Μοιραζόμενος τις απόψεις του μέσω του Rocking.gr, προσπαθεί να ισορροπήσει στην λεπτή γραμμή μεταξύ υποκειμενικού οπαδισμού και αντικειμενικής οπτικής περί μουσικής. Καθώς κινείται ηχητικά σε μια περιοχή...
Wytch Hazel
V: Lamentations
Ένα σημείο καμπής για τη δημιουργική πορεία των Βρετανών proto metallers
Οι Wytch Hazel επέστρεψαν φέτος με έναν δίσκο που, χωρίς αμφιβολία, επιβεβαιώνει τη σταθερότητα και τη συνέπειά τους στο καλλιτεχνικό heavy γίγνεσθαι. Η γνωστή τους NWOBHM αισθητική, φιλτραρισμένη μέσα από το hard rock και το proto metal των '70s, παραπέμπει περισσότερο σε παλιές βρετανικές μπάντες παρά στη σύγχρονη metal σκηνή και όποιος έχει ακολουθήσει τη δισκογραφία τους, ξέρει ακριβώς τι να περιμένει - και σε μεγάλο βαθμό αυτό ακριβώς προσφέρεται και στο πέμπτο κατά σειρά πόνημα τους.
Οι συνθέσεις είναι καλοδουλεμένες, με σαφή έμφαση στη σύνθεση και τη λειτουργικότητα, παρά στη φανφάρα και τον flashy εντυπωσιασμό. Οι δομές παραμένουν παραδοσιακές, χωρίς περιττές παρεκκλίσεις, με μελωδικά κιθαριστικά leads να κάνουν την εμφάνιση τους κατά το δοκούν και, κατ' επέκταση, οδηγούν σε κομμάτια που κυλούν φυσικά και ακούγονται ευχάριστα από την πρώτη επαφή.
Ταυτόχρονα, όμως, εδώ αρχίζει να διαφαίνεται και το βασικό ζήτημα του δίσκου. Η φόρμα των Wytch Hazel, όσο καλοστημένη κι αν είναι, δείχνει να αγγίζει τα όριά της. Η αισθητική, οι μελωδικές επιλογές και η συνολική ατμόσφαιρα επαναλαμβάνονται με τέτοια συνέπεια, ώστε σε σημεία δημιουργείται η αίσθηση ότι η μπάντα κινείται μέσα σε έναν απολύτως οριοθετημένο χώρο, χωρίς διάθεση ή ανάγκη να τον επεκτείνει. Δεν μιλάμε για έλλειψη ποιότητας, αλλά για μια μανιέρα που αρχίζει να δείχνει σημάδια στασιμότητας.
Οι θεματικές και το ύφος παραμένουν πιστά στον κόσμο που έχουν χτίσει από τα πρώτα τους βήματα, κάτι που για πολλούς αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα και λόγος ακροάσεων. Ωστόσο, σε επίπεδο συνολικής εμπειρίας, ο δίσκος δεν προσφέρει εκείνο το ψήγμα δημιουργικής έκπληξης που θα ξεχωρίσει από τις προηγούμενες δουλειές τους - και που συνέβαινε μέχρι και το προηγούμενο τους δίσκο. Αντίθετα, λειτουργεί περισσότερο ως μια καλοεκτελεσμένη συνέχεια, παρά ως ένα νέο μουσικό κεφάλαιο στο εκλεκτό τους ταξίδι.
Πιθανόν στέκομαι υπερβολικά σκωπτικός για ένα άλμπουμ που πραγματικά απήλαυσα στις ακροάσεις του και βρήκε μια θέση στη φυσική μου δισκοθήκη, αφού δεδομένα επιβεβαιώνει τις δυναμικές αυτής της σπουδαίας μπάντας κι εδραιώνει τη θέση της στη σύγχρονη retro-heavy σκηνή. Παράλληλα, όμως, αφήνει και την αίσθηση ότι το συγκεκριμένο μονοπάτι που διαβαίνει, όσο καλοστρωμένο κι αν είναι, ίσως οδηγεί σε ένα δημιουργικό dead end αν δεν υπάρξει, στο μέλλον, κάποια ουσιαστική διαφοροποίηση ή δημιουργικό ρίσκο.
