«A Buyer's Guide»: Bauhaus (Peter Murphy, Love & Rockets, Tones On Tail)
Ένας οδηγός για να βρείτε τον δρόμο σας μέσα στο βαθύ σκοτάδι των Bauhaus
Από ένα σημείο και μετά δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να επαναλαμβανόμαστε αλλά, μιας και τα γραπτά μένουν, ας πούμε κι εδώ πως οι Bauhaus αποτελούν ένα από τα πιο επιδραστικά συγκροτήματα όλων των εποχών και το ότι θα τους δούμε ζωντανά στις 08/06 στα πλαίσια του Release Athens Festival, αποτελεί ένα κορυφαίο συναυλιακό γεγονός.
Είτε μιλάμε εξάλλου για post- punk, είτε για gothic, είτε για death rock, είτε, γενικότερα, για αυτό που λέμε εναλλακτική μουσική, οι Bauhaus πάντα θα στέκουν ως οι σκοτεινοί βασιλιάδες της δεκαετίας του 1980. Δεν έχει νόημα να κάνουμε όμως εδώ μια αναδρομή στην ιστορία και στους λόγους που οι Bauhaus είναι σπουδαίοι. Το κάναμε πριν κάποια χρόνια με αφορμή την εκπληκτική συναυλία που είχαν δώσει τότε ο Peter Murphy και ο David J..
Σήμερα θα μιλήσουμε για την πραγματική κληρονομιά τους, τη μουσική δηλαδή που μας έχουν χαρίσει τα τελευταία 42 χρόνια. Είναι εξάλλου εντυπωσιακό το πως, παρόλο που η πρώτη περίοδο των Bauhaus διήρκησε περίπου μια πενταετία, τα μέλη τους δεν σταμάτησαν ποτέ να είναι ενεργά μέσα από solo δουλειές ή άλλα projects, κυκλοφορόντας μπόλικους δίσκους εκ των οποίων οι περισσότεροι κινούνται σε αρκετά υψηλά επίπεδα. Οι Love & Rockets αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για τη δεκαετία του 1980, ενώ ο Peter Murphy μπορεί να άργησε λίγο να βρει το διάβα του όμως, μέσα από μια σειρά από ποιοτικές κυκλοφορίες, δικαίως σήμερα θεωρείται ένας κορυφαίος δημιουργούς εκεί έξω.
Δυστυχώς, αν και θα θέλαμε, στο αφιέρωμα μας ήταν αδύνατο να μιλήσουμε εκτενώς για την post- Bauhaus δισκογραφία της τετράδας από το Northampton. Αυτό που κάναμε όμως είναι να ακούσουμε καμιά 35αριά δίσκους και να επιλέξουμε τις πιο αξιόλογες κυκλοφορίες τους προκειμένου να δημιουργήσουμε μια βάση από την οποία μπορεί να ξεκινήσει και ο πιο ανυποψίαστος ακροατής. Παράλληλα, στο Spotify μπορείτε να ακούσετε τη λίστα μας με (πάρα) πολλές επιλογές από τους δίσκους των Bauhaus, από solo κυκλοφορίες και από άλλα projects των μελών τους.
Αρκετά όμως με τις φλυαρίες. Λίγες μέρες πριν τη μεγάλη συναυλία τους στην Ελλάδα, σας παρουσιάζουμε έναν οδηγό ακρόασης των Bauhaus αλλά και των σημαντικότερων δουλειών που κυκλοφόρησαν τα μέλη τους στην πολύχρονη καριέρα τους. “The sound of the drum is calling, sound of the drum has called”…
Bauhaus - In The Flat Field
(4AD, 1980)
Κλασικό. Αυτή οφείλει να είναι η πρώτη λέξη που έρχεται στο μυαλό κατά την ανάγνωση του τίτλου του ντεμπούτου των Bauhaus. Στη συνέχεια, μια εικόνα σχηματίζεται. Η κινησιολογία του θρυλικού εξωφύλλου, ένα σκοτάδι που απλώνεται, ένα κάστρο χωμένο σε ένα ομιχλώδες δάσος, το τσίτωμα και το μπάσιμο του εναρκτήριου “Double Dare”. Το εμβληματικό “In The Flat Field” είναι ο καλλιτεχνικός θρίαμβος της παρακμιακής τέχνης, το ασπρόμαυρο δισκοπότηρο που θα αναζητεί κάθε μπάντα που εδράζει στις σκιές στον αιώνα τον άπαντα. Είναι το κατράμι που συνενώνει υποβόσκοντα πειραματισμό και μανιακό χορό, κατάρες και ερωτικές εξομολογήσεις, όνειρα και εφιάλτες, παραισθήσεις και καθημερινά βιώματα, είναι το πεδίο δόξης λαμπρό όπου λαμβάνουν χώρα απόκρυφες βλέψεις μουσικής κατάκτησης του απόκοσμου. Είναι η στιγμή που οι «ειδικοί» κατάπιαν τα λόγια τους και οι «περιθωριακοί» πανηγύρισαν, είναι ο δίσκος που εσωκλείει την πανέμορφη μουσική των παιδιών της νύχτας. Είναι η μαύρη βίβλος την οποία συνέγραψαν 4 απόστολοι του σκότους. Είναι ένας από τους σημαντικότερους δίσκους που έβγαλε ο κιθαριστικός ήχος. [Α.Ζ.]
Bauhaus - Mask
(Beggars Banquet, 1981)
Το «δύσκολο δεύτερο άλμπουμ» των Bauhaus είχε να αναμετρηθεί τόσο με το συνταρακτικό ντεμπούτο τους όσο και με το μνημειώδες single “Bela Lugosi’s Dead”, με αποτέλεσμα για πρώτη φορά οι προσδοκίες να είναι υψηλές. Αυτό σηματοδοτείται και από την αλλαγή δισκογραφικής με την Beggars Banquet να τους δίνει το συμβόλαιο που τους είχε αρνηθεί στο ξεκίνημά τους. Αναμφισβήτητα κατάφεραν να δικαιώσουν τους υποστηρικτές τους και μάλιστα χωρίς να χρειαστεί να επαναλάβουν τον πρώτο τους δίσκο. Παρότι o σκοτεινός χαρακτήρας τους διατηρείται, ενισχύεται το songwriting και η πιο σφιχτή δομή τραγουδιών. Ταυτόχρονα, συνθετικά και ενορχηστρωτικά, δεν έχουν πρόβλημα να φύγουν προς νέες κατευθύνσεις είτε αυτές εκφράζονται με funky a la David Bowie χορευτικούς ρυθμούς, είτε με την προσθήκη σαξόφωνου και πλήκτρων που δίνουν βάθος στον ήχο τους. Πουθενά καλύτερα δεν αποτυπώνεται αυτή η αλλαγή από τα δύο singles του δίσκου, που είναι στην πραγματικότητα και η πρώτη φορά που δείχνουν ότι μπορούν, αν θέλουν, να γίνουν εμπορικοί χωρίς να χάσουν την γοητεία τους. Τα “Passion Of Lovers” και “Kick In The Eye” συγκαταλέγονται στα καλύτερα τραγούδια τους. [Κ.Σ.]
Love & Rockets - Express
(Beggars Banquet, 1986)
To ντεμπούτο τους είναι ένας μαγικός δίσκος αλλά στον δεύτερο δίσκο τους, οι Love & Rockets ξεπέρασαν τους εαυτούς τους. Στην πραγματικότητα, το “Express” όχι απλά δεν έχει ούτε μισό filler, αλλά μέσα εδώ δεν θα βρείτε ούτε καν ένα μέτριο τραγούδι. Σε μια περίοδο που ο Peter Murphy φαινόταν χαμένος ανάμεσα σε πειραματισμούς και αστοχίες, τα ¾ των Bauhaus έκαναν σαφές πως, όχι μόνο έχουν τα προσόντα να συνεχίσουν, αλλά μπορούσαν να επανεφεύρουν τους εαυτούς τους με μια ζηλευτή ευκολία. Και μπορεί να μην κατάφεραν να πιάσουν ξανά τέτοια ύψη όμως, έτσι κι αλλιώς, είχαν βάλει τον πήχη τόσο ψηλά που αυτό μάλλον ήταν αδύνατο να συμβεί. [Α.Α.]
Peter Murphy - Deep
(Beggars Banquet, 1989)
Μπορεί η προσωπική καριέρα του Peter Murphy να μην υπήρξε ποτέ τόσο σκοτεινή όσο αυτή των Bauhaus, μπορεί το post punk στοιχείο να είχε από καιρό αποχωρήσει και ίσως μόνο η φωνή του να διατηρούσε τη σύνδεση με το goth παρελθόν του, αλλά σε ότι έχει να κάνει με το εναλλακτικό rock των 80s απέδειξε ότι δεν είχε σε τίποτα να ζηλέψει πιο επιτυχημένους καλλιτέχνες. Η περιορισμένη εμπορική επιτυχία της solo δισκογραφίας του είναι άδικη και σίγουρα πιο αδικημένο είναι αυτό εδώ το μικρό αριστούργημα (ο Iggy Pop, για παράδειγμα, όσο κι αν προσπάθησε δεν έβγαλε τέτοιο δίσκο στα 80s). Ερμηνευτικά βρίσκεται σε εξαιρετικό φεγγάρι, έχοντας ταυτόχρονα την ορμή αλλά και το συναισθηματικό βάθος που απαιτούν οι συνθέσεις. Οι οποίες με τη σειρά τους είναι εμπνευσμένες και παρά τα εμφανή χαρακτηριστικά της εποχής τους (τα πλαστικά drums, τα σύνθια, το μπάσο) διατηρούν μία διαχρονική ποιότητα. Το “Cuts You Up” παραμένει η μεγαλύτερη επιτυχία του και δικαίως καθώς αποτελεί ένα εθιστικό, ρυθμικό, mid-tempo τραγούδι. Όσοι όμως ανατριχιάζουμε με τη βαρύτονη φωνή του, ψάχνουμε στα “Strange Kind Of Love” και “Marlene Dietrich’s Favourite Poem” τη συγκίνηση που αναζητούμε. [Κ.Σ.]
Burning Form The Inside
(Beggars Banquet, 1983)
O τελευταίος δίσκος της πρώτης και βασικής περιόδου των Bauhaus τους βρίσκει σε καλή φόρμα μεν αλλά και με εσωτερικές εντάσεις ανάμεσα κυρίως στον τραγουδιστή και τους άλλους τρεις. Μία ασθένεια του πρώτου οδηγεί τους υπόλοιπους να δουλέψουν κάποια τραγούδια εντελώς μόνοι τους, ουσιαστικά ορίζοντας την έναρξη των Love & Rockets. H μειωμένη συνεισφορά του Murphy σίγουρα στερεί σε πολλές περιπτώσεις την ταυτότητα που είχαν χτίσει με τις προηγούμενες κυκλοφορίες τους, από την άλλη όμως εδώ βρίσκεται και το υπέροχο “She’s In Parties” που πιάνει την ουσία των Bauhaus αποσταγμένη και σε μπουκαλάκι έτοιμη για κατανάλωση. Είναι σίγουρα και θέμα παραγωγής αφού προσεγγίζουν έναν πιο καθαρό ήχο, όμως ακόμα και όταν δοκιμάζουν κάτι νέο, όπως το κυριαρχούμενο από το πιάνο “Who Killed Mr. Moonlight?” ή το ακουστικό “Slice Of Life” είναι ό ενδιαφέροντες έως εξαιρετικοί. Απέχει από να είναι βασική κυκλοφορία των Bauhaus αλλά από την άλλη η κληρονομιά τους θα ήταν διαφορετική χωρίς αυτό. [Κ.Σ.]
Peter Murphy - Love Hysteria
(RCA / Beggars Banquet, 1988)
Εν μέσω ενός άκρως παραγωγικού διαστήματος, ο Murphy κατάφερε στον δεύτερο προσωπικό του δίσκο να διαμορφώσει ένα προσωπικό ηχόχρωμα. Το "Love Hysteria" βρήκε τον frontman να συμπράττει με τον Simon Rogers των The Fall, τον Μat Seligman των The Soft Boys (και όχι μόνο), καθώς και με τους, βγαλμένους από την καρδιά του new wave, Paul Statham και Howard Hughes, προσφέροντας μια πολύπλευρη μα και συμπαγή κυκλοφορία. Σαφώς επηρεασμένος από την εναλλακτική σκηνή της εποχής ("All Night Long", "Indigo Eyes", "Time Has Nothing To Do With It"), αλλά και από τις διδαχές των Bowie/Pop (η διασκευάρα στο "Fun Time" μιλάει από μόνη της), φροντίζοντας όμως παράλληλα να κουβαλήσει το μεγαλειωδώς άβολο συναίσθημα των Bauhaus (“Socrates The Python”, “His Circle And Hers Meet”), o Murphy κατάφερε να βρεθεί στον έτερο πόλο του ήχου στον οποίο ακροβατούσε, και να τον κατακτήσει. Κάθε του διαφοροποιημένη στιγμή του "Love Hysteria" βρίθει ποιότητας και συνενώνεται σε ένα ενιαίο μωσαϊκό που αποτυπώνει σε εξαιρετικό βαθμό γιατί ο Murphy οφείλει να λογίζεται από τις σημαντικότερες προσωπικότητες μιας ολόκληρης σκηνής, επηρεάζοντας ανάλογες αλχημείες μελλοντικών καλλιτεχνικών απογόνων. [Α.Ζ.]
Love & Rockets - Love and Rockets
(Beggars Banquet, 1989)
Αν έπρεπε να διαλέξω τελείως υποκειμενικά, εδώ θα βρίσκατε το “Earth, Sun, Moon”, το οποίο, για λόγους όχι απολύτως σχετικούς με τη μουσική, το αγαπώ όσο έχω αγαπήσει λίγα άλμπουμ. Όμως, επειδή εδώ στο rocking.gr αν κάτι μας χαρακτηρίζει είναι το αίσθημα ευθηνής απέναντι στον αναγνώστη, οφείλω να ομολογήσω πως, αντικειμενικά, το τέταρτο άλμπουμ των Love & Rockets, είναι η καλύτερη δουλειά τους μετά το “Express” που ήδη αναφέραμε, και η τελευταία πραγματικά σπουδαία τους στιγμή. Είναι κρίμα καθώς ενώ στα ‘80s το συγκρότημα έκανε φανταστικά πράγματα, η επόμενη δεκαετία τους χαρακτηρίζεται από κακές επιλογές και απογοητευτικά αποτελέσματα. Όπως και να έχει, τα τρία μέλη των Love & Rockets αποχαιρέτησαν τη δεκαετία του 1980, στην οποία πέτυχαν αδιανόητα πράγματα, με έναν σπουδαίο δίσκο γεμάτο πειραματισμούς κι εξαιρετικές ενορχηστρώσεις, ενώ εδώ συναντάμε επίσης και το “So Alive”, το οποίο, χωρίς αμφιβολία, αποτελεί και την πιο pop στιγμή τους μέχρι τότε. [Α.Α.]
Tones On Tail - Pop
(Beggars Banquet, 1984)
O Daniel Ash, παρέα με τον Glenn Campling, φίλο του από την σχολή Καλών Τεχνών και roadie των Bauhaus, δημιούργησαν τους Tones on Tail το 1982. Και μπορεί να παρέμειναν ενεργοί μόνο δύο χρόνια, όμως το συγκρότημα άφησε ένα μικρό (αλλά σημαντικό θα πρόσθετα εγώ) στίγμα στη δεκαετία του 1980. Μετά από ένα E.P, μερικά singles, και την διάλυση των Bauhaus, o Kevin Haskins έγινε το τρίτο μέλος τους και παρέα κυκλοφόρησαν τον ένα και μοναδικό δίσκο τους με τίτλο “Pop”. Απολύτως παράξενο, αδιανόητα εκκεντρικό κι απολαυστικά πρωτότυπο, το post- punk των Tones On Tail ίσως να μην ταιριάζει στα μουσικά γούστα όλων αλλά, χωρίς αμφιβολία, αποτελεί ένα διαμαντάκι μέσα στην πλούσια δισκογραφία των μελών της επιδραστικής τετράδας των Bauhaus. Χρόνια αργότερα, ο Daniel Ash θα δήλωνε πως αυτός ήταν ο δίσκος που διασκέδασε περισσότερο όταν τον έφτιαχνε. Και νομίζω πως αυτό φαίνεται στο άλμπουμ. Μια ακρόαση πιθανά να πείσει κι εσάς. [Α.Α.]
Bauhaus - Go Away White
(2008, Cooking Vinyl)
Μέχρι και τη φετινή single-άρα του "Drink The New Wine", το τελευταίο δισκογραφικό στίγμα της τετράδας ήταν το προ δεκατετραετίας πέμπτο στούντιο άλμπουμ τους. Το, ομολογουμένως, ουσιώδες "Go Away White", παρόλο που αναμενόμενα αποτελεί την πιο αδύναμη στιγμή στη δισκογραφία του θρυλικού συγκροτήματος, υπό μια έννοια πέτυχε κάθε στόχο για τον οποίο προοριζόταν, με τα sessions του να ευθύνονται και για τη, μέχρι πρότινος, διάλυση της μπάντας. Ακούγοντας το, ακόμη και σήμερα, διαπιστώνεις το ξεκάθαρο ηχόχρωμα των Bauhaus, καθώς και τις, ιδιαίτερα έντονες, επιρροές που ανέκαθεν τους ακολουθούσαν. Παρόλο που η συνύπαρξη του σκοτεινό glam του “Adrenaline” με την παράνοια του “Endless Summer Of The Damned” επιβεβαιώνει πως ο δίσκος έχει τις στιγμές του, δυστυχώς συχνά ηχεί ως μια επιφανειακή συρραφή ιδεών των Murphy και Ash, καταδικασμένη σε μια μετρημένη αμεσότητα. Σε μια τόσο πλούσια και πολυσχιδή συνολική δισκογραφία, το, τελευταίο (;) στούντιο άλμπουμ των Bauhaus κατέχει μια ιδιαίτερη γωνία, αυτή της λυτρωτικής και αυτοαναφορικής απόπειρας απάρνησης του στερεοτύπου. Προχωρήστε μόνο αν τολμάτε, αλλά μην περιμένετε δικαίωση, μόνο ωμά συναισθήματα. [Α.Ζ.]
Press The Eject And Give Me the Tape
(Beggars Banquet, 1982)
Και μόνο που πιάνει το συγκρότημα στο απώγειο της καριέρας του θα ήταν αρκετό για να κάνει το άλμπουμ αυτό απαραίτητο για όποιον θέλει να έχει ολοκληρωμένη εικόνα για το ποιοι ήταν οι Bauhaus. H ωμή, ανεπιτήδευτη ενέργεια ταιριάζει απόλυτα στα τραγούδια από τους πρώτους δύο δίσκους τους που γεμίζουν το setlist, μαζί με τη εξαιρετική διασκευή στο "Rosegarden Funeral of Sores” του John Cale που από μόνη της αξίζει την απόκτηση του άλμπουμ. Φυσικά την τιμητική τους έχουν και τα singles “Dark Entries” και το ανυπέρβλητο “Bela Lugosi’s Dead” οι εκτελέσεις των οποίων χάνουν σε ατμόσφαιρα αλλά κερδίζουν σε ένταση τις στουντιακές. Κυκλοφόρησε λίγο αργότερα και με μία χούφτα bonus τραγούδια (μέσα σε αυτά και άλλη μία διασκευή, στο “Waiting For The Man” μαζί με τη Nico) που απλούστατα κάνουν το καλό, καλύτερο. [Κ.Σ.]