«A Buyer's Guide»: Herbie Hancock

Οδηγός δισκογραφίας για ένα πραγματικό σύμβολο της σύγχρονης μουσικής

Ο πιανίστας Herbert Jeffrey Hancock γεννήθηκε στο Σικάγο το 1940. Όταν λέμε είναι ένας από τους μεγάλους, τεράστιους μουσικούς, συνθέτες και ηγέτες της jazz εννοούμε ότι θρονιάζεται δίπλα στους Thelonious Monk, Charles Mingus και John Coltrane χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό και χωρίς καμία αμφιβολία. O άνθρωπος έδωσε στην αρμονία άλλο νόημα. Ήταν παιδί θαύμα από πολύ νωρίς, αφού από τα εφτά του μετά τα πρώτα μαθήματα πιάνο που έλαβε έδειξε το έμφυτο ταλέντο του. Άκουγε και έπαιζε κλασικά πράγματα. Όταν άκουσε τον Chris Anderson όμως όλα άλλαξαν. Ζήτησε μόνος του να γίνει μαθητής του και η jazz πορεία του είχε ξεκινήσει.

Herbie Hancock

Στο ξεκίνημα λοιπόν άρχισε να παίζει με τους Donald Byrd και Coleman Hawkins. Σε σχέση με άλλους φημισμένους καλλιτέχνες δεν έδειξε ποτέ να ξεφεύγει και διατηρεί ακόμα και σήμερα τη φήμη του καλού ανθρώπου. Όσο αύξανε τις ικανότητες του και τη φήμη του ξεκίνησε να δουλεύει με τους Oliver Nelson και Phil Woods. Την πρώτη του κυκλοφορία άκουσε ο Miles Davis ο οποίος (μέσω του Tony Williams που τους γνώρισε) του έκανε πρόταση να μπει στην μπάντα του. Η κατάληξη ήταν να συμμετέχει, να δημιουργεί, να εκνευρίζει και να παίζει στο Second Great Quintet όπως καθιερώθηκε να λέγεται, με τους Wayne Shorter, Ron Carter και Tony Williams. Οι δίσκοι που θα τον βρείτε να παίζει είναι οι "In A Silent Way", "Big Fun", "E.S.P.", "Miles Smiles", "Sorcerer", "Nefertiti", "Miles In The Sky", "Jack Johnson", "On The Corner", "Get Up With It" και "Filles de Kilimanjaro". Καθόλου άσχημα έτσι;! Ο μέντορας του λοιπόν και κυρίως το "Bitches Brew" (του) σαν επιρροή, τον γέμισε με ενδιαφέρον και αγάπη προς τους ηλεκτρικούς ήχους και έβαλε μέσα του funk, rock και ψυχεδελικά μικρόβια, που πραγματικά τον «αρρώστησαν» βαριά. Άφησε λίγο παραπέρα το πιάνο και ασχολήθηκε με ηλεκτρικό πιάνο (fender/rhodes), διάφορα synths (semi-modular subtractive, preset), mellotron, αναλογικά, keytar και moog synthesizers. Είναι ένας εξαιρετικά ευέλικτος καλλιτέχνης που, ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε (οριακά όσο και ο μέντορας του Miles Davis), διεύρυνε τα όρια της jazz και την κράτησε ζωντανή την εποχή της rock (ακόμα και της ηλεκτρονικής μουσικής). Όσο κι αν κάποιοι ανίδεοι και εμπαθείς τον χλεύασαν για ξεπούλημα όταν πέρασε από ακουστικά σε ηλεκτρικά όργανα, αυτός δεν σταμάτησε και χάρισε στη μουσική μερικά πειραματικά αριστουργήματα.

Έχει κερδίσει Oscar καλύτερου soundtrack για τον δίσκο του "Round Midnight". O δίσκος του αφιέρωμα στον Joni Mitchell, "River: The Joni Letters" κέρδισε το βραβείο Grammy για το άλμπουμ της χρονιάς το 2008. Μαζί με αυτό έχει αλλά 15 περίπου Grammy για εκτελέσεις, συνθέσεις, σόλο και συνεργασίες που έχει κάνει.

Herbie Hancock

Αφού αναφέραμε δουλειά για ταινίες να σημειώσουμε εδώ και τα soundtrack "Blow-Up" του 1967, "Hey, Hey, Hey, It's Fat Albert" του 1969, "The Spook Who Sat by the Door" του 1973 και "Death Wish" του 1974 που αξίζουν να ασχοληθείτε. Όσο αφορά τις συνεργασίες του (σε δίσκους) τα πιο σημαντικά και άξια αναφοράς (και ακρόασης) είναι τα "1+1" με τον Wayne Shorter, "Third Plane" με Ron Carter και Tony Williams, "Butterfly" με Kimiko Kasai, το "Herbie Hancock Trio With Ron Carter + Tony Williams" του 1981, "Village Life" με Foday Musa Suso και "A Tribute to Miles" του 1994 με τους Wayne Shorter, Ron Carter, Wallace Roney και Tony Williams φυσικά.

Kαθώς ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης μπορεί να μην έγραψε και να μην κυκλοφόρησε ένα κολοσσιαίο δίσκο σαν τα "Kind Of Blue" και "A Love Supreme", είναι από τους λίγους όμως που μπορεί να καυχιέται ότι έχει πάνω από 10 πολύ, μα πάρα πολύ μεγάλες, θεσπέσιες και εντελώς επιδραστικές κυκλοφορίες στο παλμαρέ του. Αξίζει λοιπόν να σημειώσουμε μερικά ακόμα albums του που είναι πραγματικά αξιόλογα και δεν χώρεσαν στον οδηγό.

Herbie Hancock

Το "Inventions & Dimensions" του 1964 (έχει κυκλοφορήσει και με τον τίτλο "Succotash") έχει ένα μοναδικό afro-cuban και λατινοαμερικάνικο στιλ εξερευνώντας bop και modal jazz μουσικές χωρίς να είναι latin jazz. O Chihuahua κάνει τη διαφορά. Το "Fat Albert Rotunda" του 1970 είναι η πιο soul κυκλοφορία του. Τα "Crossings" και "Thrust" είναι οι κυκλοφορίες πριν και μετά τα "Sextant" και "Head Hunters" αντίστοιχα. Αξίζει να τα δούμε σαν πορεία και προφανώς ακούγονται συμπληρωματικά με τα αριστουργήματα. Φεύγοντας από την Blue Note, υπογράφει στη Warner και αρχίζει να εμφανίζει τα πρώτα funk δείγματα. Στο "Man-Child" του 1975 κλείνουν τις δισκογραφικές τους κυκλοφορίες οι the Headhunters και οι κιθάρες και τα wah πετάλια δίνουν τα πρώτα δείγματα μιας ακόμα αλλαγής της πορείας του. Τέλος ειδική αναφορά οφείλουμε να κάνουμε στο "My Point Of View" του 1963 το οποίο είναι μακράν η πιο cool κυκλοφορία της ιστορίας του. Αν πραγματικά θέλετε να εμβαθύνετε στο ταξίδι του από τα κλασσικά και ας πούμε λογικά, στα άγρια πειραματικά, απολαύστε το καθώς περιέχει μερικές φανταστικές υποσημειώσεις σε όλη αυτήν την ιστορία.

Ο Herbie Hancock είναι ένα πραγματικό σύμβολο της σύγχρονης jazz/funk/rock μουσικής. O ανθρωπος βάλθηκε να κάνει (ειδικά την εποχή που τα ξεκίναγε) ότι κανένας αλλος δεν ειχε καν σκεφτεί.

Μην ξεχάσετε να διαβάσετε και τους οδηγούς μας στους John ColtraneMiles DavisCharles MingusThelonious Monk και Ornette Coleman.

The Essential Herbie Hancock Spotify Playlist

 
Herbie Hancock - Takin' Off

Takin' Off
(Blue Note Records, 1962)

Όταν δίπλα στο πιάνο του Herbie ειναι ο Freddie Hubbard στην τρομπέτα και ο Dexter Gordon στο σαξώφονο δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς. Τον ρυθμό έχουν αναλάβει οι Butch Warren και Billy Higg. Εδώ ειναι η αρχική, πιο blues και αυθεντική εκτέλεση του "Watermelon Man", πριν γίνει funk στο "Head Hunters". Είναι ένα από τα καλυτερα και σημαντικότερα ντεμπούτα album στην ιστορία της μουσικής γενικότερα. Λιγοι καλλιτέχνες έχουν στην πρώτη τους ολοκληρωμένη δουλειά τέτοια δημιουργία, τετοια απήχηση και τέτοια επιτυχία. Τοτε ο ήχος του ηταν πιο κλασικός, πιο σταθερός. Επαιζε post-bop με modal τρόπο. Επαιζε βατή, όμορφη και μελωδική jazz με τιμή στο είδος και το παρελθόν. Ποιος να φανταζόταν που (πόσο ψηλά και πως) θα έφτανε τις επόμενες δεκαετίες μετά από ένα τόσο αριστουργηματικό ξεκίνημα!

Herbie Hancock - Maiden Voyage

Maiden Voyage
(Blue Note Records, 1965)

Υπό μία έννοια η προσωπικότητα του Miles Davis είναι έντονη σε αυτό το δίσκο, όχι ακριβώς ως επιρροή. Όταν όμως οι μουσικοί που παίζουν στο "Maiden Voyage" σχεδόν συναποτελούν το Miles Davis Quintet, δεν μπορείς να μη θεωρήσεις ότι υπάρχει απευθείας σύνδεση με το γενεαλογικό δέντρο του. Μέχρι εκεί όμως, γιατί από εκεί και πέρα, εδώ λάμπει, όσο σχεδόν πουθενά αλλού, το άστρο του Herbie Hancock, αν όχι ως πιανίστα αφού είχε ήδη αποδείξει την αξία του, σίγουρα ως συνθέτη. Μέσα από ένα αφηρημένο concept που έχει να κάνει με ένα ταξίδι στον ωκεανό, δημιουργεί μελωδικές συνθέσεις και αυτοστιγμεί jazz standards. Σε πολλές στιγμές λάμπει η τρομπέτα του Freddie Hubbard ενώ ο Tony Williams στα drums (ούτε καν 20 χρονών τότε) επιδεικνύει μία απίστευτη ωριμότητα και αυτοσυγκράτηση. Εδικά η ομώνυμη σύνθεση αντιπροσωπεύει όσο ελάχιστες αυτό που ονομάζουμε modal jazz και ταυτόχρονα τον ήχο της Blue Note από την οποία κυκλοφόρησε. Η κυκλοφορία αυτή σηματοδοτεί το τέλος της πρώτης φάσης του Hancock κατακτώντας απόλυτα τον ήχο τον δασκάλων του.

 

Herbie Hancock - Head Hunters

Head Hunters
(Columbia Records, 1973)

Αυτός ο δίσκος πέραν από το πιο γνωστός και εμπορικός, ήταν μια αλλαγή, μια εξέλιξη, μια απίθανη ανακάλυψη για τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Πέρασε σε πιο funk και rock κοινά και τράβηξε την προσοχή φέρνοντας το fusion jazz στιλ σε άλλο επίπεδο. Ακολουθεί και ουσιαστικά ολοκληρώνει τη διαδρομή προς μια άλλη κατεύθυνση του Herbie που ξεκίνησε με τα "Mwandishi", "Crossings" και "Sextant". Εδώ δημιουργήθηκαν οι The Headhunters. Έχοντας ακούσει το "Watermelon Man" από τις hard bop ημέρες τους στο "Takin' Off" (1962) στην εδώ διασκευή/εξέλιξη του θα καταλάβεις τι έχει συμβεί στο κεφάλι του Hancock. Είναι μια καθοριστική στιγμή στην καριέρα του και αποτελεί ακόμα έμπνευση για μουσικούς funk, soul, jazz, electro και hip hop. Αυτό το αριστούργημα είναι ρυθμικό, παιχνιδιάρικο, ενεργητικό, χαρούμενο, αυτοσχεδιαστικό, πολύ ανεβαστικό, ψυχεδελικό, ζεστό και απίθανα προοδευτικό. 

Herbie Hancock - Empyrean Isles

Empyrean Isles
(Blue Note Records, 1964)

Άλλο ένα αριστούργημα της εποχής της Blue Note για τον Hancock, μόνο που αυτήν τη φορά φτάνει αρκετά κοντά σε ό,τι μπορεί να χαρακτηριστεί pop στον jazz κόσμο. Οι πολύ καθαρές μελωδικές γραμμές και οι φράσεις του στο πιάνο καταφέρνουν να δημιουργήσουν κατά το ήμισυ ένα απόλυτα προσιτό jazz άκουσμα, κατάλληλο ακόμα και για μη jazz ακροατές. Ειδικά αυτό ισχύει για το groove του "Cantaloupe Island" που δεν άφησε, φυσικά, ασυγκίνητη τη γενιά των samples και απέκτησε νέα ζωή και επιτυχία. Εδώ όμως, ολοκληρωμένο και εθιστικό, υψώνεται ως ένα από τα χορευτικότερα κομμάτια αυτής της εποχής της jazz. Το "The Egg" από την άλλη, η μεγαλύτερη σε διάρκεια σύνθεση, φαίνεται να θέλει να πάρει πίσω ό,τι τα άλλα τραγούδια είχαν δώσει στον ακροατή γινόμενο πιο στριφνό, περιπετειώδες, απαιτητικό αλλά και εν τέλει ανταμείβοντας πολλαπλά όποιον το παρακολουθήσει. Ο Herbie Hancock μετά από αυτό αρχίζει να λογίζεται ως ένας σημαντικός leader πλέον.

 
Herbie Hancock - Speak Like A Child

Speak Like A Child
(Blue Note Records, 1968)

Μετά από το "Maiden Voyage" ήρθε το soundtrack για την ταινία-ύμνο στην pop κουλτούρα των '60s, το "Blow Up" του Antonioni όπου ο Hancock ανοίγει πολύ την παλέτα του και παίζει με τα είδη και τους ήχους. Αυτό σηματοδοτεί την πρώτη αναχώρηση από το κεκτημένο ύφος του και το "Speak Like A Child" που ακολούθησε την πρώτη της επίσημης δισκογραφίας του. Αρχικά αλλάζει εντελώς τη σύνθεση των πνευστών, με το φλάουτο, το τρομπόνι και το flugelhorn να δημιουργούν ένα ενιαίο ηχητικό τείχος και να λειτουργούν ρυθμικά και μελωδικά αλλά χωρίς να παίρνουν σόλο. Αντίθετα ο πιστός συνεργάτης του στο μπάσο, Ron Carter, έχει βγει στο προσκήνιο ως δεύτερος κεντρικός πόλος αν και δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι στο "Speak Like A Child" κρατάει το σόου κυρίως ο ίδιος ο πιανίστας. Ας σημειωθεί και ότι η ομώνυμη σύνθεση απογειώθηκε ρυθμικά από τα δάχτυλα του Jaco Pastorius σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα.

Herbie Hancock - Sextant

Sextant
(Columbia Records, 1973)

Η πρόοδος στη δισκογραφία του Hancock ήταν διαρκής και ασταμάτητη μέσα στις δεκαετίες. Δε δίστασε να παίξει όποια μουσική τον εξέφραζε ανεξάρτητα με το αν μπορούσε να κατηγοριοποιηθεί σε κάποιο είδος, ακόμα κι αν τελικά είχε ή όχι άμεση συνάφεια με την jazz. Κάπως έτσι και το πιο (επιτυχημένα) τολμηρό του έργο, το "Sextant" είναι τόσο αταξινόμητο που ακόμα και η ταμπέλα της free jazz δε φαίνεται ικανή να το χωρέσει. Έχοντας πλέον στη φαρέτρα του όλων των ειδών τα πλήκτρα, εκμεταλλεύεται τους ήχους τους και μέσα από ρυθμικές επαναλήψεις, πρώιμους ηλεκτρονισμούς, μίνιμαλ παίξιμο, μικροσυνθέσεις μέσα σε συνθέσεις, funk και rock προσέγγιση και γενικά μακριά από οποιαδήποτε jazz σύμβαση, παραδίδει ένα έργο η ακρόαση του οποίου αποτελεί μοναδική εμπειρία. Προφανώς και ως έργο ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του και εκτιμήθηκε πολύ αργότερα ενώ η εμπορική του αποτυχία θα οδηγήσει τον δημιουργό του όχι σε αναδίπλωση όπως θα πίστευε κάποιος, αλλά σε ένα άλμα προς τα μπροστά και μία ανεπανάληπτη εμπορική επιτυχία.

Herbie Hancock - Mwandishi

Mwandishi
(Warner Bros Records, 1971)

Έφυγε από το quintet του Miles Davis και ουσιαστικά εδραίωσε το δικό του sextet. Εδώ έχουμε την απόλυτη fusion κυκλοφορία του. Σίγουρα εδώ παίζει βάσει του τι τον επηρέασε από το "Bitches Brew". Είναι βασισμένο στη χρήση ηλεκτρικών οργάνων και στην ενσωμάτωση στοιχείων από διάφορα άλλα στιλ μουσικής (funk, electro, rock). Σκοτεινό, μυστηριώδες, αλλά και ιδιαίτερα κομψό. Αφύσικοι και άγνωστοι ρυθμοί για την εποχή και για τον κόσμο που τον άκουγε. Αγγίζει spiritual jazz ιδέες και φέρνει ένα πιο free jazz στιλ από τις προηγούμενες δουλειές του. Σου δημιουργεί μια δυσοίωνη αίσθηση, νιώθεις ότι κάτι κακό προετοιμάζεται να συμβεί, αλλά εξακολουθεί να διατηρεί έναν βαθμό γλαφυρότητας και καλαισθησίας. Ο αριστουργηματικός αυτός δίσκος απέδειξε ότι ήταν ένα από τα αληθινά πρωτότυπα σε ολόκληρη τη jazz-fusion σκηνή των αρχών της δεκαετίας του '70.

 
Herbie Hancock - Future Shock

Future Shock
(Columbia Records, 1980)

Είναι η πλέον πανεύκολη επιλογή για αυτό το σημείο του οδηγού. Ντίσκο ρυθμοί και σκρατσάρισμα. Ηλεκτρονική μουσική, synths και χορός. Προσοχή, δεν προκειται για jazz δίσκο. Ας το ξεκαθαρίσουμε. Είναι φουτουριστικός, ρυθμικός, σουρεαλιστικός, ψυχεδελικός, παιχνιδιάρικος, καλοκαίρινος, ενεργητικός, ζεστός και με τεράστια διάθεση για πάρτι. Ειναι ένα synth funk δημιουργημα που μιλάει κυρίως σε φίλους του Prince και των Talking Heads εκείνης της εποχής. Πολύ ταιριαστό με τον καιρό του, αλλά δύσκολα συμβατό με τα γουστα των ακροάτων κάθε μορφής jazz. Ομως και πάλι έχεις τον Herbie στο πιάνο και αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Είναι αδιανόητο πόσο μοναδικός είναι αυτός ο ήχος και πόσο φρέσκος εξακολουθεί να ακούγεται ακόμα και σήμερα.

 
Herbie Hancock - Monster

Monster
(Columbia Records, 1983)

Τι να κάνεις; Μπορείς να τους αδικήσεις; H disco μουσική υπήρξε καταλυτική στη μαύρη μουσική και κουλτούρα στα τέλη των '70s. Τόσο ο χορός που είναι περήφανη αφρικανική κληρονομιά όσο και η επιτυχία που συνόδεψε την disco ήταν πολύ δύσκολο να αφήσει αδιάφορους ακόμα και τους jazz μουσικούς, πόσο μάλλον τον Hancock που έδειξε ήδη από το "Headhunters" να τον απασχολεί ο χορός. Είναι σίγουρο ότι το "Monster" με τα σημερινά δεδομένα είναι ξεπερασμένο όσο και η disco εν γένει. Το κακό είναι ότι ακόμα και με τα τότε δεδομένα έχει πολύ λίγα χαρίσματα να δώσει. Ίσως αν τα τραγούδια του είχαν μικρότερη διάρκεια να μπορούσαν να θέλξουν με το αδιαμφισβήτητα άρτιο παίξιμο τους, ίσως το latin στοιχείο που έφερε η συνεργασία με τον Santana να ήταν άξιο εξερεύνησης, ίσως το soulful "Stars In Your Eyes" να έλαμπε όπως του άξιζε. Όπως έχουν όμως τα πράγματα, το "Monster" είναι μάλλον το τελευταίο άλμπουμ του Herbie που θες να αγοράσεις (με την παραδοχή ότι υπάρχουν και κάποια άλλα που δε θες καν).

 
Herbie Hancock - Flood

Flood
(CBS / Sony Records, 1975)

Ηχογραφήκε ζωντανά στο Tokyo και κυκλοφόρησε αρχικά μόνο στην Ιαπωνία σαν διπλό βινύλιο. Ουσιαστικά στη σκηνή ειναι οι The Headhunters (Bennie Maupin, DeWayne "Blackbyrd" McKnight, Paul Jackson, Mike Clark και Bill Summers ) οι οποίοι παίζουν κομματάρες από τα "Maiden Voyage", "Head Hunters", "Thrust" και "Man-Child". Οταν ακούγονται τα "Maiden Voyage", "Watermelon Man", "Chameleon" και "Butterfly" είναι σαν να ακους ζωντανά ένα mini best of. Το συγκρότημα είναι σε καλή φόρμα και υπάρχει σωστή ποικιλία σε είδος, στιλ και μουσικό υφος για να κρατήσει τα πράγματα ενδιαφέροντα ακόμα κι αν έχετε απορροφήσει πλήρως τις αυθεντικές στούντιο εκδόσεις αυτών των κομματιών. Σε κάθε χειροκρότημα ζηλεύεις, αναστενάζεις και λυπάσαι που δεν έζησες αυτήν τη ζωντανή εμφανιση. Εξαιρετικές εκτελέσεις.

A Compilation

Spotify Playlist

1. Watermelon Man (Takin' Off)
2. Maiden Voyage (Maiden Voyage) 
3. Chameleon (Head Hunters)
4. Speak Like A Child (Speak Like A Child)
5. Cantaloupe Island (Empyrean Isles)
6. Hidden Shadows (Sextant)
7. Ostinato ‘Suite For Angela' (Mwandishi)
8. King Cobra (My Point Of View)
9. Butterfly (Thrust)
10. Rockit (Future Shock)

* Στην playlist έχουν προστεθεί και οι παρακάτω εξαιρετικές συνθέσεις από τις όχι και τόσο επιδραστικές ή πρωτοκλασάτες δισκογραφικές του δουλειές, για πιο σφαιρικό και ολοκληρωμένο άκουσμα: Sleeping Giant (Crossings), Mimosa (Inventions & Dimensions), Hang Up Your Hang Ups (Man-Child), Tell Me A Bedtime Story (Fat Albert Rotunda), Watch It (The Herbie Hancock Trio), Aung San Suu Kyi (1+1), Spiraling Prism (Mr. Hands), Doin' It (Secrets), I Thought It Was You (Sunlight), Joanna's Theme (Death Wish), Stars In Your Eyes (Monster), Tell Everybody (Feets Don't Fail Me Now), Magic Number (Magic Windows), Vibe Alive (Perfect Machine)

  • SHARE
  • TWEET