Από το Τέξας στο βαμπιρικό μύθο
Η παραδοξότητα της αποδοχής του "Nosferatu" και η δεύτερη ευκαιρία των Helstar
Στην ιστορία της σκληρής μουσικής, υπάρχουν δίσκοι που έλαβαν την αναγνώριση που άξιζαν αρκετά αργότερα της ημερομηνίας κυκλοφορίας τους. Ένας από αυτούς είναι και το magnum opus των Helstar, το φοβερό και τρομερό "Nosferatu", ένας δίσκος στην μουσική και την αισθητική του οποίου έχουν πατήσει οι Τεξανοί θρύλοι τα τελευταία χρόνια της ύπαρξης τους, με εκλεκτά αποτελέσματα.
Ένα γενικά concept άλμπουμ βαμπιρικού περιεχομένου - τουλάχιστον μέχρι το έκτο του κομμάτι, το "Nosferatu" χρησιμοποιεί ως εισαγωγές πολλά quotes από το "Dracula" του 1979, μια ταινία βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Bram Stoker. Ταιριαστή, λοιπόν, μοιάζει μια δήλωση του πρωταγωνιστή της εν λόγω ταινίας, Frank Langella, που περιέγραφε απολύτως γλαφυρά την ερμηνευτική του προσέγγιση στην ταινία.
Ο κόμης Δράκουλας δεν είναι ένα αιμοσταγές κτήνος, αλλά ένας ευγενής. Ένας άντρας της υψηλής κοινωνίας, με ένα μοναδικό και άκρως σημαντικό κοινωνικό πρόβλημα επιβίωσης. Πρέπει να πιει αίμα για να ζήσει. Ακριβώς αυτός ο χαρακτηρισμός κουμπώνει τέλεια και στο κορυφαίο άλμπουμ της Helstar δισκογραφίας, καθώς αυτό ακροβατεί μεταξύ της speed/thrash ακρότητας και της heavy/power αβρότητας, με δαντελωτές νεοκλασικές κιθάρες, ταχύτητες που ανεβοκατεβαίνουν κατά τω δοκούν και τον James Rivera σε ερμηνείες ζωής.
Σε έναν συνεχιζόμενο παραλληλισμό με τη φιγούρα του αιμοδιψή κόμη, το "Nosferatu" υπήρξε απόκληρο της εποχής που κυκλοφόρησε, από κριτικούς και κοινό. Ο ίδιος ο Larry Barragan, μας είχε δηλώσει πριν μερικά χρόνια πως το άλμπουμ υπήρξε μια εμπορική αποτυχία, με ελάχιστες θετικές γνώμες να διατυπώνονται για εκείνο τότε.

Ξέρεις, όταν είχε κυκλοφορήσει το "Nosferatu" δεν άρεσε σε κανέναν. Εκείνος ο δίσκος δεν μας προσέφερε τίποτα άλλο παρά μόνο στεναχώριες. Ήταν το άλμπουμ εξαιτίας του οποίου μας αποδέσμευσαν από τη Metal Blade. Μια αλήθεια τόσο παράδοξη για όσους έχουμε ακούσει μεταγενέστερα και υποκλινόμαστε στη δημιουργική ανωτερότητα ενός αλαβάστρινου άλμπουμ, αλλά και ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας εποχής αλλαγών για το σκληρό ήχο του τότε.
Όπως στις περισσότερες μπάντες αυτού που ονομάζουμε US power metal, η αποτυχία καταρράκωσε τις ελπίδες της για εδραίωση στη μεταλλική σκηνή. Νιώθαμε πως το "Nosferatu" είχε όλα τα φόντα να μας πάει στο επόμενο επίπεδο και όταν αυτό δεν συνέβη, όλα πήγαν κατά διαόλου. Ο ίδιος ο βασικός συνθέτης της σταμάτησε να παίζει κιθάρα για ένα εύλογο χρονικό διάστημα, με την μπάντα να επανέρχεται κάποια στιγμή το 1995 με το ατελές "Multiples Of Black", αλλά την ουσιαστική επαναδραστηριοποίηση της να συμβαίνει πρακτικά το 2006.
Ο βαμπιρικός μύθος διακατέχει τις τέχνες εδώ και πάνω από έναν αιώνα, μα το τέταρτο άλμπουμ των Τεξανών βετεράνων, που θα μας επισκεφθούν ξανά σε μερικές ημέρες, ξεχωρίζει ως μια από τις πλέον ξεχωριστές μουσικές δημιουργίες που έχουν επηρεαστεί θεματικά από εκείνον. Κι αν η καταξίωση άργησε μερικά χρόνια, στο σήμερα, το άλμπουμ - όπως και η φυσική του συνέχεια (βλ. "Vampiro") απολαμβάνουν την αποδοχή που αξίζουν, έχοντας δώσει στη μπάντα μια δεύτερη ευκαιρία καριέρας που εκμεταλλεύεται πλήρως. Δημιουργικά, το "Devil’s Masquerade" επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές, ενώ επί σκηνής, κάθε τους εμφάνιση την τελευταία δεκαετία, αν κι επεισοδιακή, υπήρξε μνημειώδης - κάτι που περιμένουμε και φέτος.
