«A Buyer's Guide»: Διονύσης Σαββόπουλος
Και τώρα που η σκόνη έπεσε και η φωνές ηρέμησαν, τι μένει από το Σαββόπουλο;
Η σκόνη κάπως έπεσε, τα post στα social media αραίωσαν, μίλησαν όλοι όσοι έπρεπε, όσοι δεν έπρεπε και αρκετοί περαστικοί για το Σαββόπουλο. Κατέθεσαν την άποψή τους τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους άνθρωποι και κατ’ επέκταση κατατέθηκαν τόσο διαφορετικές απόψεις που είναι δύσκολο να ειπωθεί κάτι που δεν έχει ήδη καλυφθεί. Το εξαιρετικό κείμενο του Αντώνη Αντωνιάδη έχει ήδη καλύψει τις δικές μας απόψεις οπότε ίσως στο παρόν άρθρο να απομένουν δύο σημαντικά πράγματα να κάνουμε.

Το ένα είναι ένας σχολιασμός στα όσα ακολούθησαν μετά το θάνατό του. Είναι σαφές ότι ο Σαββόπουλος δεν πέρασε ποτέ αδιάφορος. Η προσωπικότητά του και η δημόσια περσόνα του (αδύνατον να καταλάβουμε αν και ποια διαφορά είχαν μεταξύ τους) ήταν πληθωρική, αυτό που λέμε larger than life, και αυτό ήταν κάτι που ο ίδιος, συστηματικά, καλλιεργούσε από πολύ νωρίς (χαρακτηριστικά, ο ποιητής Ασλάνογλου είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στους Λάλα-Ταγματάρχη ότι ο Σαββόπουλος διανοουμενίζει χωρίς να είναι ο ίδιος διανοούμενος). Αυτό έκανε όλους όσοι τον έζησαν, τον πρόλαβαν ενεργό στη διάρκεια της ζωής τους, να μπορούν να έχουν γνώμη, προσωπική και πολλές φορές συναισθηματική για το ποιος είναι ο Σαββόπουλος. Γιατί τους άγγιξε, τους επηρέασε, τους διαμόρφωσε, τους εκνεύρισε, τους απογοήτευσε, σίγουρα πάντως δεν τους άφησε αδιάφορους. Η ιδιαιτερότητα στην περίπτωση Σαββόπουλου είναι ότι μάλλον ισχύουν όλα όσα ειπώθηκαν για αυτόν, όλα τα καλά, όλα τα κακά, μαζί, ταυτόχρονα. Δεν ήταν το ένα ή το άλλο πράγμα ο Σαββόπουλος, ήταν πολλά μαζί, για αυτό και είναι πολύ δύσκολο να τον τοποθετήσεις μανιχαϊστικά στο «καλό» ή το «κακό». Για αυτό και καθένας και καθεμία, ανάλογα τις δικές τους προσλαμβάνουσες, θα κρατήσουν εν τέλει ένα συγκεκριμένο κομμάτι του ως μνήμη, ένα συγκεκριμένο κομμάτι του έργου ή της προσωπικότητάς του, γνωρίζοντας, αν δεν είναι αφελείς, ότι αυτό το κομμάτι δεν είναι η ολοκληρωμένη εικόνα του Σαββόπουλου, είναι όμως αυτό που τους ταιριάζει.
Αυτό μας φέρνει στο δεύτερο και σημαντικότερο σκοπό του άρθρου αυτού. Τι είναι αυτό που κρατάμε εμείς από το Σαββόπουλο; Είναι κυρίως και πάνω από όλα τo μουσικό του έργο και τα τραγούδια του. Οι στίχοι του που, κλεμμένοι, μεταφράσεις ή ολόδικοί του, ακόμα προκαλούν ανατριχίλες. Κι αυτό πάλι το έργο, όπως θα δούμε και παρακάτω, γέρνει χρονολογικά προς συγκεκριμένη περίοδο. Κάποιοι θα κρατήσουν, ήδη κρατάνε, έναν άλλο Σαββόπουλο. Αυτόν που ήθελε πρόσφυγες σε ξερονήσια, που υμνούσε το "Μητσοτάκ", που έβγαζε την Καλομοίρα από τούρτες. Δικαίωμά τους, υπήρξε αναντίρρητα και αυτός ο Σαββόπουλος. Εμείς κρατάμε το Σαββόπουλο που φυλακίσθηκε, που υμνούσε τον Τσε Γκεβάρα, που συνεργαζόταν με τη Μπέλλου. Κανείς δε θα μας πείσει ότι δεν υπήρξε και αυτός ο Σαββόπουλος.
Εξάλλου, για να παραφράσουμε τα δικά του λόγια, είναι πάντα στιγμή να αποφασίζεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις.

Μπάλλος
(Lyra, 1971)
Έχει συμπληρωθεί πάνω από μισός αιώνας από την κυκλοφορία του "Μπάλλου" και δεν υπάρχουν πολλά που δεν έχουν ήδη ειπωθεί για μία από τις, κατά κοινή ομολογία, κορυφαίες στιγμές της ελληνικής δισκογραφίας. Πέραν του να γιγαντώνει τον ίδιο τον σαββοπουλικό μύθο, ο "Μπάλλος" επέδειξε μια ευθυγράμμιση με τα διεθνή μουσικά τεκταινόμενα που είναι σπάνια για τα δεδομένα της ημεδαπής. Ο Σαββόπουλος «άκουσε» τόσο το τραγούδι διαμαρτυρίας που ήταν ακόμα επίκαιρο, όσο και τις εξελίξεις του ευρωπαϊκού progressive rock, και συνέπλεξε αυτά τα στοιχεία με το λαϊκό, βαλκανικό, δημώδες τραγούδι. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά: το 16λεπτο ομώνυμο στέκεται ως ένα μάλλον ανεπανάληπτο μουσικό έπος, με την μπάντα (Μπουρμπούλια) να θερίζει σε κάθε νότα και τον Σαββόπουλο να παραδίδει μερικούς από τους καλύτερους και πιο συμβολικούς στίχους της καριέρας του. Δίπλα σε αυτήν την οργιαστική σύνθεση, η β’ πλευρά - προεξεχόντων των "Κιλελέρ" και της διασκευής "Ο Παλιάτσος κι ο Ληστής" - κρατάει το άλμπουμ στην κορυφή, έχοντας σαν κρυφό του όπλο το πολιτικό του ύφος και την δημιουργική rock τονικότητα. Ο Μπάλλος όμως δεν χρειάζεται επιπλέον επίθετα ή επιχειρήματα. Έχει προ πολλού κατακτήσει την αιωνιότητα, στέκει σαν παντοτινό διαμάντι και, με έναν παράξενο τρόπο, μοιάζει να προσαρμόζεται σε κάθε εποχή. (ΑΚ)

Το Βρώμικο Ψωμί
(Λύρα, 1972)
Το τέταρτο άλμπουμ του Σαββόπουλου, είναι σχεδόν αδύνατο να αποκοπεί από τους δύο προκατόχους του. Κυρίως όμως, το «Βρώμικο Ψωμί» αποτελεί το σκοτεινό, μικρό αδελφάκι του «Μπάλλου», το οποίο όμως, καταφέρνει, χάρη στην ενστικτώδη τραγουδοποιία του να δημιουργήσει μια διακριτή προσωπικότητα. Ο ηλεκτρισμός, το σκοτάδι, και η πολιτικοποιημένη ειρωνία της τότε περιόδου του δημιουργού (το «Ολαρία Ολαρά» ακόμη γελάει σαρδόνια στα χείλη όσων το μουρμουράνε δίχως να το καταλάβουν), εδώ ηχούν στριφνά και εσωστρεφή όσο ποτέ. Οι περιπετειώδεις ηχογραφήσεις στη σκιά της Χούντας αφήνουν το στίγμα τους, και με τον προάγγελο της δωδεκάλεπτης θορυβώδους folk rock ελεγείας της «Μαύρης Θάλασσας» να αποτελεί την προδιαγεγραμμένη εξόδιο κορύφωση. Οι ηλεκτρισμένες παραμορφώσεις των 37 λεπτών του άλμπουμ οριοθετούν το ελληνόφωνο rock, συνδυάζουν μοντέρνες δυτικές διδαχές με ανατολίτικες παραδόσεις, με τόσο αιχμηρό και σκληρό τρόπο, όπου ο συμβιβασμός, έννοια που διατρέχουν τον δίσκο, να επικοινωνούνται με ένα σφύξιμο στο στήθος. Μέχρι και σήμερα, το «Βρώμικο Ψωμί», από τους πυλώνες που ονομάζονται «Δημοσθένους Λέξις», «Ζειμπέκικο» και «Το Μωρό», μέχρι τον Ντυλαν-ικό «Άγγελο Εξάγγελο», είναι ένα ψυχογράφημα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ψυχρά ειλικρινές όσο οι ρομαντικές προθέσεις του. Η κατάκτηση του ψωμιού προαπαιτεί θάρρος και αξιοπρέπεια, και εδώ έχουμε το εγχώριο, ηχητικό της ισοδύναμο. Αρκεί να δεις πίσω από το είδωλο. (Α.Ζ.)

Το Περιβόλι Του Τρελού
(Lyra, 1969)
Ο δεύτερος δίσκος του, τρία χρόνια μετά το "Φορτηγό", ήταν το σημείο που άλλαξε ο μουσικός προσανατολισμός και, προσωπικά θεωρώ, το καλλιτεχνικό του εκτόπισμα. Μην παρεξηγηθώ μου αρέσει πάρα πολύ το πρώτο άλμπουμ, είναι μέσα στα τρία αγαπημένα μου, απλά το περιβόλι έστησε έναν ήχο ακραία πρωτοποριακό για την εποχή και το πλαίσιο στο οποίο κυκλοφόρησε. Από τη μία η μουσική δομή είναι περίπου ροκ, από την άλλη υπάρχει η βαλκανική παράδοση σε κυρίαρχη θέση, απαλλαγμένη από ταμπού και αφορισμούς. Η "Θαλασσογραφία" καταφέρνει να ακούγεται ταυτόχρονα γεννημένη από τις ρίζες του τόπου, την δυτική μουσική που εκφράζει τους τότε μαλλιάδες αλλά και μια βαθιά προοδευτική καλλιτεχνική ματιά. Υπάρχει ένας πλουραλισμός που ακουμπάει και στην ακουστική φολκ του "Φορτηγού" και του Dylan, αλλά και στην μετέπειτα πορεία των 70s. Εδώ να τονίσω ότι το περιβόλι βγήκε το 1969, την ίδια χρονιά που το παγκόσμιο progressive έδωσε μερικά από τα μεγαλύτερα αριστουργήματά του. Πόσο τυχαίο; Δεν ξέρω γιατί να σε ενδιαφέρει, αλλά η "Ωδή Στον Γεώργιο Καραϊσκάκη" ήταν το αγαπημένο τραγούδι του πατέρα μου, έτσι έχει μια συναισθηματική φόρτιση για μένα έξω από το λογικό. Δεν ξέρω πόσο υποκειμενικό είναι λοιπόν αυτό που θα πω, αλλά για μένα είναι ανάμεσα στα σημαντικότερα τραγούδια που έχει βγάλει η ντόπια μουσική. Για κάποιο λόγο όμως νομίζω ότι δε μιλάει μόνο σε μένα έτσι. (Β.Λ)

Ρεζέρβα
(Lyra, 1979)
Πάντα είχα ανάμεικτα συναισθήματα για τούτο το δίσκο. Από τη μία με ζόριζε κάπως η εμμονή του με την ελλάδα, που στο μέλλον πήρε μεγαλύτερη και πιο ύποπτη τροπή, όπως και η - σε πρώτη ανάγνωση - αποστασιοποίηση από την κυρίαρχη προοδευτική στάση. Από την άλλη η μουσική που υπάρχει στη "Ρεζέρβα", έχει σημαδέψει μέρες των παιδικών χρόνων της γενιάς μου. Μεγαλώνοντας βέβαια έδωσα διαφορετικές ερμηνείες σε σημεία και συμβολισμούς του δίσκου, παίρνοντας μαζί μου έννοιες και προτάσεις που ίσως τότε τις εννοούσε κι ο Διονύσης. Το "Πρωινό" είναι μια εικονογράφηση της οικογένειας που μάθαμε, ήχος και φωτογραφίες από σπίτια που ζήσαμε και δεν ξεχνάμε. "Τί έπαιξα στο Λαύριο" και το "Κανονάκι", παραμύθια και μελωδίες δικές μας, πολυτραγουδισμένες. Η μνήμη του Γιάννη, με μια κιθάρα και όλα τα παιδιά της παρέας γύρω του να μας μισό-τραγουδά μισό-διηγείται την ιστορία του κότσυφα, του Σταύρου, δε σβήνει κάπως. Θα μου επιτρέψετε και μια υπερβολή εδώ. Η "Ρεζέρβα" έχει μέσα ένα από τα πιο προοδευτικά τραγούδια που γράφτηκαν την εποχή της, με στίχο ελληνικό. Για το μακρύ ζεϊμπέκικο λέω, αυτό για το Νίκο. Δεκατρία λεπτά που καθηλώνουν, συγκινούν και μιλούν λόγια τόσο αδιάφορα για την ασφάλεια του κοινώς αποδεκτού, που βγαίνουν πιο καθαρά και πάνε πιο βαθιά από όσο περιμένει ή αντέχει να ακούσει ακόμη και το σήμερα. (Β.Λ)

Φορτηγό
(Lyra, 1966)
Κανένα άλλο hitch-hike δεν είναι βέβαια τόσο θρυλικό για το συλλογικό ασυνείδητο του ελληνικού κοινού όσο η κατάβαση του Σαββόπουλου από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα με το περιβόητο φορτηγό που τον μετέφερε. Το ντεμπούτο του λοιπόν τιτλοφορήθηκε από την κατάβαση αυτή, συμβολίζοντας ίσως έτσι την αλλαγή της μοίρας όλου του Ελληνικού τραγουδιού. Συναρπαστικά ώριμος σαν συνθέτης και στιχουργός, ο 22 ετών Σαββόπουλος παραδίδει μια συλλογή 12 τραγουδιών που μοιάζουν σαν ένα περίτεχνο μωσαϊκό χαρακτήρων και ιδεών, ένα μικρό μουσικό οδοιπορικό που είναι γεμάτο νεανικη φωτιά αλλά και με έναν γοητευτικό ρομαντισμό. Οι καθαρές μελωδίες της κιθάρας του ντύνουν τις, άλλοτε τρυφερές κι αλλοτε κρυπτικές, αφηγήσεις του άλμπουμ και ο Σαββόπουλος ξεχύνεται με ορμή να συναντηθεί με την ιστορία. Δίπλα στα classics ("Συννεφούλα", "Μην Μιλάς Άλλο Για Αγάπη") βρίσκονται δέκα ακόμα θαυμάσια τραγούδια, και το Φορτηγό στο σύνολο του μοιάζει σαν ένα απαραίτητο και με μοναδικά χαρακτηριστικά άλμπουμ της δισκογραφίας του. (ΑΚ)

10 Χρόνια Κομμάτια
(Lyra, 1975)
Ίσως το αδικούμε τοποθετώντας το τόσο χαμηλά στη σειρά με την οποία πρέπει κάποιος να ακούσει τους δίσκους του Σαββόπουλου, αλλά υπάρχει λόγος κι αυτός δεν είναι η ποιότητα των τραγουδιών. Τουναντίον, εδώ θα βρει κάποιος όχι μόνο μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, τραγούδια που ακούγονται μέχρι τώρα και είναι συνώνυμα με τον τραγουδοποιό Σαββόπουλο, αλλά και πραγματικά κάποια από τα καλύτερα που έγραψε ποτέ. Όμως, ταυτόχρονα, δεν πρόκειται ακριβώς για καινούργια μουσική πρόταση παρά μάλλον για μία αναδρομή, όπως και ο τίτλος καταδεικνύει, στην μέχρι τότε πορεία του. Εδώ θα βρούμε επαναηχογραφήσεις τραγουδιών που είχαν γραφτεί μέχρι και πριν από το "Φορτηγό", σκόρπια τραγούδια που δε βρήκαν τη θέση τους σε δίσκους και κάποιες νέες συνθέσεις, όλα διανθισμένα από υπέροχα μικρά εισαγωγικά ηχητικά σημειώματα του δημιουργού τους. Όμως, αν εξετάσουμε το κάθε τραγούδι μεμονωμένα, εδώ έχουμε όχι λίγες, ούτε μερικές, αλλά πολλές από τις καλύτερες στιγμές του. "Οι Δεκαπέντε", "Μια Θάλασσα Μικρή", "Στη Συγκέντρωση Της ΕΦΕΕ", "Η Θανάσιμη Μοναξιά Του Αλέξη Ασλάνη" και "Ζεϊμπέκικο", είναι όλα τους από τα πολύ πολύ πρώτα τραγούδια που πρέπει ένας νέος ακροατής του Σαββόπουλου να ακούσει, μελετήσει και βιώσει πριν ανοιχτεί στο υπόλοιπο έργο του. (ΚΣ)

Τραπεζάκια Έξω
(Λύρα, 1983)
Η μεταπολίτευση έχει εδραιωθεί, η «αλλαγή» (sic) μόλις έχει έρθει. Στα ‘80ς, ο Σαββόπουλος θα συνέχιζε να αντιλαμβάνεται ακόμη με συνεπή και εντυπωσιακή οξυδέρκεια τα κοινωνικοπολιτικά τεκταινόμενα, σε διαλεκτική αντιπαραβολή με τις μουσικές εξελίξεις. Έτσι, μια ακρόαση του «Μας Βαράνε Ντέφια» καθιστά σαφές πως εδώ η στροφή γίνεται ακόμη πιο λαΐκή, οι rock επιρροές χορεύουν στενά με το new wave. Κάπως έτσι, έπειτα από την απαιτητική «Ρεζέρβα», ο μουσικός, κυκλοφορεί ένα σαφώς πιο εξωστρεφές άλμπουμ. Θεματικά, η κοινωνική «ανάταση», η «ελπίδα», οι πολύχρωμες αποχρώσεις μιας κοινωνίας που αρχίζει και ψηλαφίζει ιδέες περί ονείρων ευμάρειας, επιτρέπουν στην καυστική ποιητική των στίχων, να δένει με «εξωτικό» τρόπο με τις περίτεχνες ακροβασίες πάνω στην λαϊκή φόρμα όπως στο "Μυστικό Τοπίο", προαναγγέλοντας τις «έντεχνες» περιπέτειες της εγχώριας σκηνής. Παράλληλα όμως, τα μουσικά ρίσκα του "Τραπεζάκια Έξω", πέρα από του ότι κερδίζονται με εκνευριστική άνεση (μιλάμε για το δίσκο που συνυπάρχουν τα "Ας Αρχίσουν οι Χοροί", "Πρωτομαγιά" και "Τσάμικο"), εμπεριέχουν μέσα στην «ωριμότητά» τους και το ζοφερό μουσικοπολιτικό μέλλον του δημιουργού τους. Μέσα από τις αντιφάσεις και τις καλλιτεχνικές του υπερβάσεις, το "Τραπεζάκια Έξω", είναι σημείο καμπής σε μια περιπετειώδη δισκογραφία (Α.Ζ.)

Αχαρνής / Ο Αριστοφάνης Που Γύρισε Από Τα Θυμαράκια
(Lyra, 1977)
Η ιστορία του δίσκου είναι, πάνω-κάτω, γνωστή. Ο Κάρολος Κουν τηλεφωνεί στον Σαββόπουλο και του ζητά να γράψει τη μουσική για το έργο "Αχαρνής" του Αριστοφάνη, το οποίο θα ανέβαζε στο Θέατρο Τέχνης. Είτε λόγω ιδιαίτερης ιδιοσυγκρασίας, είτε λόγω ειλικρινής δυσκολίας να διαχωρίσει το κείμενο από τη μουσική, ο Σαββόπουλος στήνει μια ολόκληρη παράσταση, μεταφράζοντας ολόκληρο το κείμενο το οποίο διανθίζει και με κάποιους δικούς του σύγχρονους σχολιασμούς. Τελικά, μάλλον αναμενόμενα, η συνεργασία των δύο μερών δεν προχώρησε όμως, τον Χειμώνα του 1976-77, ο καλλιτέχνης ανεβάζει την παράσταση στην Πλάκα και στη συνέχεια, μειώνοντας το κομμάτι της αφήγησης, την ηχογραφεί. Ανάμεσα στους συμμετέχοντες, μεταξύ άλλων, συναντάμε τα ονόματα των Παπάζογλου, Ζιώγαλα, Ρασούλη, και Μπουλά ενώ την ενορχήστρωση έχει κάνει ο Νίκος Κεχαγιάς. Το έργο χωρίζεται σε εννιά μέρη και σε αυτό, μετά το "Happy Day", γίνεται ακόμη πιο σαφές πως ο Σαββόπουλος της Μεταπολίτευσης είναι πλέον αρκετά διαφορετικός, απομακρυνόμενος από το rock και αναζητώντας νέους εκφραστικούς τρόπους. Το κείμενο με τον Δικαιόπολις που προτιμά την γιορτή από τον πόλεμο, αν και του Αριστοφάνη, δένει τέλεια με τον Σαββοπουλικό μύθο, η μουσική δίνει για πρώτη φορά αυτή την αίσθηση γλεντιού που θα διαπεράσει στη συνέχεια όλο το έργο του καλλιτέχνη και θα κορυφωθεί στο "Τραπεζάκια Έξω", και το "Παράβαση" είναι ένα από τα καλύτερα και, με βεβαιότητα, πιο επιδραστικά τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ σε αυτή τη χώρα. (ΑΑ)

Μη Πετάξεις Τίποτα
(Polydor, 1994)
Φαντάζομαι πως οι περισσότεροι περιμένατε να δείτε εδώ το "Το Κούρεμα", το οποίο, χωρίς αμφιβολία, αποτέλεσε και το πιο διχαστικό άλμπουμ του Σαββόπουλου και αυτό στο οποίο αποξενώθηκε πλήρως από το παραδοσιακό του κοινό. Όμως, αν και άνισο, αν για λίγο ξεχάσουμε τα "Ο Γιος μου Πάει στο Στρατό" και "Το Μητσοτάκ", το "Το Κούρεμα" έχει καλές στιγμές. Αντίθετα, το "Μην Πετάξεις Τίποτα", παρά την ενδοσκοπική διάσταση του τίτλου που φανερώνει μια προσπάθεια να βρεθεί ισορροπία ανάμεσα στο παρελθόν και το τότε παρόν του δημιουργού, καταλήγει να αποτυγχάνει και στο επίπεδο του απολογισμού αλλά, και κυρίως, στο επίπεδο της δημιουργίας. Με μια 90s αισθητική που μπλέκει ατσούμπαλα έντεχνο και λαϊκό, ο Σαββόπουλος προσπαθεί να αποδείξει ότι παραμένει σύγχρονος μέσα από μια φόρμα που ούτε παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αλλά ούτε του ταιριάζει. Παράλληλα, στα 50 του ακούγεται ήδη σαν κουρασμένος γέρος που τον έχει προσπεράσει η εποχή ενώ, σε στιχουργικό επίπεδο, από τη μία, γράφει για τον έρωτα (αλλά κι εκεί ως μια σύμβαση) και, από την άλλη, παρασέρνεται πλήρως από το κλίμα εθνικού συναγερμού της εποχής και μας παραδίδει μερικά από τα πιο ανόητα και αδιάφορα τραγούδια της πορείας του. Τα "Μικρός Μονομάχος", "Πως με Κατάντησε η Αγάπη", και "Είδα τη Σούλα και το Δεσποτίδη" κρατάνε κάτι από τον παλιό του εαυτό, περισσότερο όμως σαν αντανάκλαση και σκιά μιας φιγούρας που έχει πλέον αντικατασταθεί από έναν εθνικό τροβαδούρο, παρά ως μια καλλιτεχνική κατάθεση που μπορεί να μας αφορά. (ΑΑ)

Ο Πυρήνας
(Lyra, 2007)
Ίσως δεν είναι το live αυτό που λειτουργεί και ως best of, όπως και ο ίδιος ομολογεί στην αρχή παρακάμπτει επιτέλους τα μεγάλα σουξέ. Έχει μία ισορροπία ανάμεσα σε γνωστά και αγαπημένα τραγούδια και λιγότερο γνωστά, πιο πρόσφατα και πιο παλιά αλλά κυρίως έχει ιδιόμορφες, δικές του ενορχηστρώσεις. Το σήμα κατατεθέν του Σαββόπουλου, τα πνευστά και οι μεγάλες ορχήστρες δίνουν στη θέση τους σε ένα πιο μικρό και ευέλικτο σχήμα. Αυτό όμως ακριβώς είναι το μεγάλο πλεονέκτημά του. Οι Κιουρτσόγλου και Λάντσιας (υπέροχοι όπως πάντα σε μπάσο και τύμπανα + πλήκτρα αντίστοιχα) διατηρούν την ουσία των τραγουδιών του Σαββόπουλου ενώ βρίσκουν την ευκαιρία να προσθέσουν καινούργια στοιχεία. Ταυτόχρονα, κάποιες συνθέσεις που μπορεί στην αρχική τους, στουντιακή εκτέλεση να μην εντυπωσίασαν εδώ αποκτούν νέα ζωή. Τέλος, και εξίσου σημαντικό, η κυκλοφορία περιλαμβάνει και dvd οπότε η ευκαιρία να δούμε τον Σαββόπουλο επί της σκηνής, με τις χαρακτηριστικές κινήσεις του, τις παρλάτες του και την άνεσή του κάτω από τους προβολείς, είναι άχαστη όταν μιλάμε για ζωντανά ηχογραφημένη κυκλοφορία. (ΚΣ)
