογη προσμονή το επόμενο κεφάλαιο του Ζωδιακού Κύκλου.

Οι Fucked Up, ξανά περιπετειώδεις και φιλόδοξοι, σκηνοθετούν ένα ακόμη πιο μεγαλόπνοο project. Το "Grass Can Move Stones" θα αποτελείται από τρία μέρη, που θα ολοκληρώνουν τη ζωδιακή σειρά που ξεκίνησαν δύο δεκαετίες πίσω, με την Κατσίκα, τη Μαϊμού, και τον Κόκορα. Η ιστορία θα ενώνει αυτά τα τρία πλάσματα σε μία κοινή πλοκή, παίρνοντας έμπνευση απ’ το κινέζικο έργο του 17ου αιώνα, «The Journey to the West»  του Wu Cheng'en (στα ελληνικά το βρίσκουμε ως «Ο Βασιλιάς Πίθηκος»). Σ’ ένα meta-επίπεδο, όμως, η ιστορία του "Grass…" διαβάζεται ως ιστορία του ίδιου του συγκροτήματος, των προκλήσεων που έχουν αντιμετωπίσει, αλλά και των θαυμαστών πραγμάτων που έχουν δημιουργήσει στο διάβα τους.

Ολόκληρη την πλοκή, με τους χαρακτήρες και τους στίχους, μπορείτε να τα βρείτε στο bandcamp της μπάντας, σ’ ένα προσεγμένο τευχάκι, οπότε εδώ θα μείνω σε μία απλή σύνοψη: η Μαϊμού (Damian Abraham), που έμενε για χρόνια σε μία αγέλη Κατσικιών ως όμοιά τους, συνειδητοποιεί τη διαφορά της, και ξεκινάει σ’ ένα ταξίδι αυτοαποκάλυψης. Συντροφιά της σ’ αυτό το μακρύ ταξίδι γεμάτο θαύματα και περίεργους χαρακτήρες, η Καλή Κατσίκα (Tuka Mohammed), η φίλη της, η οποία είναι και ο αντίποδάς της: όσο η Μαϊμού κοιτάζει τον κόσμο πέρα απ’ τα σύνορα με μάτια γεμάτα δέος, μεταμορφώνεται, και αναζητά αλήθειες στους Ουρανούς, η Καλή Κατσίκα είναι φοβισμένη, ριζωμένη στο έδαφος, αμετακίνητη. Αυτή η σύγκρουση τάσεων και οπτικών είναι δύσκολο να μην παραπέμψει στην ίδια την δισκογραφία των Fucked Up, που θα μπορούσε να αποτελείται από έργα δύο διαφορετικών συγκροτημάτων. Οι τόσο αντίρροπες κινήσεις δεν ήρθαν χωρίς επιπτώσεις, αφού στο εσωτερικό τους υπήρξαν τριγμοί, με τον Abraham να θεωρεί αβέβαιο το μέλλον του στην μπάντα ήδη απ’ το "Year of the Horse", προβληματισμένος απ’ την πορεία που χάραζαν ο πολυοργανίστας Mike Haliechuk και ο ντράμερ Jonah Falco.

Ηχητικά, το πρώτο μέρος της ιστορίας δεν ξεμακραίνει απ’ τον musical/rock opera χαρακτήρα του προκατόχου του, με τη διαφορά πως ταξιδεύει γεωγραφικά απ’ την Άγρια Δύση στην Άπω Ανατολή και αφήνει και πολλά out-of-rock όργανα απ’ έξω, στηριζόμενο κυρίως στα synths. Τα κρουστά και τα πνευστά δίνουν τον τόνο, με τα riffs και την βραχνή φωνή του Abrahams να υπενθυμίζουν μόνο τις καταβολές του συγκροτήματος. Πλάι του, η Tuka Mohammed προσφέρει την καθάρια της φωνή και αναδεικνύεται ξανά ως η αγαπημένη μου παρουσία στο μουσικό κόσμο των Fucked Up. Καθώς πλαισιώνονται, όμως, από πέντε ακόμη τραγουδιστές και πληθώρα επεξεργασμένων φωνητικών μερών, το "Grass…" ακούγεται ξανά σαν μία opera βγαλμένη απ’ τα ευαγγέλια των Ayreon.

Τα μουσικά θέματα εναλλάσσονται μεταξύ τους με οργανικό τρόπο, με ειδικά εφέ και ενορχηστρωτικές επιλογές να εντείνουν την κινηματογραφικότητα του έργου. Η μουσικότητα που ανιχνεύεται στα δύο μεγάλα (σχεδόν μισάωρα) έπη του δίσκου, είναι αστείρευτη, και μας ξανοίγει σε ολόφωτους ορίζοντες. Είναι εκπληκτικό πώς ανάμεσα σε νευρωτικά riffs εντοπίζουμε χορωδιακά μέρη, ηλεκτρονικά και φολκλορικά περάσματα ξέχειλα από ατμόσφαιρες, ενώ όποτε επιστρέφει το βασικό κιθαριστικό leit motif, σκάει πάνω σου σαν κύμα που σε τραβάει ξανά στα βάθη της ιστορίας. Ξεχωρίζει το σημείο στο τελευταίο μέρος του "Long Ago Gardens", όπου το ξεστράτημα του funk groove με τους ψιθύρους και την χορευτική μπασογραμμή ως ραχοκοκαλιά, διακόπτεται απ’ το riff, επιστρέφοντας την ιστορία στις μελωδικές αρχές της. Το "Rivers And Lakes" συνεχίζει με τη δική του ιδιότροπη ποικιλομορφία να μας εισάγει σε νέους χαρακτήρες και μοτίβα, επιδεικνύοντας ακόμη περισσότερη θεατρικότητα και διακυμάνσεις.

Έχοντας πει όλα αυτά, το "Year of the Goat" δεν είναι μία συνέχεια του "Year of the Horse" με ποιοτικούς όρους – όχι απόλυτα. Πολύ πιο απλοϊκό στην αφήγησή του, ακολουθώντας τον «κύκλο του ταξιδιού του ήρωα», μοιάζει με σειρά από γεγονότα που συνδέονται μεταξύ τους με ένα «και μετά…». Η γραμμικότητα της ιστορίας υπονομεύει την κλίμακα που θα επιθυμούσαν οι Fucked Up, κι ίσως όλα μοιάζουν διαφορετικά όταν θα έχουμε ολόκληρο το "Grass Can Move Stones" στα χέρια μας, όμως ως πρώτο κομμάτι δεν ξεπερνά τον πήχη που έχουν θέσει. Το δε κλείσιμο του πρώτου μέρους με τον υπερκερασμό της σύγκρουσης, γίνεται βεβιασμένα, εύκολα, σαν να πρόκειται για παιδικό παραμύθι γεμάτο διδακτισμό. Έχοντας χάσει και το στοιχείο της έκπληξης, οι Fucked Up… εντάξει, they didn’t fuck up, ούτε κατ’ ελάχιστον, όμως αποτυγχάνουν να αγγίξουν την εγκεφαλικότητα του "Year of the Horse".

Το "Year of the Goat" παραμένει ένα πανέμορφο άλμπουμ, που σφύζει από πλαγιές και ποτάμια, και οι Καναδοί παραμένουν κορυφή σ’ αυτό που κάνουν. Όμως, δεν μπορούμε να το δεχτούμε με τον ίδιο εντυπωσιασμό, όχι μόνο λόγω της δικής μας εξοικείωσης με το όραμά τους, αλλά και επειδή το άλμπουμ δεν στέκει ανεξάρτητα και αυτόφωτα. Γι’ αυτό και μόνο τοποθετείται ένα σκαλοπάτι πιο κάτω, κι ελπίζουμε οι διάδοχοί του να το ανεβάσουν.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET